Ηλίας Στόφυλας: "Χρωστάω την καρδιά μου στους διώκτες της"



Είναι δύσκολο να ορίσουμε τι ακριβώς σημαίνει ποίηση. Όταν όμως συναντάμε ανθρώπους που την υπηρετούν με αυτόν τον τρόπο, με αυτή την ιδιαίτερη γραφή και με αυτά τα εξαιρετικά ποιήματα, μπορούμε να πούμε, αν μη τι άλλο, ότι η ποίηση δεν είναι τίποτα περισσότερο από την βαθύτατη ανάγκη των ανθρώπων να εκφράζονται μέσα απ’ αυτή για όσα καίνε τον ουρανίσκο τους και δεν μπορούν να βγουν από τα χείλη. Με όπλο του την δυνατή του πένα, ένας ακόμη εργάτης της τέχνης της ποιήσεως είναι και ο Ηλίας Στόφυλας που έχουμε την χαρά να φιλοξενούμε στις Τέχνες και να συνομιλούμε μαζί του για την πρόσφατη κυκλοφορία της πρώτης του ποιητικής συλλογής, καθώς και για την αγάπη του για την ποίηση.

                                                                                                                   Συνέντευξη στη Βάσω Κανιώτη

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ:                                     
Γεννήθηκε στις Σπέτσες στις 20 Ιουνίου του 1986. Αποφοίτησε από το Ενιαίο Λύκειο Σπετσών τον Ιούνιο του 2004 και πλέον ζει στο Κερατσίνι και εργάζεται ως Φιλόλογος στην Ιδιωτική Εκπαίδευση. Τελείωσε το τμήμα Φιλολογίας του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, ενώ ολοκλήρωσε τις μεταπτυχιακές του σπουδές στον τομέα της Νεοελληνικής Φιλολογίας του ΕΚΠΑ. Σήμερα, είναι Υποψήφιος Διδάκτωρ της Νεοελληνικής Φιλολογίας του ίδιου Πανεπιστημίου. Μιλάει Αγγλικά, ενώ ασχολείται με την ποίηση από τον Μάιο του 2017. Έχει λάβει μέρος σε αρκετούς ποιητικούς διαγωνισμούς και έχει βραβευτεί πολλές φορές για το ποιητικό του έργο. Ενδεικτικά, αναφέρουμε το Γ’ Βραβείο Ποίησης στους 34ους Δελφικούς Ποιητικούς Αγώνες της Πανελλήνιας Ένωσης Λογοτεχνών και το Α’ Βραβείο στον Πανελλήνιο Ποιητικό Διαγωνισμό του Συλλόγου Λόγου, Μουσικής και Τέχνης «Λίνος». Έχει συμμετάσχει με ποιήματά του σε ανθολογίες ποίησης,  ενώ αρκετά απ’ αυτά έχουν δημοσιευτεί στο διαδίκτυο και σε λογοτεχνικά περιοδικά, όπως η «Πνευματική Ζωή» και ο «Μανδραγόρας». Τον Ιούνιο του 2020 εξέδωσε την πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο «Μεταθανασία», από τις εκδόσεις «24 Γράμματα».

Ποιο ήταν εκείνο το έναυσμα που σας έκανε να βάλετε την ποίηση και την συγγραφή στην ζωή σας;

Η ποιητική έκφραση είναι για μένα μία υπαρξιακή επιλογή. Από τα πρώτα έτη του βίου μου με έκαιγε η φωτιά των υψηλών νοημάτων· τα ψυχωμένα αινίγματα του έρωτα και του θανάτου. Οι άλυτοι γρίφοι σκουριασμένων εαυτών που ξέμειναν στις απαντήσεις. Θα έλεγα πως γεννήθηκα για να ζήσω με τις ωδίνες της ποιήσεως· για να δω να «πνίγονται» στο λουτρό ενός ορμητικού, ποιητικού αίματος τα οδυνηρά, παιδικά μου χρόνια και όλες μου οι ματαιώσεις. Πίστευα πάντα ότι τα βιώματά μου ήταν (είναι;) τα απαραίτητα λύτρα που έπρεπε να καταβληθούν, προκειμένου να εξυπηρετηθεί το μεγάλο σχέδιο: το σχέδιο της Ποιήσεως. Με άλλα λόγια, αισθάνομαι ότι χρωστάω την καρδιά μου στους διώκτες της. Στόχος μου είναι, με σύμμαχο την «υψηλοτέρα των τεχνών», να ανακτήσω την πρώτη –και μόνη– χαμένη μου πατρίδα!

Τι είναι ποίηση για σας; Μια μορφή προσωπικής έκφρασης, ανάγκη για δημιουργία, επικοινωνία ή κάτι άλλο;

Ο Τίτος Πατρίκιος λέει ότι: «η ποίηση κάνει το τίποτα να συμβαίνει». Κι εγώ ήθελα πάντα να στρατευτώ στην υπεράσπιση αυτού του τίποτα· ενός τίποτα κατάμεστου. Η ποίηση είναι ένας κραυγάζων λυγμός για την οικουμενική διάψευση των ανθρώπινων προσδοκιών. Είναι η τέχνη των νικημένων, που μιλά για τα αήττητα. Υπογραμμίζει  τις ουλές των έμπειρων πληγών μας και μας προετοιμάζει για να πεθάνουμε μια μέρα τέλεια.  Γράφει σχετικά ο Γιάννης Ρίτσος: «Η ποίηση είναι η εξαίσια πράξη του ανεξήγητου. Δεν είναι πάρεργο ή χόμπι, αλλά μία βαθύτατη ανάγκη, όχι προσωπική αλλά καθολική, δηλαδή όλων των ανθρώπων, για επαφή και επικοινωνία. Η ποίηση παραμερίζει εκείνα τα στοιχεία που χωρίζουν τους ανθρώπους και ανακαλύπτει και αναδεικνύει εκείνα που τους ενώνουν. Γι’ αυτό οι ποιητές θεωρούνται αρχιτέκτονες της ανθρώπινης ψυχής και οργανωτές του κοινωνικού συναισθήματος».

Τι είναι εκείνο που σας εμπνέει να γράψετε; Νιώθετε την έμπνευση πριν την συγγραφή;

Η υπαρξιακή αγωνία και η ραγδαία επιδείνωση του εσωτερικού μου τραύματος με οδηγούν στη συγγραφή. Όπως επίσης και η κοινωνική αδικία, η καταπίεση, η κοινωνική υποκρισία, η διαρκώς αυξανόμενη σήψη. Κεντρική μου επιδίωξη είναι μέσω της ποίησης να επιφέρω ένα καίριο πλήγμα στην κυριαρχία του πλούτου και της ύλης. Γράφοντας, θέλω να μιλήσω για λογαριασμό των απαξιωμένων και των ανήμπορων. Η θέση μου είναι με τους γκρεμισμένους κι αυτούς υπηρετώ με τα ποιήματά μου. Κατά τη διάρκεια της παραγωγής του ποιητικού λόγου, το «είναι» μου καταλαμβάνεται πλήρως από έναν άλλον «ξέφρενο» εαυτό, που αδιαφορεί για τις συμβάσεις και τα «κατασκευασμένα πρέπει». Πρόκειται για μια άυλη ύπαρξη που αδιαλείπτως εγκυμονεί και εγκυμονείται· πρόκειται για τον «οριακό εσωτερικό μου άλλο», όπως έχω πει σε προγενέστερη συνέντευξή μου. Στην οριακή αιχμή του παραδίνομαι. Του εμπιστεύομαι τη δίνη  και τις λέξεις μου. Τις λέξεις..την ελπίδα μου.

Πως αντιλαμβάνεστε την σχέση του δημιουργού με το έργο του;


Είναι μία σχέση στοργική και πατρική, αλλά και μία σχέση θυελλώδης. Μία διαρκής αναμέτρηση. Ο συγγραφέας επιστρέφει ξανά και ξανά σε όσα έγραψε και ελέγχει τον «παλμό» τους. Συνήθως, διαπιστώνει ότι τα περασμένα του ποιήματα χρειάζονται νέο «λεκτικό μόσχευμα», για να πάψουν να βαριανασαίνουν. Κοιτώντας στο χαρτί τα ίχνη των αναπνοών του, ανακαλύπτει ότι έγραφε, «για να κρύψει και για να κρυφτεί», για να ανακαλύψει, όπως έχω ξαναπεί, όσα ποτέ του δεν θα γράψει. Ίσως φταίνε τ’ άγρυπνα γεράκια του και οι επικίνδυνοι σκορπιοί της σκέψης, που τρομάζουν τις απρόσκλητες φωνές του·  φωνές που ζητούν κατεπειγόντως την κατα-γραφή τους.

Σε ποιο κοινό απευθύνεται το βιβλίο σας; Τι μηνύματα θέλετε να περάσετε ενδεχομένως μέσα από αυτό;

Η ποίηση γίνεται αντιληπτή με το αίσθημα. Οι καταπιεσμένοι, οι αδικημένοι, οι πληγωμένοι και οι απανταχού βασανισμένοι, οι απόκληροι και οι απόμαχοι της ζωής, με το ίδιο τους το αίμα θα «τρέξουν» πάνω στις σελίδες της «Μεταθανασίας». Θα «χορέψουν» πάνω στις «φλέβες» της. Απευθύνομαι σε όλους τους ανθρώπους και όχι σε κάποιο ειδικό κοινό. Δεν με πείθει το επιχείρημα, σύμφωνα με το οποίο η επιδίωξη της γλωσσικής και αισθητικής αρτιότητας από την πλευρά του συγγραφέα, καθιστά αυτομάτως την ποίησή του στρυφνή και δυσνόητη. Ούτε, φυσικά, πιστεύω ότι για να απευθυνθεί κανείς στα πλήθη, θα πρέπει να αποσκιρτήσει από καθετί υψιπετές. Άλλωστε, όπως έλεγε ο Νίκος Καρούζος, «Η ποίηση ορέγεται ύψος». Γράφει ο Κωστής Παλαμάς κι ευθυγραμμίζομαι πλήρως με τη σκέψη του, «Το να λέμε ότι η ποίηση δεν πρέπει να πραγματεύεται θέματα που δεν είναι απλά και αντιληπτά από τους πολλούς, θα ήταν σαν να λέγαμε ότι η ποίηση πρέπει να εκφράζει μόνο τις κοινότατες ιδέες και τα κοινότατα αισθήματα, επειδή αυτά μόνο είναι αντιληπτά από όλον τον κόσμο και σαν να λέγαμε επίσης ότι η ποίηση δεν πρέπει να πραγματεύεται υψηλά και «μη τετριμμένα» - κι ακόμα σαν να λέγαμε ότι το ανθρώπινο πνεύμα δεν συγκινείται με το υψηλό και το εκλεκτό στην τέχνη, επειδή αυτό είναι πιθανό να μην είναι εύκολα προσιτό σε όλους τους ανθρώπους».  Δεν στέλνω μηνύματα. Θέλω να αφυπνίσω τους παραιτημένους. Θέλω να πειστούν να «φοβίσουν» τους φόβους τους με το βλέμμα τους το ατρόμητο. Να φθάσω μαζί τους στην πολυπόθητη λύτρωση, στην απελευθέρωση δηλαδή από τα δεσμά της παντοδυναμίας του επίπλαστου. Βασική μου στοχοθεσία είναι να αναδείξω την «αόρατη ορατότητα των κρυμμένων μας εαυτών». Ως Αληθινό, Απόλυτο Εαυτό ορίζω την ήπειρο της μέσα ζωής που γεννά συνεχώς κόσμους. Ατίθασους, απρόβλεπτους, ανεξέλεγκτους. Αυτή η ζωή αναπνέει φιλοσοφικά και πιστεύει σε έναν και μόνο χρόνο, «στον ακραίο ενεστώτα», στο «άπιαστο εδώ και τώρα».


Τι ρόλο παίζει η ποίηση στη σημερινή εποχή; Έχει να μας προσφέρει κάτι ή είναι απλά μία ανάγκη του γράφοντος;

Στην εποχή των μεγάλων συγκρούσεων και των απροσκύνητων ειδώλων, καλούμαστε να μετατρέψουμε το ποιητικό συμβάν σε κοινωνικό συμβάν. Η αναχωρητική μας διάθεση οφείλει να μετουσιωθεί σε δίψα για εγκόσμια πάλη με το «τέρας» της πραγματικότητας. Η ποίηση, ως εξουσιούχος των αλύτρωτων, έχει τη δύναμη να συντρίψει με τα ακονισμένα της σπαθιά το παραμορφωμένο πρόσωπο της σύγχρονης ζωής· αυτούς που σύρονται πιστά στις ράγες του υλικού ευδαιμονισμού. Το «θέλω να περνάω καλά», που σημαίνει ότι επιδίδομαι απλώς σε μια καθημερινή διευθέτηση του ασήμαντου, να αντικατασταθεί από το «θέλω να περνάω βαθιά». Η ποίηση είναι το αντίδοτο απέναντι στην αναλγησία, τη μικροψυχία, τον φθόνο, τη ναρκισσιστική αυτοσυμπάθεια. Μαζί με το όνειρο είναι οι πλέον υπέροχοι ζητητές της συγκίνησης του σπάνιου. Σελαγίζουν πάνω στο απόρθητο των εσωτερικών μας τειχών. Είναι σήμερα ο Ήλιος της ποιήσεως πιο αναγκαίος από ποτέ. Σήμερα, που χρειαζόμαστε έναν καινούργιο αναστοχασμό και έναν νέο ίλιγγο.

Θεωρείτε το έντυπο βιβλίο παραγκωνισμένο στην εποχή που η τεχνολογία και οι ηλεκτρονικές μορφές βιβλίων είναι αρκετά ανεπτυγμένες;

Είναι, αναμφίλεκτα, αρκετά τα πλεονεκτήματα της ηλεκτρονικής μορφής των βιβλίων. Ένα νέο βιβλίο μπορεί ταχύτατα να διαδοθεί και να διαβαστεί από πολλούς ανθρώπους. Δεν κρίνεται, τις περισσότερες φορές, αναγκαία η καταβολή αντιτίμου για την αγωγή της ψυχής των αναγνωστών. Καθίσταται δυνατό να διατυπώσει κανείς αμέσως την άποψή του και να έχει μία διαδραστική επικοινωνία με τον ίδιο τον συγγραφέα. Ωστόσο, η έντυπη μορφή των βιβλίων είναι, κατά τη γνώμη μου, αναντικατάστατη. Σκοπός της τέχνης είναι να μας κάνει ευαίσθητους. Πώς θα επιτευχθεί αυτό χωρίς το άγγιγμα; Χωρίς την πλήρη συμμετοχή όλων των αισθήσεων; Γυρίζοντας τις σελίδες ενός βιβλίου, γίνεσαι συμμέτοχος και συνδιαμορφωτής της ιστορίας των ηρώων του. Ανασαίνεις τις λέξεις, αφουγκράζεσαι και την πλέον απόμακρη ηχώ της απογοήτευσης ή του ενθουσιασμού του γράφοντος. Βιώνεις τον παράδεισο των ηρώων, τη στιγμή της δημιουργίας του. Αδιαμεσόλαβητο· χωρίς το «φίλτρο» της οθόνης, χωρίς την «παρενέργεια» των πλήκτρων. Γίνεσαι, εν τέλει, ο ίδιος το κείμενο. Γράφεσαι με τα ίδια σου τα χέρια στις σελίδες του. Παραπέμπεις και παραπέμπεσαι.

Έχετε εκδώσει την πρώτη σας ποιητική συλλογή. Πείτε μας λίγα λόγια γι’ αυτήν, καθώς και από πόσα ποιήματα αποτελείται και τι ακριβώς πραγματεύεται;


Πράγματι, στις 9 Ιουνίου του 2020 κυκλοφόρησε η πρώτη μου ποιητική συλλογή από τον εκδοτικό οίκο «24 Γράμματα». Το βιβλίο μου περιλαμβάνει 41 ποιήματα, τα οποία γράφτηκαν μέσα σε διάστημα τριών ετών. Τιτλοφορείται «Μεταθανασία». Επέλεξα αυτόν τον τίτλο, καθώς αποδίδει, όπως λέω, την εμβέλεια της ποιητικής μου ματιάς. Εκεί κοιτάω· πέρα απ’ το επέκεινα, μετά και την αθανασία. Για πρώτη φορά άκουσα αυτήν τη λέξη από έναν διακεκριμένο γιατρό, σε μία εκπομπή της δημόσιας τηλεόρασης, στην οποία συζητείτο το θέμα της ευθανασίας. Στο έργο αυτό με απασχολούν τα μεγάλα ερωτήματα αναφορικά με το διαιώνιο δίπολο του έρωτα και του θανάτου. Η αγωνιώδης ενατένιση του εαυτού μέσα από την αναμέτρησή του με αυτούς τους κεντρικούς άξονες της ανθρώπινης ύπαρξης. Στο επίκεντρο του λογοτεχνικού μου ενδιαφέροντος τίθενται ακόμη τα ζητήματα των «φθαρμένων», επισφαλών ταυτοτήτων, οι καταπιεσμένες, παροπλισμένες επιθυμίες, η πολιτική επικαιρότητα. Θα έλεγα, μάλιστα, ότι αν κανείς διαβάσει αυτά τα ποιήματα, ανάμεσα από τις γραμμές, θα διαπιστώνει ότι πρόκειται για μία ποίηση, σε μεγάλο βαθμό, πολιτική. Σεσημασμένοι δισταγμοί και «σωματέμπορες ενδοιασμοί» δεν πτοούν το ποιητικό υποκείμενο, το οποίο χτίζει, στην πλειονότητα των ποιημάτων, μία νέα ζωή με συντρίμμια και αίμα. Θεμελιώνει πάνω στο γενικό του ξεθεμελίωμα ένα ελπιδοφόρο μέλλον. Ο αόρατος και άκαμπτος «πρωταγωνιστής» των ποιημάτων δεν συμβιβάζεται, δεν παραδίδει τα όπλα, αν δεν επιτύχει την πλήρη εναρμόνισή του με τις εσχατιές του είναι του· την κορυφαία του Αλήθεια. Περιφρονεί την πραγματικότητα που κάποιος Άλλος τη ζει για λογαριασμό του. Γράφει η Κατερίνα Αγγελάκη – Ρουκ στην ποιητική της συλλογή, που τιτλοφορείται «Στον ουρανό του τίποτα με ελάχιστα»: «Θέλω να γράψω ένα ποίημα για την πραγματικότητα αυτή που δεν έζησε ποτέ κανείς, αφού ο καθένας στη δική του βρέθηκε φυλακισμένος αιώνες τεντώνοντας τα χέρια προς τα έξω. Την πραγματικότητα που ίσως γνωρίζουν οι πεθαμένοι εκεί στις βαθιές χαράδρες της ανυπαρξίας, όπου κανένα σαρκικό παραμύθι δεν πείθει κι άχρωμα μούρα πέφτουν σ’ αναίσθητα στόματα. Την πραγματικότητα που αν σ’ άγγιζε ποτέ θ’ αναγνώριζες αμέσως σαν τη μόνη αλήθεια έξω απ’ της δικής σου επιβίωσης τις φαντασιώσεις. Θα ’ταν ζεστή άραγε, θα ’χε του πελάγου τη μυρωδιά ή αμετάκλητη χωρίς να δωρίζει ούτε μια ώρα προθεσμία; Θα ’θελα να γράψω ένα ποίημα για μια πραγματικότητα που δε θα με είχε περιλάβει, αλλά τρομάζουν οι στίχοι. Ούτε το σκέφτονται ούτε το προσπαθούν». Στην –εν πολλοίς– λυγμική ποίησή μου κυριαρχεί η σωματικότητα, ο ακραίος αισθησιασμός των λέξεων και η αγέρωχη φιλοσοφική πνοή των νοημάτων. Υπάρχει κάτι το ακατάδεχτο, που είναι όμως γεμάτο ταπεινοφροσύνη, σαν την αδιαλλαξία της Αγάπης.

Ποιο θα ήταν το μήνυμά σας στους ανθρώπους που ξεκινάνε να ασχοληθούν με την ποίηση;

Δεν πιστεύω στις συμβουλές. Θα πω όμως το εξής: κάθε φορά που γράφω ένα ποίημα, απλώς υψώνω τη γροθιά κι ορκίζομαι στο αίσθημα.

Ποια είναι τα μελλοντικά σας σχέδια;

Θα ήθελα η πρώτη μου ποιητική συλλογή να αγγίξει πολλές ψυχές, να φθάσει μακριά. Εκεί που παραπέμπει ο τίτλος της: πιο πέρα και απ’ το τέρμα της νέας αφετηρίας. Θα δώσω μάχη για να επιτευχθεί αυτό. Επίσης, βασικός μου στόχος είναι η ολοκλήρωση της διδακτορικής μου διατριβής στον σπουδαίο μας πεζογράφο, Κοσμά Πολίτη. Το θέμα της διατριβής μου είναι: «Χαρακτήρες παιδιών και εφήβων στην πεζογραφία του Κοσμά Πολίτη». Μακροπρόθεσμα, ονειρεύομαι ν’ αφήσω αποτύπωμα στον χώρο της ποίησης. Να γίνω, όπως έχω ξαναπεί, ο ποιητής της Καρδιάς!

Χαρίστε μας ένα ποίημά σας.

Θα κλείσω αυτήν τη συνέντευξη μ’ ένα από τα τελευταία ποιήματα της συλλογής μου, που αφιερώνεται στη μνήμη ενός δεκαοχτάχρονου Σύριου πρόσφυγα. Η ιστορία του νέου αυτού ανθρώπου έχει ως εξής: ο Άχμαντ αποφάσισε να δώσει τέλος στη ζωή του σε μία στιγμή απελπισίας. Η σορός του είχε μείνει στο ψυγείο για 20 ημέρες, καθώς ούτε η συριακή κοινότητα στην Ελλάδα, ούτε οι οικείοι του δέχονταν να αναλάβουν την ταφή του. Ευχαριστώ θερμά την αγαπημένη μου φίλη, Κατερίνα Τζανίνη για τη συγκλονιστική μαρτυρία. Στον Άχμαντ, λοιπόν και στον κάθε Άχμαντ..

Ατίθασος νεκρός                                                                      
                            
Ξεφόρτωσαν το εμπόρευμα με κρύο αίμα.
Κατόπιν, γέμισαν τα ψυγεία με τα αναγκαία:
κατεψυγμένα σώματα,                  
σφραγισμένα χείλη,                                     
θυμωμένες αναμνήσεις.
Πήραν τα λεφτά και ήσυχοι γύρισαν στο σπίτι.
Ένας ατίθασος νεκρός, πρώην δειλός και νυν γενναίος,
το ’σκασε με μιαν ανάσα ξένη, απ’ αυτές των χιλιάδων χρόνων.
Με παγωμένο το σβέρκο, λες και του ’χαν ρίξει χιόνι μες στην πλάτη,
πήρε τα βήματα τ’ αμέτρητα κι έφτασε σημειωτόν στο πιο οικείο άγνωστο.
Τρόμαξε.
Είδε πεταμένα κορμιά στα κρεβάτια της θάλασσας
τυλιγμένα με ενοχοποιητικά σεντόνια.
Και πάνω πάνω τους βυθούς με στραβωμένα στόματα,
να διαμαρτύρονται για τη δυσπεψία του αισθήματος.
Έτρεξε με τις θάλασσες να πνίξει τις στεριές τις στείρες
κι όσα επιπλέουν στην επιφάνεια των ανθρώπων.
Τη φρικτή όψη ενός μακιγιαρισμένου ψύχους.
Αποφασισμένος να ζήσει μετά θάνατον,
όπως εκείνοι που πιστεύουν στο μεγάλο έργο,
άνοιξε τρύπες με τα δόντια του στο βουλωμένο του λαρύγγι.
Σήκωσε τις λέξεις και τράβηξε για το όριο των απανταχού απόντων.
Το φάντασμα του μισοεκτρωμένου έρωτα, του ’δειξε το δρόμο:
να ενδίδει στα ανεπίδοτα
και να γράφει το τέλος με τα δικά του χέρια.
Έτσι, έκανε.
Ξεκρέμασε τα φτερά απ’ το μπαλκόνι κι έπεσε με φόρα
στον πάτο ενός αδέσποτου ορόφου.
Του οφειλόταν ένα τέτοιο άλμα.
Ακόμη και στην παράταση.