Βιβλιοκριτική: "Έντεκα λεπτά" του Πάουλο Kοέλιο | Γράφει ο Κώστας Τραχανάς


  • Κατηγορία: Κοινωνικό Μυθιστόρημα
    Α' έκδοση: 24/09/2025
  • Μετάφραση: Δάφνη Χρήστου
    Σελίδες: 298
    ISBN: 978-960-645-794-4
  • Εκδόσεις: Κλειδάριθμος



  • Μια φορά και έναν καιρό ήταν μια πόρνη που την έλεγαν Μαρία και ήταν βραζιλιάνα.

Όπως όλες οι πόρνες, γεννήθηκε παρθένα κι αθώα και στα χρόνια της εφηβεία  της ονειρευόταν να συναντήσει τον άντρα της ζωής της (πλούσιο, όμορφο, έξυπνο), να παντρευτεί (ντυμένη νυφούλα), να κάνει δύο παιδιά (που θα γίνονταν μεγάλα και τρανά), να ζήσει σ΄ ωραίο σπίτι (με θέα στη θάλασσα).

Εφόσον ο πρίγκιπας του παραμυθιού δεν έκανε την εμφάνισή του, της έμενε μονάχα να ονειρεύεται. Ερωτεύτηκε για πρώτη φορά στα έντεκά της χρόνια.

Γρήγορα ανακάλυψε τον αυνανισμό.

Μεγαλώνοντας με  τους νεαρούς που έκανε έρωτα πάσχιζε να κατανοήσει πού στο καλό βρισκόταν η ηδονή του να κάνει σεξ με άλλον… Δεν το καταλάβαινε. Ο αυνανισμός απαιτούσε πολύ λιγότερο κόπο και πρόσφερε πολύ μεγαλύτερη ικανοποίηση. Αλλά όλα τα περιοδικά, οι τηλεοπτικές εκπομπές, τα βιβλία, οι φίλες, όλα μα όλα ισχυρίζονταν ότι ο άντρας είναι απαραίτητος.

Η Μαρία άρχισε να πιστεύει ότι μάλλον είχε κάποιο ανομολόγητο σεξουαλικό πρόβλημα και ξέχασε για λίγο καιρό αυτό το υπέροχο και δολοφονικό πράγμα που λέγεται Έρωτας.

Από το ημερολόγιο της Μαρίας, στα δεκαεφτά της χρόνια: «Απλούστατα δεν ερωτεύομαι. Κάθε μέρα που περνά βλέπω όλο και πιο καθαρά πόσο ευάλωτοι είναι οι άντρες, πόσο ασταθείς, ανασφαλείς, αλλοπρόσαλλοι…»

Παρόλο που στόχος μου είναι να κατανοήσω τον έρωτα και ακόμα κι αν πονάω όταν σκέφτομαι τους ανθρώπους στους οποίους έδωσα την καρδιά συνειδητοποιώ ότι εκείνοι που άγγιξαν την ψυχή μου δεν κατόρθωσαν να ξυπνήσουν το σώμα μου και εκείνοι που ξύπνησαν το σώμα μου δεν κατόρθωσαν να αγγίξουν την ψυχή μου».

Έκλεισε τα δεκαεννιά, γνωρίζοντας τη δύναμη της ομορφιάς της.

Ένας σπουδαίος Ελβετός καλλιτεχνικός επιχειρηματίας, ανακάλυψε το ταλέντο και την ομορφιά της και της ζήτησε να δουλέψει στην Ευρώπη.

Τώρα ήταν έτοιμη να γίνει η πριγκίπισσα του σύμπαντος! Ένας άντρας της είχε προσφέρει δουλειά (σαν χορεύτρια της σάμπα) και χρήματα. Θα γινόταν μεγάλο αστέρι στην Ελβετία. Όλα τα κορίτσια της ηλικίας της γυρεύαν ένα από τα τρία: περιπέτεια, λεφτά ή σύζυγο.

Αλλά αφού το συμβόλαιο που υπόγραψε άλλα έγραφε από αυτά που φανταζόταν η Μαρία, έφυγε από αυτή την νυχτερινή δουλειά και αποφάσισε να βγάλει πολλά χρήματα, να γνωρίσει τη χώρα, να μάθει γαλλικά και να επιστρέψει θριαμβεύτρια στην πατρίδα της. Αποφάσισε να κάνει αυτό που ήξερε να κάνει καλύτερα: να βγάλει λεφτά με την ομορφιά της. Ήξερε ότι η ομορφιά χάνεται και γλιστρά σαν τον άνεμο.

Άρχισε να δουλεύει στο νυχτερινό κέντρο-μπαρ  «Κοπακαμπάνα» στην οδό Ρι ντε Μπερν της Γενεύης. Αποφάσισε να γίνει για λίγο καιρό πόρνη. Τι είχε να χάσει; Την τιμή. Την αξιοπρέπεια. Τον αυτοσεβασμό της. Ποτέ δεν είχε κάποιο από αυτά τα τρία.

Αντιλήφθηκε ότι είχε έρθει πρόσωπο με πρόσωπο με εκείνο το συναίσθημα που ωθεί τους ανθρώπους να παίρνουν γρήγορα αποφάσεις: την απελπισία!

Από κάθε άντρα που πήγαινε μαζί του να κάνουν έρωτα έπαιρνε 350 φράγκα. Έτσι ανακαλύπτει τον αγοραίο έρωτα.  

Στην πορνεία έμαθε ότι από τα σημαντικότερα κόλπα του επαγγέλματος ήταν να μη ρωτά ποτέ για την προσωπική ζωή του πελάτη, να χαμογελά, να βογκάει όταν φτάνει στον οργασμό ο πελάτης και να μην κλείνει ποτέ ραντεβού έξω από το μπαρ.

Τελικά, αφού ξεπέρασε τη δυσκολία της πρώτης, δεύτερης βραδιάς, δεν ήταν παρά ένα επάγγελμα όπως όλα τα άλλα, όπου δούλευες σκληρά. Οι περισσότερες πόρνες πίστευαν σε μια θρησκεία και πήγαιναν στους τόπους λατρείας, στις λειτουργίας, στις προσευχές, στις συναντήσεις τους με τον Θεό.

Η Μαρία όμως, για να μη χάσει την ψυχή της, πάλευε με τις σελίδες του ημερολογίου της. Διαπίστωσε με έκπληξη ότι ένας στους πέντε πελάτες δεν πήγαινε για να κάνει έρωτα, αλλά για να μιλήσει λιγάκι. Ήθελαν να μιλήσουν για την πίεση της δουλειάς, για τη γυναίκα τους που τους απατούσε με κάποιον άλλο, για το ότι ένιωθαν μοναξιά και δεν είχαν κάποιον να μιλήσουν. Όχι δεν ήταν εκείνοι οι άνθρωποι με το μεγαλύτερο πρόβλημα μοναξιάς στον κόσμο, γιατί η Μαρία ήξερε τον πιο μοναχικό άνθρωπο πάνω στη Γη: τον εαυτό της.

Έπρεπε η Μαρία να βρει κάτι για να απελευθερώνει τους πελάτες της από την τεράστια πίεση που έμοιαζε να τους βαραίνει. Αυτό θα σήμαινε βελτίωση της ποιότητας των υπηρεσιών της και δυνατότητα να αυξήσει το εισόδημά της. Όταν κατάλαβε ότι η απελευθέρωση της ψυχής από την πίεση ήταν το ίδιο ή και πιο προσοδοφόρο πράγμα από την ανακούφιση του σώματος από την ένταση, άρχισε να ψάχνει σε μια  τοπική βιβλιοθήκη βιβλία με προβλήματα γάμου, ψυχολογία και πολιτική και να διαβάζει εφημερίδες κυρίως τις οικονομικές εφημερίδες, αφού οι περισσότεροι πελάτες της ήταν στελέχη επιχειρήσεων.

Η Μαρία ήταν μια πόρνη διαφορετική, που ενέπνεε σεβασμό, και μετά από έξι μήνες δουλειάς είχε αποκτήσει διαλεχτή πελατεία, πολυάριθμη και πιστή, προκαλώντας τον φθόνο, τη ζήλια αλλά και το θαυμασμό των άλλων γυναικών.

Όσο για το σεξ, μέχρι εκείνη τη στιγμή τίποτα δεν είχε προσθέσει κάτι στη ζωή της: Απλώς άνοιγε τα πόδια, επέμενε να βάζουν προφυλακτικό, αναστέναζε λίγο για να αυξήσει τις πιθανότητες φιλοδωρήματος και έκανε ντους αμέσως μετά την πράξη για να ξεπλύνει κάπως το νερό την ψυχή της. Παραλλαγές δεν είχε. Ούτε φιλιά - το φιλί, για μια πόρνη, είναι το ιερότερο πράγμα. Είχε μάθε ότι έπρεπε να φυλάξει το φιλί για τον έρωτα της ζωής της, όπως στο παραμύθι της Ωραίας Κοιμωμένης. Δεν υπήρχαν ούτε οργασμοί, ηδονές ή ερεθιστικές καταστάσεις.

Οι άντρες αυτοί δεν τους ένοιαζε να πληρώσουν 350 ελβετικά φράγκα για να πάψουν να είναι ο εαυτός τους για μια νύχτα. Για μια νύχτα; Τα παραλέει η Μαρία. Για την ακρίβεια, είναι 45 λεπτά, αλλά και πάλι, αν αφαιρέσουμε ότι πρέπει να γδυθούν, να δοκιμάσουν κανένα ψιλοχάδι, να πουν μερικές κοινοτοπίες, να ντυθούν, ο χρόνος αυτός περιορίζεται σε έντεκα λεπτά σεξ αυτό καθαυτό.

Έντεκα λεπτά. Ο κόσμος περιστρεφόταν γύρω από κάτι που διαρκούσε μόνο έντεκα λεπτά.  Πλήρωναν τις πόρνες για να τους δώσουν αυτό το κάτι που τους έλειπε, δεν μιλούσαν ποτέ για γυναίκες, κουβέντιαζαν για δουλειά, λεφτά και αθλητισμό. Κάτι πήγαινε πολύ στραβά με τον πολιτισμό -και αυτό το κάτι δεν ήταν η αποψίλωση των δασών της Αμαζονίας, η τρύπα του όζοντος, το τσιγάρο, τα καρκινογόνα τρόφιμα. Ήταν αυτό ακριβώς που λειτουργούσε μια χαρά: το σεξ.

Η Μαρία πάντως δεν είχε σκοπό να σώσει την ανθρωπότητα, αλλά να μεγαλώσει τον τραπεζικό της λογαριασμό, να επιβιώσει για άλλους έξι μήνες με τη μοναξιά της και να πετύχει το όνειρό της:  να αγοράσει ένα αγρόκτημα στη Βραζιλία και να βάλει μέσα σε αυτό μερικές αγελάδες.

Η Μαρία έκανε αγγαρεία με το σεξ, το βαριόταν, ίσως δεν θα ερωτευόταν ποτέ. Για να αποφύγει κάθε πειρασμό να ερωτευτεί, η καρδιά της βρισκόταν ολόκληρη μόνο μέσα στο ημερολόγιο. Έμπαινε στο «Κοπακαμπάνα» μόνο με το σώμα και το μυαλό της, κάθε φορά με πιο καθαρή, πιο οξεία αντίληψη. Είχε καταφέρει να πείσει τον εαυτό της ότι είχε έρθει στη Γενεύη και τελικά στη Ρι ντε Μπερν για κάποια ανώτερη αιτία και, κάθε φορά που δανειζόταν ένα βιβλίο από τη βιβλιοθήκη, επιβεβαιωνόταν ότι κανένας δεν τα είχε γράψει σωστά γι΄ αυτά τα έντεκα λεπτά τα πιο σημαντικά της μέρας. Ίσως αυτός να ήταν ο προορισμός της, όσο δύσκολο και αν φαινόταν εκείνη τη στιγμή: να γράψει ένα βιβλίο, να διηγηθεί την ιστορία της, την περιπέτειά της.

Αυτό είναι, την περιπέτεια.

Της άρεσε η ιδέα του βιβλίου και έφτασε στο σημείο να σκεφτεί ακόμα και τον τίτλο: έντεκα λεπτά.

Δεν είχε το δικαίωμα να αναφέρει τη μόνη λέξη που είναι πολύ πιο σημαντική από τα έντεκα λεπτά - «έρωτας». Όλη της τη ζωή, θεωρούσε τον έρωτα ως ένα είδος οικειοθελούς σκλαβιάς. Ψέμα: Η ελευθερία υπάρχει μόνο όταν είναι παρών ο έρωτας. Όποιος παραδίνεται απόλυτα, όποιος νιώθει ελεύθερος αγαπάει στον μέγιστο βαθμό.

Κι όποιος αγαπάει στον μέγιστο βαθμό νιώθει ελεύθερος.

Η ίδια ποτέ δεν θεώρησε ότι ο εαυτός της είχε γίνει καλύτερος ή χειρότερος μέσα από το σεξ. Δεν είχε λύσει το πρόβλημά της, ήταν ανίκανη να φτάσει σε οργασμό με τη διείσδυση και είχε κάνει τόσο τετριμμένη τη σεξουαλική πράξη, που δε θα κατάφερνε ίσως ποτέ να βρει στο αγκάλιασμα του ανταμώματος, τη φλόγα και τη χαρά που ζητούσε. Ή ίσως χωρίς αγάπη να ήταν αδύνατο να νιώσει ευχαρίστηση στο κρεβάτι.

Η περιπέτειά της έφθανε στο τέλος. Σε ενενήντα μέρες μέχρι το ταξίδι της επιστροφής. Υπάρχει η σωστή στιγμή για να σταματήσεις τα πάντα. Σε ενενήντα μέρες θα επέστρεφε στη βραζιλιάνικη επαρχία, θα αγόραζε ένα αγροκτηματάκι, μερικές αγελάδες, θα προσλάμβανε δύο εργάτες και θα άρχιζε να δουλεύει την επιχείρηση.

Η Μαρία είχε διαπιστώσει ότι ένας άνθρωπος γνωρίζει τον εαυτό του μόνο όταν ξεπερνάει τα όριά του. Επίσης ότι όποιος αγαπάει δεν εξαρτάται από τη σεξουαλική πράξη για να νιώθει όμορφα. Ο μεγάλος σκοπός του ανθρώπου είναι να αντιληφθεί τον απόλυτο έρωτα. Ο έρωτας δεν βρίσκεται στον άλλο, είναι μέσα σε μας τους ίδιους: Εμείς απλώς τον ξυπνάμε. Αλλά για να τον ξυπνήσουμε, χρειαζόμαστε τον άλλον. Ο κόσμος έχει νόημα μόνο όταν έχουμε κάποιον να μοιραστούμε τα συναισθήματά μας.

Η Μαρία δεν άντεχε πια να ζει χωρίς έρωτα. Είχε φτάσει στα όριά της…

Μια φορά και έναν καιρό ήταν μια πόρνη…

Θα μπορούσε η Μαρία να αφοσιωθεί όμως σε αυτό που είχε τη μεγαλύτερη σημασία στη ζωή της: να ανακαλύψει τον αληθινό έρωτα, τον άντρα που την περίμενε όλα αυτά τα χρόνια, αλλά που δεν είχε τύχει ακόμα να τον γνωρίσει;

Να διώξεις μακριά τον έρωτα ή να του παραδοθείς τυφλά - τι από τα δύο προξενεί το μικρότερο κακό;

Θα μπορέσει μια πόρνη σαν την Μαρία να αγαπήσει κάποιον;

Θα γνωρίσει τη μαγεία του αληθινού έρωτα, όπου σώμα και ψυχή είναι το ίδιο πράγμα;

Ο ερωτευμένος κάνει έρωτα όλη την ώρα, ακόμα κι όταν δεν κάνει;

Θα νιώσει πραγματικό οργασμό και ηδονή;

Μπορεί κάποιος να ερωτευτεί μια πόρνη;

Ότι δεν βλέπουν τα μάτια το νιώθει η καρδιά;

Έντεκα λεπτά μπορούν να μεταφέρουν έναν άντρα και μια γυναίκα πολύ μακριά;

Τα έντεκα λεπτά είναι μια αιωνιότητα;

Η ιστορία της Μαρίας είναι η ιστορία μιας γυναίκας που τολμά να υπερβεί τα όρια, αναζητώντας τη λυτρωτική δύναμη του πάθους. Μια ιστορία για τα μυστήρια του έρωτα και τη φύση της σεξουαλικότητας, με την ειλικρινή προσέγγιση και τη βαθιά ευαισθησία του Πάουλο Κοέλιο, συγγραφέα του εμβληματικού "Αλχημιστή".

Ένα βιβλίο που ασκεί μια περίεργη γλυκιά γοητεία.

Μια λογοτεχνία που δεν αναπαύεται, δεν κατευνάζει, αλλά ταράζει, προκαλεί και τελικά συγκινεί.

Ένα βιβλίο που διαβάζεται ευχάριστα προσφέροντας στον αναγνώστη ερεθίσματα για εσωτερικές περιδιαβάσεις και αναστοχασμό.

Ένα πραγματικά υπέροχο μυθιστόρημα που σου ζεσταίνει την ψυχή.


Ο Πάουλο Κοέλιο, τον οποίο εκατομμύρια άνθρωποι θεωρούν αλχημιστή των λέξεων, είναι ένας από τους συγγραφείς με τη μεγαλύτερη επιρροή στον αιώνα μας. Τα βιβλία του όχι μόνο έχουν κατακτήσει την κορυφή των καταλόγων μπεστ σέλερ, αλλά θέτουν και προβληματισμούς σχετικά με την κοινωνία και τον πολιτισμό μας. Οι ιδέες, η φιλοσοφία και τα θέματα με τα οποία ασχολείται στα έργα του ευθυγραμμίζονται με τις επιθυμίες αναρίθμητων αναγνωστών που αναζητούν ο καθένας τον δικό του δρόμο, καθώς και νέους τρόπους να κατανοήσουν τον κόσμο.                                      

Δημοσίευση σχολίου

0 Σχόλια