Βιβλιοκριτική για την ποιητική συλλογή "Οι πικροδάφνες θέλουν κούρεμα" της Αγγέλας Καϊμακλιώτη | Γράφει η Στέλλα Πετρίδου


Συγγραφέας: Αγγέλα Καϊμακλιώτη
Έτος έκδοσης: 2020
Σελ.: 72
Εκδόσεις: Βακχικόν
                                                                                                            Γράφει η Στέλλα Πετρίδου



Στο ερώτημα που τίθεται συχνά «Τι προσφέρει η ποίηση;» την απάντηση μπορεί να τη βρει κανείς διαβάζοντας ετούτο εδώ το βιβλίο.
Η ποίηση κρατά ζωντανή τη μνήμη των ανθρώπων για να μπορούν να μένουν αναλλοίωτα τα συναισθήματά τους στο χρόνο, όποια κι αν είναι αυτά. Γιατί οι άνθρωποι δεν πρέπει ποτέ να πάψουν να νιώθουν και να αισθάνονται άνθρωποι. Γιατί ως άνθρωποι κουβαλούν στην πλάτη τους μια ιστορία και χωρίς αυτήν την καταργούν ως ουσία αποτελώντας απλά μια τυχαία ύπαρξη, μια μικρή κουκίδα στη μέση του πουθενά. Η ιστορία των ανθρώπων είναι εκείνη που τους χαρακτηρίζει, τους προσδιορίζει και τους καθοδηγεί. Όλες οι μνήμες του παρελθόντος, που άλλοτε ευχάριστες κι άλλοτε δυσάρεστες εγκαθίστανται στην ψυχή τους, αναμιγνύονται με το αίμα τους, γίνονται ένα με τη σάρκα τους.
Η ιστορία δεν είναι απλά μια απλή, στεγνή αφήγηση των όσων τελέστηκαν στο μακρινό ή κοντινό παρελθόν. Η ιστορία μπορεί και οφείλει να διεγείρει το συναίσθημα, για να μπορεί ταυτόχρονα να εξελίσσεται σε οικεία και άξια μνήμης. Η ιστορία πρέπει να διαχέει ένα αίσθημα τιμής για όλους εκείνους που στάθηκαν άξιοι να ονειρευτούν και να παλέψουν για το δικό τους μέλλον, το δικό μας σήμερα. Οφείλουμε να τιμούμε το παρελθόν, αν θέλουμε να μας σέβεται το παρόν μας, αν θέλουμε να ονειρευόμαστε το μέλλον μας με θάρρος και αισιοδοξία. Και σ’ αυτό μας βοηθάει σημαντικά η ποίηση.
Με ποίηση η Αγγέλα Καϊμακλιώτη ανασκάπτει σιγά σιγά το παρελθόν, φέρνοντας στην επιφάνεια της σκέψης μνήμες, άξιες λόγου, άξιες προσοχής, άξιες μεγάλης τιμής, σεβασμού κι ευγνωμοσύνης. Γιατί το παρελθόν, όσες πληγές κι αν κουβαλά, είναι αυτό που έχτισε το παρόν μας, αυτό που μας καλεί κάθε φορά να το τιμούμε, να το σεβόμαστε, να στεκόμαστε στα θετικά του και να παραδειγματιζόμαστε από τα λάθη του.
«Οι πικροδάφνες θέλουν κούρεμα» τιτλοφορείται η τελευταία της ποιητική συλλογή, η πέμπτη στον αριθμό, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Βακχικόν», μια συλλογή που την αφιερώνει στην ιδιαίτερη πατρίδα της, την Κύπρο.
Στο οπισθόφυλλό της γράφει:

«Άνυδρο θαλασσόκρινο νησί μου,
αρχαίος βολβός στην άμμο
του παλιού καιρού.
Έφυγαν τα καράβια τους και πάλι.
Δεν έφεραν κρασί και λάδι
να γεμίσουν τα πιθάρια.
Μόνο στα λαδιασμένα σώματα
με δείχτες αντηλιακούς
νυχτόβιες πεταλούδες ανασαίνουν.
Αντέχεις;»

Σκληρός ο λόγος της, ωμός πολλές φορές, συμπαγής και πυκνός, χωρίς βερμπαλισμούς και τερτίπια, όπως άλλωστε αρμόζει στην ψυχρή αλήθεια για να αποτυπώσει ξεκάθαρα τη γύμνια της, για να τρυπώσει ταχύτερα και ουσιαστικότερα στην ψυχή του αναγνώστη.

«Όταν εκφωνούνται
τα μεγάλα λόγια
στους μεγάλους ναούς,
οι αγνοούμενοι
στα μικρά τους φέρετρα
δολοφονούνται
με μικρές επαναλήψεις.» (Σελ. 18)

Ένα νησί που δοκιμάστηκε τόσες φορές από τη μοίρα του, που υπέφερε μακροχρόνια, που μάτωσε, που πλήρωσε τους αγώνες του με θυσίες, ένα νησί με τόσους πολλούς ήρωες να κείτονται στο χώμα του, καταντά εν τέλει να απομένει ένα νησί «των μεγάλων λόγων» εκείνων, που στην ουσία ευθύνονται για την τωρινή κατάντια του. Αλήθεια, πόσους ήρωες μπορεί να χωρέσει ένας τέτοιος μικρός τόπος, πόσους ακόμα; Πόσα δάκρυα απώλειας να ρίξει; Πόση απέραντη πατριωτική αγάπη να σκορπίσει; Πόσοι αιματοβαμμένοι αγώνες καταγράφηκαν στις σελίδες της ιστορίας του; Πόση πίκρα ένιωσε στις φλέβες του; Πόσο σπαραγμό σπατάλησε; Ψυχές που ουρλιάζουν από τ’ άδικο, που μένουν ξάγρυπνες από τον πόνο, ακόμα οδύρονται, γιατί τολμήσανε να διεκδικήσουν το αυτονόητο, που τελικά δεν το κερδίσανε..

«Βρέχει.
Σχεδόν με θράσος.
Άρα η ανατροπή
δεν είναι πλέον
απλή πιθανότητα.
Να μπαίνει το καλοκαίρι
με κλαυσίγελο
κι εσύ να ξοδεύεις
αντηλιακά με δείχτες.» (Σελ. 19)

Ο αναγνώστης διαβάζει και ταυτόχρονα θυμάται πάλι την ιστορία του. Δάκρυα πένθους στάζουν καυτά πάνω στο δέρμα του, καθώς γίνεται πλέον απόλυτα αισθητό το μέγεθος της απώλειας που τον κυκλώνει.

«..Κι εσύ Γρηγόρη
καλύτερα μην,
καλύτερα μην
ξυπνήσεις ακόμη.
Αργεί πολύ.
Αργεί η Ανάσταση.» (Σελ. 27)

Ποιος μπορεί τάχα να δει φως μες στο σκοτάδι; Ειρωνεία; Αυτό το σκοτάδι ακόμα υπάρχει. Και πληθαίνει. Σκοτάδι στην ψυχή. Βαριά η μνήμη όταν γίνεται άγριο παρόν.

«Ως ειρωνεία ή ερινύα
θα παραμείνουν θερινές
οι ώρες των κατεχομένων.» (Σελ. 32)

Μεγάλη αίσθηση προκαλεί το ποίημα «ΦΡΙΚΩΔΙΑ» στη σελίδα 35. Η ποιήτρια αφήνει στην άκρη για λίγο τον ελεύθερο τρόπο γραφής της και εκφράζεται μετρικά. Μουσικά, θα λέγαμε. Ναι, άνετα θα μπορούσαμε να ακούσουμε τη μελωδία του πίσω από τους στίχους. Στίχους που καυτηριάζουν, μαστιγώνουν συνειδήσεις με το γάντι, προβληματίζουν, αποκρυπτογραφούν σκοτεινές σκέψεις, απεικονίζουν τη σκληρή πραγματικότητα, έτσι όπως φαίνεται και είναι.

«..Φρίττω που η φρίκη μας
δεν έχει πρόσωπο – μόνο πλοκάμια.
Φρίττω που η φρίκη μας
δεν έχει νόημα – μόνο
μπαϊράμια.
Φρίττω που η φρίκη μας
στα καφωδεία – μια φρικωδία.» (Σελ. 35)

Συγκλονιστικό το ποίημα «Το νέο τέλος» στη σελίδα 36. Το παρόν μας δεν έχει ξεφύγει από την κατάρα του πολέμου. Ευχή όλων το τέλος του να σημάνει μια νέα αρχή. Επιθυμία η ελπίδα. Ναι, ο άνθρωπος μπορεί ακόμα και ελπίζει στο ζωογόνο και φωτεινότερο αύριο.

«Αδύνατο να σκοτώσεις
φεγγάρι πανσέληνο..» (Σελ. 41)

«Μελετώ τον Νοέμβρη με τα κόκκινα φύλλα
σ’ έναν έμψυχο κόσμο νοερό
προσδοκώντας τα επόμενα θαύματα
ανερυθρίαστα.» (Σελ. 45)

Ωστόσο, το παρελθόν πονάει πολύ. Η εγκατάλειψη πονάει. Κι αρκεί ένας αναστεναγμός για να φανερώσει το μέγεθος της ψυχικής οδύνης που ακόμα βαραίνει το είναι μας.

«Τις πόρτες τις κλειστές μην τις χτυπήσεις.
Δεν έχει παιδιά εκεί για να σου ανοίξουν.
Είπε ο γέροντας των εκατό χρονών
που κράτησε μες στη ματιά του
το λουλακί της εγκατάλειψης.» (Σελ. 48)

«Αχ, πότε πέρασαν τα χρόνια;» (Σελ. 50)

Κι έπειτα έρχονται πάλι στη μνήμη οι φρικιαστικές εικόνες που σκότωσαν τη ζωή που πάλευε ν’ ανθίσει.

«Πάτησε το κουμπί κλείστρου
έσπευσε δίπλα τους στα τρία μέτρα
και η λυχνία του χρόνου
αναβοσβήνοντας απέναντι
έδωσε τη χαριστική βολή.» (Σελ. 51)

Εικόνες, αλήθεια, που θα θυμίζουν πάντα τις πληγές του παρελθόντος, σημάδια χαραγμένα βαθιά μέσα στις ψυχές των ανθρώπων, που ακόμα περιβάλλονται από την ιδιαίτερη υπόστασή τους, αυτή που τους ξεχωρίζει από τους υπόλοιπους οργανισμούς της γης. Μα, άραγε υπάρχει, αναρωτιέται η ποιήτρια. Ο άνθρωπος είναι στ’ αλήθεια Άνθρωπος; Νιώθει Άνθρωπος; Ερωτήματα που θέτει η ίδια προβληματίζοντας και τον ίδιο τον αναγνώστη.

«Σύνορα είναι
τα παγωμένα χέρια,
τα παγωμένα μάτια
για όνομα του Ανθρώπου,
αν υπάρχει άνθρωπος.» (Σελ. 57)

Γιατί ο πόνος δεν τελειώνει ποτέ; Γιατί ο ξεριζωμός ακόμα ορίζει τη λύση στη δυστυχία; Είναι στ’ αλήθεια λύτρωση; Λύτρωση από τι; Το μίσος δυναστεύει ολοκληρωτικά πια τον άνθρωπο. Ο άνθρωπος ενάντια στον άνθρωπο. Απανθρωπιά. Τελικά η ιστορία δεν μας μαθαίνει τίποτα. Το παρόν ζωγραφίζεται ως απομεινάρι του παρελθόντος, μα γίνεται ολοένα και χειρότερο από εκείνο. Κι επεκτείνεται, παγκοσμιοποιείται.

«Γερνάνε τα παιδιά στη Σούδα.
Κανένας δεν ακούει τη φωνή τους.
Ήρθαν χειμώνα πέρσι
κι ήρθε χειμώνας φέτος.
Οι βάρκες πλαστικές΄
η ελευθερία χάρτινη.» (Σελ. 58)

Τα δύο τελευταία ποιήματα της συλλογής έρχονται να ελαφρύνουν λίγο τη βαριά ατμόσφαιρα που δημιούργησαν όλα τα προηγούμενα. Μια νότα χαράς προβάλει. Ο αναγνώστης δεν πρέπει να αγνοήσει, ούτε να παραβλέψει τη σπουδαιότητα του αισθήματος αυτού. Η ευθυμία αποτελεί προτέρημα όσων τολμούν να προχωρούν και να αντιστέκονται στη σκοτεινιά της μιζέριας που προκαλεί η κακουχία. Σατυρικά τα ποιήματα αυτά, κυρίως το προτελευταίο, κάτι που ξαφνιάζει τον αναγνώστη, αλλά ταυτόχρονα τον επαναφέρει στο αρχικό ερώτημα: «Τι προσφέρει η ποίηση;». Όλα όσα αναφέρθηκαν κι ακόμα τόσα. Η ποίηση πλάθει συνειδήσεις, ζωγραφίζει εικόνες, ανατρέχει στο παρελθόν, προκαλεί, καυτηριάζει, συντροφεύει, τροφοδοτεί, καθησυχάζει, ονειρεύεται και τόσα άλλα ακόμα που έχει απόλυτη ανάγκη ο αναγνώστης.

Η ποιητική συλλογή «Οι πικροδάφνες θέλουν κούρεμα», με αυτή την απόλυτα ταιριαστή εικόνα στο εξώφυλλό της, είναι μια συλλογή που κουβαλά στις σελίδες της όλη την ιστορία της Κύπρου κι όχι μόνο. Η Αγγέλα Καϊμακλιώτη, άξια υπηρέτρια του λόγου, έφερε εις πέρας ένα μεγάλο φορτίο και κατάφερε να περάσει σπουδαία μηνύματα στον αναγνώστη, κι ανάμεσά τους το ακόμα πιο σπουδαίο, ότι δεν πρέπει ποτέ και κανείς να ξεχνάει την ιστορία του.
Ένα βιβλίο που αξίζει να διαβαστεί από όλους.
Ας είναι καλοτάξιδο!

Λίγα λόγια για την ποιήτρια, Αγγέλα Καϊμακλιώτη:

Η Αγγέλα Καϊμακλιώτη γεννήθηκε στην Αμμόχωστο. Είναι κάτοχος πτυχίου παιδαγωγικών και μεταπτυχιακού τίτλου στην εκπαιδευτική ηγεσία και πολιτική. Έχει επίσης μεταπτυχιακές σπουδές σε θέματα διαχείρισης κρίσεων και διαμεσολάβησης. Είναι διευθύντρια σχολείων Δημοτικής Εκπαίδευσης, πρόεδρος της Πολιτιστικής Ένωσης Λάρνακας και μέλος του διοικητικού συμβουλίου του Ιδρύματος Πολιτισμού για Παιδιά και Νέους. Διετέλεσε αντιπρόεδρος της Ένωσης Λογοτεχνών Κύπρου. Για το εκπαιδευτικό της έργο έχει τιμηθεί με Gold Award στα βραβεία Cyprus Education Leaders Awards. Έχει εκδώσει τέσσερις ποιητικές συλλογές και μια συλλογή διηγημάτων. Έργα της έχουν περιληφθεί σε ανθολογίες ποίησης και λογοτεχνικά περιοδικά. Η ποιητική της συλλογή Εκ του Σύνεγγυς έχει μεταφραστεί στα σερβικά και στα αγγλικά. Οι πικροδάφνες θέλουν κούρεμα είναι η πέμπτη ποιητική συλλογή της.