Ο συγγραφέας Θεόδωρος Ορφανίδης φιλοξενείται σήμερα στις Τέχνες με αφορμή το νέο του βιβλίο που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις «Ελκυστής» και φέρει τον τίτλο «Οι πυγολαμπίδες θα λάμπουν στο σκοτάδι (για πάντα…). Ας δούμε τι έχει να μας πει...
Κύριε Ορφανίδη, για ποιο λόγο αποφασίσατε να ασχοληθείτε με τη συγγραφή; Ποιο υπήρξε το βασικό ερέθισμα που καθόρισε τη λογοτεχνική σας πορεία;
Καταρχάς, θα ήθελα να σας ευχαριστήσω πολύ για αυτή την συνέντευξη!
Όσον αφορά την ερώτηση σας τώρα, το γράψιμο, με την πολύ ευρεία έννοια, ήρθε στη ζωή μου σε μια αρκετά δύσκολη φάση. Δεν έχω καμιά τρομερή ιστορία να πω, ότι έγραφα από το δημοτικό ή κάτι τέτοιο. Ούτε σκόπευα να αρχίσω να γράφω, ούτε τίποτα. Θυμάμαι ήταν κάπου στα μέσα του 2017, όταν αυτό ήρθε από ανάγκη στη ζωή μου. Επειδή, ειδικά τότε, ήμουν πολύ κλειστός άνθρωπος και κρατούσα πολλά πράγματα μέσα μου, έψαχνα απεγνωσμένα ένα μέσο για να εκφραστώ ελεύθερα, χωρίς αντιπερισπασμούς, χωρίς ερωτήσεις, χωρίς διακοπές, χωρίς τίποτα, μια διέξοδο από τον ίδιο μου τον εαυτό και την πραγματικότητα. Αφού απέκλεισα διάφορους τρόπους ‘’δημιουργικής’’ έκφρασης, έπιασα ένα στυλό, ένα τετράδιο και άρχισα να σημειώνω διάφορα, μέχρι που είδα πως αυτά τα διάφορα έχουν έναν παλμό μέσα τους και αποφάσισα να με δοκιμάσω.
Ο βασικός λόγος που γράφω, αν μπορώ να το συνοψίσω κάπως, είναι η αίσθηση ελευθερίας που νιώθω. Την γαλήνη, την ηρεμία, την ολοκλήρωση που μου προσφέρει. Γιατί το γράψιμο μου έσωσε τη ζωή, με έκανε να νιώσω πως αξίζω παραπάνω από ό,τι πίστευα πως άξιζα και μου έδωσε μια δεύτερη ευκαιρία. Φοβόμουν την έκθεση προς τα έξω και το γράψιμο την έκανε πιο εύκολη. Και το κίνητρό μου για όλα αυτά, η μακάβρια σπίθα που άναψε φωτιά το δάσος και παραλίγο να το κάψει όλο ήταν ο θάνατος. Η συνειδητοποίηση πως η ζωή θα τελειώσει κάποια στιγμή και ίσως απροσδόκητα και πρέπει να αφήσω κάτι δικό μου πίσω, να μην την χαραμίζω απλά. Πρώτα για μένα, για να βρω τον πραγματικό μου εαυτό , και μετά για τις οικογένειές μου, στις οποίες χρωστάω τόσα πολλά! Σημαντικό ρόλο έπαιξε στο γράψιμο μου, στα πρώτα δειλά μου βήματα, έπαιξε ο Δημήτρης Ψαλλίδας, που γνώρισα από τον σύλλογο Κρότων Κοζάνης, που έκανα ελληνορωμαϊκή πάλη, και ο οποίος, ως τρομερός βιβλιοφάγος και συγγραφέας ο ίδιος, μου έδειξε τα ωραία βιβλία, με καθοδήγησε, με παρότρυνε και με βοήθησε τρομερά. Από συγγραφείς, ήταν δύο εκείνοι που μου άνοιξαν τον δρόμο, αν μπορώ να χρησιμοποιήσω αυτή την έκφραση, πριν καν αρχίσω να σκέφτομαι το γράψιμο. Ο μοναχικός J.D. Salinger, που μου έδειξε ότι κάποιος μπορεί να γράψει απλά και πάλι να έχει ένα υπέροχο αποτέλεσμα και ο γεροπερίεργος Charles Bukowski, ο οποίος μου έδειξε πως ,αν είσαι αυθεντικός, αγαπάς αυτό που κάνεις έχεις επιμονή και υπομονή και μείνεις αληθινός σε εσένα, όπως και αν φαίνεται στους άλλους, εσύ ξέρεις πως νίκησες, γιατί είπες την αλήθεια σου και ,γι’ αυτό τον λόγο, ο κόσμος θα σε ακούσει κάποτε. Δεν έχω σε καμία περίπτωση το ταλέντο τους, αλλά δε βαριέσαι.
Είναι, όμως, πολύ νωρίς για να δηλώσω πως κάτι έχει καθορίσει την λογοτεχνική μου πορεία. Είμαι ακόμα νεογνό σε αυτό τον χώρο. Γράφω όσα νιώθω για μένα, καμιά φορά γράφω για την πλάκα μου και τα δημοσιεύω για να τα δει ο κόσμος. Και αποφάσισα να εκδώσω όσα πίστευα πως είχαν πραγματικά κάτι να προσφέρουν σε μένα και στον κόσμο.
Ελπίζω να απάντησα στην ερώτηση σας και να μην ξέφυγα από το θέμα.
Πώς συνδυάζεται η συγγραφική σας δραστηριότητα με τις πολύ αξιόλογες σπουδές σας, αλλά και την επαγγελματική σας ενασχόληση;
Λίγο καιρό αφού ξεκίνησα να γράφω, όσο ήμουν ακόμα στη σχολή δηλαδή, με έναν φίλο και συμφοιτητή μου, τον Θοδωρή Οικονόμου, ο οποίος παίζει εκπληκτικό μπουζούκι και ωραία κιθάρα, αποφασίσαμε να γράψουμε μερικά τραγούδια για την πλάκα μας. Ωστόσο, το αφήσαμε σχετικά γρήγορα, γιατί ο Θοδωρής είχε άλλες βλέψεις – πλέον είναι υποψήφιος Διδάκτωρ της Νομικής του ΑΠΘ και ένας ενεργός και πολύ ικανός δικηγόρος. Από αυτό, ωστόσο, κέρδισα αρκετά. Γιατί καθόμουν και έγραφα σελίδες επί σελίδων με στίχους και ποιήματα και έτσι άρχισα να εξασκούμαι. Παράλληλα, έγραφα ιστορίες σε μικρή φόρμα για να εξασκηθώ και στον πεζό λόγο. Μάλιστα, από κάτι που είχε συμβεί στην προσωπική ζωή του Θοδωρή πήρα την αφορμή και, ξεκινώντας από μια ιδέα, έκανα την πρώτη μου σοβαρή συγγραφική απόπειρα, σε πεζό λόγο. Το ‘’μυθιστόρημα’’ αυτό το είχα στείλει τότε με χαρά στους φίλους μου και μερικούς γνωστούς. Θυμάμαι, πήγαινα στη σχολή και μετά έμενα κλεισμένος στο σπίτι γράφοντας και αυτό με πήρε κοντά στον ένα μήνα και οι φίλοι μου είχαν ανησυχήσει, γιατί τους το κρατούσα για έκπληξη. Τότε είχα την δυνατότητα να το κάνω αυτό, να αφοσιώνομαι έτσι στο γράψιμο. Σε σχέση με τις σπουδές μου, και τη ζωή μου, το γράψιμο ήρθε ‘’αργά’’, αλλά φρόντισα έτσι ώστε να την τελειώσω, για να μην την βαρεθώ. Η Νομική, αν και πολύ ενδιαφέρουσα και σπουδαία επιστήμη, δεν πιστεύω πως με βοήθησε στο γράψιμο καθαυτό, αλλά στο να ανοίξω περισσότερο τους ορίζοντές μου, τόσο με την ενασχόληση μου με την επιστήμη αυτή, όσο και με τους ανθρώπους που γνώρισα και συναναστράφηκα εκεί. Το θεωρώ πολύ σημαντικό που σπούδασα σε αυτή τη σχολή και ειδικά στη Θεσσαλονίκη. Οπότε, ξέκλεβα χρόνο από τον ελεύθερο χρόνο μου. Περίεργα χρόνια, αλλά πολύ ωφέλιμα για το ξεκίνημα.
Όταν ξεκίνησα, μετά από τρία περίπου χρόνια την πρακτική μου ως ασκούμενος δικηγόρος, τα πράγματα δυσκόλεψαν αρκετά, γιατί ο ελεύθερος χρόνος μου εκεί ήταν πιο περιορισμένος, είχα μεγαλύτερες ευθύνες και προσπάθησα να κρατήσω μια ισορροπία για να μην κλατάρω και να μην δείξω ασέβεια στο γραφείο μου, παραμελώντας το με τα δικά μου θέματα. Πλέον, στο βιβλιοπωλείο που δουλεύω, την Πρωτοπορία Θεσσαλονίκης, έχοντας ένα πιο σταθερό ωράριο, τα πράγματα είναι λίγο πιο βατά. Είναι, επίσης, ένας χώρος που μου επιτρέπει να μάθω πολλά για το βιβλίο και πως λειτουργούν τα πράγματα γενικότερα.
Ωστόσο, δεν είναι ‘’εύκολο’’, ούτε ‘’ευχάριστο’’, ούτε για να περνάς απλά την ώρα σου. Γιατί πρέπει να σκάψεις βαθιά μέσα σου. Γιατί πρέπει να θυσιάσεις πράγματα και οι άλλοι δεν μπορούν να το καταλάβουν εύκολα αυτό. Πρέπει να διαβάσεις πολύ, να γράψεις πολύ, να δοκιμαστείς πολύ. Αλλά το γράψιμο το αγαπάω. Όποτε και όπου μπορώ, γράφω. Και όσο μπορώ. Το κάνω για εμένα και ας βγαίνω χρεωμένος από άλλα πράγματα.
Τι μπορεί να αποτελέσει έμπνευση για εσάς;
Όταν ξεκίνησα να γράφω, η έμπνευση ερχόταν κυριολεκτικά από παντού. Έχει τύχει να βγω έξω μερικά βράδια και να κάθομαι σε μια γωνία μόνος, με το κινητό στο χέρι και να γράφω ποιήματα ή να σημειώνω σκέψεις για να τις χρησιμοποιήσω αργότερα στο σπίτι, για να μην τις ξεχάσω. Δεν το επεδίωκα, προσπαθούσα απλά να βρω τον εαυτό μου μέσω αυτής της έκφρασης. Μπορεί να έβλεπα κάτι ή να αισθανόμουν κάτι εκείνη την ώρα που έπρεπε να το αποτυπώσω οπωσδήποτε. Ακόμα το κάνω. Η βασική έμπνευση είναι τα προσωπικά μου βιώματα και όσα ένιωσα και νιώθω τη στιγμή που γράφω και θέλω να επικοινωνήσω προς τα έξω. Έμπνευση αντλώ από άλλους συγγραφείς. Από ηθοποιούς. Από μουσικούς. Από σκηνοθέτες. Από mangaka και animators. Από τους ανθρώπους και την καθημερινότητα. Από την μπύρα και το κρασί. Από πάρα πολλά. Προσπαθώ να διαβάζω όσο περισσότερο μπορώ, να ακούω περισσότερη μουσική, να βλέπω περισσότερα πράγματα, να μαθαίνω περισσότερο τους ανθρώπους και την πραγματικότητα. Αλλά, πάνω από όλα, προσπαθώ να κατασταλάξω μέσα μου. Τι είναι αυτό που πραγματικά θέλω να πω; Ποια είναι η αλήθεια μου; Τι είναι αυτό που πραγματικά θέλω να αφήσω ως παρακαταθήκη και ας μην προσέξει ούτε το θυμηθεί κανείς; Υπάρχουν φυσικά και μέρες που η έμπνευση αρνείται να έρθει να με βρει και προσπαθώ να την βρω εγώ. Αλλά και αυτές οι μέρες είναι ωφέλιμες, με τον τρόπο τους.
Υπήρξε κάποιο γεγονός στη ζωή σας που νιώσατε την ανάγκη να το μεταφέρετε αυτούσιο στο χαρτί;
Πολλά…. Πάρα πολλά για την ακρίβεια! Και η αλήθεια είναι πως, ειδικά όταν πρωτάρχισα να γράφω, υπήρξαν μερικά γεγονότα που παρέθεσα σχεδόν αυτούσια, όχι ακριβώς επειδή το είχα σκοπό, αλλά σαν προπόνηση. Καμιά φορά κάνω πλάκα στους φίλους μου, πως θα βγάλω ένα βιβλίο κάποια στιγμή που θα περιγράφει τη ζωή μου στο πανεπιστήμιο και γι’ αυτό θα πρέπει να προσέχουν. Αλλά, αν απλά συνέχιζα και τα παρέθετα όλα αυτούσια, θα ήμουν στενογράφος. Η πραγματικότητα είναι η μεγαλύτερη έμπνευση και ,όταν γράφω ένα γεγονός που έχει συμβεί, πάντα προσπαθώ να το ντύσω με ένα ενδιαφέρον πλαίσιο. Είναι, πάντως, μερικά πράγματα τα οποία νιώθω ότι πρέπει να τα διαβάσει ο κόσμος όπως είναι και προσπαθώ να τα αποτυπώσω όσο καλύτερα γίνεται. Ελπίζω να βρω σύντομα και τον κατάλληλο τρόπο για να τα αποτυπώσω όλα όσα θέλω να πω, χωρίς ενδοιασμούς, χωρίς τίποτα, με όλη την αλήθεια τους.
Ποιος θεωρείτε ότι είναι ο σκοπός της λογοτεχνίας στις μέρες μας; Τι έχει να προσφέρει στον σύγχρονο άνθρωπο;
Ουάου! Δύσκολη ερώτηση! Νιώθω σα να με ρωτάτε για ποιον λόγο αξίζει να διαβάζει κανείς σήμερα και δεν έχω κάτι σίγουρο να σας απαντήσω. Χαχαχα. Το έχω σκεφτεί αρκετές φορές είναι η αλήθεια. Με όλη αυτή την υπερπληροφόρηση, την ραγδαία ανάπτυξη της τεχνολογίας και τους ταχύτατους τρόπους ζωής, σίγουρα οι συγγραφείς δεν επιτελούν τον ρόλο που είχαν παλιότερα, ειδικά τώρα που το βιβλίο έχει γίνει ένα ακόμα προϊόν για κατανάλωση, το attention span ειδικά των πιο νέων έχει μικρύνει και το Internet κυριαρχεί ως μορφή ψυχαγωγίας. Ο συγγραφέας πλέον δεν είναι ο πολυμαθής, αυτός που θα μορφώσει, αυτός που ξέρει τα γράμματα, ή ό,τι άλλο λέγαν για τους συγγραφείς παλιότερα.
Θα σας απαντήσω από την δική μου οπτική γωνία. Η λογοτεχνία κρύβει τεράστια δύναμη μέσα της. Αποτελεί ένα καταφύγιο, αποτελεί συναισθήματα, ένα ήσυχο μέρος, στο οποίο είσαι εσύ και οι λέξεις. Και χρησιμοποιείς την φαντασία σου για να δημιουργήσεις μέσα σου τον κόσμο που έπλασε ο συγγραφέας. Χωρίς εικόνες, χωρίς μουσική, χωρίς τίποτα. Όπως κάθε είδος τέχνης, η λογοτεχνία μπορεί να μας προσφέρει κάτι που δεν γνωρίζαμε πως μας λείπει ή πως χρειαζόμασταν. Να μας δημιουργήσει έντονα συναισθήματα, να μας σοκάρει, να μας ταξιδέψει, να μας ενθουσιάσει, να μας ψυχαγωγήσει, μέχρι και να μας μορφώσει. Γι’ αυτό πρέπει να υπάρχει ζωή μέσα στις φράσεις. Πρέπει να υπάρχει μια ουσία. Ίσως γι’ αυτό υπάρχει η έκφραση, <<Ναι, αλλά στο βιβλίο ήταν καλύτερα>>. Γιατί ο συγγραφέας πρέπει δίνει ό,τι έχει και δεν έχει στις λέξεις του. Να αποθέτει όλες τις ελπίδες του εκεί. Το βιβλίο είναι μια διαφυγή από την πραγματικότητα. Πάντα ήταν. Και ελπίζω να συνεχίσει να είναι.
Το αναγνωστικό κοινό στην Ελλάδα στηρίζει τις προσπάθειες των Ελλήνων συγγραφέων και πιο συγκεκριμένα των νέων; Τι πιστεύετε;
Θα κάνω μια παρένθεση πρώτα σε αυτό που με ρωτήσατε και θα πω ότι, από τη στιγμή που άρχισα να δουλεύω στο βιβλιοπωλείο που βρίσκομαι τώρα, παρατήρησα με χαρά και έκπληξη ότι υπάρχει μεγαλύτερο αναγνωστικό κοινό στην Ελλάδα από αυτό που νόμιζα πως υπήρχε και δεν μπορώ να καταλάβω γιατί τα βιβλία μου δεν έχουν ξεπουλήσει ακόμα. Χαχαχαχα.
Για να έρθω τώρα στην ερώτησή σας, εδώ και πολλά χρόνια, και ειδικά τα δύο τελευταία, ζούμε συνεχώς σε μια ένταση, σε μια ανασφάλεια, σε μια δυσχέρεια οικονομικά και συναισθηματικά, οπότε ο κόσμος είναι λίγο πιο προσεκτικός με το που θα δώσει τα λεφτά του. Όσον αφορά το βιβλίο, οι Έλληνες δεν έχουν τις καλύτερες σχέσεις με τους εγχώριους συγγραφείς. Το αναγνωστικό κοινό στηρίζει και αγοράζει σε μεγαλύτερο βαθμό τα έργα των κλασσικών και των Ελλήνων συγγραφέων που έχουν φτιάξει ένα όνομα και πιστεύει μέσα του ότι αυτό που θα αγοράσει θα τον ανταμείψει, αλλά κατά βάση θα προτιμήσει τους ξένους, που πιστεύει αυτομάτως πως θα είναι καλύτερο και δεν θα τον απογοητεύσει, και πολλές φορές αυτό ισχύει. Ή εκείνων των ‘’νεότερων’’ Ελλήνων συγγραφέων που ασχολούνται με πιο ‘’ασφαλή’’ θέματα. Δεδομένης, μάλιστα, της ποιότητας των ελληνόφωνων βιβλίων που κυκλοφορούν, υπάρχει μια ανασφάλεια και μια επιφύλαξη όσον αφορά τα βιβλία των Ελλήνων συγγραφέων. Το βλέπω και από τον εαυτό μου, ως αναγνώστη. Οι περισσότεροι συγγραφείς μας καταπιάνονται με τα ίδια και τα ίδια τετριμμένα και βαρετά θέματα και γράφουν με τους ίδιους τρόπους, λες και δεν υπάρχει κάτι πιο ενδιαφέρον να καταπιαστούν. Για να μην παρεξηγηθώ, παρόλο που ο πολιτισμός μας βρίσκεται σε πολύ χαμηλά επίπεδα εδώ και χρόνια, η Ελλάδα έχει βγάλει και συνεχίζει να βγάζει πολύ αξιόλογους συγγραφείς, οι οποίοι το κάνουν επειδή το γουστάρουν και όχι για να βγάλουν λεφτά ή για οτιδήποτε άλλο. Θέλει μονάχα ψάξιμο.
Από την άλλη, οι νέοι συγγραφείς έρχονται αντιμέτωποι με πολλά εμπόδια, όπως είναι αυτό της υπερπαραγωγής απίστευτου όγκου βιβλίων κάθε χρόνο πλέον, των ταχύτατων ρυθμών της καθημερινότητας και πολλών ακόμη που μόλις τώρα μαθαίνω. Δεν δίνεται τόσο εύκολα η ευκαιρία να δημιουργήσουν ένα όνομα για τον εαυτό τους πια, χρειάζεται μεγαλύτερη προσπάθεια και υπομονή για να ξεχωρίσουν. Αλλά βλέπω με ευχαρίστηση μερικούς που το καταφέρνουν. Και αυτό είναι ωραίο. Ιδίως για όσους το αγαπούν πραγματικά. Όσοι απλά θέλουν να κάνουν μόστρα πως έβγαλαν βιβλία, εκεί δεν έχω κάτι να πω.
Έχετε πρότυπα ως δημιουργός; Στα γραπτά σας θα διαπιστώσει ο αναγνώστης επιρροές από άλλους αγαπημένους σας ομότεχνους;
Φυσικά και έχω. Δεν γίνεται αλλιώς. Και είναι τόσα πολλά αυτά τα πρότυπα, από διάφορους καλλιτεχνικούς χώρους, που θα μου πάρει ώρες να κάτσω να τα μετρήσω και είναι πολύ πιθανόν να αφήσω απ’ έξω μερικά κατά λάθος. Είναι εκείνοι των οποίων τα έργα και, μερικές φορές, οι ζωές τους με κάνουν να προσπαθώ ακόμα περισσότερο να βελτιώσω τα γραπτά μου.
Σίγουρα ο αναγνώστης θα διαπιστώσει επιρροές από αγαπημένους μου συγγραφείς και μη, αρκεί να γνωρίζει περί τίνος πρόκειται. Στο βιβλίο αυτό, δύο ήταν οι βασικές επιρροές και θα ήταν χαρά μου αν κάποιος καταφέρει και τις αναγνωρίσει. Η πρώτη ήταν το βιβλίο του J.D. Salinger ,Ο Φύλακας στη Σίκαλη. Και η δεύτερη ήταν το manga Oyasumi Punpun, του mangaka Inio Asano.
Πέρα από την πεζογραφία ασχολείστε και με την ποίηση. Μάλιστα, έχετε ήδη κυκλοφορήσει και μία ποιητική συλλογή σας το 2021. Προς τα πού θεωρείτε ότι κλίνετε περισσότερο και γιατί;
Τα δύο αυτά είδη είναι πολύ διαφορετικά μεταξύ τους. Δεν ξέρω αν κλίνω κάπου περισσότερο. Αναλόγως πως θα μου έρθει και τι θα αισθανθώ εκείνη τη στιγμή, έτσι θα γράψω. Είναι ακόμα πολύ νωρίς για να ξέρω με σιγουριά. Θα μάθω που κλίνω αναλόγως για ποιο έργο θα μου δώσουν το Νόμπελ στο μέλλον. Χαχαχαχα.
Το βιβλίο που κρατώ στα χέρια μου είναι το μυθιστόρημα που κυκλοφορήσατε πρόσφατα από τις εκδόσεις «Ελκυστής» και φέρει τον τίτλο «Οι πυγολαμπίδες θα λάμπουν στο σκοτάδι (για πάντα…), το οποίο αποτελεί τη δεύτερη εκδοθείσα συγγραφική σας προσπάθεια. Πείτε μας λίγα λόγια για το περιεχόμενό του. Τι θα διαβάσει ο αναγνώστης πιάνοντας το βιβλίο αυτό στα χέρια του;
Ο αναγνώστης θα διαβάσει την ιστορία του Δημήτρη Αντωνιάδη, ο οποίος ,με μια ιδιόρρυθμη ημερολογιακή μορφή, περιγράφει την ζωή του στο χωριό του το Μεταξά και αργότερα στην πόλη Εντροπία, από τη στιγμή που τη θυμάται μέχρι την ηλικία που βρίσκεται όταν αρχίζει να γράφει, δηλαδή τα δεκαεπτά. Μέσω αυτή της περιγραφής, μαθαίνουμε για τις ανησυχίες, τα βάσανα, τις χαρές του και, τελικά, για ποιον λόγο κάθισε ένα δεκαεφτάχρονο παιδί και έγραψε ολόκληρη την ιστορία της ζωής του. Και όλα αυτά γίνονται με αφορμή ένα τετράδιο που ανακαλύπτεται σε μια βιβλιοθήκη, σε ένα διαμέρισμα στη Θεσσαλονίκη και το διαβάζει μια κοπέλα, η Μαρία, στο αγόρι της, τον Παντελή. Δεν θέλω να πω παραπάνω πράγματα, μην τυχόν και κάνω spoil σε κάποιον που θα το διαβάσει.
Ποια υπήρξε η αφορμή για τη συγγραφή του συγκεκριμένου βιβλίου;
Το βιβλίο αυτό ξεκίνησα να το γράφω πριν μπω στο στρατό, κάπου στα μέσα του 2019 και το τελείωσα ένα χρόνο αργότερα. Δεν είχα κάποιο πλάνο υπόψιν. Ξεκίνησε ως μια ιδέα, μια πρόταση που μου ήρθε και σιγά-σιγά την εξέλιξα. Πρέπει να το έσβησα και να το ξεκίνησα καμιά τρεις ή τέσσερις φορές, μέχρι να καταλήξω στον κεντρικό άξονα και μετά άλλες τόσες για να του δώσω την μορφή που έχει τώρα. Δεν θυμάμαι ποια ήταν η αφορμή ακριβώς. Ξεκίνησε ως κάτι άλλο και κατέληξε ως κάτι διαφορετικό. Η βασική αφορμή ήταν πως ήθελα να γράψω μια ιστορία. Όχι την δική μου ακριβώς, αλλά ένα μέρος της δικής μου και, μέσω αυτής, να πω μερικά πράγματα.
Γιατί επιλέξατε τον συγκεκριμένο τίτλο να κοσμήσει το εξώφυλλο του βιβλίου σας;
Ο συγκεκριμένος τίτλος προήλθε από μια φράση που υπάρχει μέσα στο βιβλίο. Γενικά, έχω ένα θέμα με τους τίτλους, αλλά, όταν έγραψα το συγκεκριμένο σημείο, ένιωσα πως αυτός είναι που ταιριάζει. Μου φάνηκε πως δένει πολύ όμορφα με το περιεχόμενο του βιβλίου και γι’ αυτό τον επέλεξα.
Ποια είναι τα μηνύματα που θέλετε να περάσετε οπωσδήποτε μέσα από την ιστορία που ξετυλίγετε σ’ αυτό;
Δεν έγραψα αυτή την ιστορία με σκοπό να περάσω συγκεκριμένα μηνύματα. Δεν μου αρέσει να ‘’κουνάω το δάχτυλο’’ , ας πούμε, σε αυτούς που θα διαβάσουν αυτά που έχω να πω. Είναι μια ωραία, πιστεύω, ιστορία, που ήθελα να βγει προς τα έξω και ο καθένας μπορεί να βγάλει τα δικά του συμπεράσματα.
Θα εντοπίσει ο αναγνώστης στους ήρωές σας στοιχεία της δικής σας προσωπικότητας;
Σίγουρα. Ως ένα μεγάλο βαθμό, γράφω βιωματικά, για πράγματα που ξέρω και έχω νιώσει και είμαι πιο σίγουρος, ώστε να μπορώ και εγώ ο ίδιος να ταυτιστώ. Έτσι, ειδικά στον πρωταγωνιστή, έχω βάλει μερικά στοιχεία του χαρακτήρα μου. Ωστόσο, δεν περιγράφω την ζωή μου, δεν την θεωρώ καθαυτή ως κάτι το τόσο ενδιαφέρον, δεν αποτελεί το βιβλίο αυτό μια αυτοβιογραφία. Τους υπόλοιπους χαρακτήρες προσπάθησα να τους κάνω όσο πιο αληθοφανείς γίνονται, σαν άνθρωποι που υπάρχουν στον πραγματικό κόσμο και όχι ένα κομμάτι δικό μου.
Τελικά, για ποιο σκοτάδι κάνετε λόγο στο βιβλίο σας; Σίγουρα, όπως αναφέρετε κι ο ίδιος στο οπισθόφυλλό του δεν επικεντρώνεστε μονάχα σε αυτό που αντιλαμβάνεται κάποιος με τις αισθήσεις του ως σκοτάδι, αλλά σε κάτι πιο βαθύ και πιο απρόσιτο. Ποιο είναι αυτό;
Αναφέρομαι στο σκοτάδι που κρύβεται μέσα στον καθένα μας, εκείνο που ‘’φαίνεται’’ στα μάτια ή στις κινήσεις ή στις σκέψεις μας. Το αθέατο, το τόσο δυνατό και επίπονο, που μερικές φορές το συνηθίζουμε τόσο πολύ που ξεχνάμε πως υπάρχει, αλλά είναι εκεί. Και τα παιδιά έχουν αυτό το σκοτάδι, όπως και οι ενήλικες, συνήθως για διαφορετικούς λόγους. Αυτό δεν μπορούν να καταλάβουν οι μεγαλύτεροι και αυτό το ξεχνάμε, δυστυχώς, όταν μεγαλώνουμε και οι ίδιοι.
Οι πυγολαμπίδες θα λάμπουν στο σκοτάδι για πάντα. Επομένως το σκοτάδι πάντα θα νοθεύεται από κάτι φωτεινό. Είστε αισιόδοξος; Το βιβλίο σας εκπέμπει αυτή την αισιοδοξία στον αναγνώστη ή ο τίτλος του είναι παραπλανητικός;
Καμιά φορά αστειεύομαι με τους φίλους μου και τους λέω πως είμαι απαισιόδοξα αισιόδοξος - και δεν ξέρω καν αν αυτό βγάζει νόημα. Έχουν υπάρξει πολλές στιγμές, χρόνια ολόκληρα για την ακρίβεια, που ήμουν αρκετά απαισιόδοξος, κυρίως με τον εαυτό μου. Είναι πολύ κακό όταν σε οδηγούν άλλοι άνθρωποι εκεί, με τις πράξεις και τα λόγια τους. Έχεις γεμίσει με φόβο και αγωνία και όλα αυτά τα υπέροχα συναισθήματα και αν κάτι πάει καλά για πάνω από μια μέρα, φοβάσαι οτι θα γίνει κάτι πολύ κακό. Ζεις και αναπνέεις μέσα σε ένα κλουβί το οποίο είναι ανοιχτό από πάνω και ξέρεις πως θα ήταν εύκολο αν προσπαθούσες να πηδήξεις για να ξεφύγεις, αλλά η βαρύτητα σε κρατάει κάτω. Αλλά όσο μεγαλώνεις, αναγκάζεσαι να κάνεις αυτά τα πηδήματα, γιατί οι τοίχοι αρχίζουν και στενεύουν. Δεν μπορείς να μείνεις για πάντα κλεισμένος μέσα. Και κάπου στο βάθος υπάρχει ένα τέρας που πρέπει να το αντιμετωπίσεις κατάματα, να το προσεγγίσεις και να το καταλάβεις, για να ζήσεις αρμονικά μαζί του, γιατί δεν γίνεται να το νικήσεις, άπαξ και εμφανιστεί. Αναγκαστικά. Αλλιώς θα πεθάνεις από ασφυξία. Παρά τα όποια σκαμπανεβάσματά μου, πάντα έκρυβα μέσα μου μια αισιοδοξία και μια εμπιστοσύνη στα πράγματα και τους ανθρώπους, όσο και αν οι ίδιοι οι άνθρωποι προσπαθούν να μου αποδείξουν το αντίθετο. Ναι, είμαι αισιόδοξος. Μπορεί να μην το βγάζω πάντα, αλλά είμαι. Αλλιώς δεν θα έγραφα. Αλλιώς δεν θα υπήρχα τώρα.
Το βιβλίο πιστεύω πως βγάζει μια αισιοδοξία. Ίσως να μην φαίνεται, αλλά δεν θέλω να το λάβει κάποιος ως απαισιόδοξο. Υπάρχουν πολλά φωτεινά σημεία μέσα. Ο τίτλος δεν είναι παραπλανητικός. Στο σκοτάδι πάντα κρύβεται ένα φως. There is a crack in everything, that’s how the light gets in, είπε ο Leonard Cohen. Αυτό πιστεύω. Αυτό προσπάθησα να γράψω. Για το φως που τρυπώνει μέσα στο σκοτάδι.
Το βιβλίο σας απευθύνεται αποκλειστικά σε ενήλικες ή μπορεί να αποτελέσει ανάγνωσμα και για το εφηβικό κοινό;
Δεδομένου ότι ο βασικός πρωταγωνιστής είναι ένα αγόρι, που περιγράφει τη ζωή του, προσπάθησα να γράψω όπως θα έγραφε ένα αγόρι. Ένας συνάδελφος μου – σιχαίνομαι αυτό τον όρο από το πανεπιστήμιο- στη δουλειά, ο οποίος είναι μεγαλύτερος σε ηλικία και του έριξε μια ματιά, μου είπε ότι είναι βιβλίο που απευθύνεται σε πιο μικρές ηλικίες. Και εν μέρει έχει δίκιο και ήταν ένας στόχος μου αυτός, να μπορέσουν να το διαβάσουν άνθρωποι στην ηλικία μου, λίγο μεγαλύτεροι ή και μικρότεροι και να μπορούν να ταυτιστούν κάπως ως ένα βαθμό, να υπάρχει μια σχετικότητα . Όσον αφορά το πιο ενήλικο κοινό, ήθελα να είναι μια ιστορία που να μπορούν να την διαβάσουν και, μέσω κάποιων εικόνων και γεγονότων, να αναπολήσουν και να θυμηθούν.
Πού ακριβώς στοχεύετε ως συγγραφέας μέσω του βιβλίου σας αυτού, στην ψυχαγωγία, στον προβληματισμό, στη διαπαιδαγώγηση του αναγνώστη ή σε κάτι άλλο;
Κάπου συγκεκριμένα δεν στοχεύω, όχι. Βέβαια, προσπάθησα να το κάνω ενδιαφέρον και να βάλω και λίγο χιούμορ μέσα, αλλά μέχρι εκεί. Ίσως στον προβληματισμό λίγο, δεν ξέρω. Βασικός μου στόχος ήταν να πω μια ωραία ιστορία με τον δικό μου τρόπο. Να δώσω στον κόσμο κάτι λίγο έστω από αυτά που μου έχουν δώσει εμένα άλλοι δημιουργοί.
Είστε ευχαριστημένος από τη συνεργασία σας με το εκδοτικό σας σπίτι; Θεωρείτε πως ένας καλός εκδοτικός οίκος συμβάλει σημαντικά στην καλύτερη και επιτυχέστερη προώθηση ενός βιβλίου;
Είμαι αρκετά ευχαριστημένος με τη συνεργασία μου με τον εκδοτικό οίκο ‘’Ελκυστής’’. Ο εκδότης μου, ο κύριος Αχιλλέας Τριαντόγλου, επικοινώνησε σχετικά γρήγορα μαζί μου, από τη στιγμή που έστειλα το μυθιστόρημα στον εκδοτικό οίκο και με χαρά δέχθηκε να εκδώσει το βιβλίο αυτό και τον ευχαριστώ μέσα από τα βάθη της καρδιάς μου. Αλλά και στο τεχνικό κομμάτι, την επιμέλεια και το στήσιμο του βιβλίου δεν γίνεται να μην ευχαριστήσω την επιμελήτρια μου, την κυρία Κατσούφη, για την τρομερή προσοχή που έδωσε. Στάθηκε σε κάθε σημείο στο κείμενο μου και, χωρίς να πειράξει στο ελάχιστο το περιεχόμενο, με βοήθησε να δω πράγματα που μου είχαν ξεφύγει ή που δεν είχαν αποτυπωθεί σωστά και μου έμαθε και πράγματα που δεν ήξερε για το γράψιμο.
Σίγουρα ένας καλός εκδοτικός οίκος μπορεί να συμβάλει στην καλύτερη και επιτυχέστερη προώθηση ενός βιβλίου. Υπάρχει ένα αίσθημα ασφάλειας. Αλλά δεν είναι μόνο αυτό αρκετό. Δεν είναι μόνο το δικό σου βιβλίο που εκδίδεται και υπάρχουν πολλοί παράγοντες οι οποίοι παίζουν ρόλο. Παίζει μεγάλο ρόλο το marketing, το θέμα του βιβλίου, οι διασυνδέσεις... Είναι τόσα πολλά, που μόλις τώρα αρχίζω να τα μαθαίνω.
Πριν κλείσουμε τη συζήτηση θα ήθελα να μας παραθέσετε ένα μικρό απόσπασμα από το βιβλίο σας
Για μια στιγμή σωπάσαμε και οι δύο. Συνέχιζα να την αγκαλιάζω. Ώσπου σηκώθηκε, τεντώθηκε και μετά ξανακάθισε δίπλα μου για να την αγκαλιάσω πάλι.
«Δημήτρη, το ξέρεις πως μέσα στη νύχτα οι πυγολαμπίδες λάμπουν; Έτσι φαντάζομαι τον εαυτό μου. Μια πυγολαμπίδα που χάθηκε μέσα στο σκοτάδι. Παντού γύρω μου το σκοτάδι και εγώ πετάω στο άγνωστο χωρίς να ξέρω πού πηγαίνω. Αλλά έχω το φως μου να με καθοδηγεί και να μου δίνει δύναμη, γιατί έτσι ξέρω πως το σκοτάδι, όσο κρατάω το φως μου λαμπερό, δεν θα κυριαρχήσει ποτέ. Έτσι αισθάνομαι, δηλαδή έτσι με φαντάζομαι. Μια πυγολαμπίδα που λάμπει στο σκοτάδι».
Δεν ήξερα τι να πω. Την αγκάλιασα ακόμα πιο σφιχτά.
«Βλακεία ε;»
«Είναι από τα ομορφότερα πράγματα που έχω ακούσει ποτέ μου. Σε-».
«Τι;»
«Τίποτα…».
«Έλα, πες μου!»
«Είναι απλά πως... σ' αγαπάω Γιώτα. Και εγώ σ' αγαπάω. Μέρα με την μέρα, σ' αγαπάω όλο και περισσότερο. Και θέλω να διώξω αυτό τον πόνο, αυτή τη θλίψη από τα μάτια σου. Θέλω να το κάνω, αλήθεια. Μέχρι τότε, μην με αφήσεις ποτέ. Σε παρακαλώ, μην με αφήσεις ποτέ. Θα κάνω τα πάντα για σένα, Γιώτα. Μην με αφήσεις ποτέ»
Κύριε Ορφανίδη, σας ευχαριστώ θερμά για την κουβέντα μας και σας εύχομαι καλή και δημιουργική συνέχεια σε ό,τι κι αν κάνετε.
Και εγώ σας ευχαριστώ πολύ για την κουβέντα μας. Να είστε πάντα καλά!
Βιογραφικό:
Ο Θεόδωρος Ορφανίδης (Ο.Γ.Θ.) γεννήθηκε στην Κοζάνη, μεγάλωσε στο Δρέπανο και το Μαυροδένδρι Κοζάνης, με μια παιδική ηλικία συνηθισμένη και παράλληλα ιδιαίτερη σαν τον ίδιο, για ένα μικρό διάστημα με τη φιλοδοξία να γίνει από τους καλύτερους αθλητές ελληνορωμαϊκής πάλης –ο Κρότων Κοζάνης είναι ένας από τους λόγους που είναι ευγνώμων για την καμπούρα του– και στη συνέχεια πέρασε φοιτητής στη Θεσσαλονίκη, στη Νομική του ΑΠΘ, και στην πόλη αυτή κατοικεί και υπάρχει με διάφορες μορφές, τα τελευταία χρόνια.
Οι γονείς και τα δύο αδέρφια του αποτελούν τη μια του οικογένεια και οι φίλοι του, μαζί με κάποια ακόμη κοντινά πρόσωπα αλλά και μερικά που χάθηκαν λίγο στο πέρασμα των χρόνων, τη δεύτερή του οικογένεια.
Από ένα σημείο και έπειτα, δεν περίμενε ποτέ να φτάσει έως εδώ και το θεωρεί θαύμα. Βρίσκει καταφύγιο συνήθως στο γράψιμο, στη μουσική, τα βιβλία, τις ταινίες, τις σειρές, τα manga και τα anime συν τοις άλλοις.
Κάτι που του λένε οι φίλοι του και το πιστεύει είναι το εξής: «Ευτυχώς δεν γράφεις όπως μιλάς». Τουλάχιστον βρήκε έναν τρόπο επικοινωνίας…
Δεν είναι πως χρειάζεται πολλά για να είναι εντάξει. Τα κείμενά του τα υπογράφει ως Ο.Γ.Θ., παρ’ όλο που του λένε πως το σωστό θα ήταν Ο.Θ.Γ. ή Θ.Γ.Ο. – τα δοκίμασε και δεν του άρεσαν.
Έχει εκδώσει και μια ποιητική συλλογή με τίτλο «Είναι αυτά τα τελευταία ποιήματα που γράφω για σήμερα», εκδόσεις Πηγή.
Μπορείτε να τον βρείτε είτε στην προσωπική του σελίδα στο Facebook (Θεόδωρος Ορφανίδης), είτε στο Instagram (the0rf), ενώ πού και πού ανεβάζει και κανένα κείμενό του στο blog που διατηρεί (https://mynewsecre1.blogspot.com/).
0 Σχόλια