Παύλος Μαρής: "Η λογοτεχνία καταλήγει να γίνεται συχνά αναγκαίο καταφύγιο"


Ο Παύλος Μαρής είναι δικηγόρος και εργάζεται στο Λονδίνο. Η μεγάλη του ανάγκη για εξωτερίκευση των σκέψεων του τον οδήγησε πρόσφατα στο δρόμο της συγγραφής. Το πρώτο του βιβλίο κυκλοφόρησε ήδη από τις εκδόσεις «Φυλάτος» και φέρει τον τίτλο «Δεν είμαι τόσο μόνος τα βράδια του καλοκαιριού». Σήμερα φιλοξενείται στις Τέχνες και μας μιλάει γι' αυτό στη συνέντευξη που ακολουθεί.

Συνέντευξη στη Στέλλα Πετρίδου


Κύριε Μαρή, πείτε μας δυο λόγια για τη συγγραφική σας πορεία; 

Το παρόν είναι το πρώτο μου βιβλίο. Και όπως κάθε πρώτο βήμα, ήταν μια απόπειρα που έγινε σταδιακά και με συστολή. Δεν είμαι κατ’ επάγγελμα συγγραφέας, επομένως αποτέλεσε μια ιδιαίτερη άσκηση για εμένα να βρω την απαραίτητη πειθαρχία και τη μέθοδο ώστε να μετατρέψω τις σκέψεις και τα συναισθήματά μου σε λέξεις.

Τι ήταν αυτό που σας ώθησε να ακολουθήσετε το δρόμο της λογοτεχνίας; 

Χωρίς δεύτερη σκέψη, η ανάγκη για έκφραση. Αυτό που ανέφερα και παραπάνω, δηλαδή η ανάγκη να εξωτερικεύσω και να μοιραστώ με άλλους τις σκέψεις και τα συναισθήματά μου. Θεωρώ πως οι περισσότεροι άνθρωποι σήμερα διάγουν απαιτητικές ζωές. Είτε αυτό έχει να κάνει με την ανάγκη για επιβίωση, είτε πηγάζει από τις σύνθετες και περίπλοκες ανθρώπινες σχέσεις, είτε από την έλλειψη αυτών. Επομένως οι περισσότεροι από εμάς, σε μικρό ή σε μεγαλύτερο βαθμό, συσσωρεύουμε συναισθήματα τα οποία ορισμένες φορές ζητούν απεγνωσμένα διέξοδο. Ειδικά για τους πιο συνεσταλμένους, αυτή η ανάγκη για έκφραση γίνεται ενίοτε εκκωφαντική. Και δυστυχώς, ελάχιστοι άνθρωποι καταπιάνονται με επαγγέλματα ή με ασχολίες οι οποίες τους προσφέρουν γόνιμο έδαφος για έκφραση. Επομένως, η λογοτεχνία καταλήγει να γίνεται συχνά αναγκαίο καταφύγιο.

Πώς συνδυάζεται η συγγραφική σας δραστηριότητα με τις πολύ αξιόλογες σπουδές σας, αλλά και την επαγγελματική σας ενασχόληση; 

Τι εννοείτε; Αν αυτά τα δύο πράγματα έχουν σχέση το ένα με το άλλο, ή το πως συνδυάζονται σε πρακτικό επίπεδο; Θα σας απαντήσω και στα δύο. Σε πρώτη ανάγνωση δεν υπάρχει άμεση σχέση. Σε δεύτερη ανάγνωση, το ένα πεδίο τροφοδοτεί το άλλο και μάλιστα αδιάλειπτα. Οι σπουδές αλλά και η εργασία, μας ανοίγουν τον δρόμο σε ενδιαφέρουσες παραστάσεις, συναναστροφές, ταξίδια, εμπειρίες. Τι καλύτερο «καύσιμο» για τη συγγραφή! Η δε συγγραφή αποτελεί πνευματική άσκηση. Πειθαρχεί τον νου, εξασκεί την έκφραση, οξύνει τη φαντασία. Αυτά με τη σειρά τους είναι εφόδια που βρίσκουν εφαρμογή παντού! Όσον αφορά το πως συνδυάζεται η συγγραφή με όλα τα υπόλοιπα σε πρακτικό επίπεδο, αυτό για εμένα δεν αποτέλεσε ποτέ πρόβλημα. Υπάρχει και πρέπει να υπάρχει χρόνος για όλα, ειδικά για πράγματα τα οποία μας κάνουν καλύτερους ανθρώπους. Δεν είναι πολυτέλεια, είναι ανάγκη.

Τι μπορεί να αποτελέσει έμπνευση για εσάς; 

Τα πάντα! Αλλά κυρίως οι συμπεριφορές των ανθρώπων γύρω μου. Οι άνθρωποι δε σταματούν να με εκπλήσσουν και να με συναρπάζουν. Η ανθρώπινη ψυχοσύνθεση είναι το πιο σύνθετο κατασκεύασμα στο σύμπαν.


Ποιος θεωρείτε ότι είναι ο σκοπός της λογοτεχνίας στις μέρες μας; 

Να κάνει τη ζωή μας ομορφότερη. Να μας εξυψώνει, να μας κάνει καλύτερους ανθρώπους. Η τέχνη εκπολιτίζει, εξημερώνει.

Πιστεύετε ότι οι άνθρωποι με την ολοένα και αυξανόμενη χρήση του διαδικτύου διαβάζουν βιβλία; 

Θέλω να πιστεύω πως ναι. Υπάρχει ένα στοιχείο στο βιβλίο το οποίο παραμένει αναντικατάστατο. Η μυρωδιά, η αφή, δεν ξέρω τι ακριβώς είναι… Αλλά και το διαδίκτυο με σωστή και λελογισμένη χρήση, μια χαρά είναι. Είναι και αυτό ένα πρώτης τάξης μέσο έκφρασης, με παγκόσμια εμβέλεια και δημοκρατικότατο. Μπορεί να δώσει βήμα στον οποιονδήποτε.

Έχετε πρότυπα ως συγγραφέας; Στα γραπτά σας θα διαπιστώσει ο αναγνώστης επιρροές από άλλους αγαπημένους σας συγγραφείς; 

Φυσικά και υπάρχουν επιρροές. Είμαστε αυτό που βλέπουμε, αυτό που τρώμε, αλλά και αυτό που διαβάζουμε. Είναι αναπόφευκτο να αναπαράγουμε, έστω και ασυνείδητα, κάτι το οποίο μας στιγμάτισε, μας άφησε ένα ορισμένο αποτύπωμα.

Ποιος είναι ο πιο αγαπημένος σας συγγραφέας και ποιο το πιο αγαπημένο σας βιβλίο; 

Έχω πολλούς αγαπημένους συγγραφείς αλλά και βιβλία. Από τους κλασικούς Έλληνες θα αναφέρω τον Καζαντζάκη και τον Τερζάκη. Από τους πιο σύγχρονους ξεχωρίζω τον Ζουργό, τον Κουμανταρέα, τον Μαγκλίνη και πιο πρόσφατα τον Κυθρεώτη και τον Μάντη. Τα τελευταία βιβλία που με συγκλόνισαν ήταν τα Βαμμένα Κόκκινα Μαλλιά του Μουρσελά και το Ταξίδι στην Άκρη της Νύχτας του Σελίν.


Ας μιλήσουμε τώρα για το πρώτο σας βιβλίο, που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις «Φυλάτος» και φέρει τον τίτλο «Δεν είμαι τόσο μόνος τα βράδια του καλοκαιριού». Πρόκειται για μία συλλογή έξι διηγημάτων, που, όπως διαβάζουμε και στο οπισθόφυλλο της, δεν έχουν απαραίτητα happy end, αλλά όλα τους παρουσιάζουν στον αναγνώστη χαρακτήρες ανθρώπινους, ευάλωτους, σε διαρκή αναζήτηση ενός νοήματος και μιας βαθιάς λαχτάρας για επαφή. Τελικά, όλοι οι άνθρωποι αυτό δεν είναι στην πραγματικότητα, ευάλωτοι κι ανασφαλείς; Δεν αποζητούν πάντα μια σιγουριά, ένα αληθινό νόημα ύπαρξης κι ένα σημάδι που θα τους δείξει ότι τελικά δεν είναι μόνοι στη ζωή, πάντα κάτι θα τους ενώνει με κάποιον ή κάποιους άλλους, έστω ακόμα και σα σκέψη; 

Νομίζω πως ναι. Αν ήταν να συνοψίσει κανείς τον «κοινό παρονομαστή» της ανθρωπότητας, η ανάγκη για επαφή θα ήταν πολύ ψηλά στη λίστα. Είμαστε όλοι ατελείς, ευάλωτοι και διψάμε για επαφή. Αυτό που έχει ενδιαφέρον είναι οι κυριολεκτικά άπειροι τρόποι με τους οποίους η ανθρώπινη ανασφάλεια και ανάγκη για επαφή μπορούν να έρθουν στην επιφάνεια. Ακόμη και οι φαινομενικά μοναχικοί άνθρωποι αναζητούν την επαφή. Με τον δικό τους, διακριτικό τρόπο.

Ποιο υπήρξε το βασικό ερέθισμά σας για να ξεκινήσετε τη συγγραφή του συγκεκριμένου έργου; 

Δεν υπήρξε ένα συγκεκριμένο ερέθισμα. Το έργο αυτό είναι μια σύνθεση, μια περίληψη αν θέλετε διαφορετικών εμπειριών, σκέψεων και προβληματισμών της ενήλικης ζωής μου. Η ανάγκη για έκφραση επίσπευσε την αποτύπωση των σκέψεων στο χαρτί. Ίσως ο θάνατος του πατέρα μου πριν πέντε χρόνια να λειτούργησε σαν ένας επιπλέον καταλύτης. Δεν άντεχα άλλο, ήθελα να «μιλήσω».

Πείτε μας δυο λόγια για το περιεχόμενο των ιστοριών σας. 

Φαινομενικά δεν υπάρχει κάποιο κοινό στοιχείο στις ιστορίες. Μια ιστορία είναι σε ύφος φιλμ νουάρ και διαδραματίζεται στο Παρίσι της δεκαετίας του 1960. Μια άλλη ιστορία είναι η γνωριμία δύο ανθρώπων από αντίθετους κόσμους. Ένας νεαρός δικηγόρος και ένας περιθωριακός ροκ μεσήλικας. Μια άλλη ιστορία διαδραματίζεται μεταξύ του υπογείου και της ρεσεψιόν ενός μικρού ξενοδοχείου στο Λονδίνο. Υπάρχει ένας πλουραλισμός στους χαρακτήρες, στα μέρη και στις χρονικές περιόδους. Μια εκ των ιστοριών τρέχει παράλληλα με μια άλλη, στην κατοχική Ελλάδα του 1943.

Με ποιο κριτήριο έγινε η επιλογή των συγκεκριμένων ιστοριών του βιβλίου σας και τι είναι αυτό που τις συνδέει μεταξύ τους; 

Όπως αναφέρει το οπισθόφυλλο του βιβλίου και όπως επισημαίνω πιο πάνω, η ανάγκη για επαφή και η αναζήτηση νοήματος αποτελούν το συνδετικό κρίκο μεταξύ των ιστοριών. Νομίζω πως οι ιστορίες ήρθαν και «κούμπωσαν» πάνω σε ήρωες και χαρακτήρες που είχα ήδη συνθέσει μέσα μου, παρά το αντίστροφο. Με λίγα λόγια, πρώτα οραματίζομαι έναν χαρακτήρα, την προσωπικότητά του, αυτό που θέλω να βγάλει προς τα έξω, τη διάδρασή του με τον κόσμο και ύστερα πλάθω μια ιστορία γύρω από αυτό.

Διακρίνεται μια έντονη μελαγχολική διάθεση στο έργο σας και μια συγκρατημένη αισιοδοξία. Χρειάζεται αρκετή δουλειά με τον εαυτό του ο άνθρωπος για να συλλάβει το πραγματικό νόημα της ύπαρξής του και να μάθει να ισορροπεί ανάμεσα στα πραγματικά θέλω της ψυχής του και των υποχρεωτικών συμβιβασμών που είναι υποχρεωμένος να κάνει στη ζωή για να νιώθει προστατευμένος από τους άλλους και ασφαλής. Για ποιο λόγο επιμένετε σ’ αυτό; Ποιο είναι το μήνυμα που θέλετε να περάσετε στον αναγνώστη; 

Νομίζω πως η ιστορία των περισσοτέρων από εμάς είναι μια συνεχής αντιπαράθεση του «θέλω» με το «πρέπει». Εμένα αυτό με συγκινεί, μου βγάζει μια ιδιαίτερη ευαισθησία. Ίσως επειδή λόγω ιδιοσυγκρασίας και εκπαίδευσης ταλαιπωρήθηκα και εγώ έντονα σε αυτή τη διελκυστίνδα. Ακόμη ταλαιπωρούμαι, όπως θεωρώ πως ταλαιπωρείται ο περισσότερος κόσμος. Πιστεύω πως μια από τις μεγαλύτερες προκλήσεις για κάθε άνθρωπο όσο ζει, είναι το να ανακαλύψει πραγματικά το ποιος είναι και τι θέλει. Όχι αυτό που νομίζει ότι θέλει (η που οφείλει να θέλει) ή αυτό που πιστεύει πως οι άλλοι θέλουν από εκείνον. Αλλά ακόμη και αν η ανακάλυψη αυτή τελεσφορήσει, οι προκλήσεις δε σταματούν εκεί. Θα πρέπει καθείς από εμάς να βρει το κουράγιο να βαδίσει προς αυτή την κατεύθυνση. Άλλη δυσκολία αυτή! Ίσως για αυτό να διακρίνεται μια μελαγχολία στις ιστορίες, ακριβώς επειδή το μονοπάτι αυτό είναι δύσβατο και ανηφορικό. Αλλά όπως πολύ σωστά είπατε, υπάρχει και μια συγκρατημένη αισιοδοξία. Μετά από κάθε ανήφορο υπάρχει πλάτωμα όπου μπορούμε να ξαποστάσουμε και να απολαύσουμε τους καρπούς των κόπων μας. Απλά δε γνωρίζω, για τον καθένα από εμάς, πόσο κοντά είναι αυτό το πλάτωμα και πόσο κουράγιο μας έχει απομείνει μέχρι να φτάσουμε εκεί.

Θα εντοπίσει ο αναγνώστης στις σελίδες του βιβλίου σας στοιχεία της δικής σας προσωπικότητας; 

Αδιαμφισβήτητα. Πιστεύω πως κάθε βιβλίο είναι και μια μικρή αυτοβιογραφία του συγγραφέα. Άλλοτε λιγότερο, άλλοτε περισσότερο συγκεκαλυμμένη.

Υπάρχει κάποια ιστορία στο βιβλίο σας, της οποίας πρωταγωνιστής υπήρξατε εσείς ο ίδιος; 

Εν μέρει ναι, αλλά δε θέλω να πω περισσότερα. Το μυστήριο και τα ερωτηματικά γοητεύουν!



Το βιβλίο σας απευθύνεται αποκλειστικά σε ενήλικες ή μπορεί να αποτελέσει ανάγνωσμα και για το εφηβικό κοινό; 

Θα έλεγα πως είναι περισσότερο ένα βιβλίο για ενήλικες. Όχι ότι δε θα μπορούσε να αγγίξει εφήβους μιας ηλικίας και πάνω, οι οποίοι έχουν αρχίσει να αναπτύσσουν προβληματισμούς για τη ζωή.

Μιλήστε μας για το πρώτο σας εκδοτικό σπίτι. Είστε ευχαριστημένος από τη συνεργασία σας με τις εκδόσεις «Φυλάτος»; 

Απόλυτα! Η συνεργασία με τον εκδοτικό οίκο ήταν απροβλημάτιστη και πολύ ευχάριστη. Είναι όλοι τους άψογα κατηρτισμένοι, με αγάπη και μεράκι για αυτό που κάνουν. Ένα ιδιαίτερο ευχαριστώ στην κα. Χριστίνα Τουρλάκη για τη γραφιστική επιμέλεια του βιβλίου. Μου χάρισε ένα από τα ομορφότερα εξώφυλλα που έχω δει ποτέ μου.

Επόμενα συγγραφικά βήματα κάνετε ή είναι πολύ νωρίς ακόμα; 

Είναι πολύ νωρίς. Αυτά τα πράγματα καλό είναι να βγαίνουν αυθόρμητα και αφού επέλθει η απαραίτητη ωρίμανση μέσα μας.

Πριν κλείσουμε τη συζήτηση θα ήθελα να μας παραθέσετε ένα μικρό απόσπασμα από το βιβλίο σας.


Κύριε Μαρή, σας ευχαριστώ πολύ για την όμορφη συζήτηση και σας εύχομαι κάθε επιτυχία προσωπική και συγγραφική.


Βιογραφικό:

Ο Παύλος Μαρής γεννήθηκε το 1982 στην Αθήνα και μεγάλωσε εκεί. Σπούδασε νομικά και εργάζεται ως δικηγόρος στο Λονδίνο. Έχει ζήσει στην Ελλάδα, στην Αγγλία, στη Γερμανία και στην Ελβετία.

Δημοσίευση σχολίου

0 Σχόλια