Συγγραφέας: Γιώτα Ιωαννίδου
Χρονολογία: Μάιος 2025
Είδος: Νουβέλα
ISBN: 978-618-231-216-2
Σελίδες: 66
Εκδόσεις: Βακχικόν
Μια εργαζόμενη γυναίκα, περίπου πενήντα ετών, σταμάτησε ένα
πρωί, σε ένα μικρό καφέ, για να παραγγείλει ένα καπουτσίνο ντεκαφεϊνέ.
Αυτό συνεχιζόταν αρκετές μέρες, όταν ανακάλυψε ότι ένας
τύπος με ένα κόκκινο μηχανάκι, που έμπαινε στο μικρό καφέ, την κοιτούσε έντονα.
Ταράχτηκε. Κατέβασε τα μάτια της με
συστολή. Το ανδρικό βλέμμα την ξάφνιασε. Έστρεψε την ματιά της
αλλού-στον μπάρμπαν, στην καφετέρια, στο πορτοφόλι της.
Θέλει να ξανακοιτάξει… Τι βλέμμα! Δεν μπορεί. Του έριξε
ακόμα μια φευγαλέα ματιά. Κατέβασε γρήγορα το βλέμμα της. Ο άνδρας από τη γωνία
εξακολουθούσε να την κοιτά. Τι στο διάολο κοιτούσε; Πήρε τον καφέ και ένα
νεράκι και βγήκε απ΄ το μαγαζί. Συνήλθε. Τι ήταν αυτό; Βλακείες, την κοίταξε ένας άνδρας και κάτι
έγινε. Αν είναι δυνατόν! Δεν μπορούσε να διανοηθεί ότι ένιωσε τέτοια ένταση.
Αυτή που ήταν ευχαριστημένη από τη ζωή της. Είχε καλή σχέση με τον άνδρα της. Ήταν
αδιαπραγμάτευτα πιστή. Πώς ήταν δυνατόν να αισθάνθηκε αυτή την αδικαιολόγητη
ένταση; Ενοχή. Δεν θα ξαναπήγαινε στο καφέ.
Πρέπει να κόψει το καφέ γιατί την κοίταξε κάποιος; Γιατί; Τι
φοβάται; Έναν άγνωστο; Τόσο πολύ; Τι μπορεί να της κάνει;
Κι όμως ξαναπήγε στην καφετέρια. Ο άγνωστος άνδρας καθόταν
στο ίδιο σκαμπό στο μπαράκι. Τον κοίταξε φευγαλέα όσο αυτός δεν την έβλεπε. Της
ήρθε μια τρελή επιθυμία να πιαστεί απ΄ το λαιμό του. Να τον αγγίξει. Να τον
φιλήσει. Ακόμα και να δαγκώσει τον λαιμό αυτού του άγνωστου άνδρα. Στην
πρωτόγονη αυτή αίσθηση για σάρκα τρόμαξε. Σχεδόν ντράπηκε. Ντράπηκε και
τρόμαξε. Δεν είχε ξανανιώσει κάτι ανάλογο.
Τι θέλει αυτός από εκείνη; Είναι ιδέα της, δεν θέλει
τίποτα. Ήταν ένα παιχνίδι της φαντασίας της. Ποια είναι; Μια γυναίκα παντρεμένη, μια μητέρα, μια σοβαρή επαγγελματίας, μια μεγάλη γυναίκα. Να αυτό είναι! Πώς
γίνεται να θέλει ν' αρπάξει τον άλλον, αυτόν τον ξένο, από τον λαιμό; Της φάνηκε
αστεία η σκέψη. Να τον αρπάξει από τον λαιμό , άκου εκεί. Είναι βίαιο,
επιθετικό, ανθρωποφάγα αίσθηση. Την κατέκλυσε ένα μούδιασμα.
Πήρε τον καφέ, πλήρωσε, και ήρθε η ώρα να πάει στο ψυγείο να
πάρει το νερό. Πήγε λοιπόν. Δεν γύρισε να τον κοιτάξει. Εκείνος, άνοιξε γρήγορα
το ψυγείο και πήρε ένα μπουκαλάκι. Της το πρόσφερε.
-Ορίστε.
-Ευχαριστώ.
Μπορεί ένας άγνωστος να έχει τόσο οικείο χαμόγελο; Παρέμεινε ανέκφραστη, παγωμένη. Κούνησε το
κεφάλι για να τον ευχαριστήσει. Με νεύμα ανεπαίσθητο. Πήρε το νερό και προχώρησε προς την πόρτα.
-Να ΄χετε μια καλή μέρα, της είπε.
Ποιος είναι; Γιατί τόση ευγένεια; Γιατί τόση γλύκα; Απαράδεκτο! Μάλλον είναι το αφεντικό
εδώ στο καφέ και το κάνει για να μη χάσει την πελατεία του. Όλα τα άλλα είναι
μπούρδες του γυναικείου μυαλού της. Αυτό είναι. Η σκέψη την ανακούφισε. Τον
κοίταξε με αξιοπρέπεια και αυστηρότητα.
Δεν μπορούσε να γίνει πια ο εαυτός της, θάμπωσε η
εικόνα. Ποια ήταν; Την ρούφηξε η καθημερινότητα, οι άλλοι, η δουλειά. Δουλεία. Δεν είναι πια αυτή. Ποια είναι; Οι υποχρεώσεις της, τα «πρέπει» της, οι ρόλοι της, οι μάσκες της. Αλλά αυτή που είναι; Να την, στο βλέμμα του.
Τον κοίταξε συγκρατημένα. Χαμήλωσε το βλέμμα. Δεν
μπορούσε να τον κοιτάξει κατάματα. Ήταν σίγουρη ότι φαινόταν η επιθυμία
της. Χάρη σε αυτή την επιθυμία ένιωσε στιγμιαία νέα, όμορφη, ελεύθερη.
Ξανάγινε αυτή. Ο εαυτός της. Με το σώμα ζωντανό, την καρδιά να χτυπά και το
βλέμμα καρφωμένο στα ψιλά που μετρούσε.
Έχει
μεγαλώσει. Θα μπορούσε να ερωτευτεί; Τι λέει, αυτά τελείωσαν. Δεν την
αφορούν, δεν έχει διάθεση, δεν έχει σχέση με όλα αυτά. Το μόνο σημαντικό είναι
ότι αισθάνθηκε πως υπάρχει.
Θα είναι ο ιδιοκτήτης του μαγαζιού και το παίζει φιλικός ή
γόης, ή… Βρε, τι την νοιάζει τι είναι; Την έπρηξε με τα χαμόγελά του κάθε
πρωί.
Βγήκε από την πόρτα θυμωμένη.
Ξανά το άλλο πρωί σταμάτησε στο καφέ. Το μηχανάκι λείπει,
ευτυχώς. Καλύτερα! Καλύτερα που λείπει. Η απουσία του άλλαξε το χρώμα της
μέρας. Αυτή έρχεται εδώ για να πάρει καφέ. Τι φταίει αυτή; Για ένα
βλέμμα; Αν είναι δυνατόν! Της έχει γίνει έμμονη ιδέα, δεν μπορεί να τον βγάλει
απ΄ το μυαλό της, δεν μπορεί να σταματήσει να τον σκέφτεται. Κατευθύνθηκε
προς την πόρτα. Τότε τον είδε να καταφτάνει με το κόκκινο μηχανάκι. Πάγωσε. Η
καρδιά της άρχισε να χτυπά δυνατά. Σταμάτησε απότομα μπροστά της. Της
χαμογέλασε. Δεν την άφηνε από τα μάτια του.
Αν τον παρατηρούσε κανείς, θα έλεγε πως κοιτούσε με βλέμμα ερωτευμένου. Αυτή, ψυχρή, ακίνητη στη θέση της, απέφευγε το βλέμμα του. Στο ύφος της
υπήρχε μια μικρή αλαζονεία.
-Καλημέρα! της είπε.
Ήταν ένα αποφασιστικό «καλημέρα».
-Καλημέρα!
Ήταν ένα διστακτικό «καλημέρα»…
Επιμένεις. Γιατί επιμένεις; Αφού δεν είμαι διαθέσιμη, δεν
το βλέπεις; Γιατί ξέρω ότι βλέπεις πέρα απ΄ αυτό που φαίνεται. Ή είσαι
απλώς ένας άνδρας που την πέφτει γιατί δεν έχει τι άλλο να κάνει; Τον κάρφωσε
αυστηρά. Δεν σου δίνω κανένα δικαίωμα να μου μιλάς. Δεν είμαι καν φιλική…
Θέλω να είμαι ωραία σήμερα, θέλω να ντυθώ ωραία,
σκέφτεται. Θέλω να με ξαναδώ όμορφη, μα δεν ξέρω πώς να ξαναγίνω όμορφη. Υπήρξα
όμορφη. Δεν ξέρω γιατί το θέλω τόσο πολύ. Να βάλω το πιο ωραίο μου τζιν και μια
στενή μπλούζα. Θέλω να αρέσω, θέλω να θυμηθώ πώς είναι ν΄ αρέσω, θέλω να του αρέσω. Τον σκέφτομαι, έχω μπροστά μου το
βλέμμα του πάνω μου, και θέλω να νιώθω αυτό το βλέμμα πάνω μου. Νιώθω την
ανάταση που μου προσφέρει το βλέμμα του αγνώστου…
Θα σταματήσεις, ρε φίλε, να με κοιτάς μ΄ αυτό το ηλίθιο
βλέμμα; Εκείνη δεν φλέρταρε, ήταν
σίγουρη. Ούτε χασκογελούσε, ούτε γενικά ήταν ο τύπος της γυναίκας που έδινε
θάρρος. Ούτε είχε καμιά όρεξη τη συγκεκριμένη στιγμή. Δες πώς με κοιτά! Είναι
δυνατόν να του δίνω την εντύπωση ότι παίζω; Εκείνος φταίει που δεν σταματά να
την κοιτά. Όχι, αυτή φταίει που συνεχίζει να έρχεται σ΄ αυτό το καφέ. Το κάνει
να πιστεύει ότι ενδιαφέρεται. Λάθος μήνυμα. Δεν έχει καταλάβει ότι της είναι
αδιάφορος;
Τον κοίταξε. Της ξαναήρθε εκείνη η τρελή επιθυμία να τον
αρπάξει απ΄ το λαιμό. Ήθελε να τον πιάσει και να τον φιλήσει. Να τον ρουφήξει. Να
τον δαγκώσει. Αυτός έπιασε το βλέμμα της.
Νιώθει μια έντονη έλξη για τον άγνωστο άνδρα που εργάζεται
εκεί στο καφέ. Αυτό το βίωμα
την ταρακουνά.
Βγήκε από την καφετέρια. Υπνωτισμένη. Για κάποια
δευτερόλεπτα δεν υπήρχε τίποτα. Ούτε ο άνδρα της, ούτε ο σεβασμός, ούτε η
δουλειά της, ούτε το αυτοκίνητο, ούτε αυτή η ίδια. Μόνο εκείνη η αίσθηση που
την τρέλαινε και την τρόμαζε. Ποτέ δεν της είχε συμβεί κάτι τέτοιο. Σκέψεις, ενοχές, εμμονές…
Αυτό το
παιχνίδι πρέπει να τελειώνει, δεν έχει κανένα νόημα…
Ζει μια
μικρή ερωτική ιστορία – έναν ανεκπλήρωτο έρωτα μιας ανάσας…
Έμπλεξε
σε μια ιστορία χωρίς να υπάρχει ιστορία. Υποφέρει σαν να συμβαίνει
κάτι, ενώ δεν συμβαίνει τίποτα.
Τα
συναισθήματά της, αντιφατικά: ενοχή, δισταγμός, επιθυμία, εμμονή.
Μια από τις ωραιότερες Νουβέλες που έχουμε
διαβάσει εδώ και πολύ καιρό, γεμάτη σπάνια χάρη, θλίψη, ευστροφία και ζεστασιά.
Διαβάστε
τη.
Η Γιώτα Ιωαννίδου κατάγεται από
τη Θεσσαλονίκη. Είναι απόφοιτος του Τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας ΑΠΘ και
της Δραματικής Σχολής του ΚΘΒΕ, ενώ έχει μεταπτυχιακό στην Πολιτιστική
Πολιτική, Διοίκηση και Επικοινωνία από το Πάντειο Πανεπιστήμιο. Εργάζεται ως
ηθοποιός στο θέατρο και στον κινηματο γράφο, και ως εκφωνήτρια ραδιοφώνου και
τηλεόρασης. Παράλληλα, διδάσκει και σκηνοθετεί τη θεατρική ομάδα του
πολιτιστικού συλλόγου «Χοροταξιδευτές», και παραδίδει μαθήματα Θεατρικής Αγωγής
σε παιδιά του δημοτικού ως αναπληρώτρια εκπαιδευτικός. Το 2015 ανέβηκε η πρώτη
παράσταση που σκηνοθέτησε, με τίτλο Femin Play Toujours, σε δικό της κείμενο
και παραγωγή. Το 2017 εκδόθηκε το μυθιστόρημά της Σοχούμ
(εκδόσεις Αιώρα), το οποίο μεταφράστηκε το 2020 στα γαλλικά με τίτλο Exiles,
με κρατική επιχορήγηση (εκδόσεις Les Editions Monemvasia). Το 2021 κυκλοφόρησε
το μυθιστόρημά της Ίσκιλι (εκδόσεις Αφοί
Κυριακίδη). Το coffee time είναι το τρίτο
βιβλίο της.
0 Σχόλια