Βιβλιοκριτική: "Μωσαϊκό σκέψεων και λέξεων" του Δημήτρη Ρακιτζάκη | Γράφει η Στέλλα Πετρίδου


Συγγραφέας: 
Δημήτρης Ρακιτζάκης
Χρονολογία: Μάρτιος 2025
ISBN: 978-618-231-183-7
Είδος: Ελληνική ποίηση
Σελίδες: 64
Εκδόσεις: Βακχικόν



Πόση αναστάτωση μπορούν να προκαλέσουν οι σκέψεις εγκλωβισμένες όταν βρίσκονται στο μυαλό του ανθρώπου; Ομολογουμένως μεγάλη, πόσο μάλλον όταν αυτές συσσωρεύονται ανεξέλεγκτα εντός του δίχως σταματημό, συμπιέζονται χρόνο με τον χρόνο χωρίς ωστόσο να υπάρχει γύρω τους ένα μαγικό χέρι ικανό και διατεθειμένο φυσικά για να τις τιθασεύσει, να τους επιβάλει την πειθαρχία, την υπακοή και την τάξη. Ώσπου φτάνει κάποτε η μοιραία στιγμή, η αναπόφευκτη στιγμή, η στιγμή της απόλυτης έκρηξης. Και τότε τα πάντα αλλάζουν. Το μυαλό ανοίγει τις πύλες του απεγνωσμένα για να αναπνεύσει. Και τότε οι σκέψεις δραπετεύουν. Μετουσιώνονται σε λέξεις, λέξεις πολύχρωμες, θρασύτατες, τολμηρές και αποφασισμένες για όλα, που επαναστατούν χωρίς ντροπή και δισταγμό, που δεν υποτάσσονται πια στο σκοτάδι της σιωπής και του παραγκωνισμού, που διεκδικούν ανοιχτά τα θέλω τους όποια κι αν είναι αυτά.

Το αποτέλεσμα που προκύπτει είναι μαγικό. Η απελευθέρωση οδηγεί στην έκφραση και η έκφραση στην απελευθέρωση. Το μωσαϊκό της δημιουργίας στήνεται με τη δική τους συμβολή και διεκδικεί μια θέση στην αιωνιότητα. Κι όσο αυτό μεγαλώνει με περισσότερες σκέψεις και περισσότερες λέξεις, τόσο περισσότερο ομορφαίνει, τόσο περισσότερο ξεχωρίζει, τόσο περισσότερο αποκτά προσωπικό ύφος και χαρακτήρα που το καθιστά ιδιαίτερο και μοναδικό. Αυτό το αποτέλεσμα διεκδικεί και ο πρωτοεμφανιζόμενος στα γράμματα Δημήτρης Ρακιτζάκης στήνοντας με τις σκέψεις και τις λέξεις του το δικό του μωσαϊκό δημιουργίας. Μιλάμε φυσικά για την πρώτη του ποιητική συλλογή που κυκλοφόρησε τον Μάρτιο του 2025 από τις εκδόσεις «Βακχικόν» και φέρει τον χαρακτηριστικό τίτλο «Μωσαϊκό σκέψεων και λέξεων».

Με ένα εξώφυλλο αρκετά ταιριαστό και αντιπροσωπευτικό του τίτλου της ποιητικής συλλογής του ο ποιητής αφιερώνει το πρώτο του ολοκληρωμένο έργο σε αυτούς τους λίγους που βλέπουν σε κείνον κάτι που ο ίδιος αδυνατεί. Η ταπεινότητα που επιδεικνύουν τα λόγια του - δικαιολογημένα για έναν δημιουργό που μόλις εκτίθεται στο αναγνωστικό του κοινό παρασυρμένος ίσως από την πίεση και την ενθάρρυνση εκείνων που είχαν την ευκαιρία να έρθουν πρώτοι σε επαφή με το έργο του και να γευτούν την καθαρότητα και την αγνότητα της πρωτόλειας γραφής του - διαπιστώνεται και στη συνέχεια του βιβλίου του, στο κυρίως μέρος αυτού, στο οποίο φιλοξενούνται τα ποιήματά του.

Προκαλεί δέος και θαυμασμό το πρώτο του ποίημα, αυτό που ανοίγει τις πύλες της ψυχής του και προσκαλεί με χαρά τον αναγνώστη του στην εξερεύνησή της. Η επίκληση στη μάνα, στον δικό του Δημιουργό-Θεό, που τόσο πολύ αγαπά, λατρεύει και δοξάζει, προκαλεί ρίγος και συγκίνηση μαζί. Βαθιά εξομολογητική και θερμή η αναφορά του, φέρνει αμέσως τον αναγνώστη σε επαφή με τα τρυφερά και ειλικρινή του συναισθήματα.

«Εσύ είσαι ο δημιουργός μου.
Εσύ ο Θεός μου.
Εσένα αγάπησα.
Λάτρεψα.
Δόξασα.
Εσένα επικαλούμαι.
Εσένα έμοιασα.
Μάνα.» (Σελίδα 9)

Η συνέχεια στο ποιητικό του ταξίδι είναι το ίδιο θαυμάσια και συναρπαστική. Παρότι τα υπόλοιπα ποιήματα της συλλογής δεν έχουν κέντρο αναφοράς τη μάνα, τη Μούσα της έμπνευσής του, είναι το ίδιο αποκαλυπτικά, το ίδιο τρυφερά και υπέροχα.

Ο ποιητής αναφέρεται σε πρώτο πρόσωπο, γιατί του είναι περισσότερο εύκολο να εκφραστεί και να αποτυπώσει την αλήθεια του. Με την αμεσότητα της γραφής του περιγράφει όνειρα, επιδιώξεις, πράξεις, λάθη, καταστροφές και εφιάλτες. Έπειτα αναθαρρεύει και γίνεται περισσότερο ορμητικός και διάχυτος. Άλλοτε παίρνει τη μορφή ενός μυρμηγκιού, άλλοτε γίνεται κόκκος άμμου, άλλοτε χιόνι, άλλοτε παραλία, άλλοτε δέντρο και άλλοτε κερί. Όποια μορφή και να παίρνει, ζητά και επιδιώκει τον έρωτα, το μοίρασμα, τη συντροφικότητα, την απόλαυση του τώρα δίχως αναβολές και καθυστερήσεις, καθώς το χθες συνειδητοποιεί πως έχει πια σβήσει, ενώ το μέλλον στέκει μακριά του αβέβαιο και χαοτικό μπρος στην πολιορκία του θανάτου και της ήττας. Αρνείται το ψέμα, απεχθάνεται την υποκρισία, μισεί την κακία και τη συνήθεια που φέρνουν στο πέρασμά της η φθορά και η ρουτίνα. Αναπολεί τις ευχάριστες στιγμές του παρελθόντος, ζητά συγνώμη για τα λάθη που έπραξε, για όσα δεν είπε, για όσα άφησε να χαθούν. Απολογείται που παραιτήθηκε για να μην ξεχαστεί εντελώς, που ονειροπόλησε χωρίς να τολμήσει τη διεκδίκηση, που ήλπισε τότε που δεν έπρεπε να τολμήσει, που υποτίμησε τη δύναμη της λογικής απέναντι στα αδύναμα συναισθήματα, που έπαιξε και έχασε εν τέλει, που ερωτεύτηκε χωρίς να το σκεφτεί, που ακολούθησε τα χνάρια του εγωισμού και τραυματίστηκε, που κέρδισε μονάχα αναμνήσεις. Εφιάλτες και δαίμονες στοιχειώνουν πια το μέσα του για να του θυμίζουν πως κάποτε υπήρξε αφελής, ρομαντικός, ανθρώπινος. Τώρα ο φόβος γίνεται βάσανο ψυχής και καημός. Ο θάνατος παραφυλά. Η μοναξιά θεριεύει. Η νοσταλγία γίνεται πόνος, το κενό μεγαλώνει.

Πώς φτάσαμε εδώ, εαυτέ μου;
Χιόνι πλάι στο τζάκι!

Δες με πώς στάζω
και ας έχω στεγνώσει από έρωτα.
Μα πριν την τελευταία μου σταγόνα
ρίξε με στη φωτιά.

Ακριβώς έτσι όπως έζησα τη ζωή μου. (Σελίδα 16)

Ο ποιητής παρότι δίνει έμφαση στον έρωτα, αναφέρεται και σε άλλα θέματα που πονάνε και στοιχειώνουν την κοινωνία του σήμερα, όπως το θέμα της προσφυγιάς, της αποξένωσης, της περιθωριοποίησης, του εκφυλισμού. Παρότι στα ποιήματά του απεικονίζει την φθορά της σύγχρονης πραγματικότητας, τη μοναξιά και τη σιωπή, παρότι άναρχα οι σκέψεις του μεταπηδούν από τον φόβο της αναπόλησης στον πόνο των αναμνήσεων, στον εφιάλτη των παθών και των λαθών και στην αβεβαιότητα του αύριο, ένα ίχνος ελπίδας παραμένει ανέπαφο ακόμα στις λέξεις του για να συνεχίσει να κυριαρχεί ο έρωτας στη ζωή του, για να μην υπάρξει παραίτηση της ζωής γενικότερα, για να συνεχίσει η επιμονή να ζωγραφίζει με τα χρώματα του πόθου και του πάθους το μονοπάτι που οδηγεί σαν άσβεστη ελπίδα στο αύριο.

«Όταν ο άνθρωπος χωρέσει
στην αγκαλιά του όλη την ανθρωπότητα,
τότε θα δεις πως η κόλαση τελικά
υπήρξε δροσερή σαν ένα γλυκό αεράκι
και ο παράδεισος;
Ζεστός σαν αυγουστιάτικη ημέρα!
Η απόσταση που τους χωρίζει;
Κάμποση αγάπη δρόμος…» (Σελίδα 55)

Εν κατακλείδι, η ποίηση του Δημήτρη Ρακιτζάκη, υπαρξιακού περιεχομένου στο σύνολό της, δοσμένη σε ελεύθερο στίχο αλλά κάποιες φορές και σε έμμετρο ομοιοκατάληκτο, βαθιά εξομολογητική και αυθόρμητη, ατόφια και ανεπιτήδευτη, ρομαντική και ευαίσθητη, δίνει απόλυτη έμφαση στην ψυχή και το συναίσθημα, εξυψώνοντας τον έρωτα ως το μεγαλύτερο αγαθό που εξασφαλίζει την ευτυχία, επομένως και την ουσία στον άνθρωπο. Με μια γλώσσα απλή και άμεση, χωρίς ακρότητες και ανώφελους εντυπωσιασμούς, καλοδουλεμένη ωστόσο και εύκαμπτη, καταθέτει τα ερωτικά του βιώματα, τις εμπειρίες του, τις σκέψεις και τα συναισθήματά του για να νιώσει και πάλι τον ίδιο τον έρωτα, προσδοκώντας ακόμα, έστω κι αν γνωρίζει ότι πια δεν είναι εύκολο ούτε κι απλό, τη μεγάλη επιστροφή του.

Δημοσίευση σχολίου

0 Σχόλια