Anna Musewald: "Με ενδιαφέρει το μυστήριο όχι τόσο σαν πλοκή, αλλά σαν κατάσταση"


Σήμερα οι Τέχνες φιλοξενούν την πολυγραφότατη συγγραφέα της λογοτεχνίας του φανταστικού Anna Musewald (Άννα Μούζεβαλντ). Το νέο της βιβλίο κυκλοφόρησε λίγους μήνες πριν από τις εκδόσεις «Πηγή» και φέρει τον τίτλο «Παγιδευμένοι στις παρυφές του χρόνου». Είναι και αυτό μια άκρως ενδιαφέρουσα και καθηλωτική περιπέτεια μυστηρίου και φαντασίας για την οποία θα μας μιλήσει αναλυτικά στη συνέντευξη που ακολουθεί.

Συνέντευξη στη Στέλλα Πετρίδου


Κυρία Μούζεβαλντ, καλώς ήρθατε στις Τέχνες για δεύτερη φορά. Και βέβαια μαζί σας φέρνετε το νέο σας βιβλίο, ένα ψυχολογικό μυθιστόρημα μυστηρίου και φαντασίας, που υπόσχεται να καθηλώσει τον αναγνώστη και να τον συναρπάσει. Πώς νιώθετε που μια ακόμα συγγραφική σας απόπειρα ολοκληρώθηκε και πλέον τη μοιράζεστε δημόσια;

Για το βιβλίο ο κύκλος της ολοκλήρωσης ξεκίνησε από την Γερμανία το 2021, όταν η ιστορία εκδόθηκε στην Γερμανική γλώσσα με τον τίτλο « Abseits der Zeit», και κλείνει το 2025 με την έκδοσή του στην Ελλάδα. Σήμερα νιώθω ένα μείγμα από ανακούφιση, και συγκίνηση σαν να έκλεισε ένας κύκλος που πήρε πολύ χώρο μέσα μου. Η ολοκλήρωση ενός βιβλίου δεν είναι μόνο “τελείωσα το γράψιμο”. Είναι ότι τελείωσε μια περίοδος όπου ζούσα καθημερινά με τους χαρακτήρες, τα κίνητρά τους, τα τραύματα και τις επιλογές τους. Κάποια σημεία τα έγραψα με ευκολία, άλλα τα πάλεψα, προσπαθώντας να αφήσω χώρο στο μυστήριο και στη φαντασία, χωρίς να χαθεί η πραγματικότητα.

Τώρα που το μοιράζομαι δημόσια, νιώθω σαν να αφήνω κάποιες σκέψεις μου να “βγουν έξω”. Και αυτό είναι πάντα το ιδιαίτερο: η στιγμή που η ιστορία σταματά να είναι μόνο δική μου και αρχίζει να γίνεται του αναγνώστη. Να αποκτά διαφορετικές αναγνώσεις, να ξυπνά μνήμες, φόβους ή επιθυμίες, να προκαλεί σκέψη. Αυτό είναι το πιο συναρπαστικό μέρος.

Ειδικά επειδή πρόκειται για μυθιστόρημα με στοιχεία μυστηρίου και φαντασίας, αισθάνομαι ότι η “δημόσια” έξοδος του βιβλίου έχει διπλή ένταση: από τη μία, θέλω να παρασύρω τον αναγνώστη σε ένα ταξίδι που δεν του επιτρέπει να αφήσει εύκολα το βιβλίο. Από την άλλη, θέλω όταν κλείσει την τελευταία σελίδα να του μείνει έστω και μια σκέψη, που θα συνεχίζει να δουλεύει.

Οπότε, ναι: νιώθω πολύ καλά που ολοκληρώθηκε ο κύκλος, ευγνώμων που μπορώ να το μοιραστώ, και ταυτόχρονα λίγο σαν να ανοίγω την πόρτα και να λέω: “περάστε… και δείτε”. Και αυτή η στιγμή έχει πάντα φόβο — αλλά και μεγάλη χαρά.

Μετά από τέσσερα εκδοθέντα βιβλία σας που κυκλοφορούν στην Ελλάδα και πολλά άλλα έργα σας που περιμένουν τη σειρά τους για να εκδοθούν πώς θα χαρακτηρίζατε τη λογοτεχνική σας πορεία και πώς βλέπετε να διαγράφεται στο μέλλον;

Σίγουρα, δεν είναι μια ευθεία γραμμή με προκαθορισμένο στόχο, αλλά μου αρέσει να την βλέπω σαν μια διαδρομή σταδιακής εξωτερικής και εσωτερικής ωρίμανσης. Τα τέσσερα βιβλία που έχουν ήδη εκδοθεί στην Ελλάδα λειτουργούν για μένα σαν σταθμοί: το καθένα ανήκει σε μια διαφορετική φάση, τόσο συγγραφικά όσο και προσωπικά.

Τα βιβλία που παραμένουν ακόμη ανέκδοτα στην Ελλάδα και αυτά που γράφω τώρα δεν τα βλέπω σαν «εκκρεμότητες», αλλά ως κομμάτια ενός μεγαλύτερου εσωτερικού αρχείου. Κάποια γράφτηκαν πολύ νωρίς, κάποια σε περιόδους έντασης ή αναμονής, και σήμερα τα διαβάζω με διαφορετικό μάτι. Αυτή η απόσταση μού επιτρέπει να καταλαβαίνω καλύτερα τι θέλω πραγματικά να πω και, ίσως πιο σημαντικό, τι δεν χρειάζεται πια να πω.

Σε ό,τι αφορά το μέλλον, δεν με απασχολεί τόσο η ποσότητα ή η ταχύτητα της έκδοσης, όσο η ακρίβεια. Με ενδιαφέρει να συνεχίσω να κινούμαι ανάμεσα στην ψυχολογική παρατήρηση, το μυστήριο και τη φαντασία, αλλά με μεγαλύτερη ελευθερία από φόρμες και προσδοκίες. Δεν αισθάνομαι την ανάγκη να «επαναλαμβάνομαι» ούτε να επιβεβαιώσω κάτι ήδη ειπωμένο.

Αν κάτι βλέπω να διαγράφεται στο μέλλον, είναι μια πορεία με λιγότερο θόρυβο, αλλά περισσότερη ουσία. Γράφω για να κατανοήσω, όχι για να εντυπωσιάσω. Και όσο αυτή η ανάγκη παραμένει ζωντανή, θεωρώ ότι η λογοτεχνική μου πορεία, όποια μορφή κι αν πάρει, έχει ακόμη δρόμο μπροστά της.

Ως έμπειρη και δοκιμασμένη συγγραφέας που είστε, θεωρείτε ότι υπάρχουν όρια στη φαντασία ή όχι;

Δεν πιστεύω ότι υπάρχουν όρια στη φαντασία με την έννοια του «μέχρι εδώ μπορείς να πας και μετά όχι». Η φαντασία, από τη φύση της, είναι ελεύθερη, απρόβλεπτη και συχνά πιο τολμηρή απ’ ό,τι θα τολμούσε ποτέ η λογική. Μπορεί να συνδέσει ανόμοια πράγματα, να δημιουργήσει κόσμους, να ανατρέψει τον χρόνο, να δώσει φωνή σε ό,τι δεν μιλά. Από αυτή την άποψη, δεν έχει σύνορα.

Ωστόσο, στη λογοτεχνία η φαντασία δεν λειτουργεί στο κενό. Συνυπάρχει με κάτι εξίσου σημαντικό: τα συναισθήματά μας. Εκεί ίσως δεν μπαίνουν όρια στη φαντασία, αλλά μπαίνει ευθύνη στον συγγραφέα. Όσο μακριά κι αν φτάσει μια ιστορία, χρειάζεται να παραμένει πειστική συναισθηματικά, να υπακούει σε έναν εσωτερικό νόμο συνέπειας. Αν αυτός χαθεί, η φαντασία κινδυνεύει να γίνει απλώς επίδειξη.

Με τα χρόνια έχω καταλάβει ότι τα πιο ουσιαστικά «όρια» δεν τα θέτει η φαντασία, αλλά ο φόβος: ο φόβος να αγγίξεις δύσκολα θέματα, να εκτεθείς, να αφήσεις τον αναγνώστη να δει πλευρές σκοτεινές ή εύθραυστες. Όταν αυτά τα όρια ξεπερνιούνται, η φαντασία ανοίγει πραγματικά.

Άρα, αν με ρωτάτε, δεν υπάρχουν όρια στη φαντασία — υπάρχουν μόνο επίπεδα τόλμης και ειλικρίνειας. Και κάθε βιβλίο είναι μια νέα δοκιμή του πόσο βαθιά είμαστε διατεθειμένοι να πάμε.

Οι συγγραφικές παύσεις είναι απαραίτητες στη ζωή ενός συγγραφέα όταν συμβαίνουν; Στη δική σας ζωή για ποιο λόγο υπήρξαν οι παύσεις αυτές; Λειτουργούν λυτρωτικά στην ψυχή σας ή μεγαλώνουν το κενό που δημιουργείται ανάμεσα σε εσάς και στο αναγνωστικό σας κοινό;

Οι συγγραφικές παύσεις δεν είναι απλά αναπόφευκτες, αλλά συχνά είναι απαραίτητες. Η γραφή δεν είναι μια μηχανική διαδικασία. Τρέφεται από την εμπειρία, τη σκέψη, αλλά και τον χρόνο. Υπάρχουν περίοδοι που οι ιδέες σιωπούν για λίγο, όχι επειδή έχουν στερέψει, αλλά επειδή η σκέψη μας επεξεργάζεται όσα προηγήθηκαν.

Αν και οι δικές μου παύσεις δεν προέκυψαν από έλλειψη ιδεών ή διάθεσης, αλλά πολύ συχνά από έλλειψη χρόνου λόγω φόρτου εργασίας.

Πιστεύω όμως ότι, οι παύσεις λειτουργούν συχνά λυτρωτικά. Αφαιρούν την πίεση της «συνεχούς παραγωγής» και επιτρέπουν στον συγγραφέα να επανασυνδεθεί με τον εαυτό του. Ταυτόχρονα, δεν θα αρνηθώ ότι δημιουργούν και ένα κενό, τόσο για τον ίδιο τον δημιουργό όσο και, ενδεχομένως, για το αναγνωστικό κοινό.

Αν όμως η σχέση με τον αναγνώστη είναι ουσιαστική, αν βασίζεται σε ειλικρίνεια και όχι σε ρυθμούς αγοράς, τότε οι παύσεις δεν την επηρεάζουν. Ίσα ίσα, όταν έρθει η καινούργια δουλειά, αυτή έχει βάθος και νόημα. Προτιμώ ένα βιβλίο που γράφτηκε στον σωστό χρόνο, παρά πολλά που γράφτηκαν απλώς για να μην υπάρξει παύση. Οι παύσεις δεν απομακρύνουν αλλά δοκιμάζουν. Και αν αντέξουν, τότε τόσο ο συγγραφέας όσο και ο αναγνώστης συναντιούνται ξανά, πιο ώριμοι και πιο έτοιμοι.

Το τελευταίο σας βιβλίο κυκλοφόρησε αρκετά πρόσφατα και ακολουθεί τα χνάρια του προηγούμενου βιβλίου σας που κυκλοφόρησε τέλη του 2024. Σχετίζεται θεματικά με το προηγούμενο πέρα από το γεγονός ότι και αυτό είναι όπως είπαμε ένα μυθιστόρημα μυστηρίου και φαντασίας;

Δε θα έλεγα ότι συνδέονται θεματικά με την έννοια της συνέχειας ή της επανάληψης. Δεν πρόκειται για συνέχεια της ίδιας ιστορίας ούτε για παραλλαγή των ίδιων χαρακτήρων. Ωστόσο, και τα δύο βιβλία κινούνται στον χώρο του μυστηρίου και της φαντασίας, αλλά σαν εργαλεία διερεύνησης. Με ενδιαφέρει το μυστήριο όχι τόσο σαν πλοκή, αλλά σαν κατάσταση: η αβεβαιότητα, το ανοίκειο, οι ρωγμές της πραγματικότητας όπου η ψυχολογία των χαρακτήρων δοκιμάζεται. Υπό αυτή την έννοια, τα βιβλία συνομιλούν μεταξύ τους, γιατί εξερευνούν παρόμοια ερωτήματα από διαφορετικές οπτικές.

Θα έλεγα ότι το προηγούμενο βιβλίο ήταν περισσότερο στραμμένο προς την αναμέτρηση με το άγνωστο σαν εξωτερική απειλή, ενώ το πιο πρόσφατο κοιτάζει βαθύτερα προς τα μέσα, στο πώς το μυστήριο και η φαντασία λειτουργούν ως καθρέφτης εσωτερικών συγκρούσεων. Είναι σαν δύο βήματα στην ίδια πορεία: όχι επανάληψη, αλλά εξέλιξη.

Έτσι, ναι, υπάρχει θεματική συγγένεια, όχι όμως εξάρτηση. Ο αναγνώστης μπορεί να διαβάσει το καθένα αυτόνομα, αλλά όποιος τα διαβάσει και τα δύο ίσως διακρίνει ένα κοινό νήμα: την προσπάθεια να φωτιστούν εκείνα τα σημεία της ανθρώπινης εμπειρίας που δεν εξηγούνται εύκολα, αλλά μας καθορίζουν βαθιά.

Έχετε φανατικούς αναγνώστες που σας ακολουθούν σε κάθε σας συγγραφικό ταξίδι; Αν ναι, πόσο όμορφο είναι αυτό τελικά για έναν συγγραφέα και πόσο ενθαρρυντικό και υπέροχο;

Με τα τέσσερα βιβλία μου που έχουν εκδοθεί στην Ελλάδα, δεν πιστεύω ότι έχω αποκτήσει τόσο πιστούς αναγνώστες που με ακολουθούν σταθερά, αν και βρίσκω αυτήν την πίστη κάτι βαθιά συγκινητικό. Δεν το θεωρώ όμως δεδομένο ούτε αυτονόητο. Για έναν συγγραφέα, το να ξέρει ότι κάποιοι άνθρωποι επιλέγουν συνειδητά να μπουν ξανά στον κόσμο που δημιουργεί, να του εμπιστευτούν τον χρόνο, τη σκέψη και το συναίσθημά τους, είναι ίσως η πιο ουσιαστική μορφή αναγνώρισης.

Η όμορφη σχέση συγγραφέα και αναγνώστη δε βασίζεται σε εντυπωσιασμούς ή εύκολες υποσχέσεις, αλλά σε μια σιωπηλή συμφωνία εμπιστοσύνης. Οι αναγνώστες αυτοί γνωρίζουν ότι κάθε βιβλίο είναι διαφορετικό, ότι δεν τους περιμένει πάντα το ίδιο μονοπάτι, κι όμως επιλέγουν να ακολουθήσουν τον συγγραφέα. Αυτό από μόνο του είναι ενθαρρυντικό, γιατί δίνει στον συγγραφέα την ελευθερία να εξελίσσεται χωρίς να φοβάται ότι θα «προδώσει» προσδοκίες.

Τελικά, ναι — είναι όμορφο, ενθαρρυντικό και υπέροχο. Όχι για επιβεβαίωση, αλλά για την συντροφικότητα. Και αυτή η συντροφικότητα είναι, για μένα, ένας από τους σημαντικότερους λόγους να συνεχίσω να γράφω.

Σας ενδιαφέρει η κριτική των κριτικών λογοτεχνίας περισσότερο ή η κριτική των αναγνωστών στους οποίους και απευθύνεστε; Ποια απ’ τις δύο σας ενθαρρύνει ώστε να γίνεστε ολοένα και καλύτερη συγγραφέας;

Η αλήθεια είναι πως και οι δύο μορφές κριτικής έχουν τη σημασία τους, αλλά λειτουργούν με διαφορετικό τρόπο και σε διαφορετικό επίπεδο. Η κριτική των λογοτεχνικών κριτικών είναι χρήσιμη, γιατί προσφέρει μια πιο δομημένη, θεωρητική ματιά στο έργο και φωτίζει τεχνικά στοιχεία, αφηγηματικές επιλογές, θέσεις του κειμένου μέσα σε ένα ευρύτερο λογοτεχνικό πλαίσιο. Αυτή η οπτική με βοηθά να κατανοώ καλύτερα τη δουλειά μου εκ των υστέρων και, σε κάποιες περιπτώσεις, να δω πράγματα που δεν είχα συνειδητοποιήσει την ώρα της γραφής.

Ωστόσο, αν πρέπει να είμαι απολύτως ειλικρινής, εκείνη που με ενθαρρύνει ουσιαστικά είναι η κριτική των αναγνωστών. Αυτοί είναι οι άνθρωποι στους οποίους απευθύνομαι εξαρχής. Όταν ένας αναγνώστης μου πει ότι ένα βιβλίο τον κράτησε ξάγρυπνο, ότι τον μπέρδεψε δημιουργικά, ότι τον ανάγκασε να σκεφτεί ή να δει κάτι μέσα του διαφορετικά, αυτό έχει για μένα τεράστια βαρύτητα. Δεν μιλάμε για «έγκριση», αλλά για σύνδεση.

Οι αναγνώστες δεν αναλύουν απαραίτητα τη δομή ή τη θεωρία· μιλούν όμως με ειλικρίνεια για το βίωμα. Και αυτό το βίωμα είναι ο τελικός προορισμός κάθε ιστορίας. Μέσα από τις αντιδράσεις τους καταλαβαίνω πού η ιστορία μου λειτούργησε αληθινά και πού ίσως χρειάζεται περισσότερη καθαρότητα ή τόλμη.

Αν, λοιπόν, πρέπει να επιλέξω ποια κριτική με ωθεί να γίνομαι καλύτερη συγγραφέας, θα έλεγα ότι είναι εκείνη των αναγνωστών. Όχι γιατί είναι πιο «εύκολη», αλλά γιατί μου θυμίζει τον λόγο για τον οποίο γράφω: για να επικοινωνήσω, να μοιραστώ και να δημιουργήσω έναν χώρο όπου μια ιστορία βρίσκει πραγματικά τον αποδέκτη της.


Ας προχωρήσουμε όμως στο νέο σας βιβλίο που κυκλοφόρησε τον Οκτώβριο του 2025 από την αγαπημένη σας πλέον εκδοτική οικογένεια, τις εκδόσεις «Πηγή». Είναι όπως είπαμε μυθιστόρημα και φέρει τον τίτλο «Παγιδευμένοι στις παρυφές του χρόνου». Ο τίτλος συνοδεύεται και από έναν υπότιτλο που λειτουργεί επεξηγηματικά. Διαβάζουμε, λοιπόν, στο εξώφυλλο του βιβλίου σας ότι πρόκειται για «μια περιπέτεια μυστηρίου και φαντασίας για ένα φρικτό μυστικό, μια τελευταία ελπίδα και ένα χαμένο βιβλίο που θα ανατρέψει τα πάντα». Πείτε μας δυο λόγια για την περιπέτεια αυτή.

Πράγματι, στον πυρήνα της ιστορίας υπάρχει ένα φρικτό μυστικό που έχει θαφτεί όχι μόνο στο παρελθόν, στην άγνοια και στην σιωπή, μια σιωπή που αν και μοιάζει να προστατεύει τους κατοίκους του κάστρου, ταυτόχρονα διαβρώνει όσους ζουν γύρω της.

Οι ήρωες της ιστορίας αναζητούν απαντήσεις, και καθώς η πλοκή εξελίσσεται, η περιπέτεια μετατρέπεται σε μια πορεία αναμέτρησης με τον χρόνο. Τι μπορεί να αλλάξει, τι παραμένει αμετάβλητο και ποιο είναι το τίμημα όταν κάποιος τολμά να κοιτάξει εκεί όπου δεν θα έπρεπε.

Το «χαμένο βιβλίο» λειτουργεί σαν καταλύτης, όχι μόνο για τις εξελίξεις της ιστορίας, αλλά και για τις εσωτερικές μεταμορφώσεις των χαρακτήρων. Δεν είναι απλώς ένα αντικείμενο, αλλά είναι φορέας γνώσης, ενοχής και ελπίδας ταυτόχρονα. Ενώ το μυστήριο κυριαρχεί, η φαντασία συνυπάρχει όχι σαν εργαλείο εντυπωσιασμού, αλλά σαν τρόπος να διερευνηθεί η σχέση μας με το διαφορετικό και τις επιλογές μας.

Η «τελευταία ελπίδα» που αναφέρεται στον υπότιτλο δεν είναι μια εύκολη λύση ούτε μια ηρωική έξοδος. Είναι εύθραυστη, αμφίβολη και συχνά επώδυνη, όπως ακριβώς και οι αληθινές ελπίδες στη ζωή.

Θα έλεγα, λοιπόν, ότι πρόκειται για μια περιπέτεια που κινείται σε δύο επίπεδα: εξωτερικά, σαν ιστορία μυστηρίου και ανατροπών, και εσωτερικά, σαν ένα ταξίδι σε εκείνες τις παρυφές όπου ο χρόνος, η μνήμη και η ευθύνη συναντιούνται. Και εκεί ακριβώς γεννιούνται οι πιο δύσκολες, αλλά και οι πιο αναγκαίες αποφάσεις.

Ναι, τα δύο τελευταία βιβλία μου εκδόθηκαν στην Ελλάδα από τις εκδόσεις «Πηγή». Στη συγγραφική μου διαδρομή τόσο στην Γερμανία όσο και την Ελλάδα έχω συνεργαστεί με διαφορετικούς εκδοτικούς οίκους και θεωρώ πως κάθε βιβλίο βρίσκει τον φυσικό του χώρο τη στιγμή που είναι έτοιμο να συναντήσει τον κόσμο. Δεν πιστεύω στις αποκλειστικότητες ως δέσμευση, αλλά στις συναντήσεις που βασίζονται στην εμπιστοσύνη και στον κοινό τρόπο ανάγνωσης ενός έργου.

Στο οπισθόφυλλο του βιβλίου σας διαβάζουμε επίσης ότι η ιστορία σας αφορά ένα ψυχολογικό μυθιστόρημα φαντασίας. Πώς καταλήγει τελικά να είναι και «ένα ταξίδι αυτογνωσίας μέσα σε κόσμους παράλληλους, σε μυστικά καλά θαμμένα και ερωτήματα που δεν έχουν εύκολες απαντήσεις»;

Παρότι η ιστορία εκτυλίσσεται μέσα από στοιχεία περιπέτειας, μυστηρίου, φαντασίας και δύο παράλληλων κόσμων, προσπάθησα, ώστε στον πυρήνα της να παραμείνει ανθρώπινη. Οι παράλληλοι κόσμοι αν και ζουν ο καθένας στην δική του πραγματικότητα, μια συγκεκριμένη νύχτα ταυτίζονται ως προς τον χρόνο.

Κάθε μετάβαση, κάθε αποκάλυψη και κάθε μυστικό που έρχεται στην επιφάνεια αναγκάζει τους ήρωες να κοιτάξουν τον εαυτό τους χωρίς τα φίλτρα της καθημερινής λογικής.

Το ταξίδι αυτογνωσίας των τριών πρωταγωνιστών προκύπτει ακριβώς από αυτή την αναμέτρηση. Όταν οι χαρακτήρες βρίσκονται αντιμέτωποι με καλά θαμμένα μυστικά —όχι μόνο ιστορικά ή αφηγηματικά, αλλά και ψυχικά— καλούνται να αποφασίσουν ποιοι είναι πραγματικά και τι είναι διατεθειμένοι να αντέξουν. Η φαντασία στην ιστορία ανοίγει τον χώρο για ερωτήματα που δύσκολα θα μπορούσαν να τεθούν σε ένα αυστηρά ρεαλιστικό πλαίσιο: τι θα γινόταν αν είχαμε κάνει διαφορετικές επιλογές; Πόσο μας καθορίζει το παρελθόν; Και υπάρχει άραγε γνώση που, όταν αποκαλυφθεί, δεν μας ελευθερώνει αλλά μας βαραίνει;

Τα ερωτήματα αυτά δεν έχουν εύκολες απαντήσεις για τους ήρωες. Και αυτό είναι συνειδητή επιλογή. Δεν με ενδιέφερε να γράψω μια ιστορία που «κλείνει» τα πάντα τακτοποιημένα, αλλά μια αφήγηση που αφήνει ίχνη, που συνεχίζει να λειτουργεί μετά την τελευταία σελίδα.

Με αυτή την έννοια, η ιστορία θα μπορούσε να είναι ένα ταξίδι αυτογνωσίας όχι επειδή δίνει απαντήσεις, αλλά επειδή βάζει τα ερωτήματα.

Τι ήταν αυτό που σας ενέπνευσε, ώστε να γράψετε αυτή την ιστορία;

Με απασχολούσε από καιρό έντονα η αίσθηση ότι, πολλές φορές, ζούμε ταυτόχρονα σε περισσότερους από έναν «κόσμους»: σε αυτόν που δείχνουμε προς τα έξω και σε εκείνον που κουβαλάμε μέσα μας. Ανάμεσα σε όσα θυμόμαστε, όσα έχουμε ξεχάσει σκόπιμα και όσα δεν τολμήσαμε ποτέ να αντιμετωπίσουμε.

Με την ιδέα του χρόνου, όχι σαν γραμμική έννοια αλλά σαν ψυχική εμπειρία, συναντήθηκα όσο προχωρούσε η ιστορία. Πώς το παρελθόν εισβάλλει στο παρόν, πώς ένα μυστικό μπορεί να καθορίσει γενιές, και πώς η γνώση δεν λειτουργεί πάντα λυτρωτικά. Από εκεί άρχισε να σχηματίζεται η ιστορία. Σαν μια ανάγκη να διερευνηθεί τι συμβαίνει, όταν ο άνθρωπος έρχεται αντιμέτωπος με αλήθειες που δεν είναι έτοιμος να αντέξει.

Η φαντασία και το μυστήριο ήρθαν, όχι για να απομακρύνουν την ιστορία από την πραγματικότητα, αλλά για να της δώσουν τον χώρο που χρειάζεται ώστε να ειπωθούν αυτά τα δύσκολα, συχνά άρρητα, ζητήματα.

Θα έλεγα, λοιπόν, ότι αυτή η ιστορία γεννήθηκε από μια ανάγκη κατανόησης. Όχι να δώσω απαντήσεις, αλλά να δημιουργήσω ένα πλαίσιο όπου οι ερωτήσεις μπορούν να υπάρξουν με ειλικρίνεια. Και όταν μια ιστορία ξεκινά από εκεί, σχεδόν πάντα βρίσκει τον δρόμο της.

Περνάει μηνύματα το βιβλίο σας; Ποιο μήνυμα είναι το πιο σημαντικό απ’ όλα, αυτό που εσείς ως συγγραφέας θέλετε οπωσδήποτε να λάβει ο αναγνώστης, να κατανοήσει και να οικειοποιηθεί;

Δεν γράφω έχοντας την πρόθεση να «περάσω μηνύματα» με την αυστηρή έννοια, ούτε να υποδείξω στον αναγνώστη τι πρέπει να σκεφτεί ή να νιώσει. Πιστεύω ότι η λογοτεχνία λειτουργεί πιο ουσιαστικά όταν ανοίγει χώρους σκέψης, όχι όταν τους κλείνει με συμπεράσματα. Παρ’ όλα αυτά, κάθε ιστορία κουβαλά αναπόφευκτα έναν πυρήνα νοήματος.

Αν υπάρχει ένα βασικό μήνυμα στο βιβλίο, αυτό αφορά τη σχέση μας με την αλήθεια και τον χρόνο. Το πόσο συχνά επιλέγουμε να αγνοούμε ή να θάβουμε όσα μας πονάνε, πιστεύοντας ότι έτσι προστατεύουμε τον εαυτό μας ή τους άλλους. Η ιστορία δείχνει πως τα μυστικά, όσο βαθιά κι αν κρυφτούν, δεν παύουν να μας επηρεάζουν. Αντίθετα, διαμορφώνουν σιωπηλά τις επιλογές μας, τις σχέσεις μας και τελικά την ταυτότητά μας.

Το πιο σημαντικό, όμως, δεν είναι η αποκάλυψη της αλήθειας, αλλά το τι κάνουμε όταν αυτή εμφανίζεται. Το βιβλίο από το πρώτο κιόλας κεφάλαιο θέτει το ερώτημα, αν είμαστε πραγματικά έτοιμοι να αναλάβουμε την ευθύνη της γνώσης. Γιατί η αλήθεια δεν είναι πάντα λυτρωτική· μερικές φορές είναι βαριά, άβολη και χρειάζεται θάρρος για να τη σηκώσεις.

Αν θα ήθελα κάτι να οικειοποιηθεί ο αναγνώστης, δεν είναι μια συγκεκριμένη απάντηση, αλλά η συνειδητοποίηση, ότι η αυτογνωσία δεν έρχεται χωρίς κόστος, αλλά χωρίς αυτήν μένουμε παγιδευμένοι, όχι στο χρόνο, αλλά στην άγνοια. Και ίσως αυτό το ταξίδι, όσο δύσκολο κι αν είναι, να αξίζει πάντα να το τολμήσουμε.

Έχει αίσιο τέλος η ιστορία σας; Είναι ανατρεπτικό; Αν ναι, πώς καταφέρατε να το πετύχετε αυτό;

Το αν η ιστορία έχει αίσιο τέλος εξαρτάται, θα έλεγα, από το πώς ορίζει κανείς την έννοια της «αίσιας έκβασης». Το τέλος του βιβλίου δεν καθησυχάζει με τον συμβατικό τρόπο και δεν κλείνει όλες τις εκκρεμότητες με ανακούφιση. Είναι όμως ένα τέλος που φέρνει μια μορφή αλήθειας — και αυτό, για μένα, είναι ουσιαστικότερο από το «έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα».

Η ιστορία δεν δίνει ένα οριστικό αίσιο τέλος για όλους τους χαρακτήρες. Είναι οι ίδιοι που θα αποφασίσουν μόνοι τους για την περαιτέρω πορείας τους.

Άφησα στον επίλογο της ιστορίας την πλοκή να εξελιχθεί με συνέπεια και εμπιστευόμενη τον αναγνώστη. Δεν ήθελα ένα τέλος που να λειτουργεί εντυπωσιακά για λίγες στιγμές, αλλά ένα τέλος που να μένει, που να επιστρέφει στη σκέψη αφού κλείσει το βιβλίο. Αν τελικά είναι αίσιο ή όχι, ίσως να μην είναι τόσο σημαντικό όσο το αν είναι αληθινό για την ιστορία που προηγήθηκε.


Ένα επιβλητικό εξώφυλλο σαφώς και ελκύει περισσότερους αναγνώστες να το πιάσουν στα χέρια τους και να το ξεφυλλίσουν. Ποια η δική σας γνώμη και ποια η γνώμη σας συγκεκριμένα για το δικό σας εξώφυλλο;

Πιστεύω πως ένα εξώφυλλο παίζει καθοριστικό ρόλο στην πρώτη επαφή του αναγνώστη με το βιβλίο. Πριν διαβαστεί έστω και μία λέξη, το εξώφυλλο πρέπει να μεταδώσει την ατμόσφαιρα, τον τόνο και την πρόθεση. Δεν αντικαθιστά φυσικά το κείμενο, αλλά λειτουργεί σαν πύλη. Αν αυτή η πύλη είναι ειλικρινής και καλοσχεδιασμένη, τότε προσκαλεί τον αναγνώστη να μπει.

Σε ό,τι αφορά το δικό μου εξώφυλλο, νιώθω ότι είναι επιβλητικό χωρίς να είναι φλύαρο και αφήνει χώρο στη φαντασία, κάτι που θεωρώ ιδιαίτερα σημαντικό για ένα μυθιστόρημα μυστηρίου και φαντασίας. Δεν αποκαλύπτει, υπαινίσσεται. Δεν καθοδηγεί απόλυτα, αλλά δημιουργεί ένα αίσθημα αναμονής και ελαφριάς ανησυχίας, στοιχεία που διαπερνούν και την ίδια την ιστορία.

Επιπλέον, εκτιμώ το γεγονός ότι το συγκεκριμένο εξώφυλλο δεν προσπαθεί να «εντυπωσιάσει» επιφανειακά, αλλά συνομιλεί ουσιαστικά με το περιεχόμενο. Για μένα, αυτή η συνομιλία είναι το κλειδί. Όταν ο αναγνώστης ανοίγει το βιβλίο και διαπιστώνει ότι η ατμόσφαιρα του εξωφύλλου ανταποκρίνεται σε όσα διαβάζει, τότε έχει ήδη χτιστεί μια σχέση εμπιστοσύνης.

Έτσι, ναι, ένα δυνατό εξώφυλλο μπορεί να τραβήξει το βλέμμα. Αλλά ένα σωστό εξώφυλλο είναι εκείνο που σέβεται την ιστορία και προετοιμάζει τον αναγνώστη γι’ αυτό που πρόκειται να βιώσει. Και σε αυτή την περίπτωση, θεωρώ ότι το εξώφυλλο του βιβλίου μου πετυχαίνει ακριβώς αυτό.

Το βιβλίο σας απευθύνεται αποκλειστικά σε ενήλικες ή μπορεί να αποτελέσει ανάγνωσμα και για το εφηβικό κοινό;

Το βιβλίο απευθύνεται πρωτίστως σε ενήλικες αναγνώστες, κυρίως λόγω των θεμάτων και των ερωτημάτων που θέτει. Ωστόσο, δεν θεωρώ ότι η ηλικία είναι πάντα ο πιο ασφαλής δείκτης αναγνωστικής ετοιμότητας. Υπάρχουν έφηβοι αναγνώστες με ευαισθησία και ωριμότητα που μπορούν να προσεγγίσουν την ιστορία και να την κατανοήσουν σε βάθος.

Η γλώσσα και η αφήγηση δεν είναι επιτηδευμένα δύσκολες ή αποκλειστικές· αυτό που απαιτείται περισσότερο είναι η διάθεση για σκέψη. Για έναν έφηβο που αγαπά το μυστήριο, τη φαντασία και τις ιστορίες που δεν προσφέρουν εύκολες απαντήσεις, το βιβλίο μπορεί να λειτουργήσει ως μια ουσιαστική και ενδιαφέρουσα εμπειρία.

Θα έλεγα, λοιπόν, ότι δεν πρόκειται για ένα βιβλίο αυστηρά «ενήλικο» με την περιοριστική έννοια, αλλά για ένα ανάγνωσμα που απευθύνεται σε όσους νιώθουν έτοιμοι να μπουν σε έναν κόσμο πιο σύνθετο, ανεξαρτήτως ηλικίας.

Και σ’ αυτό το βιβλίο σας συνεργάζεστε ξανά όπως είπαμε με τις εκδόσεις «Πηγή». Πείτε μας δυο λόγια γι’ αυτή τη συνεργασία.

Η συνεργασία μου με τις εκδόσεις «Πηγή» σε αυτό το βιβλίο βασίστηκε, όπως και κάθε συνεργασία μου, σε συγκεκριμένες συνθήκες και στη διάθεση να δοθεί χώρος στο ίδιο το έργο. Κάθε βιβλίο έχει τις δικές του ανάγκες και κάθε συνεργασία τη δική της δυναμική, που δεν είναι ποτέ δεδομένη ούτε αυτονόητη.

Στην πορεία μου έχω μάθει να βλέπω κάθε συνεργασία σαν μια συνάντηση που αξιολογείται στην πράξη και στον χρόνο. Αυτό που με ενδιαφέρει πρωτίστως είναι ο σεβασμός στο κείμενο, η καθαρή επικοινωνία και η αίσθηση ότι το βιβλίο αντιμετωπίζεται με τη φροντίδα που του αξίζει.

Το γεγονός ότι υπάρχουν και άλλες προτάσεις ή ενδεχόμενες μελλοντικές διαδρομές δεν είναι κάτι που με αγχώνει. Προτιμώ να αφήνω τα πράγματα να ωριμάζουν και να επιλέγω με γνώμονα το τι υπηρετεί καλύτερα το εκάστοτε έργο τη συγκεκριμένη στιγμή. Για μένα, άλλωστε, καμία συνεργασία δεν είναι «δεσμός», αλλά μια δημιουργική συνύπαρξη που έχει νόημα όσο παραμένει ζωντανή και ουσιαστική.

Ποια τα επόμενα συγγραφικά σας βήματα;

Η αλήθεια είναι ότι υπάρχουν κάποια βιβλία μου, που έχουν εκδοθεί στην Αγγλική και την Γερμανική γλώσσα, αλλά δεν έχω αποφασίσει ακόμα αν θα ήθελα να εκδοθούν στην Ελλάδα ή όχι.

Αυτή την στιγμή, πάντως, ασχολούμαι με δύο ιστορίες. Μία καινούργια περιπέτεια μυστηρίου με πρωταγωνίστρια μία νεαρή κοπέλα, η οποία παρέα με ένα μυστηριώδη και παράξενο φίλο και συνοδοιπόρο, θα κάνει ένα μακρινό και επικίνδυνο ταξίδι , και

διορθώνω μια ιστορία, την οποία μόλις τελείωσα και η οποία αποτελεί την συνέχεια του «Πολίτεν ο Φύλακας της Ερμίν», που έχει εκδοθεί πριν από αρκετά χρόνια στην Ελλάδα από τις εκδόσεις Κέδρος και στην Γερμανία με τον τίτλο „Politen der Weltenwanderer“. Φυσικά η νέα περιπέτεια των Ερμίττεν απευθύνεται σε ενήλικες πλέον, αφού ο Πολίτεν έχει πια μεγαλώσει και οι νέες του περιπέτειες είναι πιο επικίνδυνες και ακόμα πιο μυστηριώδεις.

Μια ευχή σας που θα θέλατε να πραγματοποιηθεί;

Θα ευχόμουν οι ιστορίες να συνεχίσουν να βρίσκουν τους ανθρώπους που τις χρειάζονται. Να διαβαστούν στον σωστό χρόνο, από τον σωστό αναγνώστη, και να του προσφέρουν όχι απαραίτητα απαντήσεις, αλλά συντροφιά. Αν ένα βιβλίο μπορέσει να γίνει για κάποιον ένας ήσυχος χώρος σκέψης και ειλικρινούς συνάντησης με τον εαυτό του, τότε για μένα αυτή η ευχή έχει ήδη πραγματοποιηθεί.

Πριν κλείσουμε τη συζήτηση θα ήθελα να μας παραθέσετε ένα μικρό απόσπασμα από το βιβλίο σας.

Ένα book-trailer που έφτιαξε ο συζυγός μου για το βιβλίο.


Κυρία Μούζεβαλντ, σας ευχαριστώ για ακόμα μια φορά για την όμορφη συζήτηση που είχαμε και σας εύχομαι κάθε καλό από καρδιάς. Καλοτάξιδο το βιβλίο σας και καλοδιάβαστο!

Κι εγώ σας ευχαριστώ θερμά κυρία Πετρίδου για τη φιλοξενία.


Βιογραφικό:

Η Anna Musewald (Άννα Μούζεβαλντ) γεννήθηκε στην Ελλάδα αλλά από το 1998 ζει μόνιμα με την οικογένειά της στο Μόναχο της Γερμανίας. Εργάζεται σαν οικονομικός και φορολογικός σύμβουλος, αλλά τον ελεύθερο χρόνο της τον αφιερώνει στο φανταστικό κόσμο των βιβλίων είτε διαβάζοντας τις ιστορίες που έχουν φανταστεί άλλοι, είτε γράφοντας η ίδια τις ιστορίες που θα της άρεσε να διαβάσουν οι άλλοι. Ξεκίνησε να γράφει ιστορίες για παιδιά. Στην Ελλάδα έχουν εκδοθεί: «Στην αναζήτηση της χαμένης ομορφιάς» (εκδ. Πατάκη, 2003), «Ο φύλακας της Ερμίν» (εκδ. Κέδρος, 2008), «Τα πράσινα και κίτρινα πιόνια» (εκδ. Πηγή, 2024). Τα τελευταία χρόνια έχει γράψει αρκετές ιστορίες για ενήλικες, αλλά ποτέ δεν έφυγε από τον κόσμο του φανταστικού.

Δημοσίευση σχολίου

0 Σχόλια