Νάνσυ Παπάκου: Ο ποταμός απέναντι | Νέα έκδοση


"Ο ποταμός απέναντι", της Νάνσυς Παπάκου, Εκδόσεις Περίπλους 
Αληθινή ιστορία από τα πρώτα νεανικά χρόνια  μιας  Ελληνίδας , που την αφηγείται στα παιδιά της, χρόνια μετά. Η αφήγησή της ακολουθεί  τ’ αχνάρια που οδήγησαν την ίδια και την οικογένειά της μέχρι τη μακρινή Αιθιοπία. 
Μέσα στη φρίκη του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου και τη σκληρή Βουλγαρική κατοχή στη Θράκη. H οικογένεια αναγκάζεται σε φυγή εξ αιτίας των πολιτικών πεποιθήσεων του πατέρα, που διώκεται ανηλεώς. Περνούν με τρόμο και κακουχίες τον μεγάλο ποταμό και καταφέρνουν μέσα από αλλεπάλληλες αντιξοότητες, να ταξιδέψουν μένοντας ενωμένοι, διασχίζοντας πολλές χώρες, για τρία δραματικά χρόνια. Ξεπερνούν κινδύνους που απειλούν τις ζωές τους και ζουν περιπέτειες,  ορισμένες από τις οποίες δεν ήθελαν μετά καν  να θυμούνται. Παλεύουν με σθένος και ψυχή για να βιώσουν το αύριο και πάλι στον τόπο τους. Ο ποταμός στάθηκε καλός μαζί τους! 
Τα χρόνια κύλησαν σαν τα νερά του Έβρου, που συνεχίζουν την αέναη ροή τους μέχρι να εκβάλουν στη Λευκή Θάλασσα, δηλαδή το Αιγαίο, όπως  το λένε οι βόρειοι γείτονές μας από παλιά. Πόσο λευκή είναι όμως… Χιλιάδες τυραννισμένες ψυχές διέσχισαν και διασχίζουν καθημερινά αυτό το αλμυρόγλυκο σύνορο Δύσης και Ανατολής για να σωθούν από δικούς και ξένους. Μακάρι να καταφέρνουν να επιζούν όλες και να γυρίζουν κάποια μέρα, εκεί που νιώθουν και είναι Πατρίδα τους! 
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ 
«Ολόκληρη η ελληνική κοινότητα είναι κατηφής και μαζεμένη στο καβούκι της. Περιμένουμε με αγωνία τον κύριο πρόεδρο να μας ενημερώσει γι’ αυτά που γίνονται στην πατρίδα. 
«Πατριώτες και πατριώτισσες!» αρχίζει δραματικά ο καλός μας σύντροφος. «Τη μεγάλη χαρά της απελευθέρωσης της Αθήνας μας δεν άργησε να ακολουθήσει μεγάλη ντροπή. Έλληνες να σκοτώνουν Έλληνες;» 
Βοή αποδοκιμασίας από το κοινό και ο πρόεδρος συνεχίζει: 
«Έγινε μεγάλη διαδήλωση στην Αθήνα την Κυριακή 3 Δεκεμβρίου, παρά την κυβερνητική απαγόρευση. Την οργάνωσε το ΕΑΜ/ΕΛΑΣ και ζητούσε μερίδιο στην εξουσία με βάση την αντιστασιακή δράση των μελών του κατά τη διάρκεια της κατοχής των Γερμανών. Επιπλέον, οι ομάδες αυτές επρόκειτο να αποστρατευτούν, κατόπιν συμφωνίας της νεοσύστατης κυβέρνησης με τους Άγγλους. Έτσι, δημιουργήθηκε μεγάλη ένταση και η διαδήλωση βάφτηκε στο αίμα από τον καταιγισμό πυρών από την πλευρά των δυνάμεων ασφαλείας». 
Νέες αποδοκιμασίες και κραυγές αγανάκτησης από το ανήσυχο ακροατήριο, που αδημονεί να μάθει περισσότερα για τα συμβάντα στο κέντρο της Αθήνας. 
«Πολλοί νεκροί και τραυματίες στους δρόμους της πρωτεύουσας και ποιος να τους περιθάλψει!» συνεχίζει με στεντόρεια φωνή ο κύριος πρόεδρος. 
«Την επόμενη μέρα, στις κηδείες των θυμάτων, αγρίεψαν περισσότερο τα πράγματα και συμμετείχαν και στρατιωτικές δυνάμεις του ΕΛΑΣ. Και άλλοι νεκροί Έλληνες! Και την επόμενη και τη μεθεπόμενη. Τα κρυφά παζαρέματα μεταξύ των Συμμάχων –Άγγλων και Ρώσων κυρίως– άφησαν τόσα αδέρφια μας να σκοτώνονται μέσα στην Ομόνοια, στου Ψυρρή και στο Μεταξουργείο». 
Βούρκωσε ο πρόεδρος, κλαίμε βουβά κι εμείς. 
«Έλληνες να σκοτώνουν Έλληνες!» «Ούτε ο Θεός δεν το θέλει». 
«Καημένη πατρίδα μας». Φεύγουμε από τη σύναξη χωρίς κουβέντα. 
Ο Μορφάκης δε ζητάει πλέον τίποτα. Ούτε ο μπαμπάς μας εξηγεί πια. Τι να πει γι’ αυτά τα αίσχη; Το διαισθανόμαστε βαθιά μέσα μας ότι η ζωή μας στο εξής θα είναι γεμάτη αγωνία. Να μαθαίνουμε όσο το δυνατόν περισσότερα νέα από την Ελλάδα, να μπορούμε να ελπίζουμε ότι κάποτε θα αποκατασταθεί η ομαλότητα στην πολύπαθη γη μας. Τόσοι σκοτωμοί! Τέτοιο μίσος! Ακόμη δεν καταλαβαίνω καλά για ποιο βαθύτερο λόγο γίνονται όλα αυτά, ορισμένα πράγματα δεν εξηγούνται με τη λογική… 
Γυρίζουμε στο Κάμπους Γκρέκο και είναι το ταξίδι της επιστροφής μας μαύρο σαν τη νύχτα στα βουνά της Αβησσυνίας. Κανείς δε μιλάει στο βαγόνι μας. Τόσα χρόνια διψούσαμε να τελειώνει το κακό του φασισμού, να γυρίσουμε στα σπίτια μας, στα χώματά μας, στους δικούς μας ανθρώπους. 
Και τώρα, τα αδέλφια να πολεμούν τα αδέλφια τους ανάμεσα στα ερείπια που άφησαν οι ξένοι; 
Να καταστρέφουμε αντί να ξαναχτίζουμε την πατρίδα μας; 
Από εκεί που κάθομαι στο βαγόνι της επιστροφής βλέπω πάλι την αντανάκλασή μου στο τζάμι του παραθύρου. Το πρόσωπό μου μοιάζει πρησμένο και ταλαιπωρημένο. Το ίδιο και τα περισσότερα πρόσωπα των συνταξιδιωτών μας που κάθονται γύρω. Κανείς δεν κοιμάται, θα ’λεγα ότι όλοι κάθονται κυριολεκτικά στα κάρβουνα. Σφίγγομαι κόντρα στον κραδασμό του βαγονιού. Λένε ότι ο πόλεμος κάνει τους ανθρώπους σκληρούς και αναίσθητους, αυτό το πιστεύω κι εγώ απόλυτα. Πόλεμος. Η αποκρουστική του εγγύτητα. 
Η ανάσα του στον σβέρκο μας διαρκώς, πέντε χρόνια, δέκα χρόνια, χίλια και άλλα χίλια χρόνια –έχει καμιά σημασία; Δεν έχει τέλος πια πάνω σ’ αυτόν τον πλανήτη. Έχω τις υποψίες μου. Δεν είμαι καμιά ανίκανη να σκεφτώ. Αλλά αναρωτιέμαι, πώς γίνεται και τα πράγματα, τα όπλα, τα τανκς, τα χώματα, να έχουν περισσότερη αξία από τους ανθρώπους». 
ΓΙΑ ΤΗ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ 
ΝΑΝΣΥ ΚΑΛΦΟΥΔΗ – ΠΑΠΑΚΟΥ: Γεννήθηκε στην Αλεξανδρούπολη. Από τα φοιτητικά χρόνια και μετά ζει και εργάζεται στη Θεσσαλονίκη. Μιλάει άπταιστα γαλλικά και αγγλικά. 
Από πλευράς εκπαίδευσης, έχει αποφοιτήσει από ΓΑΛΛΙΚΗ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΣΧΟΛΗ, από την ΑΝΩΤΑΤΗ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ και έχει κάνει ΜΒΑ στην ΑΘΗΝΑ. 
Έχει ταξιδέψει σχεδόν σε όλον τον κόσμο όντας Διευθύντρια Εφοδιασμού Υλικών & Υπηρεσιών στη Βιομηχανία επί εικοσαετία και συμμετέχοντας ενεργά σε Διεθνή και Ευρωπαϊκά συνέδρια και φόρα. 
Είναι εκλεγμένο μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου του ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΟΥ ΠΡΟΜΗΘΕΙΩΝ και προωθεί την εκπαίδευση και την πιστοποίηση επαγγελματιών του κλάδου. 
Ασχολείται με την συγγραφή από παιδί, με χρονογραφήματα, διηγήματα και μελέτες σε θέματα όπως «Η ξυλογλυπτική της Σκύρου», κ.α. 
Είναι παντρεμένη με τον κ. ΚΩΣΤΑ ΠΑΠΑΚΟ και έχουν δύο γιούς και νύφες.