Γράφει η Μεταξούλα Μανικάρου
Ποιητικοί διαγωνισμοί στην Ελλάδα (1850–1900)
Μετά την ίδρυση του ελληνικού
κράτους το 1830, η ελληνική κοινωνία προσπαθούσε να συγκροτήσει μια εθνική
πολιτιστική ταυτότητα. Η Ελλάδα του 19ου αιώνα διαμορφώνεται μέσα σε ένα
ιδεολογικό και αισθητικό πλαίσιο, επηρεασμένο βαθύτατα από τον νεοκλασικισμό,
τον ευρωπαϊκό ρομαντισμό, καθώς και από την ανάγκη για τη διαμόρφωση μιας υψηλής,
πνευματικής και ηθικής ταυτότητας. Σε αυτό το πολιτισμικό τοπίο, ο αρχαίος
ελληνικός κόσμος παρουσιαζόταν ως πρότυπο πολιτισμού, ηθικής ακεραιότητας και
εθνικού μεγαλείου. Η προσήλωση στην καθαρεύουσα γλώσσα και η επιδίωξη
εκφραστικής ευγένειας συνέβαλαν στη διαμόρφωση ενός αισθητικού προτύπου, που
ενίσχυε το πνευματικό κύρος του νεοσύστατου ελληνικού κράτους.
Στο πλαίσιο αυτό οι ποιητικοί
και λογοτεχνικοί διαγωνισμοί της περιόδου αποτέλεσαν καθρέφτη αυτών
των ιδεών, καθώς λειτούργησαν ως μέσα για την ανάδειξη της ελληνικής γλώσσας
και ήταν προσανατολισμένοι σε θεματολογία που υμνούσε την αρχαιότητα
και την ελληνοχριστιανική παράδοση. Δεν ήταν μόνο λογοτεχνικά
γεγονότα, που τόνωσαν το ενδιαφέρον του κοινού και των λογοτεχνών για την
ποίηση, που δημιούργησαν ένα πλαίσιο για συζήτηση και αξιολόγηση της ποίησης,
αναδεικνύοντας νέους ποιητές, που καθιέρωσαν την ποίηση ως μέσο εθνικής και
πολιτισμικής ταυτότητας. Ήταν και κοινωνικά και πολιτιστικά φαινόμενα, με σκοπό
την ενίσχυση της συλλογικής μνήμης και την εδραίωση μιας κοινής πολιτισμικής
συνείδησης.
Από τους κυριότερους
διαγωνισμούς της εποχής ήταν ο Ράλλειος Ποιητικός Διαγωνισμός (1851–1860) που
ιδρύθηκε από τον Αμβρόσιο Ράλλη, ο Βουτσιναίος Ποιητικός Διαγωνισμός
(1862–1877), ο οποίος, ως συνέχεια του προηγούμενου, χρηματοδοτήθηκε από τον Ιωάννη
Βουτσινά και ο Φιλαδέλφειος Ποιητικός Διαγωνισμός, που διοργανώθηκε από τον
Χρήστο Νικολαΐδη Φιλαδελφέα.
Ο ρόλος του Πανεπιστημίου Αθηνών στους ποιητικούς διαγωνισμούς, κατά το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, υπήρξε ουσιαστικός, καθοριστικός και πολύπλευρος. Ως ο μοναδικός ανώτατος εκπαιδευτικός θεσμός της εποχής, το Πανεπιστήμιο δεν περιοριζόταν στον ακαδημαϊκό του ρόλο, αλλά αποτελούσε ταυτόχρονα βασικό πνευματικό και πολιτιστικό κέντρο και πυρήνας του νεοσύστατου ελληνικού κράτους.
Ο Φιλαδέλφειος
Ποιητικός Διαγωνισμός
Θεμέλιο για την προκήρυξη του Φιλαδέλφειου
Ποιητικού Διαγωνισμού του 1888 ήταν η επιστολή του Χρήστου Νικολαΐδη
Φιλαδελφέως προς τον Πρύτανη του Πανεπιστημίου Αθηνών (24 Φεβρουαρίου 1888), η
οποία διασώζει το πνευματικό και συναισθηματικό σκεπτικό πίσω από την ίδρυσή
του. Πρόκειται για ένα εξαιρετικό τεκμήριο της νεοελληνικής πνευματικής
ιστορίας του 19ου αιώνα.
Η πρώτη απονομή του Φιλαδέλφειου βραβείου
έγινε στις 16 Απριλίου 1889 στο Ζάππειο Μέγαρο. Η ελλανόδικος επιτροπή
αποτελούνταν από τους Ι.Ι. Σκυλίτση, Σ.Κ. Σακελλαρόπουλο και Ν.Γ. Πολίτη, ο
οποίος ήταν και ο εισηγητής. Ο πρώτος
βραβευθείς στον Φιλαδέλφειο Ποιητικό Διαγωνισμό ήταν ο Κωστής Παλαμάς, με το
ποίημά του «Ύμνος εις την Αθηνάν» και η βράβευση αυτή ήταν σαν μια επίσημη
καθιέρωση της νέας ποιητικής σχολής. Ακολούθησε ο Κώστας Κρυστάλλης με τις δύο ποιητικές
συλλογές τα «Αγροτικά», το 1890. Κατόπιν αυτού βραβεύτηκαν οι Γ. Δροσίνης, Ι. Πολέμης,
Αρ. Προβελέγγιος, Γ. Στρατήγης, Στ. Δάφνης, Γ. Αθάνας, Στ. Σπεράντσας, Ν.
Πετιμεζάς-Λαύρας, Μυρτιώτισσα, κ.λπ.
Ο Φιλαδέλφειος Ποιητικός Διαγωνισμός
συνεχίστηκε από τον γιο του Χρήστου Νικολαΐδη Φιλαδελφέα, τον Θεμιστοκλή
Φιλαδελφέα (1838-1920) και έπειτα από τον γιο του τελευταίου τον Αλέξανδρο
Φιλαδελφέα (1867-1955). Τέλος, ο Φιλολογικός Σύλλογος «Παρνασσός», με πρόταση
του προέδρου του Φιλολογικού και Αρχαιολογικού Τμήματος Καθηγητή Γ.Θ. Ζώρα,
αποφάσισε την αναβίωση και συνέχιση του πολυετούς και ευγενούς ποιητικού αγώνα
με την ελπίδα της ανάδειξης νέων ποιητών. Η τελική προθεσμία υποβολής των έργων
ορίστηκε η 31η Δεκεμβρίου 1962.
Χρήστος Νικολαΐδης
Φιλαδελφεύς: Βιογραφική ταυτότητα
Ο Χρήστος Νικολαΐδης, με το
προσωνύμιο Φιλαδελφεύς (Φιλαδέλφεια Μικράς Ασίας, 1808- Αθήνα, 1892), υπήρξε λόγιος, εκπαιδευτικός και σημαίνων
δημόσιος λειτουργός του 19ου αιώνα, με σημαντική συμβολή στα πνευματικά και
πολιτιστικά δρώμενα της νεότερης Ελλάδας. Ίδρυσε τυπογραφείο στην Κέρκυρα (1848)
και στη συνέχεια (1850) στην Αθήνα εκδοτικό οίκο με τυπογραφείο και
βιβλιοδετείο, όπου και τύπωσε πλήθος συγγραμμάτων στα Ελληνικά, αλλά και σε
άλλες γλώσσες (Γαλλικά, Γερμανικά, Τουρκικά κ.λπ.). Η εκδοτική του προσπάθεια
τιμήθηκε με χάλκινο μετάλλιο σε διεθνή έκθεση στο Παρίσι το 1898,
αναγνωρίζοντας την ποιότητα και απήχηση του έργου του. Διετέλεσε γενικός
γραμματέας της Φιλεκπαιδευτικής Εταιρείας επί 25 χρόνια, όπου επέδειξε
ιδιαίτερα ενεργό παρουσία και δημοσίευε τα ετήσια Πρακτικά
της Εταιρείας. Παράλληλα, συνέβαλε στην ίδρυση σωματείων και
συλλόγων (πχ. «Παρνασσός», «Εταιρεία των Φίλων του Λαού» «Αρχαιολογική
Εταιρεία»).
Ο Χρήστος Νικολαΐδης Φιλαδελφεύς
υπήρξε υπερασπιστής της ιδέας της εθνικής και πολιτιστικής αναγέννησης μέσα από
την καλλιέργεια των γραμμάτων. Το έργο του αντανακλά το πνεύμα του ρομαντισμού,
την ανάγκη για εθνική αυτογνωσία και την πίστη στις δημιουργικές δυνάμεις του
ελληνικού λαού.
Επιστολή Χρήστου Ν.
Φιλαδελφέως προς τον Πρύτανη του Πανεπιστημίου Αθηνών
«Κύριε Πρύτανι,
Εἰς μνημόσυνον ἀΐδιον τοῦ
πεφιλημένου μου ἐγγονοῦ Χρήστου, ὃν τὸ νῆμα τῆς ζωῆς σκληρᾶ ἀπέκοψεν ἡ μοῖρα ἐν
μέσῳ τόσων θαλερῶν ἐλπίδων, ἐπεθύμησα νὰ ἱδρύσω τὸν ποιητικὸν ἀγῶνα φρονῶν ὅτι
ἐκπληρῶ οὕτω ἕνα τῶν πόθων τῆς μουσολήπτου ἐκείνης καὶ ὄντως ἑλληνικῆς ψυχῆς.
Ἐπὶ τούτῳ προσφέρω εἰς τὸ
Πανεπιστήμιον εἰς ἀεί, καὶ ἐτησίως ἀνὰ δραχμὰς χιλίας, ἵνα ἀμείβηται ἐξ αὐτῶν
τὸ ἄριστον τῶν κριθησομένων ποιημάτων.
Ἐπειδὴ δὲ κατὰ τὸν προσεχῆ Ὀκτώβριον
μεγάλη καὶ ἐθνικὴ προαγγέλλεται ἑορτὴ, ἡ τῶν Ὀλυμπίων, θὰ ἐπεθύμουν, εἰ
δυνατόν, νὰ ἐγκαινιασθῇ καὶ ὁ ἡμέτερος διαγωνισμὸς ἐν μέσῳ τῆς πανελληνίου
ἐκείνης χαρᾶς, καὶ νὰ ὁρισθῇ ἐν μιᾷ τῶν ἡμερῶν ἐκείνων ἡ κρίσις καὶ ἡ ἀπονομὴ
τοῦ βραβείου, τὸ ὁποῖον θὰ κατατίθεται καθ᾿ ἕκαστον ἐνιαυτόν ἐν τῷ Ταμείῳ τοῦ
Πανεπιστημίου τριάκοντα ἡμέρας πρὸ τῆς ὁρισθησομένης πρὸς ἀνάγνωσιν τῆς
κρίσεως.
Ἵνα δὲ μὴ ἐπέλθῃ ποτὲ ἀναβολὴ ἢ
βραδύτης τοῦ ἀγῶνος, δηλῶ ὅτι, ἐκτὸς τῶν καθηγητῶν τοῦ Πανεπιστημίου, δύναται ἡ
Πρυτανεία, ἐν ἐσχάτῃ ἀνάγκῃ, νὰ ἀναθέσῃ τὴν κρίσιν καὶ εἰς ἄλλους ἄνδρας ἐπὶ
παιδείᾳ διακρινομένους, καὶ ἐκτὸς τοῦ σεπτοῦ τούτου περιβόλου διατελοῦντας.
Ἐπὶ τούτοις σᾶς παρακαλῶ, Κύριε
Πρύτανι, νὰ δεχθῆτε τὰ βαθύτατά μου σεβάσματα.
Ἐν Ἀθήναις τῇ
24ῃ Φεβρουαρίου 1888
Χ. Ν.
Φιλαδελφεύς»
Μια «ανάγνωση» του
χάρτη του Φιλαδέλφειου Ποιητικού Διαγωνισμού
Η επιστολή είναι συμμετρικά
δομημένη, με εισαγωγή (σκοπός), ανάπτυξη (πρακτικές λεπτομέρειες) και επίλογο
(σεβάσματα). Στο εισαγωγικό της μέρος, ξεκινά με μια προσωπική αφόρμηση
(θάνατος εγγονού) την οποία συνδέει με την απόφαση για τη σύσταση ποιητικού
διαγωνισμού. Η μετάβαση από το πένθος, ένα ιδιωτικό γεγονός, στο θεσμικό, την
προκήρυξη του διαγωνισμού, είναι ομαλή, χωρίς υπερβολική λυρικότητα και
εκφράζεται με αξιοπρέπεια και με βαθιά πολιτισμένη συγκίνηση. Στο κύριο μέρος,
στη σύσταση του διαγωνισμού ο Φιλαδελφεύς εξηγεί με σαφήνεια τους όρους και τις
διαδικαστικές λεπτομέρειες με μια επιχειρηματολογία δομημένη, προνοητική και
νομικά σαφή. Ο επίλογος χαρακτηρίζεται από ευγένεια και τυπικότητα, ενώ ο τόνος
είναι βαθιά σεβαστικός ανάλογος της κοινωνικής θέσης του αποστολέα.
Προσωπική απώλεια.
Μνήμη και λύτρωση
Ο Φιλαδελφεύς ξεκινά την
επιστολή του με έναν προσωπικό τόνο, τη συγκινητική αναφορά στον εγγονό του. Ο
δωρητής θεσπίζει τον διαγωνισμό ως αιώνιο μνημόσυνο του εγγονού του. Ο πρόωρα
θανών Χρήστος, τον οποίο ο θάνατος άρπαξε «ἐν μέσῳ τόσων θαλερῶν ἐλπίδων»
αποτυπώνει με δραματικό τόνο την τραγικότητα της απώλειας και την ελπίδα που
είχε επενδυθεί στον νεαρό, ο οποίος είχε μπροστά του λαμπρό μέλλον. Ο
διαγωνισμός παρουσιάζεται ως αιώνιο μνημόσυνο του εγγονού του Χρήστου. Η προσωπική
διάσταση του πένθους μεταμορφώνεται σε λυτρωτική πράξη. Υπερβαίνει τη στενή
οικογενειακή σφαίρα, αποκτά δημόσιο χαρακτήρα, μετασχηματίζεται δημιουργικά σε
έργο με διαχρονικό χαρακτήρα, μετατρέποντας τον θάνατο σε ζωή μέσα από το
συλλογικό πνευματικό έργο.
Ο Φιλαδελφεύς
για τη μνήμη του εγγονού του δεν προβαίνει σε φιλανθρωπικό έργο, δεν ονοματίζει οδό, δεν κτίζει μνημείο, αλλά
επιλέγει έναν διαρκή θεσμό λόγου, μια ζώσα πολιτισμική πράξη. Μια τέτοια πρωτοβουλία συνδέεται με
την πνευματική
ευαισθησία του εγγονού, ο οποίος περιγράφεται ως
«μουσόληπτος» και «ὄντως ἑλληνική ψυχή» και αποκαλύπτει την πίστη του
παππού ότι η καλλιτεχνική ευαισθησία μεταδίδεται κληρονομικά και συνδέεται με
την εθνική ταυτότητα. Υπογραμμίζει
τη δέσμευση του Φιλαδελφέως να συνδέσει την ποίηση με τον ελληνικό
πολιτισμό, να ενώσει το οικογενειακό με το εθνικό, να προωθήσει το ελληνικό
πνεύμα. Η επίκληση της ελληνικής
ταυτότητας τονίζει την εθνική διάσταση του διαγωνισμού, ο οποίος αποτελεί μέρος
της γενικότερης πνευματικής και πολιτιστικής αναγέννησης και αναζωογόνησης που
σημειώνεται στην Ελλάδα την εποχή αυτή. Εδώ, επίσης, ανιχνεύεται
η αρχαιοελληνική έννοια του «κλέους»,
δηλαδή της υστεροφημίας που δεν παραπέμπει μόνο στην ανδρεία, αλλά και
στην πνευματική προσφορά. Τελικά, από την αρχή η επιστολή αποτελεί
παράδειγμα δημιουργικής διαχείρισης του πένθους.
Πρακτικές ρυθμίσεις. Μακροπρόθεσμη θεσμική βιωσιμότητα
Η επιστολή
ορίζει λεπτομερώς τα πρακτικά και τους όρους του διαγωνισμού, το ύψος του
βραβείου, τις προθεσμίες κατάθεσης του χρηματικού ποσού, ακόμη και
εναλλακτικές λύσεις για την κριτική επιτροπή σε περίπτωση ανάγκης.
Συγκριμένα,
ο Φιλαδελφεύς καθορίζει με ακρίβεια το ετήσιο ποσό των 1.000 δραχμών για τη
βράβευση του καλύτερου ποιήματος. Πρόκειται για ένα σημαντικό ποσό για την
εποχή, γεγονός που καταδεικνύει όχι μόνο την οικονομική του άνεση, αλλά και τη
δέσμευσή του να υποστηρίξει τη λογοτεχνία και την παιδεία. Οι αυστηρές οδηγίες
για την προθεσμία υποβολής (30 ημέρες πριν την ανακοίνωση) και η ευελιξία στην
απρόσκοπτη τέλεση του διαγωνισμού με την επιλογή κριτών και διακεκριμένων
λογίων εκτός του Πανεπιστημίου σε περίπτωση ανάγκης (καθηγητές ή «ἄνδρες ἐπὶ
παιδείᾳ διακρινομένους») αποτελούν επιπλέον λεπτομέρειες που αποκαλύπτουν έναν
άνθρωπο οργανωμένο, προνοητικό, διορατικό και πρακτικό στον σχεδιασμό του, με
μακροπρόθεσμη οπτική και σοβαρότητα στην αίσθηση της αποστολής του.
Το Πανεπιστήμιο ως θεσμός και φορέας πνευματικής ευθύνης
Η
οικονομική επιχορήγηση θα κατατίθεται στο ταμείο του Εθνικού και Καποδιστριακού
Πανεπιστημίου 30 ημέρες πριν από την κρίση, εξασφαλίζοντας τη διαφάνεια και την
τακτικότητα του διαγωνισμού. Η φράση «εἰς τὸ Πανεπιστήμιον εἰς ἀεί» εκφράζει
την επιθυμία του δωρητή να δημιουργήσει έναν διαρκή θεσμό, αναγνωρίζοντας το
Πανεπιστήμιο ως τον κύριο θεματοφύλακα της παιδείας και της εθνικής συνέχειας.
Η επιστολή
δεν απευθύνεται στο κράτος, αλλά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, το οποίο
αντιμετωπίζεται ως ιερό σύμβολο της εθνικής και πνευματικής αναγέννησης. Η
χρονική συγκυρία (1888) είναι κρίσιμη, καθόσον η Ελλάδα έχει να χτίσει το
εσωτερικό κράτος και να συγκροτήσει την εθνική της ταυτότητα. Ο διαγωνισμός,
συνεπώς, δεν αποτελεί απλή ιδιωτική πρωτοβουλία, αλλά μια συμβολική πράξη
συμμετοχής στο εθνικό όραμα. Και ενώ το κράτος εξασφαλίζει τη γεωπολιτική
επιβίωση της χώρας, το Πανεπιστήμιο και η ποίηση αναλαμβάνουν και εγγυώνται την
πνευματική συνέχεια.
Η ποίηση ως εθνική φωνή και φορέας αναγέννησης
Η επιλογή
να διοργανωθεί ποιητικός διαγωνισμός δεν είναι τυχαία: η ποίηση θεωρείται η
έκφραση της ψυχής και βασικό στοιχείο της ελληνικής εθνικής ταυτότητα ήδη από
την αρχαιότητα. Ο Φιλαδελφεύς αναγνωρίζει τη βαθιά σύνδεση του Έλληνα με τις
μούσες και επαινεί την ποιητική και
αυθεντικά ελληνική ψυχή του εγγονού του.
Ως εκ τούτου, δεν χρειάζεται να αιτιολογηθεί η αξία της ποίησης, η οποία
θεωρείται αυτονόητα σημαντική και άξια σεβασμού και θεσμικής υποστήριξης. Η
σύνδεση, μάλιστα, με τον αρχαίο πολιτισμό και τους αρχαίους ποιητικούς αγώνες
στα ολύμπια δείχνει την πρόθεση της αναβίωσης του αρχαίου κόσμου.
Ο διαγωνισμός στο πλαίσιο των Ολυμπίων
Η πρόταση του
Φιλαδελφέως να εγκαινιαστεί ο διαγωνισμός στο πλαίσιο των «Ολυμπίων», που
αναβίωσαν το 1859 με τη συμβολή του Ευάγγελου Ζάππα, αποτελεί μια απόπειρα να γεφυρωθεί
ο σύγχρονος ελληνισμός με το ένδοξο αρχαίο παρελθόν. Η επιλογή αυτή ενισχύει
τον πανελλήνιο χαρακτήρα του διαγωνισμού και συνδέει την ποίηση με την εθνική
αναγέννηση. Η φράση, μάλιστα, «πανελλήνιος χαρά» εκφράζει τον κοινό
ενθουσιασμό και την εθνική υπερηφάνεια της εποχής. Αντικατοπτρίζει το πνεύμα
ενότητας και την προσδοκία για μια πολιτιστική και εθνική αναγέννηση,
εμπνευσμένη από το αρχαίο ελληνικό παρελθόν.
Γλωσσική
και ρητορική ανάλυση
Η επιστολή του
Χ.Ν. Φιλαδελφέως προς τον Πρύτανη του Πανεπιστημίου Αθηνών (24 Φεβρουαρίου
1888) είναι γραμμένη στην υψηλόφωνη καθαρεύουσα
με αρχαϊστικά στοιχεία της κλασικής παράδοσης και συνάδει με την
επισημότητα του θέματος και την εποχή. Το υψηλό λεκτικό επίπεδο, η υποτακτική
σύνταξη με πολλαπλές αναφορικές και αιτιολογικές προτάσεις, η υπερβολική
λυρικότητα και συναισθηματική φόρτιση αποπνέουν το ύφος, τις αξίες και τη
ρητορική αισθητική του ύστερου 19ου αιώνα. Πρόκειται για μια γλώσσα υψηλόφρων
και επιμελώς διατυπωμένη, με ένα τόνο τυπικό, ευγενικό, σεβαστικό που
παραπέμπει στο τελετουργικό ύφος της επίσημης επικοινωνίας και διανόησης της
εποχής. Τελικά, το γλωσσικό στυλ εξυπηρετεί τον κοινωνικό ρόλο του αποστολέα,
τον θεσμικό αποδέκτη και τον σκοπό του κειμένου.
Καταληκτικές σκέψεις
Η επιστολή του
Χρήστου Νικολαΐδη Φιλαδελφέως, ως ένα εμβληματικό δείγμα επιστολογραφίας του
19ου αιώνα, είναι γραμμένη σε καθαρεύουσα με ρητορική ακρίβεια και
συναισθηματική συγκράτηση. Συνδυάζει το προσωπικό βίωμα με την εθνική και
πολιτιστική αποστολή, εκφράζοντας φιλοπατρία, πνευματική ευαισθησία και
κοινωνική προσφορά. Ο ιδιωτικός θρήνος για τον εγγονό μετατρέπεται σε δημόσιο
αγαθό και πράξη μνήμης, όπου, πίσω από την επίσημη γλώσσα, αναδύεται
ανθρωπισμός και μια ελληνικότητα θεμελιωμένη στην παιδεία, την ποίηση και το
ήθος. Πρόκειται για ένα μεστό δείγμα νεοελληνικού ευπατριδισμού, ένα κείμενο
υψηλής αισθητικής και πολιτισμικής αξίας, που θυμίζει την κάθαρση της αρχαίας
τραγωδίας.
Φωτογραφία εξωφύλλου:

0 Σχόλια