Κύριε Βούλγαρη, είστε
πεζογράφος, δοκιμιογράφος, επιμελητής συλλογικών τόμων, αρθρογράφος και
κριτικός λογοτεχνίας. Τι απ’ όλα υπερισχύει στη ζωή σας και γιατί;
Θα ήθελα να υπερισχύει η ιδιότητα του ενδιαφέροντος ανθρώπου... Άλλωστε, δεν υπάρχει και τόσο μεγάλη μίξη: γράφω πεζογραφία, αλλά ως κριτικός λογοτεχνίας γράφω μόνο για ποιητικά βιβλία. Η επιμέλεια συλλογικών τόμων είναι μια ευθύνη που κάθε φορά πρέπει να πάρει ένας από τους συμμετέχοντες στον τόμο, ενώ το δοκίμιο είναι η σύνθεση όλων των προηγούμενων. Δεν γίνονται όμως όλα τόσο απλά, και κυρίως ταυτόχρονα. Υπάρχουν μεγάλες φάσεις, όπου γράφω τα πεζογραφικά μου, ζω στον ρυθμό της γλώσσας τους, ζω μέσα στις απαιτήσεις τους, και ελάχιστα ασχολούμαι με τα υπόλοιπα, σχεδόν μηχανικά. Αντίστοιχα, όταν γράφω κριτική και δοκίμιο, δεν μπορώ να μπω στη γλώσσα της πεζογραφίας.
Γιατί γράφετε; Τι ήταν αυτό που σας
παρακίνησε, ώστε να κάνετε αυτό το βήμα προς τη λογοτεχνία;
Όχι πάντως για να κάνω τη ζωή μου πιο ενδιαφέρουσα... Η λογοτεχνία δεν είναι υπεκφυγή ή αναπλήρωση εαυτού, μπρος στα αδιέξοδά μας. Δεν είναι διέξοδος αλλά, συχνά, πολύ συχνά, η γραφή σημαίνει βούλιαγμα, π.χ. βαθιά στην κατάθλιψη. Τελικά, η λογοτεχνία είναι εμπλοκή. Αν αξίζει τον κόπο; Νομίζω πως αξίζει, αλλά η απάντηση είναι πάντα απολύτως προσωπική.
Από το βιογραφικό σας
διαπιστώνουμε τη μεγάλη σας αγάπη για την ποίηση. Πώς προέκυψε αυτή;
Μα, για να γράψω πεζογραφία... Παρ’ ότι πεζογράφος, πάντα θεωρούσα ότι η ποίηση είναι που συνέχει τη διαδρομή μου, μα και όλη τη νεοελληνική διαδρομή, όπως την προσέγγιζα μέσα από τη μελέτη και κριτική της ποίησης. Άλλωστε, η ποιητική παράδοση είναι η μόνη που διαθέτουμε ως εθνική λογοτεχνία, και πάνω της ενοφθαλμίζονται όλες οι άλλες λογοτεχνικές εκφάνσεις.
Δέχεστε επιρροές από άλλους αγαπημένους σας
συγγραφείς ή και ποιητές στα έργα σας;
«Επιρροές»
όχι. Συνομιλώ με έργα άλλων ομοτέχνων, του ίδιου αισθητικού ρεύματος στο οποίο
μετέχω, δηλαδή της πολυφωνικής μεταμυθοπλασίας, όπως ο Γιάννης Πάνου και ο
Θανάσης Βαλτινός. Συνομιλώ ακόμα με το έργο των σημαντικότερων από τους ποιητές
για τους οποίους γράφω (Ηλίας Λάγιος, Γιώργος Μπλάνας, Ευγένιος Αρανίτσης,
Μαρία Κούρση...). Συνομιλία όμως, χειραφετημένη από την «αγωνία της επίδρασης,
σημαίνει φυσικά και οικειοποίηση. Ναι, οικειοποιούμαι σπαράγματα από το έργο τους,
πρώτον γιατί αυτό τους τιμά, και δεύτερον γιατί είναι βασικό στοιχείο της
τεχνικής της μεταμυθοπλασίας.
Τι μπορεί να αποτελέσει έμπνευση για εσάς;
Η
μεταμυθοπλασία ανακόπτει μια παράδοση αιώνων, που οργανώθηκε με βάση τη νεύρωση
της «έμπνευσης». Με τον συγγραφέα, στο ρόλο του μικρού θεού, να φτιάχνει τον
κόσμο (του). Η μεταμυθοπλασία ξαναγράφει, μεταγράφει, μετασκευάζει, προϋπάρχοντα
κείμενα, γραπτά ή προφορικά, κείμενα, δηλαδή λόγους παντός είδους. Ή ακόμα και
κατασκευάζει κειμενικά τεκμήρια. Αυτός ο συγγραφέας είναι πλέον ένας γραφέας.
Θεωρείτε ότι υπάρχει συνταγή για τη
συγγραφή ενός καλού βιβλίου;
Βεβαίως. Να απευθύνεται πρωτίστως στον συγγραφέα του... Επειδή όμως ο Ρολάντ Μπαρτ μας έχει ενημερώσει ότι ο συγγραφέας έχει «πεθάνει» προ πολλού, και απομένει μόνο ο γραφέας, αυτό σημαίνει πως ένα «καλό βιβλίο» δεν «απευθύνεται» σε κανέναν.
Εντοπίζετε κοινά στοιχεία ανάμεσα στο
δοκιμιακό και το λογοτεχνικό κείμενο; Εσείς ως άνθρωπος που ασχολείστε
παράλληλα και με την αρθρογραφία, πέρα από την λογοτεχνία, δυσκολευτήκατε ποτέ
να προσαρμόσετε το ύφος της γραφής σας ανάλογα με την περίσταση, προκειμένου να
γίνετε περισσότερο αποδεκτός στο αναγνωστικό κοινό που απευθύνεστε;
Όλα τα κείμενα είναι λογοτεχνία; Όχι βέβαια. Το δοκίμιο όμως είναι λογοτεχνικό είδος. Γιατί όχι και ένα άρθρο; Εδώ ο λόγος ανήκει στη θεωρία της λογοτεχνίας και στη λογοτεχνική κριτική. Πάντως, σέβομαι τους αρθρογράφους που μπορούν, μερικοί καθημερινά, να γράφουν κείμενα με ρυθμό λόγου, με ένταση, με χρώμα, με ανατροπές. Εύχομαι και αυτοί να σέβονται τα λογοτεχνικά κείμενα.
Το αναγνωστικό κοινό στην Ελλάδα στηρίζει τις προσπάθειες των νέων συγγραφέων και ποιητών; Τι πιστεύετε;
Δεν τις στηρίζει.
Γιατί η δομή της νεοελληνικής κουλτούρας, από ιδρύσεώς της, είναι συντηρητική.
Δεν αποζητά το καινούριο, μόλις που ανέχεται το παραδεδομένο. Εντελώς αντίθετη
είναι η δομή π.χ. της γαλλικής κουλτούρας, που επί μερικούς αιώνες αναζητούσε
πάντα το καινοφανές. Γι’ αυτό και έχει τόσα σημαντικά μεγέθη σε όλες τις τέχνες
– δεν είναι θέμα DNA.
Είναι χρέος του κάθε δημιουργού
να μοιράζεται το έργο του όταν το ολοκληρώσει; Εσείς στη προκειμένη περίπτωση, πιστεύετε
ότι με το έργο σας προσθέτετε ένα μικρό λιθαράκι στα γράμματα και τον πολιτισμό
μας;
Στα γράμματα, δηλαδή στο πεδίο της τέχνης του λόγου, είμαι σίγουρος
ότι προσθέτω. Με βάση αυτή την παραδοχή γράφω, αλλιώς δεν θα το έκανα. Αυτό
βέβαια μέλλει να αποδειχθεί... Ο λεγόμενος «πολιτισμός» δεν με αφορά.
Ας αναφερθούμε λίγο περισσότερο σ’ αυτό. Πρόκειται, λοιπόν, για ένα δοκίμιο που κυκλοφόρησε το Μάρτιο του 2021 από την «Εκδοτική Αθηνών» και φέρει τον τίτλο «Η δικιά μας Ελένη, Ψηφίδες και πρόσωπα της σύγχρονης ποίησης». Πείτε μας δυο λόγια για το περιεχόμενό του. Τι θα διαβάσει ο αναγνώστης πιάνοντας το βιβλίο αυτό στα χέρια του;
Θα διαβάσει, αν αντέξει, μια διαφορετική εικόνα απ’ αυτήν που έχει στο
μυαλό του, για τη νεοελληνική ποίηση, από τον Σολωμό μέχρι σήμερα. Θα έχει την
ευκαιρία –δεν ξέρω αν θα έχει την αντοχή- να ανακαλύψει πως οι περισσότερες από
τις λογοτεχνικές βεβαιότητές του, που τον συνέχουν ως προσωπικότητα, είναι
μπαγιάτικες. Παρ’ όλα αυτά, δεν πρόκειται για ένα «ανατρεπτικό» βιβλίο. Απλά,
πολύ απλά, κάθε σημαντικό καινούριο ποίημα που γράφεται, κάθε σημαντικός καινούριος
ποιητής που εμφανίζεται, αλλάζει, ανεπαισθήτως ή δραματικά, την εικόνα δύο
αιώνων νεοελληνικής ποίησης. Και επειδή ο μέσος αναγνώστης έχει μείνει στον
Σεφέρη και τον Ελύτη, δηλαδή υπολείπεται κατά έναν αιώνα από τη σύγχρονη
ποιητική πραγματικότητα, διαβάζοντας το βιβλίο μου θα έχει την ευκαιρία να
αναμετρηθεί με τις βεβαιότητές τους. Γιατί σε αυτόν τον τελευταίο αιώνα, και
μάλιστα τις τελευταίες δεκαετίες, δηλαδή στις μέρες μας, υπάρχουν πολύ
σημαντικά ποιητικά έργα και πολύ σημαντικοί ποιητές και ποιήτριες.
«Ελένη είναι ο τρόπος, να περιπατής στο άγριο δάσος
Να μην φοβάσαι τον λύκο, τα’ αγκάθια να μην σε τρυπάνε
Ν’ ακολουθείς στο τρέξιμο το πιο γοργό ζαρκάδι, να το προφτάνης
Να το κυττάς κατάματα, στα μάτια της Ελένης» (Ηλίας Λάγιος) (Σελ. 42)
Γιατί επιλέξατε τον συγκεκριμένο τίτλο για να κοσμήσει το εξώφυλλό του βιβλίου σας; Τελικά, ποια είναι για εσάς η Ελένη;
Όλα και τίποτα. Όπως η ποίηση. Όπως η Ελένη.
Κώστας Βούλγαρης, 18 ετών |
Η σύγχρονη ελληνική ποίηση φέρνει κάτι το διαφορετικό στα γράμματα; Ποια η γνώμη σας; Και πόσο εύκολο ή δύσκολο τελικά είναι να εκφέρει κάποιος μια ολοκληρωμένη άποψη στο θέμα αυτό, δεδομένου της μεγάλης εκδοτικής κίνησης των ημερών μας; Σας ρωτώ αυτό, διότι έργα αξιόλογων ποιητών τα οποία κυκλοφορούν στην αγορά ενδέχεται να περνάνε απαρατήρητα λόγω της ελάχιστης έως και ανύπαρκτης εμπορικής τους κίνησης.
Τίποτα δεν χάνεται, ακόμα και μέσα στην υπερπαραγωγή των ημερών μας,
αν έστω δύο μάτια σταθούν πάνω του. Το θέμα είναι τι έχει να τους πει. Αν έχει,
το βιβλίο, αργά ή γρήγορα, θα βρει το δρόμο του.
Τελικά ως κριτικός λογοτεχνίας
εντοπίζετε την Ελένη στους σύγχρονους Έλληνες ποιητές;
Εάν μπορούσαμε να ρωτήσουμε την Ελένη, νομίζω πως θα συμφωνούσε...
Θέλω να πω, ότι είναι αρκετοί οι σύγχρονοι ποιητές, που το έργο τους έχει
ενσωματώσει, διά της ποιότητάς του, διά της αισθητικής του αρτίωσης, διά της
καινοτομίας του, τη βάσιμη αξίωση, να αποτελέσει έναν σταθμό στη νεοελληνική
ποιητική γλώσσα.
Με ποιο κριτήριο έγινε η
συγκεκριμένη επιλογή των φυσικών και λογοτεχνικών προσώπων που αναφέρετε στο
βιβλίο σας;
Με κριτήρια αισθητικά. Υπάρχει
άλλος τρόπος, ώστε να μην καταστεί κανείς αφερέγγυος;
Σε ποιο κοινό απευθύνεται το
βιβλίο σας;
Στους κάπως υποψιασμένους αναγνώστες.
Σχεδιάζετε κάποια παρουσίαση
του βιβλίου σας το προσεχές μέλλον;
Από Σεπτέμβριο, να είμαστε καλά.
Πού μπορεί κάποιος να βρει το
βιβλίο σας;
Στα βασικά βιβλιοπωλεία, της Αθήνας και της επαρχίας.
Είστε ικανοποιημένος από το
εκδοτικό σας σπίτι;
Οι κυρίες οικοδέσποινες είναι ευγενέστατες και εξαιρετικές στη δουλειά
τους.
Μια ευχή σας για το μέλλον;
Να γραφούν εξίσου καλά ποιήματα, με αυτά των τελευταίων δεκαετιών,
ώστε κάποιος άλλος κριτικός να ανατρέψει, ως ξεπερασμένη, τη δικιά μου εικόνα
για τη νεοελληνική ποίηση.
Κύριε Βούλγαρη, σας ευχαριστώ
πολύ για τη συζήτηση και σας εύχομαι κάθε επιτυχία προσωπική, επαγγελματική και
συγγραφική.
Να είστε καλά.
Βιογραφικό
Ο Κώστας Βούλγαρης είναι κριτικός λογοτεχνίας και πεζογράφος. Από το 2002 επιμελείται το ένθετο βιβλίου και ιδεών, τις «Αναγνώσεις» της κυριακάτικης Αυγής. Για είκοσι πέντε χρόνια, ασχολείται συστηματικά και δημοσιεύει κριτικές, δοκίμια και άλλα κείμενα, για τη σύγχρονη ποίηση. Έχει συμμετάσχει σε συνέδρια, ημερίδες, εκδηλώσεις και άλλες δημόσιες συζητήσεις, και έχει επιμεληθεί συλλογικούς τόμους, για τη νεοελληνική ποίηση.
0 Σχόλια