Γιώργος Μολέσκης: "Το γράψιμο είναι μια ανάγκη και ως τέτοια είναι αυτοτελής και αυτόνομη"


Ο πολλάκις βραβευμένος ποιητής, αλλά και πεζογράφος, μεταφραστής, δοκιμιογράφος και επιμελητής βιβλίων λογοτεχνίας Γιώργος Μολέσκης είναι ο σημερινός καλεσμένος των Τεχνών. Αφορμή το νέο του βιβλίο με 
τίτλο «ΤΡΙΑ ΠΡΟΣΩΠΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ», που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις «Βακχικόν».
Συνέντευξη στη Στέλλα Πετρίδου

Κύριε Μολέσκη, διαβάζοντας κανείς το βιογραφικό σας διαπιστώνει τη μεγάλη αγάπη που τρέφετε για τη λογοτεχνία. Ωστόσο, είναι εμφανής η ιδιαίτερη αδυναμία σας για την ποίηση. Πού οφείλεται αυτή;


Η ποίηση ήταν η αρχή, κάτι σαν τον πρώτο έρωτα, που δεν ξεχνιέται. Ήρθε στα 13 – 14 μου χρόνια. Τότε άρχισε τη λειτουργία του στο χωριό μου ένα νυχτερινό σχολείο για εργαζόμενα παιδιά, αυτά που δεν πήγαν στο γυμνάσιο μετά το δημοτικό σχολείο. Εκεί ένας δάσκαλος, που αγαπούσε την ποίηση, μας διάβαζε ποιήματα του Σολωμού, του Παλαμά, του Καβάφη και άλλων. Είχα γοητευτεί. Έτσι άρχισα να γράφω κι εγώ τα δικά μου ποιήματα, θέλοντας να εκφράσω τις σκέψεις και τις συγκινήσεις που με κατακλύζαν εκείνα τα χρόνια. Αυτό μου έδωσε και το κίνητρο να διαβάζω βιβλία, κάτι που με βοήθησε, τελικά, να πάρω το δρόμο που πήρα στη ζωή μου.

Ποιος θεωρείτε ότι είναι ο σκοπός της λογοτεχνίας στις μέρες μας; Τι προσφέρει στον άνθρωπο; 

Είναι τόσο μεγάλο αυτό το θέμα. Μπορεί κανείς να φανταστεί τον κόσμο σήμερα, ή ακόμη και στο παρελθόν, χωρίς τη λογοτεχνία. Προσφέρει στον άνθρωπο σήμερα αυτό που πρόσφερε πάντα. Είναι ένας αυτόνομος κόσμος, ο οποίος, ωστόσο, αντανακλά μέσα του τον πραγματικό κόσμο, με ήρωες που είναι τόσο αυτόνομοι όσο και άνθρωποι του πραγματικού κόσμου. Έτσι αναπτύσσεται ένας διάλογος για το τι είναι και τι θα μπορούσε ή, τι θα έπρεπε, να είναι ο άνθρωπος, ο κόσμος, η ζωή. Καλεί τον αναγνώστη να μπει σ’ ένα διάλογο με τον εαυτό του και με τον κόσμο, να αναζητήσει τη δική του αλήθεια, τη δική του λύτρωση πολλές φορές. 

Εντοπίζετε κοινά στοιχεία ανάμεσα στα λογοτεχνικά κείμενα που διαφέρουν ως προς τον χρόνο και τον τόπο συγγραφής τους; 

Σίγουρα υπάρχουν κοινά στοιχεία στη λογοτεχνία που γράφεται σε διάφορες εποχές και σε διάφορες περιοχές. Διαφορετικά πώς θα διαβάζαμε σήμερα με τόσο ενδιαφέρον τον Όμηρο, τους αρχαίους τραγικούς, τον Σέξπιρ, στον Ντοστογιέφσκι, αλλά και τον Ρουμί, τον Φιρντουσί και τόσους άλλους. Υπάρχει, στη λογοτεχνία όλων των εποχών και όλων των τόπων η έκφραση των αναζητήσεων και των ανησυχιών του ανθρώπου για τη ζωή και τον θάνατο, τη σημασία του βιωμένου χρόνου, τα πάθη και τα παθήματα του, τα όνειρα και τις ελπίδες του. Μπορεί να αλλάζει το ύφος, η τεχνοτροπία, που είναι πάντα αντικείμενα αναζήτησης και πειραματισμού για τους λογοτέχνες, όμως η κεντρική ουσία της λογοτεχνικής δημιουργίας είναι η ίδια. 

Σε τι διαφέρει η μετάφραση, η μελέτη ή η επιμέλεια ενός λογοτεχνικού κειμένου από την ίδια τη συγγραφή του; 

Τόσο η μετάφραση, όσο και η μελέτη και η επιμέλεια ενός λογοτεχνικού κειμένου αποτελούν διαφορετικές μορφές διαλόγου με το ίδιο το λογοτεχνικό έργο που καλούνται να διαχειριστούν. Ταυτόχρονα αποτελούν και διαφορετικές, κατά κάποιο τρόπο, προσεγγίσεις, που έχουν να κάνουν με τον σκοπό που καλείται να υπηρετήσει η κάθε μια. Η μετάφραση προσεγγίζει το μεταφραζόμενο έργο έχοντας υπόψη τη λογοτεχνική παράδοση και το λογοτεχνικό κίνημα ή ρεύμα μέσα στο οποίο δημιουργήθηκε, αλλά και τις ιδιομορφίες και τα σύμβολα της γλώσσας στην οποία είναι γραμμένο και ο μεταφραστής καλείται να αποδώσει ό,τι είναι δυνατόν από αυτά με τις αντίστοιχες ιδιομορφίες της γλώσσας στην οποία μεταφράζει, να το εντάξει σε μια άλλη λογοτεχνία. Η μελέτη οφείλει να αναδείξει τη σημασία του έργου για την εποχή που γράφτηκε, καθώς και τις διαχρονικές αξίες που περικλείει. Για την επιμέλεια δεν μπορώ να πω πολλά πράγματα, παρόλο που αναγνωρίζω ότι ο ρόλος της είναι πολύ σημαντικός. Αυτός είναι, πιστεύω, να βοηθήσει τον συγγραφέα όχι μόνο με τη διόρθωση ορθογραφικών ή συντακτικών αβλεψιών, αλλά και στη σωστή διατύπωση των απόψεων που θέλει να εκφράσει. Και οι τρεις αυτές εργασίες, οι οποίες έχουν ένα σημαντικό ρόλο στο να εκδοθεί ένα βιβλίο και να φτάσει στον αναγνώστη, είναι, ωστόσο, διαφορετικές από την καθαυτό λογοτεχνική δημιουργία, η οποία αρχίζει από τις άμορφες αρχικά και ρευστές ιδέες και σκέψεις του συγγραφέα και ολοκληρώνεται μέσα από μια προσπάθεια να δοθεί μορφή στο πρώτο έναυσμα, στο ρευστό και το εναλλασσόμενο, ένα συγκεκριμένο περιεχόμενο σ’ έναν κατακλυσμό ιδεών και συναισθημάτων. 

Μιλήστε μας λίγο για το πολύ αξιόλογο και αριθμητικά μεγάλο συγγραφικό σας έργο. Πώς προέκυψε και γιατί; Έχει να κάνει μήπως με την ευαισθησία, αλλά και την ανάγκη που νιώθει ένας δημιουργός να ξεδιπλώσει στο χαρτί κομμάτια του εαυτού του; 

Όπως ανάφερα και στην αρχή αυτής της συνομιλίας, με την ποίηση άρχισα να ασχολούμαι από την ηλικία των 13 – 14 χρόνων και συνεχίζω για εξήντα και πλέον χρόνια τώρα. Οι συγκινήσεις, οι σκέψεις, τα συναισθήματα που γεννιούνται σε διάφορες φάσεις της ζωής μου, αλλά και της ιστορίας και των περιπετειών του τόπου και του κόσμου μέσα στον οποίο ζω είναι σαν ένα ποτάμι που κυλά μέσα μου και φέρνει διαρκώς καινούργια πράγματα που αναζητούν να εκφραστούν. Και η ποίηση είναι γι’ αυτό ο πιο άμεσος δρόμος. Η πεζογραφία ήρθε σε κάποιο κατοπινό στάδιο, αλλά τα ερεθίσματα που τη γέννησαν είναι τα ίδια με αυτά που μου δίνουν τις αφορμές για την ποίηση. Αυτά που γράφω δεν αποτελούν καθαρά προϊόντα φαντασίας ή μυθοπλασίας. Τόσο τα διηγήματα, όσο και οι δυο νουβέλες που έγραψα, βγήκαν μέσα από προσωπικά βιώματα, ιστορίες που έζησα, πράγματα που με συγκίνησαν και που κατά ένα τρόπο είναι μέρος της πορείας μου στη ζωή. Η μετάφραση άρχισε να με ενδιαφέρει από την εποχή που φοιτούσα στο Αγγλικό Κολλέγιο Λευκωσίας, στα χρόνια 1971 – 1973. Ποιήματα που μελετούσα τότε ως μέρος των μαθημάτων μου και που με συγκινούσαν ιδιαίτερα προσπαθούσα να τα αποδώσω στα ελληνικά, σε μια προσπάθεια να δω αν το αποτέλεσμα μπορούσε να πει κάτι. Δυστυχώς όλες εκείνες οι απόπειρες, όπως και πολλά άλλα πράγματα, χάθηκαν στο χωριό μου, τη Λύση της επαρχίας Αμμοχώστου, όταν αυτό καταλήφθηκε από τους Τούρκους κατά την εισβολή του 1974. Οι μεταφράσεις από τη ρωσική ποίηση ήρθαν αργότερα, όταν στα χρόνια 1974 – 1982 φοιτούσα στο Κρατικό Πανεπιστήμιο Μόσχας – Λομονόσοφ, στον κλάδο της ρωσικής λογοτεχνίας. Εκεί γνώρισα σπουδαίους καθηγητές αλλά και φοιτητές που είχαν πολλή αγάπη και πάθος για την ποίηση. Μαζί διαβάζαμε και απαγγέλαμε ποιήματα τα βράδια στο φουαγιέ του κοινοβίου που μέναμε. Τότε άρχισα να μεταφράζω ρωσική ποίηση και να διαβάζω πολλές φορές τις μεταφράσεις μου, στις οποίες προσπαθούσα να αποδώσω στα ελληνικά το ρυθμό και το νόημα του πρωτότυπου. Συχνά διάβαζα στους Ρώσους συμφοιτητές μου αυτές τις μεταφράσεις, οι οποίοι πολλές φορές αναγνώριζαν σ’ αυτές το πρωτότυπο ποίημα. Έτσι συνέχισα και συνεχίζω ακόμη και μέχρι σήμερα. 

Παρόλο που όλα σας τα βιβλία αποτελούν πνευματικά σας παιδιά, παίρνω το θάρρος να σας ρωτήσω αν τρέφετε ιδιαίτερη αδυναμία σε κάποιο από αυτά και γιατί. 

Όχι, δεν έχω απάντηση σ’ αυτή την ερώτηση. Το κάθε βιβλίο, ποιητικό, πεζό, μεταφραστικό, εκφράζει κάποιες πλευρές της δουλειάς μου και μαζί του ίδιου μου του εαυτού στον χρόνο που δημιουργήθηκε. Είναι μέρος της ζωής μου και όσο περνούν τα χρόνια όλο και πιο πολύ συνειδητοποιώ τη σημασία του βιωμένου χρόνου και τα όσα μας έχει δώσει στη ζωή μας. Όλα τα βιβλία μου έχουν για μένα την ίδια σημασία. Λυπούμαι τώρα που κάποια από αυτά είναι εξαντλημένα και η ιδέα της επανέκδοσής τους γυρίζει στο μυαλό μου. 

Πιστεύετε ότι οι άνθρωποι με την ολοένα και αυξανόμενη χρήση του διαδικτύου διαβάζουν βιβλία στις μέρες μας; 

Απ’ ότι αντιλαμβάνομαι συζητώντας με κόσμο σε διάφορες συναντήσεις, οι άνθρωποι της δικής μου ηλικίας ή και κάπως νεότεροι, διαβάζουν. Το θέμα είναι τι γίνεται με τους πολύ νέους, και πολύ περισσότερο με τους σημερινούς έφηβους, που τους βλέπουμε χωμένους στο διαδίχτυο. Πάντως, από δικές μου εμπειρίες, είναι πολλοί που διαβάζουν λογοτεχνικά κείμενα, κυρίως ποιήματα, μέσα από διάφορες αναρτήσεις στο διαδίκτυο. Τυχαίνει μερικές φορές να συναντήσω και κάποιους που με χαιρετούν με δυο στίχους από κάποιο ποίημά μου που αναρτήθηκε στο διαδίχτυο. Είναι κι αυτό κάτι. 

Έχετε τιμηθεί με Κρατικό έπαινο και με Κρατικό βραβείο ποίησης της Κύπρου, με το Μετάλλιο Πούσκιν της Ένωσης Ρώσων Συγγραφέων και με το Βραβείο Γ.Φ. Πιερίδης της Ένωσης Λογοτεχνών Κύπρου. Πώς αισθάνεστε για όλα αυτά; Είναι, θεωρείτε, η επιβράβευση για έναν δημιουργό μια ακόμα ώθηση ώστε να συνεχίσει να γράφει και να προσφέρει στον πολιτισμό; 

Οι βραβεύσεις αυτές ήρθαν χωρίς να τις επιδιώξω και σίγουρα μου έδωσαν μια ικανοποίηση. Κυρίως στο ότι μπορεί να παρακινήσουν κάποιον αναγνώστη να αναζητήσει και να διαβάσει κάποια από τα βιβλία μου. Όσο για το αν δίνουν ώθηση στο να συνεχίσω να γράφω, δεν θα το έλεγα. Το γράψιμο είναι ανεξάρτητο και πέρα από τα βραβεία, είναι μια ανάγκη και ως τέτοια είναι αυτοτελής και αυτόνομη. Το κίνητρο έρχεται από μέσα μου. 

Γιατί πήρατε την απόφαση να εκδώσετε το τελευταίο βιβλίο σας; 

Είναι αλήθεια ότι είχα κάποιες επιφυλάξεις γι’ αυτό, εξαιτίας του προσωπικού τόνου που το διέπει. Φοβόμουν μήπως το προσωπικό στοιχείο δύσκολα θα μπορούσε να λειτουργήσει ως καθολικό και να δώσει εναύσματα στον αναγνώστη να ξαναζήσει μέσα από αυτά δικές του εμπειρίες, που είναι μια από τις βασικές λειτουργίες της ποίησης. Τελικά, μιλώντας με τα παιδιά μου και με τον κύριο Νέστορα Πουλάκο των εκδόσεων ΒΑΚΧΙΚΟΝ, το αποφάσισα. 


Ας αναφερθούμε περισσότερο σ’ αυτό. Πρόκειται για μία ακόμα ποιητική σας συλλογή που κυκλοφόρησε τον Μάρτιο του 2024 από τις εκδόσεις «Βακχικόν» και φέρει τον τίτλο «ΤΡΙΑ ΠΡΟΣΩΠΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ». Πείτε μας δυο λόγια για το περιεχόμενό της. Τι θα διαβάσει ο αναγνώστης πιάνοντας το βιβλίο αυτό στα χέρια του;
 

Το βιβλίο αποτελείται από τρία συνθετικά ποιήματα. το πρώτο έχει τον τίτλο «Μέρες του ήλιου» και αποτελείται από δέκα ποιήματα, δέκα μέρη. Πρόκειται για μια καταβύθιση, θα έλεγα, στα χρόνια της παιδικής και της πρώτης εφηβικής ηλικίας με όσα είχαν μαζευτεί μέσα μου από την επαφή με τη γη, τον ήλιο, το σπίτι, τις συνθήκες ζωής της εποχής. Τα σταθερά και τα ρευστά πράγματα που βίωνα, οι εικόνες, οι συγκινήσεις, οι πληγές και άλλα που συνεχίζουν να παίζουν ακόμη και σήμερα ένα ρόλο στη ζωή μου. Το δεύτερο ποίημα έχει τον τίτλο «Ταξιδιωτικός σάκος» και αποτελείται από εφτά μέρη. Εδώ είναι οι εμπειρίες, τα βιώματα, οι αντανακλάσεις των ιστορικών και κοινωνικών φαινομένων και όλα όσα μαζεύτηκαν μέσα μου από τα ταξίδια μου στον κόσμο και από τα χρόνια που έζησα σε άλλους τόπους, τα σταθερά πράγματα και τα μεταβαλλόμενα στο χρόνο, κυρίως η σημασία και η αξία αυτών των βιωμάτων στο σήμερα. Το τρίτο ποίημα, η ¨Συνομιλία με τη Νόνα», είναι αυτό που η ιδέα να το μοιραστώ με τους αναγνώστες με προβλημάτιζε περισσότερο. Πρόκειται για ποιήματα που βγήκαν μέσα από τις συνομιλίες και τις συζητήσεις που κάναμε με τη γυναίκα μου, τη Νόνα, στη διάρκεια των δυο σχεδόν χρόνων που πολεμούσε με τον καρκίνο. Πολλές φορές περιλαμβάνουν αυτούσια τα λόγια μας, τα δικά μου και τα δικά της. Είναι ποιήματα που μιλούν για την αξία του βιωμένου χρόνου, των εμπειριών που μαζεύτηκαν μέσα μας από τη ζωή, τις σκέψεις μας για το τώρα και για το επέκεινα, το περπάτημα στην όχθη, με το σκοτάδι από τη μια και το φως από την άλλη… 

Γιατί επιλέξατε τον συγκεκριμένο τίτλο για το βιβλίο σας; 

Είχα σκεφτεί και άλλους τίτλους, όπως το «Περπατώντας στην όχθη» ή κάτι τέτοιο, όμως τελικά κατέληξα σ’ αυτόν τον τίτλο που εκφράζει, πιστεύω, το περιεχόμενο του βιβλίου απλά και άμεσα. 

Γιατί τα ποιήματά σας τα χωρίζετε σε θεματικές ενότητες και κεφάλαια; 

Αυτό το έκανα πάντα, σε όλα μου τα βιβλία. Η προσπάθεια είναι τα ποιήματα μιας ενότητας να συνομιλούν μεταξύ τους και να βοηθούν τον αναγνώστη να εμβαθύνει καλύτερα στο νόημά τους. 

Η γραφή σας υπηρετεί στο σύνολό της τη σύγχρονη ελληνική ποίηση, η οποία είναι αδέσμευτη από οποιοδήποτε καλούπι μέτρου κι οποιαδήποτε ρίμα. Γιατί επιλέγετε αυτόν τον τρόπο γραφής και όχι τον παραδοσιακό;

Αυτό, πιστεύω, με βοηθά καλύτερα να εκφράσω πιο άμεσα αυτά που νιώθω, χωρίς τις προσθέσεις πραγμάτων που στόχο έχουν να υπηρετήσουν το μέτρο και την ομοιοκαταληξία και τα οποία μερικές φορές εμποδίζουν την αμεσότητα του ποιήματος, γίνονται εμπόδιο στην έκφραση των σκέψεων και των συγκινήσεων του ποιητή. Αυτό είναι, πιστεύω και πιο ταιριαστό με τον σημερινό κόσμο, ο οποίος κινείται σε άλλους ρυθμούς από το παρελθόν, με άλλες ταχύτητας από όταν κυριαρχούσε στην ποίηση ο έμμετρος στίχος, οι ομοιοκαταληξίες κλπ.

Υπάρχουν μηνύματα που θέλετε να περάσετε οπωσδήποτε μέσα από τα ποιήματά σας;

Αυτό που θέλω είναι να υπάρξει επικοινωνία με τον αναγνώστη, να αναπτυχθεί ένας διάλογος, μέσα από τον οποίο ο αναγνώστης, πέρα από την ανάκληση προσωπικών του βιωμάτων, να μοιραστεί μαζί μου τις έγνοιες, και τις ανησυχίες μου πολλές φορές, για την πορεία του τόπου και του κόσμου, την ιστορική, την κοινωνική, την πολιτική. 

Είναι διάχυτη στα ποιήματά σας η εξομολογητική σας διάθεση και η ανάγκη απελευθέρωσης των δικών σας συναισθημάτων, κυρίως στην τρίτη θεματική ενότητα ή αλλιώς στο τρίτο μακροσκελές ποίημα του βιβλίου σας. Η μνήμη πρωταγωνιστεί, καθώς και μια τάση νοσταλγίας των στιγμών που έφυγαν και πάνε. Αυτή την επίγευση θέλατε εξαρχής να αφήσετε στους αναγνώστες σας; 

Όλα τα βιβλία που γράφουμε, πολύ περισσότερο τα ποιητικά, αυτό το στόχο έχουν. Όμως είναι αλήθεια ότι σ’ αυτό το βιβλίο, όπου τον κύριο λόγο έχουν τα προσωπικά βιώματα, οι σκέψεις και τα συναισθήματα που γεννήθηκαν στην πορεία της ζωής, η εξομολογητική διάθεση είναι πιο εμφανής. Γράφοντας τα ήθελα πρώτα να συνομιλήσω με τον εαυτό μου, να αναζητήσω πράγματα που άφησαν μέσα μου τα χρόνια που πέρασαν και τι είναι αυτό που προσφέρεται ως αντιστάθμισμα στην απώλεια. Ήθελα, παράλληλα, διαβάζοντας τα ο αναγνώστης να νιώσει να ξυπνούν μέσα του δικές του εμπειρίες, σκέψεις και συναισθήματα, που βίωσε. Να μπορέσει το προσωπικό να γίνει και καθολικό. 

Το βιβλίο σας απευθύνεται αποκλειστικά σε ενήλικες ή μπορεί να αποτελέσει ανάγνωσμα και για το εφηβικό κοινό; 

Από εμπειρίες που έχω όσες φορές προσκλήθηκα να διαβάσω ποιήματα και να συνομιλήσω με έφηβους μαθητές σε σχολεία της Κύπρου, πιστεύω ότι μπορούν να μιλήσουν και σ’ αυτούς. Αν όχι να τους ξυπνήσουν εμπειρίες, που λόγω τις ηλικίας του δεν έχουν, να τους προβληματίσουν πάνω στα της ζωής και του κόσμου. 

Είστε ευχαριστημένος από τη συνεργασία σας με το εκδοτικό σας σπίτι; Θεωρείτε πως ένας καλός εκδοτικός οίκος συμβάλει σημαντικά για την καλύτερη και επιτυχέστερη προώθηση ενός βιβλίου; 

Αυτό είναι το έβδομο δικό μου βιβλίο που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις ΒΑΚΧΙΚΟΝ από το 2017 μέχρι σήμερα. Βγήκε πρώτα ένα βιβλίο διηγημάτων, το οποίο αποτέλεσε την αρχή της συνεργασίας μας, στη συνέχεια ένα αφήγημα, τρία βιβλία με μεταφράσεις ποίησης και δυο ποιητικές συλλογές. Αυτό δείχνει, σίγουρα, ότι έχουμε μια καλή συνεργασία. Και η συμβολή του εκδοτικού οίκου στην προώθηση και κυκλοφορία του βιβλίου είναι, σίγουρα, σημαντική. 

Μια ευχή σας για το μέλλον; 

Να γίνει ο κόσμος καλύτερος, να σέβεται τον άνθρωπο, να προωθεί την ειρήνη, να προστατεύει τη φύση, να υπάρξει αγάπη και συνεργασία για καταπολέμηση της φτώχιας, της αμάθειας, των σκοταδιστικών δογμάτων που αντιστρατεύονται την ίδια τη ζωή και τον άνθρωπο. 

Πριν κλείσουμε τη συζήτηση θα ήθελα να μας παραθέσετε ένα ποίημα από το βιβλίο σας. 

Ωραία. Παραθέτω το πρώτο μέρος από τη σύνθεση «Συνομιλία με τη Νόνα»: 

Ι

Πρωί. Η μέρα καθαρή σαν διάφανο γυαλί

να βλέπεις μέσα της τη μοίρα σου.

Το φως απλώνεται ολόγυρα,

λάμπει η μέρα και μπροστά σου

ξεδιπλώνει όλα τα χρώματά της.

 

Τι θαύμα αυτό το φως που σε τυλίγει,

που εισχωρεί μέσα σου

και διαλύει όλες τις φανταστικές μορφές

και όλους τους μύθους που σου υποβάλλουν

έναν άλλο κόσμο πέρα απ’ αυτόν

που σε κουβαλά σαν φύλλο μέσα στον αέρα του.

Τι θαύμα αυτά τα χρώματα

που αντιμάχονται την αχρωμία του κόσμου

και δοξάζουν την καθαρή ετούτη μέρα.

 

Αυτή, αυτή η μέρα είναι όλη δική σου,

άπλωσε τις αισθήσεις σου και ρούφηξέ την,

αγκάλιασέ την, μύρισέ την, όπως ένα ρόδο

που προβάλλει ανάμεσα στις αιχμηρές πέτρες

και τα τσουχτερά αγριόχορτα. Έξω απ’ αυτήν,

και σήμερα και μέσα στους αιώνες,

ένα ερωτηματικό που επαναλαμβάνεται.

 

– Η αρρώστια που έρχεται ξαφνικά, ο θάνατος,

ο διαρκής πόλεμος θεών, ανθρώπων και λαών,

τα καινούργια όπλα, οι σφαγές, τα κρεματόρια

εδώ,

αλλού,

πιο πέρα,

στων άλλων το εδώ,

στο δικό σου ή στων άλλων το παρόν.

 

Μόνο η μέρα αυτή,

η καθαρή σαν διάφανο γυαλί,

που σου χαρίστηκε τούτο το πρωί,

με το φως της, με τον ήλιο της, τα χρώματά της,

αυτή η μέρα είναι όλη δική σου,

κρατήσου από αυτήν και κράτησέ την. 

Κύριε Μολέσκη, σας ευχαριστώ πολύ για την όμορφη συζήτηση και σας εύχομαι καλή συνέχεια στο πολύ αξιόλογο έργο σας. 

Εγώ σας ευχαριστώ για την ευκαιρία που μου δώσατε να μιλήσω για τη δουλειά μου.


Ο Γιώργος Μολέσκης γεννήθηκε το 1946 στο χωριό Λύση της Κύπρου. Φοίτησε στο Αγγλικό Κολλέγιο Λευκωσίας και στο Κρατικό Πανεπιστήμιο Μόσχας – Λομονόσοφ, από το οποίο απέκτησε πτυχίο (M.A.) στη Ρωσική Γλώσσα και Λογοτεχνία και διδακτορικό δίπλωμα (Ph.D.) στη Λογοτεχνία. Εργάστηκε στις Πολιτιστικές Υπηρεσίες του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού της Κύπρου και στο Ίδρυμα Συμφωνική Ορχήστρα Κύπρου. Διετέλεσε πρόεδρος της Επιτροπής Κρατικών Βραβείων Λογοτεχνίας, της Εθνικής Επιτροπής Κύπρου για το Ευρωπαϊκό Βραβείο Λογοτεχνίας και της Ένωσης Λογοτεχνών Κύπρου.

Δημοσίευσε μελέτες και δοκίμια για τη λογοτεχνία και εξέδωσε δεκατέσσερις ποιητικές συλλογές, δυο συγκεντρωτικούς τόμους ποιημάτων, τρία βιβλία πεζογραφίας και οκτώ βιβλία με μεταφράσεις ποίησης από την αγγλική και τη ρωσική γλώσσα. Δέκα ποιητικές του συλλογές μεταφράστηκαν και εκδόθηκαν σε Γαλλία, Ιταλία, Βουλγαρία, Ρουμανία, Σερβία, Αλβανία και Ισπανία. Η ποιητική του συλλογή Το ημιτελές ποίημα μεταφράστηκε και εκδόθηκε στην τουρκική γλώσσα.

Τιμήθηκε με Κρατικό έπαινο και με Κρατικό βραβείο ποίησης της Κύπρου, με το Μετάλλιο Πούσκιν της Ένωσης Ρώσων Συγγραφέων και με το Βραβείο Γ.Φ. Πιερίδης της Ένωσης Λογοτεχνών Κύπρου. Είναι Επίτιμο Μέλος της Κρατικής Ακαδημίας Σλαβικού Πολιτισμού της Ρωσικής Ομοσπονδίας, της Ένωσης Λογοτεχνών Κύπρου και του Συνδέσμου Πολιτισμού Ελλάδας Κύπρου.

Το βιβλίο Τρία προσωπικά ποιήματα είναι η δέκατη πέμπτη ποιητική του συλλογή.



Δημοσίευση σχολίου

0 Σχόλια