![]() |
Γράφει η Ευστρατία Μπρίμπου-Σταυράκη |
Ο καημένος θείος μου, δεν μπορούσε να πάει στον καφενέ, η θεία μου δεν μπορούσε να πάει στην Εκκλησία, στο γειτονιό και τους κακοφάνηκε πολύ. Άσε που έχασαν τα νέα απ’ το χωριό, αφού κλείστηκαν μέσα. Τρώγαν και παχαίναν. Οι επαφές ήταν περιορισμένες, μαζί «και τα ζαχαρώματα». Στο λεωφορείο, στην τράπεζα και στα μαγαζιά φορούσαν τη μάσκα τους και καλό πλύσιμο τα χέρια τους με τ’ απολυμαντικό, άμα πήγαιναν στο σπίτι.
Η θεία μου πριν τις γιορτές
(20/12/2020) πήρε κάτι κιλότες απ’ την αγορά, αλλά ήταν μικρές και δεν της έκαναν,
γιατί έβαλε κιλά. Ήθελε να πάει να τις αλλάξει, αλλά έκλεισαν τα μαγαζιά, και τι
να κάνει, η καημένη, που καθόταν δίχως κιλότα; Αναρωτιόταν για το πότε θ’ ανοίξει
η αγορά.
«Με τούτον τον "κορονοκοργιό" πολλά θα πάθουμε ακόμα, γυναίκα», την παρηγορούσε ο θείος μου ο Νικόλας.
Βγήκε το εμβόλιο. Η Κυβέρνηση
υποχρέωσε όλον τον κόσμο να πάει να εμβολιαστεί. Τον ανάγκασε με το ζόρι.
Όποιος δεν πήγαινε, δε θα μπορούσε να πάει πουθενά. Ούτε στο Νοσοκομείο, ούτε
στο λεωφορείο, ούτε στην Τράπεζα, ούτε στη ΔΕΗ, ούτε στον ΟΤΕ, ούτε στα μαγαζιά,
ούτε στον καφενέ, ούτε κάπου αλλού. Άσε που έβαζαν πρόστιμα απ’ την Εφορία και
πλήρωνε ο κόσμος.
Η θεία μου που ήθελε να πάει ν’ αλλάξει τις κιλότες της, αλλά και γιατί φοβόταν μη κολλήσει κορονοιό, αναγκάστηκε κι έκλεισε ραντεβού για να πάει να εμβολιαστεί την πρώτη δόση. Ο θείος μου πείσμωσε και δεν ήθελε να πάει να εμβολιαστεί. Από δω τον είχε, από κει τον είχε η θεία μου, προσπαθούσε να τον καταφέρει να πάει να εμβολιαστεί. Αυτός είδηση δεν είχε. Εκείνη πήγε και εμβολιάστηκε και τη δεύτερη δόση. Μετά από λίγο καιρό να τα πρόστιμα στο θείο μου που κόντεψε να του έρθει κόλπος. Ένα διακοσάρι ευρώ πρόστιμο του ήρθε, του καημένου. Τι ήθελε να κάνει; Του έκλεισε η Μυρσινούλα η θεία μου ραντεβού κι έκανε κι αυτός και τις δυο τις δόσεις.
Ύστερα βγήκε και τρίτη δόση του εμβολίου.
Αφού έκαναν τις δύο, δε θα κάναν και την τρίτη, όχι τίποτα «για να τριτώσει το
κακό», όπως έλεγε εκείνος. Έβγαλε και ο λογιστής τους τα πιστοποιητικά εμβολιασμού και τα έδειχναν πια όπου πήγαιναν, ακόμα κι ο καφετζής ελεγκτής έγινε! Όποιος
έμπαινε μες στον καφενέ, έβλεπε τα χαρτιά του, σαν τον αστυνόμο! Όποιος δεν είχε
το χαρτί, απ’ έξω τον έβγαζε!
«Ε, ρε ,εποχές που ζήσαμε και δεν
τις ξεχάσαμε!» λέει καμιά φορά η θεία μου.
«Και να θέλουμε, ξεχνιούνται τα
πρόστιμα;» αναρωτιέται ο θείος μου και με του δίκιο του ο Χριστιανός, γιατί
αυτά δε λησμονιούνται με τίποτα, αφού «από την πλάτη του» βγήκαν!
ΠΡΩΤΟΤΥΠΟ ΚΕΙΜΕΝΟ
Ι ΜΠΑΡΜΠΑΣ ΙΜ’ ΤΣΙ
ΓΗ ΘΕΙΑ Μ’ ΣΤ’Ν ΙΠΙΔΗΜΙΓΙΑ Τ’ ΚΟΥΡΟΥΝΟΥΙΟΥ
Ι μπάρμπας ιμ’ ι Ν’κόλας τσι γη
θειά μ’ ηγ’ Αμιρσούδα, σαν ούλ’ τ’ς αθρώπ’, πιράσαν δύσκουλα με τ’ πανδημίγια
τ’ Κουρουνουιού.
Ι καημένους ι μπάρμπας ιμ’, δεν μπόραγι να πάγ’ στουν καφινέ, γη θειά μ’ δεν μπόραγι να πάγ’ στ’ Ακκλησά, στου γ’τουνιό τσι τσ’ κακουφάν’τσι πουλύ. Άσι που’ χάσαν τα νέα απ’ του χιουριό, αφού κλειστήκαν μέσα. Τρώγαν τσι χουνρέναν. Γοι ιπαφές ήνταν πιριουρισμένις, μαζί «τσι του γλυκό βύσ’νου». Στου αλιφουρείγιου, στ’ τράπιζα τσι στα μαγαζιά φουρούσαν τ’ μάσκα ντουν τσι καλό πλύσ’μου τα χέρια ντουν μι τ’ απουλυμαντικό, άμα παγαίναν στου σπίτ’.
Γη θειά μ’ πριν τ’ς γιουρτές
(20/12/2020) πήρι κάτ’ βρατσά απ’ τ’ν αγουρά, αλλά ήνταν μ’κρά τσι δε τ’ χουρούσαν,
γιατί έβαλι κιλά. Ήθιλι να πάγ’ να τ’ αλλάξ’, αλλά κλείσαν τα μαγαζά, τσι τι να ποίσ’, η καγ’μέν’, που καθούνταν δίχους βρατσί; Αναρουτιόταν για του πότι θ’ ανοίξ’
ηγ΄αγουρά.
«Μι τούτουν τουν "κουρουνουκουργιό" πουλλά θα πάθουμι ακόμα, γ’ναίκα», τ’ παρηγόραγι γι μπάρμπας ιμ’ γι Ν’κόλας.
Ίβγι του ιμβόλιου. Γη Κυβέρνησ’
υπουχρέουσι όλουν τουν κόσμου να πάγ’ να ιμβουλιαστεί. Τουν ανάγκασι μι του
ζόρ’. Όποιους δεν πάγινι, δε θα μπόραγι να πάγ’ πούβητα. Ούτι στου
Νουσουκουμίγιου, ούτι στ’ αλιφουρείγιου, ούτι στ’ Τράπιζα, ούτι στ’ ΔΕΗ, ούτι
στουν ΟΤΕ, ούτι στα μαγαζά, ούτι στουν καφινέ, ούτι κάπ’ αλλού. Άσι που βάζαν
προυστίματα απ’ τ’ν Εφουρίγια τσι πλήρουνι ι κόσμους.
Γη θειά μ’ που ήθιλι να πάγ’ ν’
αλλάξ’ τα βρατσά τ’ς, αλλά τσι γιατί φουβούνταν μη κολλήσ’ κουρουνουιό, αναγκάστ’τσι
τσ’ έκλεισι ραντιβού για να πάγ’ να ιμβουλιαστεί τ’ πρώτ’ δόσ’. Γι μπάρμπας ιμ’
«μ’λάρουσι» τσι δεν ήθιλι να πάγ’ να ιμβουλιαστεί.
Απ’ έδιου τουν είχι, απ’ έφ,να τουν είχι γη θειά μ’, πουλέμα να τουν καταφέρ’ να πάγ’ να ιμβουλιαστεί. Αυτός χαμπάρ γιοκ. Τσείνιαν πήγι τσι ιμβουλιάστ’τσι τσι τ’ δεύτιρ’ δόσ’. Μιτά απί λίγου τσιρό να τα προυστίματα στου μπάρμπα μ’ που κόντιψι να τουν έρτ’ «νταμπλάς». Ένα διακουσάρ’ ιβρώ πρόστιμου τουν ήρτι τουν καγ’μένου. Τι ήθιλι να ποίσ’; Τουν έκλεισι ηγ’ Αμισρσούδα γη θειά μ’ ραντιβού τσι ποίτσι τσ’ αυτός τσι τ’ς δυο τ’ς δόσεις.
Ύστιρα ήβγι τσι τρίτ’ δόσ’ τ’
ιμβουλίου. Αφού ποίκαν τ’ς δυο, δε θα ποίσιν τσι τ’ τρίτ’, όχ’ τίπουτα «για να
τριτώσ’ του κακό», σα π’ ίλιγι τσείνους. Έβγαλι τσι γη λουγιστής ντουν τα
πιστουποιητικά ιμβουλιασμού, τσι τα δείχταν πλια όπ’ παγαίναν, ακόμα τσι γι
καφιτζής ιλιγκτής γίν’τσι! Όποιους έμπινι μέσ’ τουν καφινέ, έβλιπι τα χαρτιά τ’,
σαν τουν αστυνόμου! Όποιους δεν είχι του χαρτί απ’ όξου τουν έβγαζι!
«Ε, ρε ιπουχές που ζήσαμι τσι
δεν τ’ς ξιχάσαμι!» λέγ’ καμιά φουρά γη θειά μ’.
«Τσι να θέλουμι, ξιχνιόντιν τα
προυστίματα;» αναρουτιέτι γι μπάρμπας ιμ’ τσι μι του δίτσου τ’ ι Χριστιανός, γιατί
αυτά δεν λησμουνιόντιν μι τίπουτα, αφού «άπ’ τ’ κατίνα τ’» ήγβαν!
*Η ιστορία αυτή είναι
φανταστική δεν έχει καμία σχέση με την πραγματικότητα.
Φωτογραφία εξωφύλλου:
0 Σχόλια