ISBN: 978-960-04-5383-6
ΣΕΛ.: 296
O
ζωγράφος Φίλιππος Θεοδώρου γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Άρτα και από
το 1994 ζούσε στην Αθήνα. Από τότε που
τελείωσε τη Σχολή Καλών Τεχνών, επιβίωνε κυρίως κάνοντας μαθήματα σε
υποψηφίους σπουδαστές ή σε ερασιτέχνες που ήθελαν να μάθουν να ζωγραφίζουν.
Είχε συμμετάσχει σε ατομικές εκθέσεις και σε ομαδικές, αποσπώντας πολύ καλές
κριτικές. Η οικονομική κρίση όμως τα τελευταία χρόνια τον είχε χτυπήσει άγρια
και η διαβίωσή του είχε γίνει αφόρητη. Ήταν πια αδύνατον να διατηρεί
σπίτι-εργαστήριο στην οδό Ασκληπιού, οπότε αποφάσισε να επιστρέψει στο πατρικό
του στην Άρτα. Φεύγοντας από το σπίτι στην Αθήνα το μάτι του έπεσε στην είσοδο
της απέναντι πολυκατοικίας, όπου στεκόταν μια νέα γυναίκα ασάλευτη, σαν να είχε
παγώσει στον χρόνο. «Ένα ακίνητο ελάφι» μουρμούρησε ο Φίλιππος. Η γυναίκα
είχε μια απόκοσμη έκφραση, λες και είχε αποσυνδεθεί από την πραγματικότητα…
Ο Φίλιππος έζησε περίπου τρεις μήνες στην Άρτα και άρχισε να βαριέται. Έλειπε 22 χρόνια από τον τόπο του, και ο τρόπος ζωής, διαφορετικός από τη ζωή στην Αθήνα, δυσκόλευε την προσαρμογή του. Δεν ένιωθε άνετα στο πατρικό του με τον πατέρα του και τον θείο του και παρέες δεν είχε πια εκεί. Η μόνη διέξοδος ήταν η ζωγραφική. Όταν συμμετείχε σε ένα διαγωνισμό του Δήμου για ένα πίνακα ζωγραφικής, έφτιαξε ένα Μακρυγιάννη γυμνό και προκάλεσε ποικίλες αντιδράσεις. Ο Αποστόλης, ο πατέρας του, θεώρησε ότι ο γιος του τον εξευτέλισε στην συντηρητική κοινωνία της Άρτας, ενώ ο θείος του ο Περικλής το θεώρησε αριστούργημα…
Η ατμόσφαιρα στο πατρικό του Φίλιππου ήταν βαριά μετά τον
καβγά για τον γυμνό Μακρυγιάννη. Ο πατέρας του δεν μιλούσε ούτε σε αυτόν ούτε
στον Περικλή. Οπότε ο Φίλιππος αποφάσισε
να επιστρέψει στην Αθήνα αλλά μετά θα
πήγαινε στη Δονούσα να απομονωθεί και να δουλέψει. Μέσα σε λίγες εβδομάδες, ο
Φίλιππος βρέθηκε από τα Τζουμέρκα της Ηπείρου, στην Αθήνα, στον Πειραιά και μετά στις Μικρές
Κυκλάδες. Εκεί στο χωριό Καλοταρίτισσα, ένα μικρό ψαροχώρι θα γνωρίσει δύο
ηλικιωμένες γυναίκες την Ουρανία και την Πελαγία, χήρες ψαράδων. Εντύπωση του
έκανε η Πελαγία η οποία δεν μιλούσε αν και του έκανε παρέα όταν ζωγράφιζε. Η
Πελαγία έδειχνε τόσο απόκοσμη κι αλλόκοτη. Δεν ήταν μόνο αμίλητη. Έμοιαζε και
ακίνητη. Δεν έκανε τις μικρές κινήσεις, τις ασήμαντες, τις περιττές, που
κάνουν όλοι οι ζωντανοί άνθρωποι, ήταν σαν άγαλμα. Η Πελαγία από τη στιγμή που
της άρπαξαν την κόρη, μόνο περίμενε. Ο χρόνος δεν είχε καμιά σημασία γι΄
αυτήν. Σαν να είχαν σταματήσει όλα τα ρολόγια του κόσμου στις 11 Μαρτίου 1966
και δεν υπήρχαν πια ώρες, μέρες, μήνες, χρόνια. Τα μόνα που θα μπορούσαν να τη
λυτρώσουν ήταν ο θάνατος ή η εμφάνιση της Μυρτούλα της. Όσο κανένα από τα δύο
δεν ερχόταν, η ίδια θα έμενα φυλακισμένη βαθιά μέσα στην ακινησία και σιωπή
της να περιμένει. Ψάξανε παντού, αλλά δεν βρέθηκε κανένα ίχνος του παιδιού. Ποιος
να είχε πάρει το παιδί; Ήταν άραγε
κάποιος από το νησί ή ένας ξένος που είχε έρθει με αυτό τον σκοπό; Και πάνω
από όλα γιατί;
Ο Φίλιππος βλέποντας κάθε μέρα αυτή την τραγική φιγούρα αποφάσισε να ζωγραφίσει χωρίς να της το πει. Είχε κάθε μέρα μπροστά του ένα ολοζώντανο μοντέλο. Το ανέκφραστο πρόσωπό της και το χαμένο βλέμμα της του ξύπνησαν το εικαστικό του ενδιαφέρον.
Μια μέρα ο Φίλιππος βρέθηκε στη Νάουσα της Πάρου,
εκεί τυχαία συνάντησε και γνώρισε την Μαρίνα, που μόλις είχε
εγκατασταθεί και δεν ήξερε τι να κάνει με την ταβέρνα του πατέρα της, που είχε κληρονομήσει.
Ο Φίλιππος αποφασίζει να βοηθήσει την Μαρίνα να ανοίξει την ταβέρνα και να
δουλέψει και αυτός μαζί της. Με την κουβέντα που κάνουν ανακαλύπτουν ότι πριν
κάποια χρόνια ζούσαν στην ίδια οδό στην Αθήνα, την Ασκληπιού. Ο Φίλιππος θέλει
να την γνωρίσει περισσότερο. Ποιο ήταν το μυστικό που την βασάνιζε; Πόσο θα
έμενε στην Πάρο; Γιατί είχε φύγει από την παλιά τους γειτονιά;
Η Μαρίνα
Κωνσταντινίδη ήταν δασκάλα χορού και δίδασκε σε σχολές μπαλέτου ζούσε στην Αθήνα στην οδό Ασκληπιού με
τον φίλο της τον Μίλτο. Μια μέρα έπιασε τον Μίλτο να κάνει έρωτα με την
καλύτερη φιλενάδα της την Νάντια. Θέλησε να ζητήσει εξηγήσεις από τον φίλο της, να τον χαστουκίσει και να διώξει τη Νάντια, όμως αποφάσισε να μην κάνει
τίποτα. Λόγω οικονομικών δυσκολιών περικόπτηκαν ορισμένα καλλιτεχνικά μαθήματα
στη σχολή που δίδασκε. Πρώτα η απιστία του Μίλτου, στη συνέχεια η απόλυση
από τη δουλειά. Η ζωή της Μαρίνας είχε ανατραπεί μέσα σε λίγες μόλις ώρες.
Θα έφευγε από το σπίτι. Χωρίς κουβέντες. Δεν είχε νόημα. Θα έφευγε από την Αθήνα
και θα άφηνε για πάντα πίσω της αυτό το
κομμάτι της ζωής της. Η Μαρίνα ήταν παιδί χωρισμένων γονιών. Τον πατέρα της
είχε να το δει από δέκα χρονών. Ανατροπές, ανατροπές, ανατροπές. Η ζωή της
όλη…Και τώρα;
Οι μήνες περνούσαν και η σαραντάρα Μαρίνα συνέχισε να είναι άνεργη, έως ότου αποφάσισε να γίνει πωλήτρια, αλλά την πρόλαβε ένας συμβολαιογράφος που της ανακοίνωσε ότι ο πατέρας της που πέθανε πρόσφατα, της άφησε ένα σεβαστό ποσό στην τράπεζα και μια ταβέρνα.
Η ταμπέλα της ταβέρνας στη Νάουσα της Πάρου έγραφε: Η Τράτα, Ευστράτιος Κάππαρης και η διακόσμησή της παρέπεμπε στη δεκαετία του ΄70. Το άλλο μισό του πέτρινου νησιώτικου κτίσματος ήταν πιο τουριστική και πιο σύγχρονη και η ταμπέλα έγραφε: Blue Sea,Elias Kapparis. Κοινό επώνυμο στις δυο επιγραφές. Αδέλφια ή ξαδέλφια, συνιδιοκτήτες στου ίδιου οικήματος, δύο ταβέρνες πιθανότατα ανταγωνιστικές…
Ο Ευστράτιος και ο Ηλίας έμαθε η Μαρίνα ότι ήταν αδέλφια και ότι είχαν πολύ κακή σχέση, δεν μιλιούνταν και πολλές φορές πιάνονταν στα χέρια. Ο Ευστράτιος Κάππαρης είχε πεθάνει και είχε δώσει το μαγαζί το 1987 στον Τάσο, τον πατέρα της Μαρίνας με τον οποίο ήταν συνέταιροι. Το μαγαζί την συμβουλέψανε αν δεν το δουλέψει η ίδια να μην το δώσει στον Ηλία Κάππαρη.
Αφού ο Φίλιππος την έπεισε την Μαρίνα και το ανοίξανε το μαγαζί μια περίοδο, βρήκανε προσωπικό και αν και αρχάριοι πήγανε πολύ καλά. Επίσης στο πάνω μέρος της ταβέρνας συγκατοικήσανε ο Φίλιππος και η Μαρίνα και έφτιαξε και ένα ατελιέ ο Φίλιππος.
Μια χορεύτρια κι ένας ζωγράφος, πρωτάρηδες στη δουλειά κατάφεραν, μια τέτοια δύσκολη χρονιά για τον τουρισμό, να κρατάνε την ταβέρνα ανοιχτή μεσημέρι βράδυ και να υπάρχει το αδιαχώρητο.
Δεν είχανε καμία επαφή με το μαγαζί του Ηλία Κάππαρη, αλλά ο Φίλιππος αντιλήφθηκε ότι στο υπόγειο του καταστήματός του κάτι έκρυβε ο Ηλία Κάππαρης. Τι να ήταν αυτό;
Ένας χρόνος είχε περάσει από τότε που ο Φίλιππος και η Μαρίνα είχαν φύγει από την οδό Ασκληπιού, όπου έμεναν σε αντικριστά διαμερίσματα δέκα χρόνια χωρίς να διασταυρωθούν ούτε μία φορά. Έμελλε να γνωριστούν στην Πάρο να αγαπηθούν και να δεθούν, και μάλιστα να περιμένουν και παιδί.
Ο Φίλιππος σκεφτόταν πώς μια μικρή στιγμή μπορεί να
αλλάξει τα πάντα, όπως ακριβώς μια μικρή πινελιά σ΄ ένα έργο μπορεί να το
καταστρέψει ή να το μεταμορφώσει σε αριστούργημα.
Ένας δυνατός
έρωτας μιας χορεύτριας και ενός ζωγράφου.
Ο Φίλιππος δεν ξεχνούσε τη χαροκαμένη Πελαγία στην Δονούσα,
που του έκανε παρέα σιωπηλή, όταν ζωγράφιζε, καθισμένη στο σκαμνάκι της και
θυμήθηκες το τρομακτικό της ξέσπασμα, τον αποχαιρετισμό της και τα λόγια της: «Εσύ
παλικάρι μου θα μου βρεις τη Μυρτούλα μου…»
Θα κατορθώσει ο Φίλιππος να μάθει κάτι, μετά από πενήντα χρόνια, για την εξαφανισμένη κόρη της Πελαγίας που της ρήμαξε η ζωή στη σιωπή;
Θα ανακαλύψει ο Φίλιππος τι έκρυβε στην καταπακτή του υπογείου ο αδίστακτος Ηλίας Κάππαρης;
Τράτα
ήταν όνομα ταβέρνας ή και ψαροκάικου;
Ο Βασίλης
Κονταξής καταφέρνει
μέσα από το έργο του να συνδυάσει την ευαισθησία με την πρόκληση, την ωμή
εξομολόγηση με την βαθιά ποιητικότητα.
Το βιβλίο αυτό είναι ένα ταξίδι στα σκοτεινά
νερά της λήθης, που φέρνει στο φως χαμένα κλειδιά του παρελθόντος. Πύλες,
καταπακτές, στόματα, σώματα και ψυχές θα ανοίξουν, για να ακουστούν λόγια και
ονόματα θαμμένα στη σιωπή για πολλά χρόνια.
Είναι
μια ιστορία για τις αποφάσεις τόσο τις μεγάλες όσο και τις ελάχιστες, για το
πώς η καθεμιά απ΄ αυτές συνυφαίνεται στο υφαντό αυτών που κάνουν τον καθένα μας
ξεχωριστό. Και για το πως μία και μόνο αλλαγή μπορεί να καταστεί η σωτηρία ή καταστροφή
μας.
Η «Τράτα» είναι ένα καλοκουρδισμένο μυθιστόρημα, αβίαστα
προκλητικό και σύγχρονο.
Ένα
πραγματικά ξεχωριστό βιβλίο, που σου
ζεσταίνει την ψυχή.
Διαβάστε
το. Είναι πολύ ιδιαίτερο.
0 Σχόλια