Βιβλιοκριτική για την ποιητική συλλογή "ΣΤΗ ΣΚΙΑ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ" της Κατερίνας Λιβιτσάνου-Ντάνου | Γράφει η Στέλλα Πετρίδου


Συγγραφέας: Κατερίνα Λιβιτσάνου-Ντάνου
Έτος έκδοσης: 2020
Σελ.: 30
Εκδόσεις: Βακχικόν

                                                                            Γράφει η Στέλλα Πετρίδου

Η Κατερίνα Λιβιτσάνου-Ντάνου κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις «Βακχικόν» το έβδομο κατά σειρά βιβλίο της με τίτλο «Στη σκιά του χρόνου».
Πρόκειται για μια ποιητική συλλογή που περιλαμβάνει 45 ποιήματά της συν ένα, αυτό που φιλοξενείται στο οπισθόφυλλο του βιβλίου.

«Στη σκιά του κόσμου τούτου
με τις χαρές και τις λύπες του
με τους άρχοντες και τους κατατρεγμένους
στις γειτονιές τις όμορφες,
τις νοσταλγικές και τις ταλαίπωρες.
Μόνοι ή και πολλοί μαζί
στην ποθητή αναζήτηση
του χτες, του σήμερα, του αύριο
στην επιδίωξη της ειρήνης
μακριά απ’ τον καταστροφέα
πόλεμο ή και μαζί του,
αεί με οδυνηρό αντίπαλο
τον πανδαμάτορα χρόνο.

Άντε να δούμε πόσο θα διαρκέσει
το ταξίδι, πόσο θ’ αντέξουμε
πού θα φτάσουμε, τι θα ζήσουμε…»

Ένα ταξίδι είναι η ζωή του ανθρώπου. Ποιος, άλλωστε, δεν το ξέρει; Ένα μεγάλο ταξίδι και συνάμα τόσο, μα τόσο σύντομο. Με τις χαρές του, τις λύπες του, τις απογοητεύσεις του, τις εκπλήξεις του, τις προσδοκίες του, τα όνειρά του, τις τρικλοποδιές του, τις αμφισβητήσεις του, με όλα αυτά και με άλλα τόσα που δοκιμάζουν τον άνθρωπο, τον προκαλούν, αλλά ταυτόχρονα τον δυναμώνουν.
Η ποιήτρια ξεκινά το βιβλίο της με ένα ποίημα που κατευθείαν μας παραπέμπει στο αρκετά πρόσφατο κι οδυνηρό παρελθόν, που όλοι μας ζήσαμε την περίοδο του καταναγκαστικού εγκλεισμού. Χωρίς να είναι απόλυτα ξεκάθαρο, ωστόσο, οι εικόνες του ποιήματος μας παραπέμπουν εκεί, τότε που ο άνθρωπος αισθάνθηκε, φανερά πια, στη ζωή του απόλυτα αδύναμος, καθώς ο θάνατος του χτυπούσε επίμονα την πόρτα. Τότε που οι άμυνές του σταμάτησαν την επίθεση, καθώς γινόταν πια σαφές πως τίποτα στον κόσμο δε μπορεί πλέον να είναι δεδομένο, αφού τίποτα δε μπορεί να είναι απόλυτα κτήμα του.

«Οι μελλοθάνατοι μόνοι, σε μονάδες αυξημένης φροντίδας,
μακριά απ’ τους δικούς τους αγαπημένους..» (Σελ. 9)

Η εικόνα αυτή συνεχίζεται και στο επόμενό της ποίημα.

«Ένα μήνα είχα να σε δω.
Είχες αλλάξει όψη..» (Σελ. 11)

Η συλλογή στο σύνολό της είναι βαθιά ανθρωποκεντρική, αφού περιστρέφεται γύρω από τον άνθρωπο, τον ανθρώπινο πόνο και τα συναισθήματά του. Ωστόσο, η ποιήτρια δεν καταγράφει απλώς τα γεγονότα. Αυτό, άλλωστε, είναι δουλειά του δημοσιογράφου. Η ποιήτρια συμβουλεύει, παρατηρεί, προβληματίζει, συγκινεί, αναπολεί, νοσταλγεί.

Οι συμβουλές της:

«Μα να ’σαι ευγενικός, ευχάριστος, διακριτικός
και να χαρίζεις κέφι και χαρά και ευθυμία
βλέποντας τη ζωή με δύναμη και θάρρος.» (Σελ. 12)

«Διώξε μακριά ό,τι σε πνίγει, να ζεις
και να τολμάς, να μην κιοτεύεις» (Σελ. 33)

«Η ζωή είναι ωραία και λίγη προπαντός.
Μην τη χαραμίζεις σε πράγματα
τετριμμένα, ανόητα κι ανέφικτα ίσως.» (Σελ. 49)

«…ζήσε την κάθε σου στιγμή
σα να ’ναι η τελευταία..» (Σελ. 50)

Οι παρατηρήσεις και οι προβληματισμοί της:

«Αποφάσισε να μείνει εκεί, στον τόπο του
γι’ αυτές τις πέτρες,
ας μην τον λογαριάζανε οι άνθρωποι..» (Σελ. 13)

«Η επιλογή είναι που μετράει για τον καθένα…» (Σελ. 30)

Οι συγκινήσεις της:

«Κι έπειτα η αναμνηστική φωτογραφία. Είναι η Άμπιγκεϊλ
η μικρή από το Τέξας με επιθετική μορφή καρκίνου.» (Σελ. 14)

«Βγήκα εκτός ορίων για την ανθρώπινη κτηνωδία.
Οι αρχές ανακοίνωσαν την αιτία θανάτου σου’
Εγώ έχασα τον καλύτερο φίλο που είχα ποτέ.» (Σελ. 17)

«Πυροβολήθηκα στο κεφάλι,
πάλεψα για τη ζωή και νίκησα» (Σελ. 32)

«Οι μάνες με τα μαύρα μαζευτήκανε στην αυλή
του σπιτιού της εννιάχρονης Χανίν, να θρηνήσουν
μαζί με τη δική της μάνα τον πρόωρο χαμό της…» (Σελ. 44)

Οι αναπολήσεις της και οι νοσταλγίες:

«Τι έκανα;
Τι όχι;
Τι ακόμα πρέπει;» (Σελ. 18)

«Γλυκιά νοσταλγία μιας άλλης εποχής,
ηρωικής ίσως και αθώας.» (Σελ. 25)

«Νοσταλγεί τα όμορφα χρόνια,
τη ζωή με τους ανθρώπους,
κυρίως αυτούς που φύγανε
κι αυτούς που ζούνε μακριά της.» (Σελ. 40)

Η ποιήτρια κάνει ουσιαστική αναφορά στον χρόνο, σ’ εκείνον που πάντα φεύγει κι όμως πάντα κάτι αφήνει στο άψυχο παρόν ως απομεινάρι μιας ζωής που έφυγε και πια δε θα ξανάρθει.

«Τώρα αναζητά τους βομβιστές που το Χαλέπι
εξαφάνισαν και του στέρησαν τον πατέρα του,
τα λουλούδια, την ομορφιά και την ελπίδα.» (Σε. 21)

«Πάει καιρός που έφυγες’» (Σελ. 22)

Την ποιήτρια, επίσης, την προβληματίζει αρκετά η αρνητική πορεία του κόσμου. Ο κόσμος μπορεί να αγκαλιάσει όλους τους ανθρώπους. Υπάρχει, άλλωστε, χώρος για όλους. Μοιάζει με μάνα που δε μπορεί, ούτε και θέλει να ξεχωρίσει τα παιδιά της. Μα τα παιδιά της, παρασυρμένα από τα άβουλα πάθη τους, απομακρύνονται από τη ζεστασιά της, λοξοδρομούν κι οδηγούνται σε σκοτεινά μονοπάτια. Κι έτσι, απομένει μονάχη της, πια, η μάνα, από μακριά να τα θωρεί και να δακρύζει, να μοιρολογεί για την κατάντια τους, να τα βάζει με τον εαυτό της, να αναρωτιέται για τα λάθη της και να προσεύχεται για το καλό τους. Όμως η μοίρα έχει χαράξει ήδη την πορεία της, σκορπίζοντας την ευτυχία στο σκοτάδι.

«Αργά τα βράδια οι άστεγοι του κόσμου
χώνονται στα λιγοστά τους υπάρχοντα
και παλεύουν με το σκοτάδι και το κρύο.» (Σελ. 23)

Στη συλλογή δε θα μπορούσε να λείψει, φυσικά, ο έρωτας. Ο έρωτας είναι εκείνος που φωτίζει την ψυχή του ανθρώπου, εκείνος που μπορεί, ωστόσο να τη δυναστέψει, να την απομονώσει, να τη συντρίψει.

«Κι έτσι όπως αντικρίζουμε τον κόσμο από ψηλά,
μήνυμα παίρνουμε σαφές πως τελικά δεν είναι
τίποτα ανυπέρβλητο, αν και οι δυο πολύ το θέλουμε.» (Σελ. 24)

Κι έτσι οδηγούμαστε στην απόλυτη μοναξιά. Θα μπορούσαμε να πούμε πως μοναξιά και έρωτας πάνε μαζί, αφού τις περισσότερες φορές ο έρωτας εκεί οδηγεί. Κι η μοναξιά ολοένα και μεγαλώνει. Η ποιήτρια το γνωρίζει αυτό και το αποκρυπτογραφεί.

«Ο πιο μεγάλος πόνος είναι κρυφός,
γιατί κανένας δε γίνεται να δει
ή να ακούσει.» (Σελ. 26)

Συγκλονιστικό το ποίημα «ΛΥΤΡΩΤΙΚΗ ΑΠΟΔΡΑΣΗ» των σελίδων 34-35. Ένα ποίημα, στο οποίο φαίνεται ξεκάθαρα ο προβληματισμός της ποιήτριας, καθώς διαπιστώνει την κατάντια των ανθρώπων, εκείνων που γεννήθηκαν σε περίοδο πολέμου, χωρίς την ελπίδα στον ορίζοντά τους. Όλοι γέρνουν εγκλωβισμένοι σε έναν φρικιαστικό λαβύρινθο με μόνη τους συντροφιά την πίστη πως όλα μπορούνε ν’ αλλάξουν, έστω και νοητά.
Προχωρώντας στη συλλογή, τα ποιήματα γίνονται ακόμα πιο σκληρά, καθώς η  φρικαλέα απεικόνιση της πραγματικότητας πονάει. Μαχαιριά που τρυπάει βαθιά στην καρδιά. Ναι, αυτό μπορεί αισθητά να το νιώσει ο αναγνώστης διαβάζοντας τη «ΜΑΤΑΙΟΔΟΞΙΑ» στη σελίδα 36.
Ωστόσο, η ποιήτρια συνέρχεται γρήγορα και τολμάει να αγκαλιάσει ξανά τον ήλιο που προβάλει ψηλά, έτοιμος να φωτίσει και πάλι τη νέα μέρα που ξημερώνει. Κι ο αναγνώστης παρασυρμένος από τον στίχο της διψά για ν’ αγναντέψει κι εκείνος την καθαρότητα που υπόσχεται να φέρει το υπέρλαμπρο φως.

«Σήμερα είναι μια άλλη μέρα.» (Σελ. 37)

Προσωπική μου επιλογή το ποίημα «ΠΥΡΙΝΗ ΤΡΑΓΩΔΙΑ» της σελίδας 45. Η ποιήτρια καταγράφει εικόνες της σκληρής κι απάνθρωπης πραγματικότητας. Η τραγικότητα του κόσμου είναι ένα θλιβερό γεγονός. Αλήθεια, μπορεί ακόμα να γίνει καλύτερος; Υπάρχει το φως εκείνο που μπορεί να διώξει το σκοτάδι; Μπορεί η λάμψη του ν’ απλώσει παντού;

«Δώσε μου το χέρι, κοίταξέ με στα μάτια
μ’ αυτό το ερωτικό, σαγηνευτικό σου
βλέμμα κι αφουγκράσου με.» (Σελ. 46)

Η ελπίδα πάντα συντροφεύει την ψυχή του ανθρώπου. Μόνο νιώθοντας κανείς την ελπίδα του να ρέει ανεπηρέαστη στο αίμα του, μόνο τότε μπορεί κι εκείνος να ονειρεύεται, να πορεύεται και να παλεύει για ένα καλύτερο και ομορφότερο αύριο. Το οφείλει, άλλωστε, στον εαυτό του.
Τα περισσότερα ποιήματα της συλλογής αποτελούν σκληρή απεικόνιση της πραγματικότητας. Η ποιήτρια παρατηρεί, ενημερώνεται καθημερινά για τις εξελίξεις και τα νέα του κόσμου, καταγράφει ποιητικά, αλλά και ωμά τις εικόνες τους και μας τις παραθέτει αυτούσιες στα ποιήματά της. Επιδίωξή της είναι να καταγγείλει, να διαμαρτυρηθεί, να προστατεύσει, να συντροφεύσει, ίσως και να αφυπνίσει τον αναγνώστη. Ο άνθρωπος στα μάτια της ποιήτριας έχει μεταμορφωθεί σε ένα εγωκεντρικό κτήνος. Και το ερώτημα που γεννάται στα ποιήματά της είναι αυτό το μεγάλο «γιατί». Γιατί η απόλυτη δυστυχία να γίνεται επιλογή εκείνων που την προκαλούν; Το ποίημα «ΣΥΝΑΞΗ ΓΥΝΑΙΚΩΝ» των σελίδων 51-53 είναι από τα πιο καταγγελτικά της.
Μια συλλογή, κραυγή της ποιήτριας, που στέκεται δίπλα στον ανθρώπινο πόνο, που συμπονεί, συμπάσχει και προσεύχεται.

«Άγιε Βασίλη,
αν έρθεις, θέλω φαγητό κι ένα παιχνίδι
για τον άρρωστο αδερφό μου και δουλειά
για τη μάνα, που συνέχεια κλαίει, καρό τώρα.» (Σελ. 55)

Το εξώφυλλο της συλλογής, σκοτεινό, ίσως και τρομακτικό, απεικονίζει τη σκιά αυτού του κόσμου, την οποία αγκαλιάζει τρυφερά ο πολλά υποσχόμενος έναστρος ουρανός. Υπάρχει ακόμα ελπίδα..

Λίγα λόγια για την ποιήτρια, Κατερίνα Λιβιτσάνου-Ντάνου:

Η Βασιλική Βλαστού γεννήθηκε, ζει και εργάζεται στην Αθήνα. Από μικρή ηλικία διδάχτηκε κλασικό πιάνο, θεωρία και αρμονία της μουσικής και μετά την ολοκλήρωση των σπουδών της σε παραϊατρικό κλάδο δραστηριοποιείται επαγγελματικά στον ιδιωτικό τομέα. Γράφει ποίηση και διηγήματα και η συλλογή δόλιχος διαδρομή είναι η πρώτη που εκδίδει.