ΙΧΝΗΛΑΤΩΝΤΑΣ ΕΝΑΝ ΕΛΕΦΑΝΤΑ
ποιητική συλλογή
Εκδόσεις: Άνω Τελεία
κυκλοφ: Ιούλιος 2025
isbn: 978-618-5643-74-4
σελίδες: 44
Γράφει η Στέλλα Πετρίδου
Υπάρχει αυθορμητισμός στην ποίηση; Φυσικά και υπάρχει. Κι όταν αυτός επιδιωχθεί σθεναρά, τότε η ποίηση γίνεται ευεργετική για εκείνον που την υπηρετεί, που επιθυμεί μέσα από την έντονη και βαθιά εξομολογητική του διάθεση να απελευθερώσει όλες τις μύχιες σκέψεις του κι όλα τα συναισθήματα που κατακλύζουν τα εσώψυχά του, προκειμένου να νιώσει καλύτερα, πιο αληθινά, πιο ουσιαστικά, πιο άφοβα και πιο ευτυχισμένα.
Σε αυτό ακριβώς το σημείο τίθεται το ερώτημα. Υπάρχει ευτυχία τελικά; Σ’ έναν κόσμο που διαρκώς προβάλει την ασχήμια του, που σαπίζει από φθορά και εγκατάλειψη, που σκοτεινιάζει ολοένα και περισσότερο εξαιτίας της μαυρίλας που περιβάλλει την αύρα του, που δηλητηριάζεται από το ίδιο το κεντρί της αδιαφορίας του, της απραγίας και της ανευθυνότητάς του, της κακίας και της ανεντιμότητάς του, εγκαταλείπεται κάθε ελπίδα για αλλαγή, κάθε ίχνος κι απόπειρα για την εξασφάλιση της ισορροπίας γύρω του, κάθε προοπτική για τη διεκδίκηση της εσωτερικής του γαλήνης, της γαλήνης της ψυχής του.
Αγανάκτηση προκαλεί η επαναλαμβανόμενη και μη αναστρέψιμη συνθήκη, απογοήτευση, θλίψη, βαθιά μελαγχολία και πόνο μαζί. Τα ίδια ακριβώς συναισθήματα κατακλύζουν και την ποιήτρια Σπυριδούλα Μίχου και όχι άδικα. Αναλογιζόμενη κι η ίδια το αδιέξοδο στο οποίο βρίσκεται, είτε εκούσια είτε ακούσια, εγκλωβισμένη στην κοινωνία του σήμερα, αναστατώνεται, συντρίβεται ψυχολογικά, θυμώνει έντονα και στο τέλος αντιδρά. Η νέα της ποιητική συλλογή, η δεύτερη κατά σειρά έκδοσης, αποτυπώνει το συναισθηματικό της αδιέξοδο, καθώς καθρεφτίζει με τα δικά της χρώματα κι αρώματα ψυχής την εικόνα της παρακμής όπως ακριβώς τη βιώνει η ίδια ως πρωταγωνίστρια στην καθημερινότητά της. Φέρει τον τίτλο «Ιχνηλατώντας έναν ελέφαντα» και κυκλοφορεί από τον Ιούλιο του 2025 από τις εκδόσεις «άνω τελεία».
Η ποιήτρια φροντίζει ήδη από το εξώφυλλο του βιβλίου της να δώσει περισσότερες πληροφορίες στον αναγνώστη της για το τι πρόκειται να διαβάσει ως μια πρώτη απόπειρα αυτοσύστασης.
«ό,τι με εντυπωσίασε επειδή δεν μπορούσα να το καταλάβω έγινε δικό μου»
Συμβολική η ποίησή της, υπαινικτική, αυθόρμητη, καυστική, σκοτεινή, αινιγματική, σκηνογραφική, περιεκτική και καταγγελτική ταυτόχρονα. Τα θέματα που την απασχολούν είναι πολλά, καθημερινά στο σύνολό τους, συνηθισμένα μα και τόσο αβάσταχτα, όπως η αποπνικτική ρουτίνα της μοναξιάς, το ασυμβίβαστο μοτίβο της συνειδητής αποστασιοποίησης από τα πάντα, η επιλογή της αναγκαστικής αυτοαπομόνωσης ως ύστατη πράξη σωτηρίας, η συνέπεια της αφόρητης θλίψης που την ακολουθεί, η μονιμότητα της μελαγχολίας.
Κι έπειτα το εσωτερικό του βιβλίου έρχεται να σκοτεινιάσει κι άλλο την ψυχή του αναγνώστη, καθώς περιδιαβαίνει αγχωτικά τον δρόμο που χάραξε για λογαριασμό του η ποιήτρια. Απομονωμένες ψυχές που κάποτε ονειρεύτηκαν την αρμονική τους συνύπαρξη ατύχησαν να φέρουν εις πέρας την αποστολή τους παρασυρμένοι απ’ τον φόβο της απώλειας. Κάθε απόπειρα βελτίωσης της ανιαρής ζωής τους από κει και πέρα φαίνεται να παραμένει απόπειρα, αφού, όπως υπονοεί η ποιήτρια, αλλού κρύβεται πλέον το κλειδί της ευτυχίας τους, στην επαφή που έπαψε να υπάρχει ασυναίσθητα, στην επικοινωνία που δεν επιδιώκεται πια από ντροπή και φόβο, στο νοιάξιμο το αληθινό που εγκαταλήφθηκε, στον έρωτα τον παρελθοντικό, στη δοτικότητα που στέρεψε, στο μοίρασμα στιγμών που έγιναν μνήμη. Ως καταγραφέας όλων αυτών φαίνεται να τα γνωρίζει καλά, ωστόσο συνειδητοποιεί και τη δική της αδυναμία να εξεγερθεί. Κι έτσι, παραμένει κι η ίδια σιωπηλή κι ανήμπορη, να αναπολεί τις χαμένες ευκαιρίες, να παρατηρεί σχεδόν ρομποτικά το καθετί τριγύρω της, ανέκφραστη, μελαγχολική, αμίλητη, ηττημένη.
«Στα σχεδόν τριάντα κατάλαβα
Ότι πρέπει να είναι κανείς προσαρμοστικός.
Να μην μπλέκει τις βάρκες με τα εκχιονιστικά
Να διαλέξει δόγμα
Αλλά όταν δεν τον εξυπηρετεί να το αλλάζει γρήγορα.»
Σαφώς και παραδέχεται την ατολμία της. Γνωρίζει τις αδυναμίες της, έχει ήδη εστιάσει σ’ αυτές καταγράφοντάς τες μία προς μία. Κι έχει ήδη οριστικοποιήσει την απόφασή της να παραμείνει άπραγη, συμβατική, άτολμη, ακόμα κι αν όλα μέσα της μαρτυρούν την ρομαντική κι επαναστατική της διάθεση, την απέχθειά της για ό,τι ανιαρό περιβάλει την καθημερινότητά της, την οπισθοδρομικότητά της απέναντι στο μοντέρνο και το νέο που της επιβάλλεται σχεδόν με το ζόρι ως καλό, ωφέλιμο και χρήσιμο. Προσαρμόζεται αναγκαστικά, γιατί δεν έχει άλλη επιλογή, γιατί οι συνθήκες καθηλώνουν τη σκέψη της, την ορμή της, τον αυθορμητισμό της, προστάζοντας την παραμονή της στην απραγία, τη δουλεία και την απάθεια. Κι αυτό τη γεμίζει ενοχές.
Φταίει για την κατάντια της, το παραδέχεται. Μα η ενοχή μεγεθύνεται δραματικά. Θεωρεί τον εαυτό της υπεύθυνο για όλη την κατάντια του σήμερα, για την έλλειψη της επικοινωνίας των ανθρώπων, για τη μονοτονία που επιβάλει η καθημερινότητά της στο παρόν και το μέλλον της. Η εναπόθεση των ελπίδων της σε εξωγενείς παράγοντες κρίνεται άστοχη σχεδόν αμέσως. Ο συμβιβασμός ορίζεται έπειτα ως η μόνη επιλογή. Συμβιβασμός στον έρωτα, στα πάθη, στα λάθη, στα όνειρα, στις προσδοκίες. Η επανάσταση συμβαδίζει με την ηλικία, σημειώνει, με τα νιάτα που όμως δεν κρατάνε για πολύ, γιατί αμέσως μετά τα κατατρώνε η ευθύνη, η υποχρέωση, ο ατομικισμός, η απομόνωση, η ίδια η παραίτηση. Ο κύκλος κυλά θαρρετά στα ίδια και τα ίδια, όμως δεν είναι για καλό, υπογραμμίζει. Καμία αλλαγή, καμία έκπληξη. Τίποτα δεν ταράζει την άβουλη εποχή της. Η πτώση της νικά την αντίδραση. Παγίδες στήνονται παντού σε όσους διεκδικούν το διαφορετικό, την ελευθερία του νου, την απόλαυση της ζωής χωρίς δεσμεύσεις, περιορισμούς, τρικλοποδιές και εμπόδια, σε όσους αντιστέκονται στο ψέμα που περικυκλώνει από παντού την ύπαρξή τους και ποτίζει με απάτη την ψεύτικη ευτυχία τους.
«Αποφάσισα να κόψω τα μαλλιά μου, λοιπόν
Και θα τα κόψω παραπάνω από άλλες φορές
Ώστε παράπονα πολλά να έχω.
Αυτά τα αινιγματικά διδάγματα
Θα μου προσθέσουν γοητεία
Και έτσι τρυφερά και ανεπαίσθητα
Θα προσπαθήσω να ξεγελάσω
Αυτούς που γνωρίζουν πως τελικά απέτυχα.»
Ο λόγος της ποιήτριας είναι εσωτερικός, ειρωνικός πολλές φορές και ακραία σκληρός. Ίσως γιατί τα φαινομενικά απλά νοήματα των στίχων της κρύβουν δυσάρεστες αλήθειες εντός τους, αυτές που συχνά αρνείται ο νους του ανθρώπου να αποδεχτεί είτε από ντροπή είτε από ενοχή, αυτές που πάντα προκαλούν πόνο κι οργή, απογοήτευση και δυσφορία. Η κοινωνική κατάσταση των ημερών, τονίζει ξανά και ξανά η πένα της, είναι χαοτική, πένθιμη και παρακμιακή. Όλα συντελούν στην αποξένωση, την εγκατάλειψη, την αδιαφορία, τη μοναξιά, την τιμωρία. Η ποιήτρια ωθεί στην εσωτερική αναζήτηση τον αναγνώστη, προκειμένου να εξακριβωθεί κι από τον ίδιο τι είναι τελικά αυτό που φταίει στη ζωή του και γιατί δε διορθώνεται άμεσα και αποφασιστικά για το καλό του. Αυτό υποδηλώνει και ο τίτλος του βιβλίου της εξάλλου. Ο ελέφαντας είναι ο γρίφος που ιχνηλατώντας τον εξονυχιστικά ο άνθρωπος πλησιάζει ένα βήμα πιο κοντά στην αλήθεια του.
Η ποιήτρια σαφώς και δεν επιδιώκει να γίνει αρεστή. Δεν είναι αυτός ο σκοπός της. Να ταρακουνήσει τον αναγνώστη της επιδιώκει, να του υπενθυμίσει το πρόβλημα με κάθε τρόπο, να τον ωθήσει στην αντίδραση για την άμεση επίλυσή του. Δεν υπάρχουν περιθώρια παράτασης, υποστηρίζει. Η τώρα ή ποτέ θα διεκδικήσει τη σωτηρία του. Γι’ αυτό και ο λόγος της είναι άμεσος, ωμός, απόλυτα ρεαλιστικός και διεισδυτικός, συμβολικός σχεδόν πάντα, που όμως, σε αντιδιαστολή με την απλότητα και την ευθύτητά του, περιβάλλεται επιμελώς από μια έντονη ευαισθησία κι έναν κρυμμένο ρομαντισμό. Κι όσο ο ρομαντισμός αυτός επιχειρεί να κρυφτεί μέσα στις λέξεις της, τις σκοτεινές εικόνες και τα βαθιά νοήματά της για να μη θεωρεί αδυναμία, ελάττωμα και λάθος μαζί, τόσο πιο πολύ αισθητός γίνεται απ’ τον αναγνώστη της καθώς τον εντοπίζει. Η ευαισθησία της ποιήτριας, θα αισθανθεί, εκφράζει ξεκάθαρα το συναισθηματικό και υπαρξιακό αδιέξοδό της, όπως επίσης και το αδιέξοδο του σύγχρονου ανθρώπου, που συνειδητοποιεί έστω και καθυστερημένα ότι έχει χάσει προ πολλού τον προσανατολισμό του και το αληθινό νόημα της ύπαρξής του.
«Τι ωραία που φαίνονται από ψηλά στο αεροπλάνο
Τακτοποιημένες
Οι ζωές των ανθρώπων!
Πρέπει να πας κάτω
Μες στα σπίτια τους
Για να δεις την τυραννία των τοίχων.»
Η δυναμική των στίχων στα ποιήματα αυτής της συλλογής φαίνεται ξεκάθαρα κι από το ίδια την πρόθεση της ποιήτριας. Παρόλο που εκφράζει έντονα την επιθυμία της για φυγή, ενοχοποιώντας τον εαυτό της για το μαράζωμά της, αντιστέκεται. Ένα μικρό φως επιμένει να νικά το σκοτάδι της, καθιστώντας την ασυμβίβαστη και τολμηρή. Η ρομαντική της φύση, ο αυθορμητισμός και η αλήθεια της νικούν τα σκοτάδια της ύπαρξής της και τρέπονται σε διεκδικητές της αλλαγής, της αληθινής ζωής και πιστοί στρατιώτες αυτής. Κι έτσι, παρόλες τις εύλογες αδυναμίες της, η επαναστατική της διάθεση τη βοηθά να κυνηγήσει το όνειρο, την ελευθερία, την αληθινή ευτυχία που, όπως και να ’χει, πιστεύει ακράδαντα πως τη δικαιούται.
Ποίηση εξομολογητική, μεστή και καλοδουλεμένη από μία πένα δυνατή, που σφραγίζει από πολύ νωρίς το δικό της προσωπικό ύφος στη σύγχρονη ελληνική ποίηση και το καθιστά ιδιαίτερο, ξεχωριστό κι αναγνωρίσιμο. Αξίζει οπωσδήποτε την προσοχή μας.
0 Σχόλια