Ο Νίκος Μοσχόπουλος είναι εκπαιδευτικός, αρθρογράφος και ραδιοφωνικός παραγωγός. Πρόσφατα απέκτησε επίσημα και την ιδιότητα του συγγραφέα, καθώς κυκλοφορεί εδώ και λίγους μήνες από τις εκδόσεις «Μετρονόμος» το πρώτο του βιβλίο, το πρώτο του ραδιοφωνικό νυχτολόγιο για την ακρίβεια, που φέρει τον τίτλο «οι νύχτες του Ραμόν». Σήμερα φιλοξενείται στις Τέχνες σε μία συνέντευξη εφ' όλης της ύλης, στην οποία πρωταγωνιστεί φυσικά ο Ραμόν και οι νύχτες του.
Συνέντευξη στη Στέλλα Πετρίδου
Κύριε Μοσχόπουλε, υπηρετήσατε επί σειρά δεκαετιών τα γράμματα ως εκπαιδευτικός και πλέον συνεργάζεστε με διάφορα ηλεκτρονικά περιοδικά ως αρθρογράφος και ως ραδιοφωνικός παραγωγός με διάφορα ραδιόφωνα της Θεσσαλονίκης. Ωστόσο, όλες σας οι ενασχολήσεις προκύπτουν από τη μεγάλη αγάπη που δείχνετε για τη λογοτεχνία. Τι είναι αυτό που στην περίπτωσή σας καθιστά αυτή την αγάπη ανίκητη και αξεπέραστη;
Η αγάπη για το βιβλίο και τη λογοτεχνία έχει βαθιές ρίζες μέσα μου. Κατάγομαι από μία οικογένεια βιοπαλαιστών. Η συνθήκη αυτή περιόριζε άλλες εξωτερικές προσλαμβάνουσες όπως διακοπές ή παραθέριση όπως λέγαμε, ταξίδια, εξόδους. Έτσι έπρεπε να βρω ένα τρόπο για να αποδρώ από την καθημερινότητα, ιδιαίτερα τα πρώτα μαθητικά καλοκαίρια που ο ελεύθερος χρόνος ήταν πολύς και περνούσε δύσκολα. Από τότε το βιβλίο έγινε παράθυρο στον κόσμο και μέχρι τώρα μένει ορθάνοιχτο. Έγινε τρόπος να ζω πολλαπλές πραγματικότητες.
Η αγάπη σας για τη λογοτεχνία σας οδήγησε με τα χρόνια και σε μία άλλη αγάπη, αυτή της συγγραφής. Τι είναι αυτό που με τη σειρά του σας ωθεί και προς αυτή τη δημιουργική κατεύθυνση και ποια η φιλοδοξία σας ως συγγραφέας;
Η πρώτη απόπειρα γραφής έγινε σε ένα σχολικό τετράδιο με αφορμή ένα κάποιο γεγονός που με προβλημάτισε κι έπρεπε να το αναλύσω, να το τακτοποιήσω μέσα μου. Με το καιρό αυτό έγινε συνήθεια και τελικά έξη. Καθημερινή πράξη. Ήταν οι στιγμές που απολάμβανα τη συνομιλία με τον εαυτό μου αλλά και με χώρους και χρόνους που πιθανότατα δε γνώριζα. Ήταν η πρώτη συνειδητοποίηση της ελευθερωτικής λειτουργίας της γραφής. Η δυνατότητα να μετασχηματίζεις σε άλλες μορφές την πρωτογενή σου ύλη. Δε γνωρίζω που θα με βγάλει αυτή η όμορφη περιπέτεια ούτε και έχω κάποια φιλοδοξία πέραν της επιθυμίας μου να αφήσω ένα ελάχιστο ίχνος στη ζωή όταν θα έχω περάσει στο επέκεινα.
Για να υπάρξει συγγραφή πρέπει να προϋπάρξει ανάγνωση. Γιατί μπορεί μεν η έμπνευση να ωθεί την πένα ενός δημιουργού στη δημιουργία, ωστόσο δεν είναι ποτέ αρκετή για να παράξει έργο και μάλιστα αξιόλογο και ποιοτικό. Συμφωνείτε μ’ αυτό; Η προσωπική σας καθημερινή επαφή με τα γράμματα επέδρασε στην μετέπειτα ενασχόλησή σας με τη συγγραφή;
Παρά το γεγονός ότι στον όγκο της ελληνικής –τουλάχιστον- γραμματείας υπήρξαν και θαυμαστά έργα από δημιουργούς που δεν ξέρω πόση ήταν η αναγνωστική τους εμπειρία, όπως τα εμπνευσμένα έργα των μεγάλων τραγικών ή τα αριστουργήματα των λαϊκών ποιητών του δημοτικού τραγουδιού, ωστόσο φαίνεται πως η αναγνωστική τριβή με το βιβλίο δημιουργεί νέες προοπτικές. Οι προοπτικές αυτές δε σχετίζονται απαραίτητα με την έμπνευση όσο με τεχνικής κυρίως φύσης ζητήματα που αφορούν τη δομή, τους αφηγηματικούς τρόπους ή ακόμη και τη λειτουργία των λέξεων σε ένα έργο. Υπό αυτή την έννοια, ασφαλώς η επαφή μου με κειμενικά είδη διαφορετικών ειδών και χρονικών αφετηριών έπαιξε το ρόλο της.
Ποια συναισθήματα σας κατακλύζουν κάθε φορά που βλέπετε ένα έργο σας να ολοκληρώνεται;
Μα νομίζω πώς είναι ακριβώς τα ίδια συναισθήματα που βιώνει κάθε άνθρωπος που κατέθεσε άχθος, κόπο και ματαιώσεις.. Το κύριο αίσθημα μετά την ολοκλήρωση ενός πονήματος, είναι θα έλεγα, ένα ακόμη ελάχιστο βήμα στην αυτοπραγμάτωση και ταυτόχρονα ένα άδειασμα, ένα κενό για το μεταβατικό διάστημα που θα ακολουθήσει.
Έχετε πρότυπα ως συγγραφέας; Στα γραπτά σας θα διαπιστώσει ο αναγνώστης επιρροές από άλλους αγαπημένους σας συγγραφείς;
Υπήρξαν μορφές του λόγου που «έγραψαν» μέσα μου με ένα δηλωτικό τρόπο, η καθεμιά για διαφορετικούς λόγους και από διαφορετικό ρεύμα. Στις πρώτες μου βιβλιοφαγικές ροπές αγάπησα πολύ τη γενιά του ’30 για το γλωσσικό της πλούτο αλλά και για τις ατμόσφαιρες της παρακμής που μετέφερε. Συνομιλητές μου σ’αυτό τον διαρκή διάλογο υπήρξαν μεταξύ άλλων ο Καζαντζάκης, ο Τσίρκας, ο Χατζής, ο ξεχωριστός Μάτεσις, ο Χατζόπουλος, ο Ζίσκιντ, ο Κούντερα, οι λατινοαμερικανοί λογοτέχνες και άλλοι αναρρίθμητοι.. Κι ύστερα ήρθαν οι ποιητές του στοχασμού, του ρεμβασμού, των αγώνων, της ήττας, της περιπλάνησης. Ο Νερούδα, ο Ρίτσος, ο Σεφέρης, ο Καβάφης, ο Καββαδίας ο Έλιοτ, ο Χικμέτ. Δεν κλείνει αυτός ο κατάλογος μόνο με αυτούς.
Θεωρείτε ότι το αναγνωστικό κοινό στη χώρα μας είναι μεγάλο σε αναλογία με την ολοένα και αυξανόμενη εκδοτική παραγωγή του τόπου μας;
Είναι ένα ζήτημα που προκαλεί μάλλον αλγεινό συναίσθημα. Πράγματι ο εκδοτικός όγκος στον τόπο μας είναι μεγάλος αλλά πολύ φοβάμαι πως είναι αντιστρόφως ανάλογος του αναγνωστικού κοινού. Θα μπορούσε κανείς να αναφέρει αρκετούς λόγους που ερμηνεύουν το φαινόμενο αλλά σε αδρές γραμμές εκτιμώ ότι οι βασικές αιτίες συμπυκνώνονται σε τρεις παραμέτρους. Το νεανικό κοινό που θα έπρεπε να είναι και το πιο ενεργό αναγνωστικά, βρίσκεται σε απόσταση από την έντυπη αναγνωστική κουλτούρα όσο μάλιστα οι προσφερόμενες ψηφιακές μορφές εικόνας, κειμένου, ήχου τρέχουν με γρήγορες ταχύτητες. Απόδειξη αποτελεί πως σήμερα το κινητό τηλέφωνο έχει υποκαταστήσει το βιβλίο. Επιπλέον τις τελευταίες δεκαετίες έχει διαμορφωθεί μία αισθητική της αβασάνιστης ευκολίας, του γκλάμουρ τηλεοπτικού ρεμβασμού, του εύπεπτου και επιφανειακού πνευματικού μέσου δίκην αντίδοτου στη δύσκολη πραγματικότητα που δε σηκώνει επιπλέον προβληματισμούς. Τέλος, η μνημονιακή κρίση επηρέασε δραματικά ακόμη και το κοινό εκείνο που τρεφόταν με την αγάπη για το βιβλίο.
Μετά τη δημιουργία προκύπτει οπωσδήποτε η έκδοση ή δεν είναι πάντοτε αυτό η επιδίωξη του συγγραφέα ή η βαθύτερη ανάγκη του να μοιραστεί το έργο του με το κοινό όταν το ολοκληρώσει; Στη δική σας περίπτωση για παράδειγμα, πώς πήρατε την απόφαση να εκδώσετε το βιβλίο που φέρνετε σήμερα μαζί σας;
Δεν είναι βέβαιο αν η πορεία κάθε κειμένου θα οδηγήσει στην εκδοτική οδό. Η έκδοση αυτών των κειμένων, σε ένα μεγάλο βαθμό, δεν ήταν μία δική μου αυτόβουλη απόφαση. Ούτε και ήταν αυτή η πρόθεσή τους τις στιγμές της δημιουργίας τους. Ωστόσο μέσα από τη δυναμική λειτουργία του ραδιοφώνου αναδύθηκε, συν τω χρόνω, η επιθυμία των ακροατών τα κείμενα αυτά να φτάσουν στα χέρια τους. Οι ακροατές ήταν που απέδωσαν την όποια αξία τους, όπως ήταν οι ίδιοι που πρόταξαν το λόγο απέναντι στη μουσική κατά τη ροή της εκπομπής. Ήταν λοιπόν αποτέλεσμα παραινέσεων καθημερινών ανθρώπων και εργατών του λόγου και της τέχνης και ένα δώρο στους ακροατές που τα ζήτησαν.
Ας αναφερθούμε συγκεκριμένα σ’ αυτό το βιβλίο. Πρόκειται για ένα ραδιοφωνικό νυχτολόγιο, όπως διαβάζουμε στην περιγραφή του εξωφύλλου του, που φέρει τον τίτλο «οι νύχτες του Ραμόν» και κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Μετρονόμος». Μιλήστε μας συγκεκριμένα γι’ αυτές τις νύχτες. Ποιο το περιεχόμενό τους;
Οι Νύχτες του Ραμόν είναι μια περιπλάνηση στο ατέρμονο πουθενά, με λόγια και μουσικές του αέρα, με υλικά θνησιγενή που ξεσηκώνουν αναίτια τη μνήμη, προκαλούν τη νοσταλγία, αποκοιμίζουν τη λήθη, ερεθίζουν την άρνηση, το όνειρο, τις προσδοκίες, κυνηγούν το χρόνο που χάνεται, και δίνουν μορφή στην απουσία και ίσα ίσα μεγαλώνουν την αδυναμία προσαρμογής κάποιων πλασμάτων που έχουν μια δυσκολία να περιοριστούν στον κοινωνικό χώρο που τους δίνεται κι αποζητούν τη φυγή, όταν η περιρρέουσα ατμόσφαιρα της εποχής, όπου όλα είναι μετρήσιμα σε χρήμα και πράγματα χειροπιαστά, τους στενεύει.
Ο τίτλος του βιβλίου σας είναι στην ουσία ο τίτλος των ραδιοφωνικών εκπομπών που ακούστηκαν με τη δική σας φωνή από διάφορα ραδιόφωνα της Θεσσαλονίκης, οι οποίες φιλοξενούσαν κείμενα που γράφηκαν από εσάς τον ίδιο στις μέρες και νύχτες της μεγάλης σιωπής του κόσμου που έφερε η πανδημία. Γιατί όμως «οι νύχτες του Ραμόν» και ποιος είναι ο Ραμόν τον οποίο αναφέρετε;
Νιώθω πως η νύχτα εξαιρέθηκε από το βιολογικό μας 24ωρο σαν η περιστροφή της γης να μη περιλάμβανε νύχτες. Έμειναν οι νυχτερινές ομολογίες σφραγισμένα στόματα στο βωμό της κοινής ησυχίας που δεν αξιώθηκαν να πάρουν σχήμα στο χαρτί. Να γίνουν νυχτολόγιο. Ήρθε λοιπόν ο χρόνος να αποκτήσουν φωνή αυτές οι βουβές στιγμές. Κι ο Ραμόν είναι ο ιδεώδης μεταφραστής των ψιθύρων της νύχτας, μια και θήτευσε κοντά της ως ιδανικός και άξιος εραστής της... Είναι ένας ταξιδευτής του κόσμου που αποδελτιώνει τα ερεθίσματα που λαμβάνει τις ώρες που περνά έξω απ’ τα κλειστά παράθυρα των ανθρώπων.
Τα κείμενά σας αποτέλεσαν πολύτιμη συντροφιά σε μοναχικές ψυχές που διψούσαν για επικοινωνία σε μια εποχή που η επικοινωνία είχε απαγορευτεί παγκοσμίως. Γιατί όμως υπήρξε πολύτιμη και γιατί τελικά είναι τόσο σημαντική στους ανθρώπους;
Η απάντηση είναι απλή. Τη νύχτα η μοναξιά πολλαπλασιάζεται και οι αντιστάσεις απέναντί της καταλύονται δραματικά. Είναι οι στιγμές και οι ώρες που ένα κύμα αποθηκευμένων συλλογισμών ζητά να αναδυθεί και να γίνει μέρος ενός διαλόγου με αφανή συνομιλητή. Η νυχτερινή φωνή του ραδιοφώνου είναι ο μακρινός δίαυλος επικοινωνίας. Το φανάρι που φωτίζει κάθε σκοτεινό δωμάτιο, κάθε μοναχικού ανθρώπου -έγκλειστου, εργαζόμενου, ταξιδιώτη, αρρώστου- που αναζητά μια παρηγορητική φωνή. Μια συντροφιά στις δύσκολες ώρες.
Πόσο χρονικό διάστημα καλύπτουν τα κείμενά σας αυτά; Υπάρχουν και άλλα κείμενα που δε συμπεριλήφθηκαν στο βιβλίο σας κι αν ναι, γιατί προβήκατε σε αυτή την επιλογή συγκεκριμένα;
Τα κείμενα του βιβλίου καλύπτουν ένα διάστημα τριών και πλέον ετών. Μέσα από τον αρχειακό όγκο των εκπομπών με τον αντίστοιχο όγκο χιλίων εξακοσίων σελίδων, έπρεπε να γίνει μία αποδελτίωση. Έτσι εξαιρέθηκαν κείμενα που αφορούσαν αφιερώματα προσωπικοτήτων ή κείμενα που σχολίαζαν την τρέχουσα επικαιρική ή πολιτική πραγματικότητα. Ανθολογήθηκαν λοιπόν κείμενα που ακουμπούσαν πάνω στην ανθρώπινη προβληματική και που πολλά απ’ αυτά έχουν τη μορφή «πεζοποιημάτων», όπως επισημάνθηκε από ανθρώπους του λόγου.
Υπάρχουν μηνύματα που επιδιώκετε να περάσετε στον αναγνώστη-ακροατή σας; Ποια είναι αυτά αν όντως υπάρχουν;
Η εκπομπή όπως και το βιβλίο έχει κέντρο την ανθρώπινη ευαλωτότητα μέσα σε ένα αυτιστικό κόσμο που στροβιλίζεται γύρω από τον εαυτό του και στη δίνη του εξαφανίζεται η ατομικότητα, τα υλικά σύστασης της ανθρώπινης ψυχής. Αν υπάρχει ένας διάλογος με τους ακροατές –αναγνώστες, στους πλαγιότιτλους θα υπήρχε η επισήμανση να αποδράσουν από τη χρησιμοθηρία και τον ορθολογισμό της εποχής και να ψηλαφίσουν ξανά τον πόνο των ανθρώπων και των πραγμάτων, όπως έγραψε κάποτε ο Καρυωτάκης.
Η απεύθυνση δεν έχει ένα στοχευμένο κοινό. Κάθε ανήσυχος άνθρωπος που επιδιώκει μια ανοιχτή συνομιλία με τον εαυτό του και το κόσμο μας, μπορεί να είναι παραλήπτης αυτών των κειμένων.
Είστε ευχαριστημένος από τη μέχρι τώρα συνεργασία σας με τις εκδόσεις «Μετρονόμος»;
Θα έλεγα ότι οι εκδόσεις «Μετρονόμος» ήταν από την αρχή η εκδοτική μου επιλογή, γιατί είναι μια εκδοτική εταιρεία ανοιχτή σε όλα τα αξιόλογα κειμενικά είδη. Πράγματι, ο Θανάσης Συλιβός αγκάλιασε με ενθουσιασμό αυτό το πόνημα και το είδε ως κάτι νέο στα ροδιοφωνικά χρονικά και κατ ‘επέκταση στη συγγραφική γκάμα. Η συνεργασία μας προχώρησε με σεβασμό, νοιάξιμο και αμοιβαιότητα.
Ποιοι είναι οι επόμενοί σας στόχοι; Προγραμματίζετε κάτι για το μέλλον;
Πάντα υπάρχουν πράγματα εν εξελίξει που λειτουργούν εντός μας συχνά ανεξέλεγκτα από εμάς. Η ορμή τους για εξωτερίκευση θα κρίνει και την έξοδό τους στην κοινή θέα.
Μια ευχή σας που θα θέλατε οπωσδήποτε να πραγματοποιηθεί;
Όλες οι πλατείες των πόλεων να είναι πλήρεις ραδιοφωνικών μουσικών και διάσπαρτων βιβλίων διαθέσιμων σε κάθε χέρι και μυαλό.
Πριν κλείσουμε τη συζήτηση θα ήθελα να μας παραθέσετε ένα μικρό απόσπασμα από το βιβλίο σας.
Πολύ ευχαρίστως!
«….Τα χρώματα. Οδηγοί και ιχνηλάτες της μνήμης. Εργάτες μπιστικοί που σκάβουν τη λήθη και με άροτρα το θάμπος ή την έντασή τους, την ζωηράδα ή την ξεβαμμένη τους αχλή όπως απλώθηκε κάποτε σε μια βατίστα, χαρακώνουν τις αυλακιές της μνήμης και ξαναγεννούν απ’ την αρχή κάτι πάλλευκα βλέμματα σε κεφαλές απολλώνιων αγαλμάτων να κρυφοκοιτούν ανάμεσα σε θραύσματα αγγείων από κόκκινο πηλό που αντάμωσες κάποτε σε μια επιστροφή του χρόνου.
Και στην επόμενη πινελιά να βγαίνεις στα πιο αργοκίνητα γαλάζια σαν ακουαρέλες των βυθών της Αμοργού που μέσα τους βυθίστηκες και αναδύθηκες πάνω στο πέτρινο κεφάλι αλόγου από βράχο σταχτί που ξεδιψάει ακόμα στο γαλανό της πλάτος.
Κι ύστερα ξεπετιέται ένα νερωμένο λουλακί συντροφιά με μια απόδειπνη ώχρα και ακροβολίζεσαι σε μακεδονίτικα χαγιάτια ρουφώντας τον σκούρο καφέ ενός αποχαιρετισμού.
Είναι κι εκείνες οι χρωματισμένες παιδικές στιγμές που καθισμένοι κατάντικρυ στον ήλιο τρίβαμε τα μάτια και παίζαμε τις ήσυχες ώρες του μεσημεριού κρυφά παιχνίδια μαζί του. Κι εκείνος θρυμμάτιζε τα χρώματα για χάρη μας και γέμιζαν τα μάτια μας με άλικες στάμπες από πασχαλίτσες καθισμένες στο πορφυρό της παπαρούνας μαζί με γαλάζιες φωταψίες από φτερά νεογέννητων πεταλούδων.
Κι όταν η ελαιογραφία των ματιών χανόταν σε λίγο, ξέραμε. Μ’ ένα καινούριο θάμπωμα βιαζόμασταν να δούμε βυσσινιές στάμπες φιλιών του πρώτου έρωτα που θα μας οδηγούσε με βεβαιότητα στα πορτοκαλί άκρα της ικεσίας και από κει στο μωβ της συγχώρεσης και της μετάνοιας....Αλλά αυτό το θαύμα αργούσε ακόμα...»
Κύριε Μοσχόπουλε, σας ευχαριστώ πολύ για την όμορφη συζήτηση και σας εύχομαι κάθε επιτυχία στο πολύ αξιόλογο έργο σας. Καλοτάξιδο το βιβλίο σας και καλοδιάβαστο!
Ευχαριστώ θερμά το περιοδικό texnesonline.gr και εσάς προσωπικά για το φιλόξενο χώρο σας και για την ευκαιρία που δίνετε να επικοινωνηθούν νέες προσπάθειες σε κάθε προσέγγιση της ζωής μέσω της τέχνης.
Βιογραφικό:
Ο Νίκος Μοσχόπουλος γεννήθηκε στη δυτική μεριά της Γερμανίας από γονείς μετανάστες. Μεγάλωσε στη Θεσσαλονίκη και σπούδασε στο Παιδαγωγικό Τμήμα Δημοτικής Εκπαίδευσης του ΑΠΘ Υπηρέτησε τα γράμματα και το δημόσιο σχολειό ως εκπαιδευτικός της πράξης επί σειρά δεκαετιών.
Αρθρογραφεί σε ψηφιακά περιοδικά με θέματα που αφορούν την ανθρώπινη προβληματική, την τέχνη, το λόγο, την κοινωνική τριβή.
Η ενασχόλησή του με το ραδιόφωνο αποτελεί το πεδίο έκφρασης, επικοινωνίας και αλληλεπίδρασης πάνω στο οποίο άνθισε η μακροχρόνια, θεματική εκπομπή μουσικής και λόγου Οι Νύχτες του Ραμόν που εξέπεμψε και εκπέμπει από ραδιοφωνικές συχνότητες της πόλης.
0 Σχόλια