«Τα Κάλαντα», ο εμβληματικός πίνακας του Νικηφόρου Λύτρα. Η περιγραφή και ο συμβολισμός του

 

Γράφει η Μεταξούλα Μανικάρου

 

Ι. Εισαγωγή

Ο πίνακας «Τα Κάλαντα» του Νικηφόρου Λύτρα είναι ένα από τα πιο εμβληματικά έργα της νεότερης ελληνικής ηθογραφικής ζωγραφικής τέχνης του 19ου αιώνα. Πρόκειται για ελαιογραφία σε καμβά, με διαστάσεις περίπου 59 x 90 cm, και σήμερα βρίσκεται σε ιδιωτική συλλογή. Στον πίνακα απεικονίζεται το ελληνικό έθιμο της παραμονής της Πρωτοχρονιάς, τα Κάλαντα, και φιλοτεχνήθηκε από τον ζωγράφο το 1872. Το έργο αυτό ανήκει στην περίοδο κατά την οποία ο Λύτρας στράφηκε σε εθνογραφικές σκηνές καθημερινής ζωής, εμπνευσμένες από τα ελληνικά έθιμα και τη μυθολογία, με στόχο να «συγκινήσουν, ευχαριστήσουν και μορφώσουν τον λαό».


ΙΙ. Περιγραφή

Κοιτάζοντας​‍​‌‍​‍‌​‍​‌‍​‍‌ τον πίνακα, η πρώτη εντύπωση που αποκομίζουμε είναι μια σκηνή όπου μια ομάδα παιδιών από διαφορετικές καταγωγές είναι ντυμένα με παραδοσιακές στολές (φουστανέλες, γιλέκα, μαντήλια), φθαρμένες και καθημερινές, χωρίς διακοσμητικά στοιχεία. Κρατούν μουσικά όργανα (τύμπανο, φλογέρα), ένα καλάθι, ένα χαρτί, ενώ τα υπόλοιπα παιδιά συμμετέχουν στο τραγούδι. Τα παιδιά στέκονται στο κέντρο και ψάλλουν τα χριστουγεννιάτικα κάλαντα στον αυλόγυρο ενός αγροτικού σπιτιού. Το φως είναι ελάχιστο, επιβλητικό και προέρχεται από το φεγγάρι, που σκαρφαλώνει στον ουρανό. Παλαιότερα τα παιδιά έψαλλαν τα κάλαντα μετά τη δύση του ηλίου –κάτι που επιβιώνει ακόμη και σήμερα σε πολλές περιοχές της Ελλάδας. Στη δεξιά πλευρά του πίνακα, στο κατώφλι του σπιτιού, μπροστά από μια ανοιγμένη πόρτα στέκεται όρθια, μισοφωτισμένη μια γυναίκα, ντυμένη με σκούρα ρούχα και μαντήλι στο κεφάλι, με ένα παιδί στην αγκαλιά της και ρόδα στο άλλο χέρι, παρακολουθώντας με ενδιαφέρον και συγκίνηση. Ο χώρος γύρω τους είναι λιτός. Οι τοίχοι είναι ψηλοί, σε γήινες αποχρώσεις, με εμφανή σημάδια φθοράς. Λουλούδια κρέμονται από γλάστρα στον τοίχο και πίσω από τον τοίχο ξεπροβάλλει διστακτικά το κεφάλι ενός άλλου σκαρφαλωμένου παιδιού που παρατηρεί. Το έδαφος είναι πέτρινο. Δεν υπάρχουν πολλά αντικείμενα στον χώρο, παρά μόνο λίγα στοιχεία της καθημερινότητας, ένας αναποδογυρισμένος κουβάς, μια σκούπα, μαγειρικά σκεύη, ένα δέντρο δεμένο σε πάσσαλο, ένα αρχαίο άγαλμα. Ο φωτισμός είναι ήπιος και απλώνεται ομοιόμορφα στη σκηνή, χωρίς έντονες αντιθέσεις. Τα χρώματα του πίνακα είναι κυρίως καφέ, γκρι και σκούρα κόκκινα.


ΙΙΙ. Συμβολισμός

α) Τα παιδιά ως φορείς της αφήγησης. Η ομάδα των παιδιών δεν είναι ομοιόμορφη και ομοιογενής, έτσι όπως αποτυπώνεται μέσα από τις διαφορετικές ενδυμασίες, εθνικότητες, κοινωνικές καταστάσεις, χρώματα δέρματος. Η πολυφωνία των εικονιζόμενων προσώπων δεν είναι μόνο ρεαλιστική απεικόνιση της πολυπολιτισμικής Ελλάδας του 19ου αιώνα (μετανάστες, Σουλιώτες, Αιγύπτιοι κ.λπ.), αλλά αποτελεί ένα βαθύτατο μήνυμα ενότητας του ελληνισμού μέσα από την παράδοση.

Ιδιαίτερη σημασία έχει η ποικιλομορφία σκηνοθεσία των σωμάτων και των βλεμμάτων για την απόδοση των χαρακτήρων. Συγκεκριμένα, το παιδί που κρατά το χαρτί με τους στίχους φαίνεται συγκεντρωμένο, σχεδόν σοβαρό· ενσαρκώνει την ευθύνη και τη μνήμη της παράδοσης. Το σκουρόχρωμο παιδί με το τύμπανο, με ήρεμη και χαμογελαστή έκφραση, δίνει ρυθμό και ενέργεια, εκπροσωπώντας τη χαρά και τη ζωντάνια της στιγμής. Το παιδί με τη φλογέρα κοιτάζει ψηλά, με έκφραση συγκέντρωσης και χαράς, βιώνοντας βαθιά τη στιγμή. Τα παιδιά που συμμετέχουν δεν τραγουδούν απλώς τα κάλαντα, αλλά αποκαλύπτουν τον εσωτερικό τους κόσμο. Το μικρό παιδί, που ξεπροβάλλει πίσω από τον τοίχο, με θλιμμένο, σχεδόν μελαγχολικό βλέμμα, λειτουργεί ως αντίστιξη στη χαρούμενη ομάδα. Η παρουσία του έχει διπλή στόχευση: Αφενός ότι η χαρά των Χριστουγέννων δεν βιώνεται καθολικά -υπάρχει κάποιο παιδί που βρίσκεται «πίσω από τον τοίχο». Αφετέρου υπογραμμίζεται η ελπίδα ότι κάποια ζεστασιά θα νιώθει ακούγοντας τα κάλαντα.

Τελικά, η ποικιλομορφία της ενδυμασίας και των εκφράσεων δεν είναι τυχαία: η μουσική και το έθιμο γίνονται η γέφυρα για μια συλλογική αρμονία και έκφραση πολυπολιτισμικότητας. Με άλλα λόγια, το γνήσιο πνεύμα των γιορτών δεν γνωρίζει διακρίσεις ούτε χρώμα και η χαρά είναι δικαίωμα όλων.

β) Η γυναικεία μορφή στην πόρτα. Η γυναίκα, που προβάλλει από το εσωτερικό του σπιτιού και παρακολουθεί από το άνοιγμα της πόρτας, συμβολίζει τη μητρική φιγούρα και λειτουργεί ως ο συνδετικός κρίκος ανάμεσα στον ιδιωτικό και τον δημόσιο χώρο. Το ήρεμο βλέμμα της προσδίδει μια αίσθηση προστασίας και θαλπωρής και αποδίδει την κοινωνική αποδοχή και επιβράβευση του εθίμου.

γ) Τα αντικείμενα. Τα αντικείμενα στον χώρο αποτελούν «σιωπηλούς μάρτυρες» που διηγούνται τη δική τους ιστορία. Το αρχαίο γλυπτό, ένα σπασμένο αρχαίο μέλος αποτελεί έναν σαφή υπαινιγμό για τη σύνδεση της νεότερης Ελλάδας με το ένδοξο παρελθόν της, τη συνέχεια της καθημερινής ζωής πάνω στα ερείπια της αρχαιότητας. Παράλληλα, είναι και  φόρος τιμής στον πατέρα του Νικηφόρου Λύτρα, που ήταν γλύπτης. Τα ρόδια, ως ο καρπός της γονιμότητας, της αφθονίας και της καλοτυχίας, αλλά και των νεκρών ή του θανάτου, συντροφεύουν την ανθρώπινη παρουσία στη γη.

Η χορτάρινη σκούπα, το ξεραμένο φυτό υποδηλώνουν τη φροντίδα ενός φτωχικού νοικοκυριού, ενώ η καθαριότητα του χώρου την προετοιμασία για τη γιορτή. Ο αναποδογυρισμένος κουβάς δείχνει τη βιασύνη των παιδιών να τραγουδήσουν σε όσα περισσότερα σπίτια γίνεται προτού ξημερώσει. Το ποτήρι με το νερό δίπλα στο πηγάδι παραπέμπει στο έθιμο της Πρωτοχρονιάς για την  καλοτυχία. Η οικία απεικονίζεται να περιβάλλεται από ψηλό μαντρότοιχο, δείγμα της τοπικής αρχιτεκτονικής.

Ενδιαφέρουσα η ανάλυση της επιμελήτριας της Εθνικής Πινακοθήκης, Μαριλένας Κασιμάτη: «Τα ποιητικώτατα Κάλαντα διαφεύγουν με την εσωτερικότητα και την επινόηση του χρόνου στην ελληνικότατη ηθογραφική αυτή σκηνή, από κάθε κοινοτοπία. Τα σύμβολα που εισάγει, χωρίς τυμπανοκρουσίες -το μαρμάρινο θωράκιο της Νίκης, που δένει το σανδάλι της, αλλά ειρωνικά σχεδόν, βαλμένο δίπλα σε μια χορταρένια σκούπα, το γυάλινο ποτήρι με το νερό, που παραπέμπει στην κάθαρση που έρχεται από τα Ελληνόπουλα, που δεν εμφανίζονται ως γραφικά δείγματα μιας γνωστής τυπολογίας φορεσιών, το ξερό, άνυδρο δέντρο που δηλώνει την υφέρπουσα φτώχεια στο πρόσωπο της σκοτεινής μορφής, που μόλις φαίνεται πίσω από τον τοίχο».


ΙV. Ο πίνακας ως ιδεολογικό, κοινωνικό και εθνικό ντοκουμέντο

Ως προς την ιδεολογική διάσταση, ο ζωγράφος, αποφεύγοντας τον διδακτισμό, παίρνει σαφή θέση υπέρ της αξίας του λαϊκού πολιτισμού, της συνέχειας της ελληνικής ταυτότητας μέσα από τα έθιμα. Τα κάλαντα λειτουργούν ως κρίκος συνέχειας ανάμεσα στη χριστιανική παράδοση, την κοινότητα, τη γλώσσα, το έθιμο. Ο Λύτρας φαίνεται να μην ζωγραφίζει αυτό που βλέπει, αλλά κάτι που, ενδεχομένως, φοβάται ότι θα χαθεί.

Ως προς την κοινωνική διάσταση, ο πίνακας απεικονίζει μια κοινωνία όπου η φτώχεια είναι δομικό χαρακτηριστικό της. Προβάλλεται ο σεβασμός στη  λαϊκή τάξη και αναδεικνύονται η αξιοπρέπεια και ο πλούτος της ψυχής της και όχι η υλική της ευμάρεια. Μια φτώχεια όχι εξαθλιωμένη που δεν προκαλεί οίκτο, ούτε γίνεται κοινωνική καταγγελία, αλλά συνδέεται με μια βαθύτερη ιδεολογία του 19ου αιώνα, που είναι η αναγνώριση της ηθικής και πολιτισμικής αξίας του λαού. Από κοινωνική άποψη, ο Λύτρας καταγράφει την εικόνα της γειτονιάς ως βασικής κοινωνικής μονάδας και πρόκειται για μια μορφή ζωής που σταδιακά θα αλλάξει με την αστικοποίηση και τον εκσυγχρονισμό του του 20ού αιώνα.

Ως προς την εθνική διάσταση, το έργο προβάλλει την εθνική ταυτότητα μέσα από το βίωμα, σε αντίθεση με την εθνική αφήγηση της εποχής (μεγάλα γεγονότα, ηρωισμός, αρχαιότητα). Υποστηρίζει ότι το ελληνικό βρίσκεται και στο παρόν της λαϊκής ζωής και όχι μόνο στο ένδοξο παρελθόν.


V. Καταληκτικές σκέψεις

Ο πίνακας «Τα Κάλαντα» του Νικηφόρου Λύτρα δεν είναι απλώς ένα μικρό θεατρικό στιγμιότυπο, μια γλυκιά εικόνα εορταστικής παιδικής αθωότητας, αλλά ένα έργο με πολλαπλά επίπεδα ανάγνωσης. Ο μεγάλος ζωγράφος με τη σοφία του περνά σημαντικά μηνύματα ότι: Ο πολιτισμός δεν γεννιέται στα μεγάλα γεγονότα, αλλά στις μικρές, επαναλαμβανόμενες πράξεις που δίνουν νόημα στη ζωή. Η χαρά δεν είναι θορυβώδης· είναι ήσυχη, συλλογική και βαθιά ανθρώπινη. Μέσα από τα πρόσωπα των παιδιών μπορούμε να ακούσουμε τα κάλαντα, να νιώσουμε τη ζεστασιά και ταυτόχρονα να αναλογιστούμε τις σκιές της εποχής (και κάθε εποχής). Η κοινωνία επιβιώνει, συνομιλεί και αναπαράγεται μέσα από το έθιμο, τη γειτονιά και τη συλλογική μνήμη. Μια καθημερινή στιγμή μετατρέπεται σε διαχρονικό σύμβολο ελληνικής ταυτότητας και πολιτισμικής μνήμης. Η τέχνη μπορεί να διασώσει τη μνήμη, το συναίσθημα και την ουσία μιας ολόκληρης εποχής. Αρκούσε αυτό το έργο για να αποδοθεί στον κορυφαίο Έλληνα καλλιτέχνη ο τίτλος «ο ζωγράφος των Χριστουγέννων».

Δημοσίευση σχολίου

0 Σχόλια