Κυρία Ζαΐρη, καλώς ήρθατε στις Τέχνες. Μαζί σας φέρνετε και το νέο σας βιβλίο, ένα κοινωνικού και αισθηματικού περιεχομένου μυθιστόρημα, που όποιος το έχει διαβάσει ήδη έχει να συμφωνήσει στο γεγονός ότι η ιστορία που φιλοξενείται σε αυτό όντως κάνει μια μεγάλη βουτιά στην αγάπη, όπως αναφέρει χαρακτηριστικά και ο τίτλος του. Πώς νιώθετε που καταφέρατε να μιλήσετε γι’ αυτήν και να την υπηρετήσετε για ακόμα μια φορά ως συγγραφέας με πάθος και αφοσίωση;
Τιμή μου κι απέραντα χαρά μου είναι η
πρόσκλησή μου στις Τέχνες.
Είναι πολύ δύσκολο να γράψεις το
πολυτιμότερο συναίσθημα, να γίνεις πιστευτός σε μια εποχή που νοιάζεται μονάχα
για το συμφέρον της. Πρέπει να «μιλήσεις» για πράξεις, να «απαιτήσεις» θυσίες. Δεν την ακούς την αγάπη, δεν την αντικρίζεις, τη βιώνεις
μονάχα.
Σε αλλάζει η αγάπη, σε κάνει ευάλωτο, βγάζει στην επιφάνεια τον εαυτό που
κρύβεις με τόση επιμέλεια μέσα σου, πετάει τις μάσκες…
Βούτηξα στην αγάπη, σεβάστηκα τους
κανόνες της, τους ακολούθησα.
Και μαζί ακολούθησα και τα λόγια του του Μενέλαου Λουντέμη: «Η αγάπη δεν χορταίνει με ψίχουλα, ούτε ξεδιψά με μισογεμισμένα ποτήρια ευτυχίας. Ή μεθάς και γίνεσαι τύφλα, ή απλά δεν πίνεις».
Μέθυσα λοιπόν κι εγώ γράφοντας, κάποιες
φορές ένιωσα πως χάνω τον ίδιο τον έλεγχο των συναισθημάτων μου.
Μα άξιζε. Γιατί «μιλούσα» για την
αγάπη.
Εύχομαι να φάνηκα αντάξιά της.
Μετά από τόσα πολλά βιβλία στη
μέχρι τώρα προσωπική σας εργογραφία, για την ακρίβεια είκοσι ένα βιβλία για
ενήλικους και πάνω από διακόσια βιβλία για παιδιά, σαν έμπειρη, δοκιμασμένη και
δημοφιλής συγγραφέας άνω του ενός εκατομμυρίου τριακοσίων χιλιάδων αντιτύπων,
βραβευμένη και αναγνωρισμένη για το συγγραφικό σας ταλέντο και την ποιότητα των
πονημάτων σας, τι άλλο μπορεί να περιμένει κανείς από εσάς; Στερεύει ποτέ η
φαντασία του δημιουργού ή μήπως όχι;
Σας ευχαριστώ τόσο πολύ για κάθε σας
λέξη, δεν μπορείτε να φανταστείτε πόσο με συγκινείτε…
Γράφω από μικρούλα, η γραφή είναι η δική
μου ανάσα. Δε δυσκολεύομαι καθόλου να βουτήξω στις λέξεις, να καταθέσω την ίδια
μου την ψυχή. Το ραντεβού το ορίζει η δίψα μου για τη γραφή, μα πιότερο η
ανάγκη να επικοινωνώ με τους φίλους και τις φίλες της καρδιάς μου. Νιώθω
κομμάτι τους, παραθέτω όλα τα άγχη, τις ανησυχίες, τους προβληματισμούς τους, τους ταξιδεύω σε χρώματα
κι αρώματα ψυχής. Το πιο σημαντικό για μένα είναι πως γράφω για εκείνους, μέσα
από εκείνους.
Δε στερεύει ποτέ η δική μου φαντασία. Μου αρέσει να κάνω συλλογή από ιστορίες ανθρώπων. Τις κρύβω προσεκτικά στα κουτάκια του νου και της καρδιάς μου. Εύθραυστες είναι, ευάλωτες. Τις προσέχω σαν τα μάτια μου, τις νανουρίζω στην αγκαλιά μου κι έπειτα όταν νιώθω πως ήρθε η κατάλληλη στιγμή, τις ζωντανεύω, προσπαθώντας να αφουγκραστώ τις ανάσες της ψυχής κάθε ήρωά μου.
Οι συγγραφικές παύσεις είναι απαραίτητες στη ζωή ενός συγγραφέα όταν συμβαίνουν; Εσείς στη δική σας περίπτωση νιώσατε ποτέ την ανάγκη να κάνετε κάποια συγγραφική παύση ή μήπως η συγγραφή λειτουργεί στη ζωή σας περισσότερο ως ένα είδος λυτρωτικής εξωτερίκευσης των όσων κατακλύζουν το μέσα σας και αποζητούν το μοίρασμα;
Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου,
τεσσάρων χρονών μονάχα, έφτιαχνα με τη φαντασία μου μια ολοζώντανη μητέρα, να
μου χαμογελάει, να με αγκαλιάζει. Γιατί η δική μου η μαμά είχε φύγει για πάντα
από κοντά μου. Η μοίρα είχε διαλέξει για μένα ένα δύσκολο δρόμο, μου στέρησε το
χάδι της μάνας… Κι έτσι έμαθα να ζω με τη φαντασία μου, ήταν το δικό μου
αποκούμπι αυτό, όλα όσα με πλήγωναν έβρισκαν διέξοδο.
Από τότε που ακούμπησα την ψυχή μου στο
χαρτί, δε θυμάμαι να λαχταρώ συγγραφική παύση. Νιώθω ελεύθερη όταν γράφω, νιώθω
ευτυχισμένη, ναι, η γραφή λειτουργεί ως λυτρωτική εξωτερίκευση.
Ζω κι αναπνέω ανάμεσα σε δύο κόσμους: στην πραγματικότητα και στις ιστορίες που γεννάει συνέχεια η φαντασία μου.
Έχετε φανατικούς αναγνώστες που
σας ακολουθούν σε κάθε σας συγγραφικό ταξίδι. Πόσο όμορφο είναι αυτό τελικά για
έναν συγγραφέα, πόσο ενθαρρυντικό και πόσο υπέροχο;
Αυτό που βιώνω έντονα από τα πρώτα χρόνια
που άρχισα να γράφω είναι η συναισθηματική ανταπόκριση των αναγνωστών μου. Αυτή
η πολύτιμη αγάπη που μου προσφέρουν απλόχερα, είναι ένα από τα μεγαλύτερα
βραβεία της ζωής μου, η κινητήριος δύναμή μου, με κρατάει σε συνεχή εγρήγορση,
με δυναμώνει, μου χαρίζει το κουράγιο που έχω ανάγκη.
Έρχομαι καθημερινά σε επαφή μαζί
τους μέσα από τα κοινωνικά δίκτυα, γεμίζω εμπειρίες, γίνομαι σοφότερη. Με επηρεάζουν
αφάνταστα, πάντα με θετικό τρόπο, δε με έχουν φέρει ποτέ σε δύσκολη θέση. Δεν
έχω λόγια για όλα αυτά που μου γράφουν. Βουρκώνω διαβάζοντάς τα και φυσικά
απαντώ σε όλους. Με αποκαλούν «Ρένα της καρδιάς τους», μου αναφέρουν πως τα
μυθιστορήματά μου τους βοηθούν να ταξιδεύουν στον ίδιο τους τον εαυτό, να
γίνουν καλύτεροι γονείς, να βουτάνε στα πιο βαθιά συναισθήματά τους.
Τις φυλάω τις κριτικές τους στο ντοσιέ
της δικής μου καρδιάς.
Χρόνια ολόκληρα τώρα καταθέτω την ψυχή
μου στη γραφή, παλεύω να μην τους απογοητεύσω ποτέ. Και γράφω, γράφω,
προσπαθώντας να φανώ αντάξιά τους, να μη χάσω ποτέ την εμπιστοσύνη τους.
Η σχέση μου
μαζί τους δεν είναι απλά υπέροχη, είναι μαγική. Αγγίζει το όνειρο…
Σας ενδιαφέρει η κριτική των
κριτικών λογοτεχνίας περισσότερο ή η κριτική των αναγνωστών στους οποίους και
απευθύνεστε; Ποια απ’ τις δύο διατηρεί την πένα σας σε μία συνεχή εγρήγορση και
σας ενθαρρύνει ώστε να γίνεστε, πέρα από δημοφιλής, ολοένα και καλύτερη
συγγραφέας;
Κάθε φορά που
κυκλοφορεί ένα καινούργιο μου βιβλίο, νιώθω όπως ο ηθοποιός λίγο πριν βγει στη
σκηνή. Έχω αγωνία, τρακ και ταυτόχρονα ενθουσιασμό κι ανυπομονησία. Περιμένω τα
σχόλια των αναγνωστών μου κι ύστερα τσιρίζω από χαρά σαν μικρό παιδί. Ανυπομονώ
να διαβάσω όσα μου γράφουν, να νιώσω αν πραγματικά ταξίδεψαν…
Με ενδιαφέρουν αφάνταστα κι όσα γράφουν και οι κριτικοί λογοτεχνίας. Σέβομαι κι εκτιμώ κάθε καλοπροαίρετη κριτική, είναι πολύτιμη για μένα. Με βοηθάει να γίνω καλύτερη, να εντοπίσω τα λάθη μου, να προχωρήσω μπροστά.
Διαβάζουμε στο οπισθόφυλλο του
βιβλίου σας:
«Γιατί η αγάπη δεν έχει όρια,
λούζει με φως ολόκληρη τη ζωή
μας,
χαράζει την ύπαρξή μας.
Βαθιά μέσα της κρύβει την
αιωνιότητα.»
Πώς συνδυάζεται η αποτύπωση αυτής
της πεποίθησης με το περιεχόμενο της ιστορίας που αφηγείστε; Πείτε μας λίγα
λόγια γι’ αυτό.
Ο κάθε άνθρωπος είναι γεμάτος όνειρα κι
ελπίδες. Η αγάπη είναι αυτή που λειαίνει τα τραύματά μας, που μας βοηθάει να
νιώσουμε καλύτερα τον εαυτό μας, να γεμίσουμε ασφάλεια να παλέψουμε για να
γίνουν πραγματικότητα τα όνειρά μας. Το «Βουτιά στην αγάπη» αγγίζει όσο πιο
βαθιά μπορεί τον έρωτα, τη φιλία, τις οικογενειακές σχέσεις αλλά κι εκείνες τις
πολύτιμες δεύτερες ευκαιρίες που μας χαρίζει η ζωή, προσπαθώντας να φωτίσει το
συναίσθημα της αγάπης και τον ρόλο του σε κάθε πτυχή της ζωής μας.
Σαφώς για την συγγραφή αυτού του
πολυσέλιδου βιβλίου σημαντικό ρόλο κατέχει η έμπνευση. Τι σας ενέπνευσε
συγκεκριμένα και οδήγησε την πένα σας στη δημιουργία;
Ανεξάντλητη πηγή ιδεών για μένα είναι η
ίδια η καθημερινότητα, όλα όσα ζούμε και βιώνουμε τα οποία με εμπνέουν ακατάπαυστα. Οι άνθρωποι της διπλανής
πόρτας, οι ίδιοι οι αναγνώστες μου, οι Έλληνες κι οι Ελληνίδες του σήμερα,
κομμάτι των οποίων είμαι κι εγώ, με κρατούν συνέχεια σε εγρήγορση, παθιάζομαι
να χαρτογραφώ την ψυχή τους, να γίνομαι ένα με τις ανησυχίες τους με τα πάθη,
τα λάθη τους, τις αγωνίες, τα άγχη τους. Για να τους καταλάβω καλύτερα αρχίζω την ιστορία της ζωής τους από
τη μικρή ηλικία, μια κι από εκεί ξεκινούν όλα.
Οι φίλοι αναγνώστες μου, με θεωρούν δικό
τους άνθρωπο, μου εκμυστηρεύονται τόσα πολλά. Πιστεύω πως παίζει ρόλο η
οικειότητα ανάμεσά μας, αλλά σε πολλές περιπτώσεις και οι σπουδές μου στην
παιδαγωγική και την παιδική ψυχολογία. Με ρωτούν για θέματα που αφορούν τους
μικρούς τους θησαυρούς, με συμβουλεύονται. Μου μιλούν όμως και για τραύματα της
παιδικής τους ηλικίας τα οποία έπαιξαν εξέχοντα ρόλο στην προσωπικότητά τους,
μου εκμυστηρεύονται τις προσωπικές τους ιστορίες.
Τα μυθιστορήματά μου αντικατοπτρίζουν την
ίδια τη ζωή, οι ήρωές μου παρόλες τις δυσκολίες, δε λυγίζουν, χαμογελούν,
αισιοδοξούν και προχωρούν, παλεύοντας να μεταδώσουν μηνύματα ζωής.
Το βιβλίο σας θίγει αρκετά
κοινωνικά θέματα, όμως δίνει μεγαλύτερη έμφαση στην αγάπη και στον τρόπο που
αυτή επιδρά στην επικοινωνία των ανθρώπων. Ποιο είναι το σημαντικότερο μήνυμα
που κατά τη γνώμη σας οφείλει να λάβει ο αναγνώστης ολοκληρώνοντας την ανάγνωσή
του;
Εύχομαι το «Βουτιά στην αγάπη»
να βοηθήσει τους αναγνώστες μου να εστιάσουν για λίγο στον ίδιο τους τον εαυτό,
γιατί το αξίζει. Να αναζητήσουν την αστερόσκονη που βρίσκεται κλεισμένη μέσα τους,
την αστερόσκονη που σκεπάζει το πολυτιμότερο συναίσθημα όλων: την αγάπη. Να καταλάβουν πως η στιγμή είναι που μετράει. Αυτή είναι που γεννάει την
αμέτρητη ευτυχία.
Να κλείσουν παιχνιδιάρικα το μάτι στη
ζωή, επενδύοντας στην αγάπη…
Κάθε άνθρωπος είναι περίπλοκος και
θαυμαστός μαζί, επηρεάζεται από τις ρωγμές του. Κρύβει βαθιά μέσα του τα
ανείπωτα μυστικά του, μας επιτρέπει να γνωρίσουμε μονάχα το είδωλο του πραγματικού
του εαυτού.
Μέχρι που έρχεται αντιμέτωπος με την
αγάπη.
Και τότε ανοίγεται: Στο θαύμα.
Αυτό ακριβώς προσδοκώ να κερδίσει ο
αναγνώστης μου.
Να γνωρίσει λίγο καλύτερα τον εαυτό του,
να αισθανθεί το θαύμα…
Αλλά και να παίξει σε τόσα πολλά μέρη με το φως της
Ελλάδας, το θεϊκό, το εκτυφλωτικό, να ταξιδέψει κι έξω από την πατρίδα μας, να
βιώσει την καθημερινότητα της Γλασκώβης, το
επιβλητικό Εδιμβούργο, το
Μπίμπουρι, ένα κουκλίστικο χωριό της Βρετανίας. Να κάνει μια στάση και
στην εξωπραγματική Βενετία, την πόλη που
φαντάζει να επιπλέει στο νερό, να χαθεί στα στενά της Πράγας, με ένα ποτήρι
ζεστή σοκολάτα στο χέρι…
Και σ’ αυτό το βιβλίο σας συνεργάζεστε ξανά όπως είπαμε με τις εκδόσεις «Ψυχογιός». Πείτε μας δυο λόγια γι’ αυτή τη χρόνια και πετυχημένη σας συνεργασία.
Ως κόρη εκδότη, ως συγγραφέας παιδικών
βιβλίων και βιβλίων ενηλίκων, αλλά και ως υπεύθυνη έκδοσης, έχω συνεργαστεί
σχεδόν με όλους τους εκδοτικούς οίκους. Το 2010 στάθηκα απίστευτα τυχερή, γιατί
κατάφερα με το έργο μου να ανήκω κι εγώ ανάμεσα στους συγγραφείς των εκδόσεων
Ψυχογιός. Είναι ένας εκδοτικός οίκος που σέβεται πραγματικά τους αναγνώστες
του, όσο και τους συγγραφείς του.
Μέσα σε αυτήν την εκδοτική οικογένεια
ένιωσα ασφάλεια, θαλπωρή, ενθάρρυνση, αισθάνθηκα έτοιμη να γράψω θέτοντας στόχους.
Οι εκδόσεις Ψυχογιός είναι η δεύτερη
οικογένειά μου.
Μια ευχή σας για το μέλλον που θα
θέλατε να πραγματοποιηθεί;
Απλά να με αξιώσει ο Θεός να γράφω για
πολλά χρόνια ακόμα, νιώθω πως έχω τόσα πολλά που θα ήθελα να πω, τόσες πολλές
ιδέες να μετατρέψω σε λέξεις, προτάσεις, βιβλία…
Πριν κλείσουμε τη συζήτηση θα
ήθελα να μας παραθέσετε ένα μικρό απόσπασμα από το βιβλίο σας.
Αντίκριζε
την Αμαλία του κι όλα όσα σήμαινε για εκείνον:
την έντονη στοργή, την προσωπική αφοσίωση, τη δέσμευση την παθιασμένη,
την ασφάλεια. Αντίκριζε τα πάντα.
Δεν
άντεξε.
Άνοιξε
τα χέρια του κι εκείνη κούρνιασε μέσα τους.
Κι
έπειτα ξέσπασε σε λυγμούς.
«Μην
κλαις, αγαπημένη μου. Δεν το αντέχω. Πρέπει να μου πεις! Γιατί έφυγες από κοντά
μου; Γιατί με έδιωξες από την κλινική, γιατί…»
Η
Αμαλία σταμάτησε απότομα να κλαίει, σήκωσε το κεφάλι της, το βουρκωμένο της
βλέμμα συνάντησε το δικό του. Ακούμπησε τα δάχτυλά της στα χείλια του.
«Έλα
μαζί μου», του είπε και τον έπιασε σφιχτά από το χέρι.
Χώθηκαν
μέσα σε μια κατάφυτη ρεματιά. Ο ήλιος έπαιζε κρυφτό με τις πυκνές φυλλωσιές του
δάσους και τα πουλιά θαρρείς και προσπαθούσαν να τους κόψουν τις ανάσες με τη
μελωδία τους.
Σταμάτησαν
κοντά στις όχθες του ποταμού.
«Άκου»,
του είπε. «Αηδόνια είναι, για χάρη μας κελαηδούν ψηλά στα δέντρα».
Τα
θεόρατα αιωνόβια πλατάνια δέσποζαν στην περιοχή, τους κοιτούσαν από ψηλά με ένα
αγέρωχο ύφος.
«Μαγευτικά
είναι», θαύμασε ο Ορέστης.
«Ήρθε
η στιγμή να τα μάθεις όλα», ξεκίνησε να λέει η Αμαλία. «Θα με καταλάβεις, θα
νιώσεις γιατί έπρεπε να σε απαρνηθώ. Να απορρίψω εσένα και τον ίδιο μου τον
εαυτό μαζί».
Σταμάτησε
να μιλάει, αναστέναξε.
Ο
Ορέστης της χάιδεψε τρυφερά τα μαλλιά.
«Γνώριζα
πως ήσουν έγκυος, από τότε που σε είδα για τελευταία φορά στην κλινική,
θυμάσαι; Τότε που με έδιωξες κακήν κακώς από κοντά σου. Από την κόρη μου έμαθα
πως γέννησες αγόρι, πως παντρεύτηκες κάποιον άλλο άντρα».
«Έπρεπε
να τον παντρευτώ, είχα τους λόγους μου. Έμεινα για λίγο μαζί του στη
Θεσσαλονίκη και μετά δεν άντεξα, επιστρέψαμε όλοι στην Αθήνα».
«Ποιος
είναι ο πατέρας του παιδιού σου;»
Η
Αμαλία δε μίλησε. Κατέβασε το βλέμμα της.
«Και
γιατί έδωσες στο γιο σου το δικό μου όνομά;» βιάστηκε να τη ρωτήσει και πάλι.
Τον
κοίταξε. Πήρε μια βαθιά ανάσα.
«Για
σένα το έκανα».
«Δεν
το πιστεύω! Για ποιο λόγο; Για να με θυμάσαι;» τη ρώτησε, ξαφνιασμένος.
«Επειδή
είναι και δικός σου γιος», αποκρίθηκε εκείνη.
Χλόμιασε
ο Ορέστης, ένιωσε να ζαλίζεται, λύγισαν τα γόνατά του.
«Όχι,
όχι! Δεν μπορεί να είναι αλήθεια!» φώναξε και πισωπάτησε.
«Θυμάσαι
εκείνη τη βραδιά στο Κεφαλάρι, τότε που μεθύσαμε και…»
Αυτή
τη φορά ήταν εκείνος που πήγε κοντά της κι ακούμπησε τα δάχτυλά του στα χείλια
της. Για να μη μιλήσει άλλο, για να μην τολμήσει να ξεστομίσει την αλήθεια.
Μα
το μετάνιωσε μετά, την έσφιξε πάνω του.
«Πες
μου!» της είπε με μια τραχιά φωνή.
«Εκείνη
τη νύχτα τη μεθυσμένη έμεινα έγκυος. Όμως η ζωή είχε άλλα σχέδια για μας. Ο
πατέρας μου ήταν μπλεγμένος σε βρομοδουλειές κι εκείνος ο αναθεματισμένος
άντρας, ο Μίλτος Γερακάρης, το ήξερε και τον εκβίασε. Το μόνο που λαχταρούσε
ήταν να γίνω δική του. Ο πατέρας μου με παρακάλεσε να υπακούσω στις επιθυμίες
του Μίλτου. Με διέταξε, θα έλεγα καλύτερα. Σαν αρνί που οδηγείται στη σφαγή
ένιωσα, γι’ αυτό και τον αψήφησα. Και τότε οι μπράβοι του Μίλτου απήγαγαν τη
μητέρα μου. Δεν ήξερα τι να κάνω. Του τηλεφώνησα, τον ικέτευσα. Μου είπε πως
ακόμα κι αν τον συλλάμβανε η αστυνομία, θα έβρισκε τον τρόπο να με εκδικηθεί.
Οι δικοί του θα φύτευαν μια σφαίρα στο στήθος σου! Χριστέ μου! Γνώριζε τα πάντα
για μένα, με παρακολουθούσε. Κατάλαβε πόσο πολύ σε αγαπούσα».
«Αχ,
όχι, δεν έπρεπε να υποκύψεις! Θεέ μου, πώς άντεξε ο πατέρας σου; Σε παρέδωσε
στον βασανιστή σου. Το μόνο που τον ενδιέφερε πάντα ήταν ο εαυτός του».
Πήρε
μια βαθιά ανάσα. Κι έπειτα του εξιστόρησε με λίγα λόγια τον εφιάλτη που βίωσε
κοντά στον Μίλτο, όταν άρχισε να μένει μαζί του.
«Έπρεπε
να το ξέρω, έπρεπε να μ’ αφήσεις να σε βοηθήσω».
«Έτρεμα
για τη ζωή σου, δεν το καταλαβαίνεις; Είχα αποφασίσει να αυτοκτονήσω. Μόλις
συνειδητοποίησα όμως πως ήμουν έγκυος, άλλαξα γνώμη. Ήξερα πως είναι δικό σου
το μωρό, γιατί κάθε φορά που με βίαζε εκείνος έπαιρνε προφυλάξεις. Ώσπου το
αντιλήφθηκε πως περίμενα παιδί. Δε κρυβόταν κάτι τέτοιο και τότε…».
«Όχι,
όχι! Χριστέ μου, Αμαλία, τι είναι αυτά που μου λες; Κατάλαβε πως ήταν δικό μου
παιδί και σε πυροβόλησε στο κεφάλι!» τη διέκοψε.
Του
έγνεψε καταφατικά.
«Ο
Ορέστης είναι δικός μου γιος, ο Ορέστης… Ξέρεις τι σημαίνει αυτό;» φώναξε
εκείνος. «Η κόρη μου, η Άννα μου! Θεέ μου! Δυσκολεύομαι ακόμα και να το
ξεστομίσω! Νομίζω πως έχει αρχίσει να τον ερωτεύεται!»
«Κι
εγώ κάτι έχω αρχίσει να υποψιάζομαι. Την έφερε στο σπίτι για να μας τη
γνωρίσει, νομίζω πως τη συμπαθεί πολύ. Γι’ αυτό κι έπαθα σοκ όταν μου ανέφερες
το όνομά της από το τηλέφωνο!»
«Είναι
αδέλφια! Αδέλφια! Πρέπει να τους το πούμε, πρέπει να τους σταματήσουμε! Και
γρήγορα μάλιστα!»
«Όχι,
όχι, σε παρακαλώ. Θα τον πάρω και θα φύγω μακριά, δεν αντέχω να του πω την
αλήθεια».
Ο
Ορέστης έπιασε από τα χέρια την Αμαλία, την τράνταξε.
«Τι
είναι αυτά που λες;»
«Νομίζει
πως έμεινα έγκυος μια βραδιά πάθους με κάποιον άγνωστο. Δεν είναι δυνατόν να
μάθει τι συνέβη. Το ίδιο πρέπει να κάνεις κι εσύ. Δε θα της αναφέρεις
κουβέντα».
Ο
Ορέστης τα έχασε. Δεν μπορούσε να πιστέψει πως η Αμαλία του πρότεινε να κρύψουν
την αλήθεια από τα παιδιά τους.
«Δυσκολεύεσαι
να του πεις πως εγώ είμαι ο πατέρας του; Γιατί; Ντρέπεσαι για μένα; Το οφείλεις
και στους δυο μας όμως. Αρκετά το καθυστέρησες!»
Η
Αμαλία δε μίλησε.
«Σε
αντίθεση με σένα, εγώ τη μεγάλωσα μέσα στην αλήθεια την κόρη μου. Και θα
συνεχίσω να της λέω τα πάντα μέχρι να πεθάνω».
«Έμαθα
πως η κόρη σου δε γνώρισε μητέρα», του είπε ξαφνικά εκείνη.
Προσπάθησε
να καταπνίξει την οργή του, να της εξηγήσει τις συνθήκες κάτω από τις οποίες
γεννήθηκε η Άννα.
«Κατάλαβες
τώρα; Δεν της έκρυψα το παραμικρό. Ούτε έχω σκοπό να κάνω ποτέ κάτι τέτοιο. Η
αλήθεια μπορεί να μοιάζει σκληρή, αλλά είναι λυτρωτική. Τίποτα δε μένει κρυφό
για πάντα».
«Ναι,
αλλά αυτό σημαίνει ότι στις φλέβες της δεν κυλάει δικό σου αίμα… και… γιατί να
ταράξεις τα νερά; Τι στο καλό θα κερδίσεις;»
«Χριστέ
μου! Πώς είναι δυνατόν να υποστηρίζεις κάτι τέτοιο; Έχει καμιά σημασία που δεν
είμαι εγώ ο βιολογικός της πατέρας; Η Άννα είναι κόρη μου, κόρη μου! Δεν μπορεί
να… με τον αδελφό της; Επιβάλλεται να μάθουν την αλήθεια και οι δύο. Το
συντομότερο δυνατόν!» φώναξε ο Ορέστης.
Η
φωνή του ήταν γεμάτη αποτροπιασμό.
Η Αμαλία απομακρύνθηκε από κοντά του,
έφτασε στην όχθη του ποταμού.
Κι έπειτα κάθισε κάτω κι έκρυψε
το πρόσωπό της στα χέρια της.
Πήγε
προς το μέρος της, κάθισε σταυροπόδι δίπλα της.
«Κι
αν… κι αν σε παρακαλέσω να μην της φανερώσεις το μυστικό μας; Σου εξήγησα πως
θα εξαφανιστούμε. Θα τον στείλω στο εξωτερικό να σπουδάσει, θα κάνω τα αδύνατα
δυνατά και…»
«Θα
μου στερήσεις το παιδί μου;»
Δεν
του απάντησε.
«Μπορείς
να κάνεις ό,τι θέλεις. Μητέρα του είσαι. Έτσι κι αλλιώς έχεις συνηθίσει να
κρύβεις αλήθειες», την ειρωνεύτηκε. «Πρόσεξε καλά όμως, γιατί θα έρθει μια
στιγμή που θα σε μισήσει», συνέχισε.
«Όπως
εσύ, εννοείς;» τον ρώτησε η Αμαλία.
«Στην πραγματικότητα δε με αγάπησες ποτέ
αληθινά. Αγαπούσες αυτό που σου πρόσφερα απλόχερα όταν συναντιόμασταν. Μόλις με
χόρτασες με πρόδωσες. Έτσι απλά…»
«Αχ,
μη μου μιλάς έτσι. Δεν ξέρεις».
«Αλήθεια;
Υπάρχουν κι άλλα κρυμμένα μυστικά;»
Η
Αμαλία σηκώθηκε όρθια, τίναξε τα χώματα από το παντελόνι που φορούσε.
«Μάθε
λοιπόν πως ο Μίλτος δε σταμάτησε ποτέ να με παρακολουθεί. Έχει λίγα χρόνια που
βγήκε από τη φυλακή. Μέχρι εδώ έφτασε η χάρη του, μπορείς να το φανταστείς;
Μόνο και μόνο για να με φοβίσει. Και το κατάφερε. Του στέλνω χρήματα».
«Τι…
τι κάνεις; Τον πληρώνεις ακόμα; Ύστερα απ’ όλα όσα σου έκανε;»
Για
άλλη μια φορά εκείνη τη μέρα δεν μπορούσε να πιστέψει αυτά που άκουγε. Του ήρθε
αναγούλα.
«Μάλιστα.
Τον έχεις ήδη καταδικάσει να ακολουθήσει τα δικά σου βήματα», μουρμούρισε
εκείνος και προχώρησε μακριά της.
Έτρεξε
κοντά του, τον πρόλαβε.
«Φεύγεις;»
«Αναρωτιέσαι,
γιατί; Δεν άλλαξες καθόλου. Ξέρεις ποιον μου θυμίζεις; Τον πατέρα σου!
Διεφθαρμένη οικογένεια είσαστε όλοι σας. Πότε επιτέλους θα ψάξεις να βρεις τη
χαμένη σου αξιοπρέπεια;»
«Ορέστη!
Πώς τολμάς;» τσίριξε η Αμαλία.
«Λίγο
έλειψε να σε σκοτώσει ο Μίλτος σου και μυαλό δεν έβαλες Δε θα σε ρωτήσω ακόμα
μια φορά γιατί δεν πήγες στην αστυνομία να τον καταδώσεις. Γιατί ξέρω τι θα μου
απαντήσεις. Σε γνωρίζει καλά αυτός ο απατεώνας, καλύτερα από μένα».
«Μη
μου μιλάς έτσι. Και μη φεύγεις, θα τη βρούμε τη λύση», τον παρακάλεσε.
Μα
ο Ορέστης την αγνόησε.
«Αν
επιθυμήσεις να με γνωρίσει ποτέ ο γιος μου, εδώ θα είμαι. Η κόρη μου όμως θα
μάθει όλη την αλήθεια. Να προσέχεις τον εαυτό σου και καλά ξεμπερδέματα με τον
Γερακάρη. Αν κι απ’ ό,τι βλέπω δε θα απαλλαγείς ποτέ από δαύτον», συμπλήρωσε.
Και
μετά της γύρισε την πλάτη του. Κι άρχισε να τρέχει όσο πιο μακριά μπορούσε από
αυτή τη γυναίκα…
copyright,
εκδόσεις
Ψυχογιός, 2025
Κυρία Ζαΐρη, σας ευχαριστώ για
την πολύ όμορφη συζήτηση που είχαμε και σας εύχομαι πάντα τα καλύτερα.
Καλοτάξιδο και αυτό το βιβλίο σας και καλοδιάβαστο!
Μια αγκαλιά ευχαριστώ κι από μένα για
τις τόσο τρυφερές, τόσο καίριες ερωτήσεις σας.
Βιογραφικό:
Η ΡΕΝΑ ΡΩΣΣΗ-ΖΑΪΡΗ γεννήθηκε στην Αθήνα. Είναι κόρη του Νικόλαου Ρώσση, των φερώνυμων εκδόσεων, ενώ παππούς της ήταν ο φιλόλογος και συγγραφέας Ιωάννης Θ. Ρώσσης. Αποφοίτησε από το Αμερικανικό Κολέγιο Θηλέων, τη Σχολή Νηπιαγωγών Αθηνών και το Lοndon Montessori Centre. Εργάστηκε ως νηπιαγωγός, αλλά και ως υπεύθυνη εκδόσεων. Έχει γράψει 20 βιβλία για ενηλίκους και πάνω από 200 παιδικά, ενώ τα βιβλία της, που έχουν κυκλοφορήσει τόσο από τις Εκδόσεις ΨΥΧΟΓΙΟΣ όσο και από άλλους εκδοτικούς οίκους, ξεπερνούν τα 1.300.000 αντίτυπα. Της έχει απονεμηθεί το Βραβείο Λογοτεχνίας 2015 (Όμιλος Γυναικών Πειραιά «Εξάλειπτρον») για την απήχηση του συγγραφικού της έργου και τη διαδραστική σχέση της με τους αναγνώστες της. Έχει κερδίσει δύο βραβεία PUBLIC για τα μυθιστορήματά της: ΔΙΔΥΜΑ ΦΕΓΓΑΡΙΑ (Βραβείο Κοινού 2015) και ΑΛΜΥΡΑ – Η ΕΥΤΥΧΙΑ ΑΛΛΙΩΣ (Βραβείο Μυθιστορήματος Βιβλιοπωλείων PUBLIC 2023). Τα βιβλία της ΔΙΔΥΜΑ ΦΕΓΓΑΡΙΑ και ΑΣΤΕΡΙΑ ΣΤΗΝ ΑΜΜΟ μεταφέρθηκαν στην τηλεόραση. Είναι παντρεμένη και έχει δύο παιδιά.
0 Σχόλια