ΟΔΗΓΟΣ ΔΙΧΩΣ ΔΙΠΛΩΜΑ
Μετάφραση από τα μυτιληνιά (Αγιασώτικα) στα ελληνικά
Η γιαγιά η Ευστρατία, επηρεασμένη απ’ τον ανιψιό της, το Χρήστο που οδηγεί μηχανάκι, της καρφώθηκε στο κεφάλι να οδηγήσει μοτοσακό κι αυτή.
Ο Χρήστος της έδωσε ένα μικρό μηχανάκι αυτόματο, χωρίς ταχύτητες για να οδηγάει και να πηγαίνει μέχρι τα εξωκλήσια που είναι κοντά στο σπίτι της, για να μην κουράζεται. Ευτυχώς που δεν έχει πολλές ανηφόρες και κατηφόρες του σημείο αυτό του αμαξωτού (δρόμου).
Η Ελένη, η κόρη της φωνάζει δε συμφωνεί η μάνα της να οδηγάει μοτοσακό στην ηλικία που είναι και μάλιστα δίχως δίπλωμα.
Αντίθετα με το γαμπρό της, τον Αντώνη, εκείνος συμφωνεί με το μηχανάκι, μάλιστα, την έμαθε να το οδηγεί, για να γελάει αυτός πιο πολύ. Τότε είναι που τ’ ακούει για τα καλά από την Ελένη.
Μια μέρα η γιαγιά η Ευστρατία πήρε το μοτοποδήλατο για να πάει στα εξωκλήσια. Για κακή της τύχη έγραφε η Τροχαία τους οδηγούς που οδηγούν μηχανάκια δίχως άδεια και δίχως δίπλωμα.
Καταγγελία έπεσε, γιατί ένα τσούρμο νεαροί μαζεύονται εκεί πέρα και κάνουν σούζες και μαρσάρουν τα μηχανάκια, και ενοχλούν τον κόσμο.
Είχε μια ουρά μεγάλη που κόντεψε να φτάσει μέχρι το σπίτι της γιαγιάς. Ο αστυνόμος είχε σταματήσει όλους τους νεαρούς σε μια μεγάλη σειρά κι άρχισε να γράφει. Κάποια στιγμή, πέρασε από μπροστά τους η γιαγιά η Ευστρατία και τσούλαγε το μηχανάκι της.
«Τι συμβαίνει, καλέ γιαγιά;» τη ρώτησε ο ένας από τους δυο αστυνόμους.
«Έ, να χάλασε, γιε μου, και δεν περπατάει το έρμο!» απάντησε εκείνη.
«Τι να κάνεις κι εσύ, γιαγιάκα; Υπομονή!» της ξανάπε ο αστυνόμος και συνέχισε να γράφει τους νεαρούς. Δεν το σκέφτηκε ο ευλογημένος να της γυρέψει τα χαρτιά της.
Μόλις πήγε πιο κάτω απ’ το μπλόκο η γιαγιά, έβαλε μπρος κι εξαφανίστηκε! Οι νεαροί που ήταν στην ουρά, γελούσαν και σφύριζαν. Κάποια στιγμή, τη θυμήθηκε ο αστυνόμος.
«Καλέ, η γιαγιά με το μηχανάκι που το τσουλούσε, πού πήγε;»
«Τωωωώρα, να’ ταν κι άλλη! Πάει, πέταξε! Εξαφανίστηκε, η σούπερ-γιαγιά, η "Granny"!» απαντήσαν όλοι μ’ ένα στόμα και γελούσαν.
«Μπράβο, η γιαγιά!» συμφώνησαν και οι αστυνομικοί.
«Μία γυναίκα, και μάλιστα κάποιας ηλικίας, μας έβαλε τα γυαλιά!» παραδέχτηκαν όλοι!
Μόλις πήγε στο σπίτι η γιαγιά και είπε στην κόρη της τι είχε γίνει, την περίλαβε εκείνη και δεν ήξερε από που να φύγει!
«Ρε μάνα, τι είναι αυτά τα πράγματα που κάνεις; Ρεζίλι μας κάνεις και είχες φόβο να πληρώσεις πρόστιμο μεγάλο που κυκλοφορείς δίχως δίπλωμα!»
Ο Αντώνης ξεράθηκε στα γέλια άμα τα 'μαθε!
«Δε ξέρω τι λες εσύ, γυναίκα, πάντως η πεθερά μου το λέει η ψυχή της! Κανείς δεν μπορεί να τα βάλει μαζί της! Έξυπνη γυναίκα είναι!».
«Εσύ της φουσκώνεις τα μυαλά της και κάνει παλαβομάρες στην ηλικία της! Α, ρε πατέρα, πού 'σαι "να καμαρώσεις" τα χαΐρια της μάνας μου!».
«Τι νομίζεις, κόρη μου, ότι δε με βλέπει; Από εκείνον τα έμαθα! Τα ίδια έκανε στα νιάτα του!».
«Μόνο που εσύ τα κάνεις στα γεράματά σου!» απάντησε η Ελένη νευριασμένη.
«Τιμημένα γηρατειά!» συμπλήρωσε κι ο Αντώνης με τη σειρά του, και γέλαγε κάτω απ’ τα μουστάκια του!
ΟΥΔΗΓΟΣ ΔΙΧΟΥΣ ΔΙΠΛΟΥΜΑ
Πρωτότυπο κείμενο
Η γιαγιά η Στρατίγια, ιπηριασμέν’ απ’ τουν ανιψιό τ’ς, του Ξ’τόφ’ που ουδηγεί μηχανέλ’, τ’ς καρφώθ’τσι στου τσιφάλ’ να ουδηγήσ’ μουτουσακό τσ’ αυτή.
Του Ξ’τόφ’ τ’ς έδουσι ένα μ’κρό μηχανέλ’ αυτόματου, χουρίς ταχύτητις για να ουδηγάγ’ τσι να παγαίν’ μέχρι τα ιξουκλήσια που είνι κουντά στου σπίτι τ’ς, για να μην κουράζιτι. Ιφτυχώς που δεν έχ’ πουλλές ανηφόρις τσι κατηφόρις του σημείου αυτό τ’ αμαξουτού.
Γη Λέν’, γη κόρη τ’ς φουνάζ’ δε συμφουνεί γη μάνα τ’ς να ουδηγάγ’ μουτουσακό στ’ν ηλικία που είνι τσι μάλιστα δίχους δίπλουμα.
Αντίθιτα μι του γαμπρό τ’ς, τουν Αντών’, ιτσείνους συμφουνεί μι του μηχανέλ’, μάλιστα τ’ν έμαθι να του ουδηγεί, για να γιλάγ’ αυτός πιο πουλύ. Τότι είναι που τ’ ακούγ’ για τα καλά απί τ’ Λέν’.
Μια μέρα η γιαγιά η Στρατίγια πήρι του μουτουπουδήλατου για να πάγ’ στα ιξουκκλήσια. Για κακή τ’ς τύχ’ έγραφι η Τρουχαία τ’ς ουδηγοί που ουδηγούν μηχανάκια δίχους άδεια τσι δίχους δίπλουμα.
Καταγγειλία έπισι, γιατί ένα τσούρμου νιαροί μαζιβγόντιν έφτου πέρα τσι κάνιν σούζις τσι μαρσάριν τα μηχανάκια, τσι ινουχλούν τουν κόσμου.
Είχι μια ουρά μιγάλ’ που κόντιψι να φτάξ’ μέχρι του σπίτ’ τ’ς γιαγιάς. Ιγ’ αστυνόμους είχι σταματήσ’ ούλ’ τ΄ς νιαροί σι μια μιγάλ’ σειρά τσι άρχισι να γράφ’. Κάποια στιγμή, πέρασι απί μπρουστά ντουν η γιαγιά η Στρατίγια τσι τσούλαγι του μηχανέλ΄ ιτ’ς.
«Τι συμβαίνει, καλέ γιαγιά;» τ’ν ιρώτ’σι ιγ’ ένας απί τ’ς δυο τ’ς αστυνόμ’.
«Έ, να χάλασι, γιε μ’, τσι δεν πουρπατεί του έρμου!» απάντ’σι ιτσείν’.
«Τι να κάνεις κι εσύ, γιαγιάκα; Υπομονή!» τ’ς ξανάπι ιγ’ αστυνόμους τσι συνέχ’σι να γράφτ’ τ’ς νιαροί. Δεν του σκέφ’τσι ι βλουγ’μένους να τ’ς γυρέψ’ τα χαρτιά τ’ς.
Μόλις πήγι πιο κάτου απ’ του μπλόκου η γιαγιά, έβαλι μπρος τσι ιξαφανίστ’τσι! Οι νιαροί που ήνταν στ’ν ουρά, γιλούσαν τσι σφυρίζαν. Κάποια στιγμή, τ’ θ’μήθτσι ιγ’ αστυνόμους.
«Καλέ, η γιαγιά με το μηχανάκι που το τσουλούσε, πού πήγε;»
«Τωωωώρα, να’ νταν τσ’ άλλ’! Πάγ’, πέταξι! Ιξαφανίστ’τσι, η σούπιρ-γιαγιά, η "Granny"!» απαντήσαν ούλ’ μ’ ένα στόμα τσι γιλούσαν.
«Μπράβου, η γιαγιά!» συμφουνήσαν τσι οιγ’ αστυνουμικοί.
«Μια γ’ναίκα, τσι μάλιστα κάποιας ηλικίας, μας έβαλι τα γυαλιά!» παραδιχτήκαν ούλ’!
Μόλις πήγι στου σπίτ’ η γιαγιά τσι είπε στ’ κόρη τ’ς τι είχι γίν’, τ’ πιρίλαβι ιτσείν’ τσι δεν ήξιρι απού που να κόψ’!
«Ρε μάνα, τι ντα είν’ έγιουτα τα πράμματα που κάν’ς; Ριζίλ’ μας κάν’ς τσι είχις φόβου να πληρώγ’ς πρόστιμου μιγάλου που κυκλουφουρείς δίχους δίπλουμα!»
Ιγ’ Αντών’ς ξιράθ’τσι στα γέλια άμα τα’ μαθι!
«Δε ξέρου τι λέγ’ς ισύ, γ’ναίκα, πάντους η πιθιρά μ’ του λέγ’ η ψ’χή τ’ς! Κανείς δεν μπουρεί να τα βάλ’ μαζί τ’ς! Έξυπ’ γ’ναίκα είνι!»
«‘Ισύ τ’ς φουσκών’ς τα μυαλά τ’ς τσι κάν’ παλαβάτα στ’ν ηλικία τ’ς! Α, ρε πατέρα, πού σι "να καμαρώγ’ς" τα χαγίρια τ’ς μάνας ιμ’!»
«Τι θαρρείς, κόρη μ’, δε μι βλέπ’; Απ’ ιτσείνουν τα ξισήκουσα! Τα ίδια έκανι στα νιάτα τ’!»
«Μόνι που συ τα κάν’ς στα γιράματα σ’!» απάντ’σι γι Λέν’ νιυριασμέν’.
«Τιμημένα γηρατειά!» συμπλήρουσι τσι γι’ Αντών’ς μι τ’ σειρά τ’, τσι γέλα κάτου απ’ τα μουστάκια τ’!
Υ.Γ. Η ιστορία αυτή είναι φανταστική και δεν έχει καμία σχέση με την πραγματικότητα!
Φωτογραφία εξωφύλλου:
0 Σχόλια