Φωτεινή Πίπη: "Η μετάφραση ενός λογοτεχνικού έργου είναι συχνά μια πολύμηνη διαδικασία"


Η σημερνή καλεσμένη των Τεχνών είναι η μεταφράστρια Φωτεινή Πίπη. Μαζί της μας φέρνει 
το νέο μυθιστόρημα στο οποίο υπογράφει τη μετάφραση, «Το ειδώλιο» της Βικτώρια Χίσλοπ που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Ψυχογιός».
Συνέντευξη στη Στέλλα Πετρίδου


Κυρία Πίπη, μετράτε αρκετά χρόνια στα γράμματα ως μεταφράστρια, με αξιόλογες μεταφράσεις στο ενεργητικό σας. Είστε ευχαριστημένη από τη μέχρι τώρα πορεία σας;

Σας ευχαριστώ για τα καλά σας λόγια και για την ευγενική πρόσκληση σε αυτή τη συνέντευξη. Ναι, θα έλεγα πως είμαι αρκετά ευχαριστημένη από την ως τώρα πορεία μου στη μετάφραση.

Τι ήταν αυτό που σας ώθησε στο χώρο του βιβλίου και συγκεκριμένα στο χώρο της λογοτεχνικής μετάφρασης;

Η αγάπη και η τύχη. Πρώτα απ’ όλα, η αγάπη για τον γραπτό λόγο, πέρα από την ανάγνωση βιβλίων από την παιδική ηλικία, με είχε οδηγήσει και σε πρώιμες συγγραφικές αναζητήσεις ήδη από την εφηβεία. Με τη μετάφραση (όχι ακόμα τη λογοτεχνική) ξεκίνησα να ασχολούμαι ευκαιριακά από τα χρόνια των προπτυχιακών σπουδών μου στην Αμερική, στα τέλη της δεκαετίας του 1980, και συνέχισα να μεταφράζω ως πάρεργο τα πρώτα δεκαπέντε χρόνια της επαγγελματικής μου σταδιοδρομίας. Η κομβική συγκυρία που μου επέτρεψε να στραφώ (και) στη λογοτεχνική μετάφραση ήταν η γνωριμία μου με τον Κωνσταντίνο Παπαδόπουλο, νυν Εκδότη στη Διόπτρα, με τον οποίο συνυπήρξαμε ως μεταπτυχιακοί φοιτητές στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο της Αθήνας στα μέσα της δεκαετίας του 2000. Υπήρξε μεγάλος αμοιβαίος σεβασμός και θαυμασμός ανάμεσά μας κι έτσι, όταν του εξέφρασα την επιθυμία να μεταφράσω για τη Διόπτρα, με παρέπεμψε άμεσα στα αρμόδια στελέχη, τα οποία ενθουσιάστηκαν με το δοκιμαστικό μου και έτσι ξεκίνησε η συνεργασία μας, το 2008. Με τα χρόνια, προέκυψαν οι συνεργασίες και με άλλους εκδοτικούς οίκους: Ψυχογιό, Μίνωα, Μεταίχμιο κλπ.

Πώς ορίζετε τη λογοτεχνική μετάφραση ως μεταφράστρια;

Κάθε επιμέρους κλάδος της μετάφρασης έχει τους δικούς του ιδιαίτερους κανόνες, τις δικές του συμβάσεις. Δεν ξέρω αν θα το χαρακτήριζα «ορισμό», πάντως το βασικό διαφοροποιό στοιχείο της λογοτεχνικής μετάφρασης, όπως το αντιλαμβάνομαι εγώ, είναι πως δεν επιχειρείς να μεταφέρεις με ακρίβεια σε μια άλλη γλώσσα μόνο αυτό που λέγεται αλλά και το πώς λέγεται. Δηλαδή, πέρα από τη σημασία των γραφόμενων στη γλώσσα-πηγή, προσπαθείς να αντιστοιχίσεις στη γλώσσα-στόχο και το ύφος της γραφής, το χιούμορ ή τον στόμφο, τον ρυθμό και τη μελωδία του λόγου, το στακάτο ή λεγκάτο των φράσεων, την ποιητικότητα ή μη, την οικονομία της γλώσσας, τις λεπτές αποχρώσεις, τη λιτότητα ή την επιτήδευση ή την ειρωνεία κ.ο.κ. που μετέρχεται ο/η συγγραφέας στο πρωτότυπο. Κι αυτό το βρίσκω μια συναρπαστική διαδικασία.

Πόσο δύσκολη ή εύκολη είναι μια μετάφραση κατά τη γνώμη σας;

Όπως όλες οι δουλειές, όταν θέλεις να τις κάνεις καλά, είναι μια επίπονη διαδικασία. Αλλά είναι και μια δημιουργική διαδικασία, και αυτό το αίσθημα δημιουργικότητας σε «ανταμείβει» ακόμα και κατά τη διάρκεια του πονήματος, ειδικά όταν σου αρέσει το πρωτογενές υλικό.

Δεδομένου ότι μεταφράζετε από τα αγγλικά στα ελληνικά και αντίστροφα, ποιο θεωρείτε δυσκολότερο εγχείρημα ως Ελληνίδα μεταφράστρια και ποια η δική σας προσωπική επιλογή;

Η γνώση μου της αγγλικής γλώσσας είναι μεν σε πολύ υψηλό επίπεδο σε όλα τα πεδία δεξιοτήτων (κατανόηση και παραγωγή προφορικού και γραπτού λόγου), ωστόσο είμαι «φυσική ομιλήτρια» (με τη στενή έννοια του όρου) της ελληνικής, που είναι και η μητρική μου γλώσσα. Κατά συνέπεια, είναι «ευκολότερη» για μένα η μετάφραση από τα αγγλικά προς τα ελληνικά. Εξάλλου, ως μεταφράστρια που δραστηριοποιείται στην Ελλάδα, αυτή τη μετάφραση καλούμαι να κάνω ως επί το πλείστον στον χώρο της λογοτεχνίας, αφού πελάτες μου είναι (κυρίως) ελληνικοί εκδοτικοί οίκοι που εκδίδουν βιβλία στα ελληνικά, απευθυνόμενοι στην ελληνική αγορά. Αντίθετα, σε άλλους τομείς μετάφρασης για άλλους φορείς με τους οποίους συνεργάζομαι στην Ελλάδα (κυρίως από τον χώρο του πολιτισμού και των τεχνών) καλούμαι συνήθως να κάνω την αντίστροφη μετάφραση, από τα ελληνικά στα αγγλικά. Εντούτοις, δεν σας κρύβω ότι με γοητεύει πολύ και η αντίστροφη λογοτεχνική μετάφραση, ιδίως η μετάφραση ποίησης, και με αυτήν καταπιάνομαι πότε πότε στον προσωπικό μου χρόνο.

Μπορεί να επέμβει ένας μεταφραστής στο πρωτότυπο έργο κι αν ναι, πόσο πολύ και για ποιο λόγο;

Η μετάφραση είναι εξ ορισμού επέμβαση στο πρωτότυπο έργο. Δεν γίνεται αλλιώς. Στην πραγματικότητα όλοι/ες μας «επεμβαίνουμε» σε ένα λογοτεχνικό έργο ακόμη και ως αναγνώστες/ριες, καθώς είναι αδύνατο να αντιληφθούμε τα γραφόμενα παρεκτός μέσα από το δικό μας υποκειμενικό φίλτρο κατανόησης του κειμένου. Άρα, η επέμβαση είναι δεδομένη, έστω και υποσυνείδητα. Ωστόσο υπάρχουν και ορισμένες περιπτώσεις όπου επεμβαίνω συνειδητά, και αυτό γίνεται εάν εντοπίσω στο πρωτότυπο έργο κάποιο ακούσιο λάθος, πραγματολογικό ή άλλης φύσεως. Είναι περισσότερα απ’ ό,τι ίσως φαντάζεται κανείς τα λάθη που «ξεφεύγουν» από την επιμέλεια και διόρθωση της πρωτότυπης έκδοσης. Τέτοια λάθη μπορεί να είναι η εκ παραδρομής χρήση του ονόματος ενός ήρωα αντί για κάποιου άλλου ή ένα λάθος τοπωνύμιο ή λάθος χρονολογία και ούτω καθεξής – λάθη, δηλαδή, που μπορεί να εντοπίσει και το αναγνωστικό κοινό της πρωτότυπης γλώσσας. Επιπλέον αυτών, επειδή αρκετά από τα έργα που έχω μεταφράσει έχουν κάποια σχέση με την Ελλάδα, αρκετές φορές έχω επέμβει διορθωτικά αλλάζοντας κάτι που ο «μέσος ξένος αναγνώστης» μάλλον δεν θα εντοπίσει ως λάθος, αλλά είναι πολύ πιθανό να «χτυπήσει» στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό, να υπονομεύσει την «αληθοφάνεια» του έργου και την «αξία» του/της συγγραφέα. Χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι, ας πούμε, όταν ο/η αγγλόφωνος/η συγγραφέας επινοεί κάποιο ελληνικό όνομα ή τοπωνύμιο που στην ελληνική γλώσσα δεν στέκει ούτε ως επινοημένο όνομα ή τοπωνύμιο, ή όταν μεταφράζει ή μεταγράφει ή περιγράφει εσφαλμένα (αλλά πάντα ακούσια) κάποια ελληνική λέξη ή στίχο τραγουδιού ή παροιμία ή απόφθεγμα ή άλλο πολιτιστικό στοιχείο κ.ο.κ. Τότε ναι, επεμβαίνω διορθωτικά. Και αν η διόρθωση είναι σημαντική, γίνεται σε συνεννόηση με τον εκδοτικό οίκο και πολλές φορές σε συνεννόηση και με τον/τη συγγραφέα – οι συγγραφείς των περισσότερων βιβλίων που έχω μεταφράσει ως τώρα είναι σύγχρονοι, εν ζωή συγγραφείς.

Πώς θα χαρακτηρίζατε τη σχέση συγγραφέα-μεταφραστή;

Ιδανικά, ο/η μεταφραστής/άστρια είναι το «μέντιουμ» (όχι με την έννοια της μαντείας, αλλά με τη λατινική σημασία του medium, αυτή του διαύλου, του μέσου, του αγωγού) που παρεμβάλλεται προκειμένου να διοχετευθεί το πρωτογενές κείμενο, όσο πιο αναλλοίωτο γίνεται, στο αναγνωστικό κοινό μιας άλλης γλώσσας. Κάποιες φορές υπάρχει άμεση επικοινωνία με τον/τη συγγραφέα, σπανιότερα υπάρχει και γνωριμία από κοντά. Και νομίζω ότι η γνωριμία με τον άνθρωπο σε βοηθά να μεταφράσεις «καλύτερα» τα γραφόμενά του.

Υπάρχει διαφορά ανάμεσα στην πιστή μετάφραση και την πιστή απόδοση ενός έργου; Εσείς ως μεταφράστρια τι προτιμάτε από τα δύο και γιατί;

Μα η «πιστή απόδοση» είναι «πιστή μετάφραση». Μια «πιστή μετάφραση» που δεν «αποδίδει πιστά» το νόημα είναι απλά μια κακή ή λάθος μετάφραση. Άρα, νομίζω ότι οι όροι είναι ταυτόσημοι, και δη σε όλους τους κλάδους της μετάφρασης. Μόνο που στη λογοτεχνική μετάφραση, όπως προανέφερα, η «πιστότητα» δεν περιλαμβάνει μόνο την απόδοση της σημασίας αλλά και την απόδοση της «λογοτεχνικότητας» του κειμένου. Αντιδιαστολή μπορεί να γίνει μάλλον ανάμεσα στην «πιστή» και στην αποκαλούμενη «ελεύθερη» απόδοση. Ως προς αυτό υπάρχουν πολλές διαφορετικές σχολές σκέψης και θεωρίες. Δική μου επιλογή είναι να παραμένω όσο πιο πιστή στο πρωτότυπο γίνεται, να κρατώ όσο πιο «ατόφια» μπορώ τη φωνή του/της συγγραφέα. Μεταφράζοντας έχω διαρκώς στο πίσω μέρος του μυαλού μου το ερώτημα, «Πώς θα το έγραφε αυτό ο/η συγγραφέας εάν ήταν φυσικός/ή ομιλητής/ήτρια της ελληνικής;» Όπως καταλαβαίνετε, βέβαια, η απάντηση σε αυτό το ερώτημα δεν μπορεί παρά να είναι μάντεμα. Οπότε, ίσως τελικά είμαστε «μέντιουμ» και με την άλλη έννοια του όρου…

Εσείς επιλέγετε το βιβλίο που θα μεταφράσετε ή οι εκδοτικοί οίκοι με τους οποίους συνεργάζεστε;

Οι εκδοτικοί οίκοι. Ασφαλώς μπορεί και ο/η μεταφραστής/άστρια να προτείνει ένα έργο προς μετάφραση, όμως ο εκάστοτε εκδοτικός οίκος θα ακολουθήσει τις δικές του εσωτερικές διαδικασίες για να αξιολογήσει κατά πόσο επιθυμεί να το εντάξει στο εκδοτικό του πρόγραμμα.

Ποιο είναι το αγαπημένο σας βιβλίο το οποίο έχετε μεταφράσει και είστε υπερήφανη γι’ αυτό;

«Υπερήφανη» αισθάνομαι κάθε φορά που φέρνω σε πέρας ένα μεταφραστικό έργο, και εννοώ υπερήφανη για την υπομονή και επιμονή, τις ώρες και τον κόπο που έχω επενδύσει, καθώς η μετάφραση ενός λογοτεχνικού έργου είναι συχνά μια πολύμηνη διαδικασία. Όσο για το πιο αγαπημένο βιβλίο από αυτά που έχω μεταφράσει, είναι αδύνατο να ξεχωρίσω μόνο ένα. Αγάπησα πολλά από τα οποία θα αναφέρω λίγα. Αγάπησα τα βιβλία του Andrew Nicoll (εκδόσεις Διόπτρα) γιατί με μάγεψε η λογοτεχνική φωνή αυτού του μάλλον παραγνωρισμένου συγγραφέα από τη Σκοτία. Αγάπησα τα βιβλία της Victoria Hislop (εκδόσεις Διόπτρα και, στη συνέχεια, Ψυχογιός), ιδιαίτερα «Το νήμα» και το «Όσοι αγαπιούνται», γιατί μιλούν με αγάπη και στοργή για πράγματα που έχω κι εγώ στο μυαλό και στην καρδιά μου από την προσωπική και οικογενειακή μου ιστορία – Μικρά Ασία, προσφυγιά, κατοχή, εμφύλιος, χούντα, πολιτικός διχασμός. Αγάπησα τα βιβλία της Paula McLain (εκδόσεις Ψυχογιός) για τα υπέροχα πορτρέτα σπουδαίων γυναικών (υπαρκτών προσώπων) και τον αριστοτεχνικό τρόπο με τον οποίο τα φιλοτεχνεί. Αγάπησα τα (αυτοβιογραφικά) βιβλία της Charmian Clift (εκδόσεις Μεταίχμιο) γιατί μου γνώρισαν τόπους και χρόνους της Ελλάδας (Κάλυμνο και Ύδρα της δεκαετίας του 1950) που δεν γνώριζα και μια εξαιρετική συγγραφέα που σίγουρα αξίζει να ασχοληθούμε περισσότερο μαζί της.

Ποιο θα θέλατε να μεταφράσετε στο μέλλον;

Στο μέλλον ελπίζω να έχω την ευκαιρία να μεταφράσω περισσότερη αμερικανική σύγχρονη πεζογραφία – έως τώρα έχω μεταφράσει κυρίως συγγραφείς από τη Μεγάλη Βρετανία. Όμως αυτό που θεωρώ ότι είναι πολύ πιο σημαντικό και έχει πολύ μεγαλύτερη αξία είναι να μεταφραστούν πολλά περισσότερα έργα Ελλήνων και Ελληνίδων δημιουργών σε άλλες γλώσσες, πρωτίστως ίσως στην αγγλική που είναι η lingua franca της εποχής μας. Στην Ελλάδα, ξέρετε, πολύ πάνω από το 50% της ετήσιας βιβλιοπαραγωγής είναι μεταφράσεις ξενόγλωσσων βιβλίων (στην πλειονότητά τους από τα αγγλικά). Παρόμοια ποσοστά υποθέτω ότι καταγράφουν και άλλες «μικρές» γλώσσες (δηλαδή, γλώσσες που έχουν αριθμητικά λίγους φυσικούς ομιλητές). Στον αντίποδα, σε χώρες όπως οι ΗΠΑ και το Ηνωμένο Βασίλειο το ποσοστό των μεταφράσεων στην ετήσια βιβλιοπαραγωγή πέφτει στο 1% ως 3%. Και αυτό δεν είναι καλό για κανέναν. Ούτε για τις χώρες όπως η Ελλάδα, όπου μένει πολύ λίγος «χώρος» για να εκδοθούν και να αναδειχτούν εγχώριες λογοτεχνικές φωνές, ούτε για τις χώρες όπως οι ΗΠΑ, όπου το αναγνωστικό κοινό στερείται την έκθεση στην ποικιλότητα και τον πλούτο σκέψης που θα είχε να προσθέσει η μετάφραση ξένης λογοτεχνίας.


Το τελευταίο βιβλίο το οποίο υπογράφετε ως μεταφράστρια είναι το μυθιστόρημα «Το ειδώλιο» της Βικτώρια Χίσλοπ που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Ψυχογιός». Πείτε μας δυο λόγια για το περιεχόμενό του.

Η κεντρική ηρωίδα του, η Χέλενα, είναι κόρη Σκοτσέζου και Ελληνίδας, γεννημένη και μεγαλωμένη στην Αγγλία. Πριν κλείσει τα δέκα της χρόνια, έρχεται για πρώτη φορά στην Ελλάδα –μόνη της, καθώς η μητέρα της «έχει ρίξει μαύρη πέτρα πίσω της»– για να κάνει διακοπές με τον παππού και τη γιαγιά της. Είναι τα χρόνια της χούντας και ο παππούς της είναι στρατηγός στο δικτατορικό καθεστώς. Όταν χρόνια αργότερα, στη δεκαετία του 1980, η Χέλενα κληρονομεί το διαμέρισμα του παππού και της γιαγιάς της στο Κολωνάκι, ανακαλύπτει κρυμμένα στο γραφείο του παππού της άφθονα πολύτιμα αντικείμενα και αρχαιότητες. Με τη βοήθεια νέων καλών φίλων που αποκτά στην Αθήνα, αρχίζει να ξετυλίγει το κουβάρι του πώς ο παππούς της κατάφερε να συγκεντρώσει τέτοιο θησαυρό και με τι ανθρώπινο τίμημα. Παράλληλα, βιώνει μια έντονη ερωτική –και όχι μόνο– προδοσία εργαζόμενη εθελοντικά σε μια αρχαιολογική ανασκαφή σε ένα αιγαιοπελαγίτικο νησί, και το περιστατικό αυτό τονώνει ακόμα περισσότερο την αποφασιστικότητά της να αναζητήσει και να βρει απαντήσεις, να επιδιώξει επανόρθωση και δικαιοσύνη.

Τα περισσότερα βιβλία της Βικτώρια Χίσλοπ που κυκλοφορούν στη χώρα μας είναι μεταφρασμένα από εσάς. Πώς προέκυψε αυτή η στενή συνεργασία;

Προέκυψε μέσα από τη συνεργασία και των δυο μας με τις εκδόσεις Διόπτρα. Η Διόπτρα είχε ήδη εκδώσει τα δύο πρώτα βιβλία της Βικτόρια, «Το νησί» και «Ο γυρισμός», και το πρώτο βιβλίο της που ανέθεσαν σε μένα να μεταφράσω ήταν το τρίτο της, «Το νήμα». Ο εκδοτικός οίκος έμεινε πολύ ευχαριστημένος από το αποτέλεσμα και η ίδια η Βικτόρια εισέπραξε πολύ θετικά σχόλια για τη μετάφραση από Έλληνες αναγνώστες και Ελληνίδες αναγνώστριες του βιβλίου της – η ίδια δεν μιλούσε ακόμη τότε ελληνικά. Όταν περίπου μια δεκαετία αργότερα η Βικτόρια μεταπήδησε στις Εκδόσεις Ψυχογιός, επιδίωξε να παραμείνω εγώ μεταφράστριά της, πράγμα πολύ εύκολο μεταξύ άλλων επειδή είχε ήδη ξεκινήσει ήδη και η δική μου συνεργασία με τις Εκδόσεις Ψυχογιός με τα βιβλία της Πόλα Μακλέιν.

Παρότι κυκλοφόρησε αρκετά πρόσφατα, μόλις το Δεκέμβριο του 2023, οι αναγνώστες έχουν αγαπήσει πολύ «Το ειδώλιο» και μάλιστα το κατατάσσουν στην κορυφή των επιλογών τους μαζί με το μπεστ σέλερ βιβλίο της συγγραφέως «Το Νησί». Πού οφείλεται αυτή η μεγάλη αγάπη;

Νομίζω ότι οφείλεται σε πολλούς λόγους. Κατ’ αρχάς, το κοινό έχει αγαπήσει την ίδια τη Βικτόρια, όχι μόνο ως συγγραφέα του «Νησιού» και άλλων μεγάλων επιτυχιών, αλλά και ως προσωπικότητα. Η Βικτόρια είναι ένας πολύ γλυκός, πολύ προσηνής και πολύ φωτεινός άνθρωπος, και μολονότι ασφαλώς δεν τη γνωρίζουν όλοι προσωπικά, νομίζω ότι αυτές οι ιδιότητες εκπέμπονται στην όλη δημόσια παρουσία της – από τις συνεντεύξεις της ως την πρόσφατη συμμετοχή της στο Dancing with the Stars. Επιπλέον, το συγκεκριμένο βιβλίο της, «Το ειδώλιο», καταπιάνεται μεν με το διαχρονικό θέμα της αρχαιοκαπηλίας αλλά είναι σαφές ότι άπτεται ιδίως του άκρως επίκαιρου ζητήματος της επιστροφής των αρχαιοτήτων της Ακρόπολης στην Ελλάδα – όπως ίσως ξέρετε, και όπως αναφέρεται και στον πρόλογο του βιβλίου, η Βικτόρια είναι πολύ ενεργό μέλος της Βρετανικής Επιτροπής για την Επανένωση των Γλυπτών του Παρθενώνα.

Όπως τα περισσότερα βιβλία της Χίσλοπ, διαδραματίζεται και το συγκεκριμένο στην Ελλάδα, γεγονός που αποδεικνύει για ακόμα μια φορά τη μεγάλη αγάπη που τρέφει η συγγραφέας για τη χώρα μας. Θεωρείτε κι αυτή την αγάπη της συγγραφέως ένα σημαντικό λόγο που οι Έλληνες αναγνώστες την επιλέγουν και τη διαβάζουν τόσο πολύ;

Φυσικά. Πάντα είχα την αίσθηση ότι η Βικτόρια δεν αγαπούσε απλώς την Ελλάδα, αλλά ήταν ερωτευμένη με την Ελλάδα. Η υποψία μου επιβεβαιώθηκε όταν, στην πρόσφατη παρουσίαση του βιβλίου της «Το ειδώλιο» στην Αθήνα, ο Αλέξης Παπαχελάς ρώτησε εύστοχα και ευθέως τη Βικτόρια ποια ήταν η στιγμή που ερωτεύτηκε τη χώρα μας και εκείνη αποκρίθηκε, χωρίς να το αρνηθεί, ότι ήταν η πρώτη φορά που κατέβηκε από το αεροπλάνο στο αεροδρόμιο του Ελληνικού, σε ηλικία 17 ετών, και είδε να απλώνεται μπροστά της αυτό το απίστευτο μπλε ουρανοθάλασσο. Ήταν, λοιπόν, έρωτας με την πρώτη ματιά. Από τότε μέχρι σήμερα, βέβαια, αυτός ο έρωτας έχει ακολουθήσει μια πορεία ωρίμανσης κι έτσι τώρα, ναι, νομίζω ότι έχει μετεξελιχθεί σε ατόφια αγάπη. Ξέρετε, στον έρωτα είμαστε σαγηνευμένοι από μια εικόνα του «αντικειμένου» του έρωτά μας που είναι στην ουσία πλασμένη από τη δική μας φαντασία. Στην αγάπη, γνωρίζουμε –ή καλύτερα, επιδιώκουμε διαρκώς να γνωρίσουμε– την αληθινή υπόσταση αυτού που αγαπάμε, με τα καλά και τα κακά του, και επιλέγουμε να εξακολουθήσουμε να το περιβάλλουμε με στοργή και φροντίδα.

Για την αποδοχή του βιβλίου από το αναγνωστικό κοινό ως ένα μεγάλο βαθμό συμβάλλετε κι εσείς ως μεταφράστρια. Θεωρείτε μεγάλο το βάρος της ευθύνης που σας αναλογεί;

Όπως ανέφερα νωρίτερα, εγώ αισθάνομαι πως ευθύνη μου ως μεταφράστρια είναι να διατηρήσω όσο το δυνατό πιο αναλλοίωτη τη φωνή του/της συγγραφέα. Υπ’ αυτή την έννοια, όσο πιο «καλή» είναι μια μετάφρασή μου, τόσο λιγότερο διακρίνομαι εγώ σ’ αυτήν. Αυτό νομίζω πως είναι η ευθύνη μου και η συμβολή μου. Ειδικά ως προς τη Βικτόρια Χίσλοπ, νομίζω πως τα βιβλία της γνωρίζουν αυτή την ευρεία αποδοχή –όχι μόνο από το ελληνικό αλλά και το ξένο αναγνωστικό κοινό– λόγω των θεμάτων που επιλέγει και του τρόπου με τα οποία τα προσεγγίζει. Η γραφή της είναι λιτή, χωρίς επιτήδευση και φιλολογικά ποικίλματα, χωρίς ψυχαναλυτική διάθεση, στομφώδεις εντρυφήσεις ή υποβολιμαίους διδακτισμούς. Αυτό που την ενδιαφέρει είναι να πει την ιστορία – και αφήνει κάθε αναγνώστη ελεύθερο να κάνει τις δικές του αναλύσεις και αξιολογικές κρίσεις. Όπως το αντιλαμβάνομαι εγώ, η Βικτόρια επιλέγει να γράφει σαν να παρακολουθεί τα τεκταινόμενα μέσα από το άσπιλο βλέμμα ενός παιδιού, ή όπως ίσως θα διηγούταν την ιστορία στο εγγόνι της μια γιαγιά μπροστά στο τζάκι. Κι αυτό αποπνέει απλότητα, αυθεντικότητα και θαλπωρή – που φαίνεται ότι τις έχουμε ανάγκη.

Έχετε λάβει κριτικές ως τώρα για την ποιότητα της μετάφρασής σας;

Δεν γνωρίζω να υπάρχει κάποια καθαυτού κριτική για κάποιο μεταφραστικό μου έργο. Μόνο επιγραμματικές αναφορές και αξιολογήσεις, οι περισσότερες, ευτυχώς, θετικές.

Είστε ευχαριστημένη από τη συνεργασία σας με τις εκδόσεις «Ψυχογιός»;

Απόλυτα. Έχουμε μια άψογη συνεργασία.

Ετοιμάζετε τη μετάφραση κάποιου επόμενου βιβλίου αυτό το διάστημα;

Προς το παρόν βρίσκομαι απλώς εν αναμονή της έκδοσης της τελευταίας μου μετάφρασης, του βιβλίου «Σχολείο για την αγάπη» της Olivia Manning (Μεταίχμιο).

Κυρία Πίπη, σας ευχαριστώ πολύ για την όμορφη συνέντευξη και σας εύχομαι κάθε επιτυχία στο μεταφραστικό σας έργο.


Βιογραφικό:

Απόφοιτη της Γερμανικής Σχολής Αθηνών (1988), του Georgetown University, ΗΠΑ (Διεθνείς Σχέσεις, 1993) και του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών (Executive MBA, 2005). Μεταφράζει από τα Αγγλικά στα Ελληνικά και αντίστροφα και επιμελείται κείμενα και στις δύο γλώσσες. Μεταφράσεις της σύγχρονης αγγλόφωνης λογοτεχνίας κυκλοφορούν κυρίως από τις εκδόσεις Διόπτρα, Μίνωας, Ψυχογιός, Μεταίχμιο.

Δημοσίευση σχολίου

0 Σχόλια