![]() |
Η Ύψωση του Τιμίου Σταυρού, μεγάλη δεσποτική εορτή της Ορθοδοξίας, τελείται στις 14 Σεπτεμβρίου, γι’ αυτό και ο μήνας αποκαλείται «Σταυρίτης» ή «Σταυρεώτης». Η γιορτή συνδέεται με δύο ιστορικά γεγονότα: Το 326 μ.Χ. η Αγία Ελένη βρήκε στα Ιεροσόλυμα τον Τίμιο Σταυρό, στον χώρο όπου φύτρωνε βασιλικός. Στις 14 Σεπτεμβρίου 335 ο Πατριάρχης Μακάριος τον ύψωσε στον ναό της Αναστάσεως, που είχε ιδρύσει η ίδια. Το 629 μ.Χ., μετά τη νίκη του επί των Περσών, ο αυτοκράτορας Ηράκλειος επανέφερε τον Σταυρό στα Ιεροσόλυμα και τον ύψωσε εκ νέου. Σε ανάμνηση των δύο αυτών γεγονότων, η Εκκλησία καθιέρωσε τον ετήσιο εορτασμό με αυστηρή νηστεία και τη διανομή βασιλικού στους πιστούς.
ΙΙ. Ο Κ.Π. Καβάφης
και η ποιητική αποτύπωση της Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού
Η Ύψωση του Τιμίου Σταυρού, που
εορτάζεται κάθε χρόνο στις 14 Σεπτεμβρίου, κατέχει ξεχωριστή θέση στο
εορτολόγιο της Ορθοδοξίας. Υπενθυμίζει τη βαθιά σύνδεση με την ιστορία του
Βυζαντίου και αποτυπώνει τη συλλογική διάσταση της πίστης και την πνευματική
παρηγοριά και ανάταση που προσφέρει στους πιστούς. Το γεγονός αυτό δεν
περιορίζεται στη θεολογική και λειτουργική του διάσταση, αλλά αποτελεί και
στοιχείο καλλιτεχνικής έμπνευσης και δημιουργίας. Σ’ αυτό το πλαίσιο, ο Κ.Π.
Καβάφης έρχεται να φωτίσει, με το δικό του ποιητικό βάθος και τη θεατρικότητα,
τη δύναμη της θρησκευτικής πομπής, όπως φανερώνεται στο ποίημα «Μεγάλη συνοδεία
εξ ιερέων και λαϊκών».
Κ.Π. Καβάφης, «Μεγάλη συνοδεία εξ ιερέων και λαϊκών»
Εξ ιερέων και λαϊκών μια συνοδεία,
αντιπροσωπευμένα πάντα τα επαγγέλματα,
διέρχεται οδούς, πλατέες, και πύλες
της περιωνύμου πόλεως Αντιοχείας.
Στης επιβλητικής, μεγάλης συνοδείας την αρχή
ωραίος, λευκοντυμένος έφηβος βαστά
με ανυψωμένα χέρια τον Σταυρόν,
την δύναμιν και την ελπίδα μας, τον άγιον Σταυρόν.
Οι εθνικοί, οι πριν τοσούτον υπερφίαλοι,
συνεσταλμένοι τώρα και δειλοί με βίαν
απομακρύνονται από την συνοδείαν.
Μακράν ημών, μακράν ημών να μένουν πάντα
(όσο την πλάνη τους δεν απαρνούνται). Προχωρεί
ο άγιος Σταυρός. Εις κάθε συνοικίαν
όπου εν θεοσεβεία ζουν οι Χριστιανοί
φέρει παρηγορίαν και χαρά:
βγαίνουν, οι ευλαβείς, στες πόρτες των σπιτιών τους
και πλήρεις αγαλλιάσεως τον προσκυνούν-
την δύναμιν, την σωτηρίαν της οικουμένης, τον Σταυρόν.-
* * *
Είναι μια ετήσια εορτή Χριστιανική.
Μα σήμερα τελείται, ιδού, πιο επιφανώς.
Λυτρώθηκε το κράτος επί τέλους.
Ο μιαρότατος, ο αποτρόπαιος
Ιουλιανός δεν βασιλεύει πια.
* * *
Υπέρ του ευσεβεστάτου Ιοβιανού ευχηθώμεν
Το ιστορικό
πλαίσιο και η λογοτεχνική επεξεργασία
Το ποίημα του Καβάφη «Μεγάλη
συνοδεία εξ ιερέων και λαϊκών» ανήκει στα ιστορικά του και στηρίζεται σε ένα
πραγματικό γεγονός. Εξάλλου, είναι γνωστό ότι ο ποιητής αντλεί έμπνευση από την αρχαιότητα και τη βυζαντινή περίοδο και, χωρίς να
κάνει «ιστορικό μάθημα», με λεπτή ειρωνεία προβαίνει σε μια ψυχολογική
εμβάθυνση και στοχασμό.
Γράφτηκε το 1926 και εστιάζει σε μια θρησκευτική πομπή, μια
χριστιανική λιτανεία που έγινε στην
Αντιόχεια της Συρίας τον 4ο αιώνα μ.Χ., αμέσως μετά τον θάνατο του αυτοκράτορα
Ιουλιανού του Παραβάτη (361-363 μ.Χ.) και την ανάληψη της εξουσίας από τον
Ιοβιανό (363-364 μ.Χ.). Ο Ιουλιανός, ο επονομαζόμενος από τους Χριστιανούς
«Παραβάτης» και «Αποστάτης», επιδίωξε να αναβιώσει την ειδωλολατρία και τον
παγανισμό και γι’ αυτό ο θάνατός του στον πόλεμο κατά των Περσών θεωρήθηκε θεία
δικαίωση. Με την ανάρρηση στον θρόνο του
Ιοβιανού αποκαταστάθηκε επίσημα ο χριστιανισμός και «λυτρώθηκε το κράτος
επιτέλους».
Η λιτανεία που αποδίδεται με τόση θριαμβευτική διάθεση, έλαβε χώρα κατά την ετήσια εορτή της Ύψωσης του Τιμίου Σταυρού (14 Σεπτεμβρίου), που εκείνη τη χρονιά γιορτάστηκε με ιδιαίτερη λαμπρότητα λόγω της «απελευθέρωσης» από τον Ιουλιανό.
Η σκηνή της πομπής
Ο Καβάφης στήνει ένα ζωντανό σκηνικό, μια κινηματογραφική εικόνα, περιγράφοντας τη μεγαλοπρεπή πομπή, τη μεγάλη χριστιανική λιτανεία με ιερείς, λαϊκούς και εκπροσώπους όλων των επαγγελμάτων και των κοινωνικών τάξεων να διασχίζουν τις πλατείες και τους δρόμους της Αντιόχειας. Η εντυπωσιακή αυτή πομπή δεν είναι μια απλή τελετουργία, αλλά επίδειξη δύναμης και επιβολής, καθόσον η κοινωνία στο σύνολό της χαιρετίζει και αποδέχεται το χριστιανικό καθεστώς. Ως εκ τούτου, η θρησκεία, κατά τον Καβάφη, λειτουργεί και ως μηχανισμός πολιτικής κυριαρχίας και εξουσίας.
Οι πολυεπίπεδες αναγνώσεις του έφηβου
Της πομπής προηγείται ένας έφηβος ο οποίος αποδίδεται με δύο ισχυρά επίθετα: «ωραίος, λευκοντυμένος». Η ωραιότητα παραπέμπει σε συνδηλώσεις από την αρχαία ελληνική αισθητική, την ιδανική μορφή του σώματος, με αποτέλεσμα η ομορφιά να υπηρετεί το νέο θρησκευτικό/πολιτικό αφήγημα. Ο έφηβος φορά λευκό ένδυμα που παραδοσιακά συνδέεται με την αγνότητα, την καινούργια και ανακαινισμένη ζωή ( π.χ. το βάπτισμα, τα λευκά άμφια). Το πρόσωπο του νέου, η νεότητα και η καθαρότητα της μορφής του δίνουν μια αύρα ελπίδας, νίκης και πνευματικής ανανέωσης. Ο έφηβος «βαστά με ανυψωμένα χέρια τον Σταυρόν» και με τη στάση του αυτή, που θυμίζει στάση προσευχής και επίσημης τελετουργικής χειρονομίας, συνδέει τον κόσμο με το θείο. Έτσι, ο έφηβος γίνεται οπτικό μέσο πειθούς για μια νέα αρχή, αφού η πίστη και η ελπίδα περνούν στη νέα γενιά. Αυτός είναι τώρα ο εκπρόσωπος του μέλλοντος της πόλης με τη νέα θρησκεία. Ο Καβάφης, με τη σύντομη περιγραφή του νεαρού, αφήνει τον αναγνώστη να τον δει και να τον αισθανθεί ως ζωντανό κεντρικό σημείο. Τελικά, το ποιητικό υποκείμενο αντιλαμβάνεται ότι η εξουσία, είτε θρησκευτική είτε πολιτική, έχει ανάγκη τη θεατρικότητα και την επίφαση θεάματος προκειμένου να επιβληθεί.
Οι «εθνικοί» και το
χρονικό της ήττας
Η σκηνή των εθνικών, οι οποίοι ήταν «πριν τοσούτον υπερφίαλοι, συνεσταλμένοι τώρα και δειλοί», έχει ιδιαίτερη βαρύτητα. Η ιστορία ανατρέπεται και ο παλαιός κόσμος των εθνικών θεών υποχωρεί και περιθωριοποιείται. Ο στίχος «μακράν ημών να μένουν πάντα» δεν φανερώνει απλώς την αλλαγή των ρόλων και την ιστορική συνθήκη, αλλά εκφράζει την επιθυμία της διαγραφής, μια αίσθηση απόρριψης, ακόμη και εχθρότητας, απέναντι στους μη Χριστιανούς. Πίσω από την αλλαγή των ρόλων διαφαίνεται η λεπτή καβαφική ειρωνεία, μέσα από την οποία διαβλέπουμε την αντιγραφή της συμπεριφοράς που οι ίδιοι επέβαλαν στους Χριστιανούς σε προηγούμενες δεκαετίες. Κάθε νικητής εκφράζεται με την ίδια αδιάσειστη σιγουριά, αντίθετα κάθε ηττημένος γνωρίζει τον ίδιο αποκλεισμό και εξοστρακισμό. Με αυτόν τον τρόπο, ο Καβάφης τονίζει τον κυκλικό χαρακτήρα της ιστορίας και την εναλλαγή της εξουσίας που γίνεται με όμοια δογματική στενότητα.
Η θρησκευτική ευφορία
Ο Καβάφης, περιγράφοντας την εικόνα των Χριστιανών που βγαίνουν στις πόρτες των σπιτιών τους γεμάτοι αγαλλίαση, αποτυπώνει την τελετουργική διάσταση της πίστης. Παρουσιάζει με σαφήνεια τη συλλογική χαρά και την αίσθηση θριάμβου. Η σκηνή διαποτίζεται από θρησκευτικό πάθος και χαρά, καθώς ο Σταυρός συμβολίζει τη δύναμη και τη σωτηρία του κόσμου και οι συγκεντρωμένοι Χριστιανοί τον προσκυνούν με ευλάβεια. Ταυτόχρονα, το ποιητικό υποκείμενο αφενός υπαινίσσεται τη λειτουργία της θρησκείας ως μηχανισμού συλλογικής συγκίνησης και εξουσίας και αφετέρου παρατηρεί τον τρόπο που τα σύμβολα οργανώνουν την κοινωνία.
Η λύτρωση του κράτους
Ο Καβάφης αποκαλύπτει ότι πρόκειται για ετήσια χριστιανική εορτή, αλλά τη συγκεκριμένη χρονιά αποκτά ξεχωριστή σημασία, καθώς συμπίπτει με τον θάνατο του Ιουλιανού του Παραβάτη. Το ποιητικό υποκείμενο χρησιμοποιεί έντονα αρνητικούς χαρακτηρισμούς για τον Ιουλιανό («μιαρότατος» και «αποτρόπαιος»), ενώ υψώνει τον διάδοχό του, τον Ιοβιανό («ευσεβέστατος»), ο οποίος συνδέεται με την πίστη και την προστασία της Εκκλησίας. Έτσι, η γιορτή του Σταυρού υπερβαίνει τα στενά όρια της λατρευτικής πράξης και επιβλητικής τελετουργίας. Γίνεται σύμβολο συλλογικής ανακούφισης, αφού σηματοδοτεί τη νίκη του Χριστιανισμού επί της ειδωλολατρίας. Τελικά, η ιστορία γίνεται παρωδία του εαυτού της: γιατί το συλλογικό φρόνημα είναι επιρρεπές και ευκολόπιστο, γιατί όλα καταλήγουν σε μια κοσμική, σχεδόν γραφειοκρατική ευχή για έναν αυτοκράτορα που βασίλευσε μόλις οκτώ μήνες και πέθανε νέος, γιατί η πνευματική ζωή ενός λαού διαπλέκεται με την εξουσία και οι θρησκευτικοί θρίαμβοι σημαίνουν πάντα και κρατικούς θριάμβους.
Τεχνική και στυλ του
Κ.Π. Καβάφη
Ο Κ.Π. Καβάφης χρησιμοποιεί μια γλώσσα ενθουσιαστική, πληθωρική και πομπώδη, επίσημη, σχεδόν λειτουργική γλώσσα, που μιμείται τα εκκλησιαστικά κείμενα, ενισχύοντας την ατμόσφαιρα θρησκευτικής τελετής. Επίσης, η αρχαΐζουσα γλώσσα ενισχύσει την ιστορική ατμόσφαιρα και δημιουργεί μια αίσθηση επισημότητας και απόστασης από το παρόν. Η ειρωνεία, ως το κρυφό νήμα όλου του ποιήματος, ωθεί τον/την αναγνώστη/στρια να δει και να στοχαστεί πέρα από το γεγονός. Ο ελεύθερος στίχος, με ρυθμική ροή, χωρίς αυστηρή ομοιοκαταληξία, το ρητορικό ύφος, η εικονοποιία, η υπερβολή, οι επαναλήψεις και η θεατρικότητα συντελούν στην αίσθηση μιας φυσικής αφήγησης με πολλές στοχαστικές προσαρμογές.
Ο Καβάφης και το σύμβολο του Σταυρού
Αξίζει να
σταθούμε σε μια λεπτομέρεια που προκαλεί ιδιαίτερο ενδιαφέρον: τη συνύφανση από
τον Καβάφη δύο φαινομενικά «ασύμβατων» ημερομηνιών, δηλαδή την 26η
Ιουνίου του 363 μ.Χ. (ημερομηνία του θανάτου του Ιουλιανού) και την 14η
Σεπτεμβρίου του 363 μ.Χ. (ημερομηνία της γιορτής της Ύψωσης του Τιμίου
Σταυρού).
Μια πρώτη ερμηνεία για την χρονική αυτή αντιπαράθεση ίσως να αποτελεί μια
αντίστιξη ανάμεσα στην πτώση ενός ηγεμόνα, ο οποίος συνδέθηκε με την προσπάθεια
αναβίωσης της αρχαίας θρησκείας και στην ταυτόχρονη ανάδειξη του Σταυρού ως συμβόλου
νίκης, μνήμης και πνευματικής υπεροχής. Από την άλλη, το γεγονός ότι ο Καβάφη αξιοποιεί τον Σταυρό ως
ιστορικό και πολιτισμικό σημείο αναφοράς με όρους θρησκευτικής πίστης ή
προσωπικής ομολογίας είναι ένα θέμα που έχει
απασχολήσει εκτενώς τους ερευνητές.
Μελετητές του καβαφικού έργου εκτιμούν ότι: α) ο ποιητής μάλλον κινείται
στο πλαίσιο μιας «φιλελεύθερης χριστιανικής ηθικής» και είναι «αδιάψευστα
τεκμήρια της πίστης τού ποιητή συγκεκριμένα ποιήματά του» (Γ.Π. Σαββίδης), β) ο
Καβάφης «φορούσε σταυρό γύρω από το λαιμό, περίμενε για την πατριαρχική
λιτανεία της Μεγάλης Παρασκευής και για την τελευταία Θεία Κοινωνία» (G. W.
Bowersock) και γ) «ο σταυρός για τον ποιητή είναι σύμβολο παρηγοριάς σε στιγμές
πένθους» (Η.D. Haas). Ο Γ.Π. Σαββίδης, μάλιστα, καταγράφει ως προς το ποίημα
ένα σχόλιο του ίδιου του ποιητή: «Κλίνω υπέρ της συχνοτέρας παρουσίας των
ιερέων ανάμεσό μας. Σε πολλά ταραγμένα σπίτια η παρουσία των φέρνει κάτι από
την παρηγορητικήν Εκκλησία».
Κατά συνέπεια, ο Καβάφης δείχνει, τουλάχιστον σε προσωπικό επίπεδο, να
αναγνωρίζει και να αποδέχεται το χριστιανικό σύμβολο. Η στάση αυτή εκφράζεται
στο ποίημά του «Μεγάλη συνοδεία εξ ιερέων και λαϊκών», όπου ο «άγιος Σταυρός»
παρουσιάζεται ως πηγή παρηγοριάς, χαράς, δύναμης και σωτηρίας για ολόκληρη την
οικουμένη, ενώ οι πιστοί Χριστιανοί τον προσκυνούν με βαθιά αγαλλίαση και
ευλάβεια.
0 Σχόλια