Βιβλιοκριτική: "Νοσταλγώ τις ζωντανές μέρες" της Γιάννας Σοφού | Γράφει η Στέλλα Πετρίδου

 


Νοσταλγώ τις ζωντανές μέρες
Γιάννα Σοφού
ISBN: 9786185748920
Σελίδες: 46
Ημερομηνία έκδοσης: 01/08/2025
Εκδόσεις: Μετρονόμος



Πόσο πονάει η πτώση όταν σηματοδοτεί μια νέα μόνιμη κοινωνική συνθήκη χωρίς να αφήνει περιθώρια απόδρασης του νου, έστω μια απόπειρα απαλλαγής των ευθυνών του; Αχνά πια ξαποσταίνουν στη μνήμη εικόνες παλιές κι ανέμελες, ανθρώπινες κι αληθινές, πλημμυρισμένες από ζωντάνια, ομορφιά και πόθο για ζωή. Τι άλλαξε στα ξαφνικά κι όλα σκοτείνιασαν; Πολλά, θα διαπιστώσει ο άνθρωπος ανασκάπτοντας το θλιβερό παρελθόν του. Και πρώτα απ’ όλα ο ίδιος, αυτός που έγινε εχθρός του εαυτού του για να σηκώσει ανάστημα στο Θεό, που έστρεψε τα βέλη εναντίον του καταδικάζοντας το παρόν και το μέλλον του στη δυστυχία.

Νεκρό τοπίο τράπηκε η χαρά του σαν χάθηκε από κοντά του η ανάγκη του μοιράσματος, η ανάγκη της ίδιας της αγάπης. Πόλεμος παντού το αποτέλεσμα, καθημερινά, ξανά και ξανά, οι εικόνες του πένθους στο προσκήνιο με πρωταγωνιστές της σκηνής την ανεντιμότητα, την αχαριστία, τη λησμονιά, την απομόνωση, την αγριότητα, την ήττα. Οι μνήμες ως άμυνα εξασθενούν με τον καιρό αρρωσταίνοντας ψυχή και σώμα. Κι οι θυσίες των ξεχασμένων ηρώων μιας έντιμης και περήφανης γης, που πια υποφέρει απ’ τα λάθη της, εξατμίζονται. Όνειρα και ιδανικά αντικαθίστανται σταδιακά με άθλια συμφέροντα, με απάνθρωπες τρικλοποδιές και μίσος τρελό. Ελπίδες μιας Άνοιξης που θα ’ρθει στερεύουν πια στο πέρασμα του χρόνου. Οι αντοχές εξασθενούν, το οξυγόνο στριμώχνεται, το φως νικιέται απ’ το σκοτάδι.

Μ’ αυτό το μελαγχολικό και γκρίζο σκηνικό μιας κοινωνίας διεφθαρμένης και ταυτόχρονα οικείας, γνώριμης κι αγαπημένης, εισάγει τον αναγνώστη της η πεζογράφος και πλέον ποιήτρια Γιάννα Σοφού στα μονοπάτια της πρώτης της και αρκετά πρόσφατης ποιητικής συλλογής της με τίτλο «Νοσταλγώ τις ζωντανές μέρες», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Μετρονόμος».

Παρατηρεί η ποιήτρια, καταγράφει και θλίβεται. Περιπλανιέται στη φθορά της σύγχρονης κοινωνίας και βιώνοντάς την από κοντά απογοητεύεται. Ωστόσο, δεν παραιτείται του δικαιώματός της για ζωή. Ορθώνει ανάστημα θαρρετά, αντιδρά με πείσμα και σθένος και μάχεται διεκδικώντας την επανάσταση. Προτείνει λύσεις για τη σωτηρία όλων, ενθαρρύνει τις πονεμένες ψυχές για συσπείρωση, ορμά δυναμικά στο κακό και προσδοκά στην κατατρόπωσή του. Προτρέπει μέσα από τα εκτενή πολύστιχα και πολυσέλιδα ποιήματά της να πολεμηθεί το κακό ως τη ρίζα του, να εξαλειφθεί μια για πάντα ο σπόρος του, για να πάψουν πλέον να κυριεύουν τον κόσμο η διαφθορά, η εκμετάλλευση, το συμφέρον κι η ιδιοτέλεια.

Οι στίχοι της ποιήτριας αντιστοιχούν σε εικόνες πόνου και θρήνου. Πλούσιοι σε μεταφορές καθιστούν τον λόγο της περισσότερο ζωντανό, άμεσο, διεισδυτικό, καταλυτικό και οπωσδήποτε ρεαλιστικό. Ταξιδεύουν μοιραία τον νου στο ουσιαστικό πρόβλημα που την απασχολεί ως ανήσυχο πνεύμα, στην πηγή του κακού που κυριεύει τη σύγχρονη κοινωνία της εξαθλίωσης και του μαρασμού, καθώς και στο ανεξέλεγκτο της κατάστασης που διαιωνίζεται χωρίς εμφανή σημεία βελτίωσης στο προσκήνιο.

«Ώρα μηδέν για τον πλανήτη γη» (Σελίδα 10)

Κραυγάζει απεγνωσμένα ο λόγος της για ν’ ακουστεί. Η απειλή της ολοκληρωτικής καταστροφής είναι πια έκδηλη. Οι τύχες των λαών ξεράθηκαν απ’ τη μεγάλη δίψα τους, από το δηλητήριο που διαρκώς τους καταβρέχει η ζωή ώσπου να τους οδηγήσει στον θάνατο. Γη και ουρανός μαραζώνουν. Δέντρα, φυτά, ζώα, πουλιά, λίμνες, ποτάμια, η φύση ολόκληρη. Η ποιήτρια σημειώνει προσεκτικά και με κάθε ανατριχιαστική λεπτομέρεια την πτώση. Κτίρια εκτρώματα καταβροχθίζουν παλιά αρχοντικά. Η σωτηρία βρίσκεται ψηλά, θα καταγράψει με σιγουριά, κάπου ανάμεσα στ’ αστέρια και στη σελήνη, περιμένοντας καρτερικά το κάλεσμα του ανθρώπου. Όλα προσδοκούν στη σωτηρία τους, όμως το τελικό πρόσταγμα το έχει εκείνος, αυτός που κάποτε ως παιδί αισιοδοξούσε, που είχε αγνή ψυχή και τίμια, που γευόταν τη χαρά της ζωής και την ανεμελιά της νιότης του. Η ελπίδα υπάρχει ακόμα, επιμένει η ποιήτρια, όμως, όπως σημειώνει αμέσως μετά, συντηρείται πάντα από τις αθώες ψυχές των παιδιών, αυτά που ακόμα μιλούν για έναν κόσμο αγάπης, αυτά που επιδιώκουν την γαλήνη τους μέσω της εξασφάλισης της ειρήνης και της ευημερίας όλων.

Ο μεταφορικός λόγος της ποιήτριας διαπιστώνεται και στη συνέχεια της ποιητικής της συλλογής. Τον συνδυάζει με ιστορίες του νησιού της, της αγαπημένης της Κύπρου, ενώ δανείζεται στοιχεία από τη μυθολογία για να υμνήσει την ομορφιά της, τον τόπο της που κάποτε μύριζε Άνοιξη, που κάποτε η ζωή του ήταν βγαλμένη από παραμύθι. Δυστυχώς η εξέλιξή του, σημειώνει, θυμίζει μνημόσυνο για τις ζωές που χάθηκαν άδικα, για το τώρα που σβήνει με τη βία κάθε όμορφη στιγμή του χθες. Η μνήμη μονάχα, καθώς φυλάσσεται με κάθε τρόπο ως αποκούμπι ζωής, καθρεφτίζει ακόμα την παράδοση ενός τόπου αγνού κι αυθεντικού, όμορφου κι ευωδιαστού, αληθινού και οικείου. Σα δέντρο στέκει ακόμα ζωντανό και επιμένει. Δυναμώνει όσο κόβεται, επιμένει και καρποφορεί δηλώνοντας την παρουσία του στον χρόνο, στον κόσμο, στη γη, με υπερηφάνεια και πατριωτισμό. Η μνήμη αυτή, επισημαίνει η ποιήτρια, είναι ο φάρος που ενθαρρύνει πάντα τον άνθρωπο στα ταξίδια της ζωής του, που αποδιώχνει τις σκιές της μοναξιάς του, τα ίχνη του φόβου και της ήττας του, που στέκεται παρηγοριά στις δύσκολες στιγμές του πόνου του, που αντιστέκεται ακόμα στη διαφθορά του, στην πλάνη του, στην εξαθλίωσή του, στην απόλυτη συντριβή του.

Η ποιήτρια είναι εμφανές μέσα από τα ποιήματά της ότι φοβάται την παρακμή, το ξεπούλημα των ψυχών και του τόπου της. Δυσπιστεί απέναντι στους ψευτοπροστάτες του, τους τσαρλατάνους και τους ύπουλους προδότες της γης και των ονείρων της. Ωστόσο, ούσα εντός της ρομαντική κι ευαίσθητη, επαναστάτρια και τολμηρή, ακόμα κι αν σκύβει πολλές φορές το κεφάλι της παρασυρμένη απ’ τους φόβους της, προσδοκά το καλό. Ο σεβασμός είναι το όπλο της, οι αξίες που υπηρετεί, τα ιδανικά της, τα όνειρά της. Αυτά πιστεύει ότι θα σώσουν το Άγιο Σώμα της φυλής της, τον τόπο της και την ταυτότητά της. Γι’ αυτό και τα σημειώνει, ώστε να γίνουν όπλα και του αναγνώστη αυτής της συλλογής. Με αυτή την πεποίθηση γαληνεύει εντός της. Κλείνει τα μάτια της μέσα απ’ τα ποιήματά της και ονειρεύεται. Ταξιδεύει ξανά στις ομορφιές του τόπου της, στα αρώματά της, στις εκκλησιές της, στις παραδόσεις της, στις πολύχρωμες παιδικές αναμνήσεις της, στην οικογένειά της και καλεί και τον αναγνώστη της να κάνει το ίδιο.

Έπειτα, επανέρχεται στην αρχική αποκαρδιωτική εικόνα του πολέμου και συνεχίζει κάνοντας λόγο για τους νεκρούς, για τα θύματα και τα όνειρά τους που κόπηκαν στα δυο, για τις εφιαλτικές μνήμες του παρελθόντος που ακόμα είναι ζωντανές, για τη νοσταλγία των στιγμών πριν τον πόλεμο, για την καθημερινότητα των ανθρώπων μιας άλλης εποχής και τους έρωτές τους.

Συνοπτικά, θα λέγαμε ότι ένας ύμνος στη ζωή αποτελεί όλη η συλλογή της ποιήτριας, ένας φόρος τιμής για τον τόπο που την γέννησε και τη ζει, για τον τόπο των προγόνων της, για τους ήρωές του, για την ανεξίτηλη ομορφιά του που παραμένει ζωντανή πολεμώντας τον χρόνο.

Η ποιήτρια είναι εμφανές ότι νοσταλγεί διαρκώς, ονειρεύεται, αναπολεί, χαίρεται, φαντάζεται κι ύστερα περπατά στα μονοπάτια που έπλασαν με χρώματα, ήχους και μυρωδιές τα φτερουγίσματα της φαντασίας της.

«Κι όπως περπατούσα,
η νύχτα, σαν μάντισσα με μαύρα κουρέλια και φωτιές στο πρόσωπο,
τσουβάλιασε ένα σωρό αστέρια πάνω απ’ το κεφάλι της γειτονιάς μου.» (Σελίδα 28)

Έπειτα εξομολογείται τον πόθο της. Νιώθει τη μοναξιά της ψυχής της, μελαγχολεί κι ομολογεί την αξία του ν’ αγαπάς και ν’ αγαπιέσαι. Η αγάπη, συμπεραίνει, είναι το όπλο ενάντια στον φόβο, στον χρόνο, ακόμα και στον ίδιο τον θάνατο. Κι έπειτα εστιάζει στη μοναξιά. Μα, όπως θα τονίσει κι η ίδια στη συνέχεια, στο χέρι του ανθρώπου είναι να ξεφύγει από το σκοτάδι της ψυχής του και να επιλέξει το φως για μονοπάτι του ή αλλιώς τη μοίρα που θα ορίσει την πορεία και το μέλλον του.

«γιατί έμαθα να είμαι πιο δυνατή από αυτήν…» (Σελίδα 42)

Η ποιήτρια κλείνει με ένα ποίημα αφιερωμένο στο παιδί της. Συγκινητικό, ρομαντικό, αληθινό κι αυθόρμητο, αποτελεί κι αυτό, όπως και τα προηγούμενα της συλλογής της, μια ειλικρινής κατάθεση ψυχής, που στόχο έχει να αναδείξει τη δύναμη της αγάπης, της προσφοράς και της αιώνιας αφοσίωσης.

Γραφή μεστή, καλοδουλεμένη, σκηνογραφική και περιεκτική σε νοήματα, δοσμένη εξολοκλήρου σε ελεύθερο στίχο, δίνει αναπόφευκτα έμφαση στον ψυχισμό και το συναίσθημα. Τα μηνύματα δε που περνάει στον αναγνώστη της είναι αρκετά, ωστόσο πολύ συγκεκριμένα. Όλα τους έχουν κοινό παρονομαστή την αγάπη. Αυτή εξασφαλίζει τη διατήρηση της μνήμης, τον σεβασμό στον συνάνθρωπο και την πατρίδα, την προάσπιση των ηθικών αξιών ως απαραίτητη προϋπόθεση για την εξασφάλιση της γαλήνης της ψυχής και της διατήρησης της ειρήνης στον κόσμο.

Μια ποιητική συλλογή που αξίζει αναμφισβήτητα να διαβαστεί. Ας είναι καλοτάξιδη!

Δημοσίευση σχολίου

0 Σχόλια