Ο Ν.Γ. Λυκομήτρος μας συστήνεται ως εργάτης της Ποίησης αλλά και ως εραστής του Θεάτρου. Άλλωστε οι λογοτεχνικές του δραστηριότητες αποδεικνύουν ξεκάθαρα ότι ο συγγραφέας τρέφει εξίσου μεγάλη αδυναμία τόσο στη συγγραφή ενός ποιητικού όσο και στη συγγραφή ενός θεατρικού έργου. Σήμερα φιλοξενείται στις Τέχνες με αφορμή το νέο του βιβλίο με τίτλο «Ο ήχος της απώλειας» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Βακχικόν».
Συνέντευξη στη Στέλλα Πετρίδου
Κύριε Λυκομήτρο, πώς θα συστήνατε τον εαυτό σας στο αναγνωστικό κοινό, φιλόλογο, μεταφραστή, μπλόγκερ, θεατρικό συγγραφέα ή ποιητή; Ποια ιδιότητά σας υπερισχύει;
Θα έλεγα ότι είμαι εργάτης της Ποίησης και εραστής του Θεάτρου. Το ιστολόγιό μου (https://the-sound-of-loss.blogspot.com/) το χρησιμοποιώ για να παρουσιάζω το έργο μου αλλά, κυρίως, για να κοινοποιώ τη δουλειά άλλων ποιητών/τριών. Δράττομαι, λοιπόν, της ευκαιρίας να απευθύνω ανοικτό κάλεσμα σε όποιον/όποια το επιθυμεί να μου στείλει δείγματα της δουλειάς του/της. Όσο για τις δύο πρώτες ιδιότητες που αναφέρατε, αυτές άπτονται περισσότερο των επαγγελματικών παρά των λογοτεχνικών δραστηριοτήτων μου.
Για ποιο λόγο αποφασίσατε να ασχοληθείτε με τη συγγραφή; Τι σας ώθησε προς αυτή την κατεύθυνση;
Ξεκίνησα να γράφω ποιήματα όντας μαθητής Γυμνασίου. Με είχε επηρεάσει πολύ το έργο του Κ.Γ. Καρυωτάκη. Η συγγραφή προέκυψε ως ανάγκη να εκφράσω τα βαθύτερα συναισθήματά μου, αυτά που, για διάφορους λόγους, δεν μπορούσα να μοιραστώ με κάποιον άλλο. Έτσι, η συγγραφή έγινε το καταφύγιο στο οποίο έβρισκα γαλήνη, όταν με καταρράκωναν οι δυσκολίες της καθημερινότητας.
Εντοπίζετε κοινά σημεία ανάμεσα σε ένα θεατρικό έργο κι ένα ποίημα;
Θεωρώ ότι, όντως, υπάρχουν κοινά σημεία μεταξύ ενός θεατρικού έργου κι ενός ποιήματος. Κατ’ αρχάς, και τα δύο έχουν αναλογικά περιορισμένη έκταση. Το ποίημα λίγες δεκάδες στίχους, το θεατρικό λίγες δεκάδες σελίδες (εξαιρέσεις πάντα υπάρχουν για να επιβεβαιώνουν τον κανόνα). Και στα δύο ο δημιουργός λειτουργεί εκτός από συγγραφέας και ως σκηνοθέτης. Ο θεατρικός συγγραφέας παραθέτει τις σκηνοθετικές του οδηγίες, ενώ ο ποιητής «σκηνοθετεί» το ποίημα. Επίσης, και στα δύο είδη πρωταγωνιστούν κάποια πρόσωπα. Στο μεν θεατρικό έργο το θεατρικό καστ, στο δε ποίημα τα πρόσωπα των οποίων τα βιώματα εμπνέουν τον ποιητή. Τέλος, και τα δύο γράφονται (δυνητικά) για να παρουσιαστούν ζωντανά στο κοινό. Το μεν θεατρικό για να «παιχτεί» στο θεατρικό σανίδι, το δε ποίημα για να απαγγελθεί ενώπιον του κοινού.
Δέχεστε επιρροές από άλλους αγαπημένους σας συγγραφείς και ποιητές στα έργα σας;
Οι αγαπημένοι μου συγγραφείς και ποιητές/ποιήτριες ασκούν, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, κάποιου είδους επιρροή στο έργο μου ή τουλάχιστον με συντροφεύουν και με καθοδηγούν στη διαμόρφωσή του.
Τι μπορεί να αποτελέσει έμπνευση για εσάς;
Αντλώ έμπνευση από τα μεγάλα αλλά και από τα μικρά. Εννοώ, δηλαδή, ότι προφανώς με απασχολούν όλα τα μεγάλα ζητήματα που απασχολούν διαχρονικά τους ποιητές και τις ποιήτριες, όπως τα ζητήματα του Έρωτα, του Θανάτου και του Χρόνου, αλλά, ταυτόχρονα, αντλώ υλικό και από τα μικρά και τα (φαινομενικά) ασήμαντα. Παράδειγμα αποτελεί το ποίημα «Προμηνύματα», το οποίο ξεκίνησε από μία συνηθισμένη εικόνα της καθημερινότητας: την προώθηση του προϊόντος μιας εταιρείας σ’ ένα μεγάλο εμπορικό κέντρο. Θεωρητικά δεν θα υπήρχε κάτι αξιοσημείωτο σε αυτό το γεγονός, έτσι ώστε να αποτελέσει την αφορμή για να γραφτεί ένα ποίημα. Ωστόσο, το γεγονός ότι το προϊόν ήταν σούπα και ο κόσμος σχημάτιζε ουρά για να τη δοκιμάσει, μου έφερε στο μυαλό τα λαϊκά συσσίτια που κράτησαν κάποιους από τους συμπολίτες μας ζωντανούς κατά τη διάρκεια της Κατοχής. Εν συνεχεία, σκέφτηκα ότι η εκτεταμένη φτώχεια που υπήρχε (και υπάρχει) στην κοινωνία μας θα μπορούσε να οδηγήσει στη διοργάνωση συσσιτίων και στη σύγχρονη εποχή. Έτσι προέκυψε το ποίημα και ο καταληκτικός του στίχος «Προμηνύματα του μέλλοντος κι αναμνήσεις του παρελθόντος». Λίγα χρόνια μετά τη συγγραφή του ποιήματος άρχισαν πράγματι να διοργανώνονται λαϊκά συσσίτια στην πόλη των Αθηνών σε ευρεία κλίμακα. Δεν φανταζόμουν τότε ότι τα γεγονότα θα δικαίωναν τόσο γρήγορα την απαισιόδοξη πρόβλεψη του ποιήματος.
Υπάρχει μαγική συνταγή για τη συγγραφή ενός καλού έργου; Ποια η γνώμη σας;
Αφενός δεν πιστεύω στις μαγικές συνταγές, αφετέρου αν κάποιος/κάποια γνώριζε τη μαγική συνταγή θα ήταν όλα του/της τα έργα επιτυχημένα. Έχω την αίσθηση, όμως, ότι ακόμα και οι πιο επιτυχημένοι συγγραφείς έχουν στο ενεργητικό τους μικρότερες ή μεγαλύτερες αποτυχίες. Αυτό που για μένα έχει σημασία είναι ο/η δημιουργός να βάζει την ψυχή του σε κάθε έργο που παράγει και να μην παρασύρεται από τις απαιτήσεις τρίτων.
Το αναγνωστικό κοινό στη χώρα μας στηρίζει τις προσπάθειες των υπηρετών της ποίησης;
Καίριο και δύσκολο ερώτημα. Με βάση τους αριθμούς, θα έλεγε κανείς ότι ο αριθμός των αναγνωστών της Ποίησης είναι αντιστρόφως ανάλογος των έργων που εκδίδονται. Οπότε, φαινομενικά το αναγνωστικό κοινό δεν στηρίζει τους ποιητές/τις ποιήτριες σε μεγάλο βαθμό. Από την άλλη, θέλω να πιστεύω ότι υπάρχει μία κρυφή δυναμική. Ότι, δηλαδή, πολλές ποιητικές συλλογές κυκλοφορούν από χέρι σε χέρι. Άρα, ίσως τελικά ο αριθμός των αναγνωστών της Ποίησης να μην είναι τόσο μικρός όσο νομίζουμε…
Γιατί πήρατε την απόφαση να εκδώσετε τη δεύτερη ποιητική σας συλλογή και μάλιστα μετά από ένα αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα απόστασης με την πρώτη;
Η συλλογή αυτή ήταν έτοιμη εδώ και τουλάχιστον δέκα χρόνια. Προέκυψε ως φυσική συνέχεια της πρώτης. Είχα έναν ικανό αριθμό ποιημάτων, τα οποία (κατά την ταπεινή μου άποψη) είχαν κάτι να πουν και ήθελα να τα μοιραστώ με το αναγνωστικό κοινό. Ωστόσο, διάφορα οικογενειακά και προσωπικά προβλήματα δεν μου επέτρεψαν να υλοποιήσω τα σχέδια μου, με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί αυτό το δυσανάλογο κενό μεταξύ της πρώτης (με τίτλο «Ιχνηλάτες του Τέλους» που κυκλοφόρησε από τις Εκδόσεις Γαβριηλίδης το 2010) και της δεύτερης συλλογής.
Ποια ανάμεικτα συναισθήματα σας κατέκλυσαν πιάνοντας για πρώτη φορά το νέο σας βιβλίο στα χέρια σας; Είναι τελικά η χαρά του δημιουργού τόσο απερίγραπτα μεγάλη, όπως όλοι οι δημιουργοί συνηθίζουν να λένε;
Το βιβλίο αυτό έχει ιδιαίτερη συναισθηματική αξία για μένα, καθώς σηματοδοτεί την επιστροφή μου στα λογοτεχνικά δρώμενα μετά από μία μακρά περίοδο απουσίας σχεδόν δέκα ετών. Οπότε, από τη μία πλευρά υπάρχει ο ενθουσιασμός, διότι επιτέλους το βιβλίο κατάφερε να φθάσει στα ράφια των βιβλιοπωλείων, και από την άλλη υπάρχει η μελαγχολία για τα χρόνια που πέρασαν και για τις ευκαιρίες που χάθηκαν. Όσον αφορά το δεύτερο σκέλος του ερωτήματος, θα έλεγα ότι, πράγματι, η χαρά της δημιουργίας μπορεί να είναι μεγάλη, αρκεί να μην μετατρέπεται σε ματαιοδοξία.
Ας αναφερθούμε συγκεκριμένα σ’ αυτό. Πρόκειται για τη δεύτερή σας ποιητική συλλογή, που φέρει τον τίτλο «Ο ήχος της απώλειας» και κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Βακχικόν». Γιατί επιλέξατε να της δώσετε αυτόν τον τίτλο;
Ο τίτλος συνιστά παραδοξολογία. Θα έλεγα δε ότι ο ήχος της απώλειας ακούγεται διαφορετικά για τον καθένα. Ίσως είναι το ουρλιαχτό της μάνας που χάνει το παιδί της, η κραυγή του εραστή που χάνει το έτερον ήμισυ ή η σιωπή του βωβού πόνου κάθε απώλειας φυσικής ή νοητής. Καθένας ας αναλογιστεί τι συνιστά γι’ αυτόν/αυτήν τον ήχο μιας απώλειας. Όσον αφορά τη συλλογή, θα έλεγα ότι τα ποιήματα που την απαρτίζουν αποτελούν τους ήχους που περιγράφουν κάποιου είδους απώλεια (την απώλεια της προσωπικής αυτονομίας, την απώλεια της ζωής, την απώλεια της ψυχικής υγείας και της σωματικής ακεραιότητας, την απώλεια του έρωτα κ.ο.κ.).
Η συλλογή σας μιλάει ξεκάθαρα για τον θάνατο, αλλά και την απώλεια με την πιο γενικευμένη της έννοια, καθώς και για τον θρήνο που προκαλεί σε όποιον πέσει θύμα τους. Μιλήστε μας περισσότερο για το περιεχόμενο αυτής της συλλογής. Τι θα διαβάσει ο αναγνώστης πιάνοντάς την στα χέρια του;
Η συλλογή απαρτίζεται από διαφορετικά μεταξύ τους ποιήματα που πραγματεύονται ζητήματα όπως η λαίλαπα του μικροαστισμού, η επανεμφάνιση του φασισμού, η πυρηνική απειλή, η φρίκη του βιασμού, η νόσος του καρκίνου, οι ψυχικές διαταραχές, οι ερωτικές σχέσεις, η μοναξιά της μητρόπολης αλλά και η ασφυκτική ζωή στην επαρχία, η ταξική διαστρωμάτωση της κοινωνίας και η αλλοτρίωση του ανθρώπου μέσω του σύγχρονου τρόπου ζωής. Ο συνδετικός κρίκος που τα ενώνει είναι η ανάγκη μου να εκφραστώ και να καταδείξω αλλά και να καυτηριάσω τα κακώς κείμενα, αφήνοντας τον αναγνώστη/την αναγνώστρια να αναζητήσει τις διεξόδους. Συνεπώς, ναι μεν ο θάνατος και η απώλεια αποτελούν βασικά μοτίβα αυτής της συλλογής αλλά συνυπάρχουν με άλλα θέματα με αμιγώς πολιτικό και κοινωνικό περιεχόμενο.
Ολιγόστιχα τα ποιήματά σας, περιεκτικά, συμβολικά και με πολλά μηνύματα. Γραμμένα όλα τους σε ελεύθερο στίχο, προφανώς για να αποδίδεται καλύτερα το νόημα όσων πραγματικά βγαίνουν από ψυχής. Αυτός ήταν ο στόχος σας;
Πράγματι, όταν γράφω ένα ποίημα ο στόχος είναι να μεταφέρω στο αναγνωστικό κοινό το συναίσθημα που μου δημιούργησε ένα γεγονός, ένα βίωμα, κ.ο.κ. Ο ελεύθερος στίχος και η συνειδητή απαγκίστρωση από τη φόρμα με βοηθούν να πετύχω αυτό το στόχο. Αυτό δεν σημαίνει, βεβαίως, ότι αδιαφορώ για τα έργα που δίνουν μεγάλη σημασία και στην τεχνική. Απλώς, για μένα προσωπικά, η έμφαση στη φόρμα δρα περιοριστικά.
Ποια η κριτική των αναγνωστών σας μέχρι τώρα; Τη λαμβάνετε υπόψη;
Θα έλεγα ότι οι πρώτες ενδείξεις όσον αφορά την υποδοχή του βιβλίου από το αναγνωστικό κοινό είναι θετικές. Λαμβάνω πολύ σοβαρά υπόψη τόσο τα σχόλια των αναγνωστών όσο και τις παρατηρήσεις των ομοτέχνων μου αλλά και των βιβλιοκριτικών. Θεωρώ ότι όταν αποφασίσεις να εκδώσεις το έργο σου δεν μπορείς να στέκεσαι αδιάφορος απέναντι στην υποδοχή του από κοινό και κριτικούς. Οι παρατηρήσεις όλων σε βοηθούν να γίνεις καλύτερος, να κάνεις μικρές, έστω, βελτιώσεις στο έργο σου. Αυτό δεν σημαίνει, βεβαίως, ότι θα πρέπει να απογοητεύεται κανείς από τις αρνητικές κριτικές. Κι αυτές, ακόμη, αν είναι καλοπροαίρετες, έχουν την αξία τους. Τελικά, ο υπέρτατος κριτής είναι ο Χρόνος. Αν μετά από χρόνια, κοινό και κριτικοί μνημονεύουν ένα έργο τέχνης, όπως συμβαίνει με τα έργα των μεγάλων μας ποιητών/ποιητριών, αυτό σημαίνει ότι είναι άξιο αναφοράς.
Είναι εξ ολοκλήρου εξομολογητικά τα ποιήματά σας;
Είναι γεγονός ότι στα ποιήματά μου εμφανίζεται σε πολύ μεγάλο βαθμό το εξομολογητικό στοιχείο. Άλλωστε, η εξομολογητική ποίηση (confessional poetry), με κυριότερους εκπροσώπους τη Sylvia Plath, τον Robert Lowell και την Anne Sexton, αποτελεί μία από τις μεγαλύτερες επιρροές μου. Ωστόσο, δεν είναι όλα τα ποιήματά μου εξομολογητικά. Ορισμένα από αυτά βασίζονται σε ιστορικά γεγονότα, σε άλλα έργα τέχνης, σε σταχυολογήματα από την καθημερινή ειδησεογραφία, κ.ο.κ.
Το βιβλίο σας απευθύνεται αποκλειστικά σε ενήλικες ή μπορεί να αποτελέσει ανάγνωσμα και για το εφηβικό κοινό;
Πολύ ενδιαφέρουσα ερώτηση. Το βιβλίο μου κατά βάση απευθύνεται σε ενήλικες, οπότε δεν θα το συνιστούσα σε εφήβους. Κι αυτό γιατί αναφέρεται σε θέματα όπως ο θάνατος, η έμφυλη βία, ο φασισμός, η ψυχική νόσος κ.ά., τα οποία μπορούν να επιδράσουν καταλυτικά στον ψυχισμό των εφήβων. Από την άλλη, βέβαια, θα μπορούσε να υποστηρίξει κανείς ότι οι σημερινοί έφηβοι μεγαλώνουν σε αυτή την κοινωνία, της οποίας τα κακώς κείμενα προσπαθώ να καταδείξω στα ποιήματά μου, οπότε ίσως να μην σοκαριστούν και τόσο από αυτά που θα διαβάσουν. Εν κατακλείδι, θα έλεγα ότι αν ένας έφηβος διαθέτει μία συγκροτημένη προσωπικότητα, θα μπορούσε να διαβάσει το βιβλίο μου χωρίς να δεχθεί αρνητικές επιδράσεις.
Είστε ικανοποιημένος από τη συνεργασία σας με τις εκδόσεις «Βακχικόν»;
Η γνωριμία μου με τους υπευθύνους των εκδόσεων «Βακχικόν» ανάγεται στο μακρινό παρελθόν. Ως εκ τούτου, έχει σφυρηλατηθεί μεταξύ μας μία σχέση αμοιβαίου σεβασμού, αλληλοκατανόησης και αλληλοεκτίμησης. Γνωρίζουν ποιες είναι οι απαιτήσεις μου και γνωρίζω κι εγώ από πλευράς μου μέχρι που φτάνουν οι δυνατότητες των εκδόσεων. Έτσι, αποφεύγονται οι πάσης φύσεως παρεξηγήσεις και η συνεργασία μας πατάει σε στέρεο έδαφος.
Επόμενα συγγραφικά βήματα κάνετε ή είναι πολύ νωρίς ακόμα;
Ιδανικά, θα ήθελα να κυκλοφορήσω την επόμενη ποιητική μου συλλογή, υπό την προϋπόθεση ότι υπάρχει και το ανάλογο αναγνωστικό ενδιαφέρον, σε 2-3 χρόνια από τώρα. Είναι ήδη έτοιμα κάποια ποιήματα αλλά δεν υπάρχει ακόμα ο απαιτούμενος αριθμός για την κυκλοφορία ενός νέου βιβλίου. Στα σχέδιά μου υπάρχει ακόμη η συγγραφή ενός δεύτερου θεατρικού έργου που θα πραγματεύεται τις σχέσεις των φύλων στη σημερινή εποχή.
Μια ευχή σας για το μέλλον;
Σε ό,τι με αφορά προσωπικά εύχομαι να είμαι υγιής και δημιουργικός. Σε ό,τι αφορά τον κόσμο που ζούμε εύχομαι να βιώσουμε ένα μέλλον χωρίς πολέμους και με περισσότερη ελπίδα για το ανθρώπινο γένος. Η αλήθεια, όμως, είναι ότι δεν είμαι και τόσο αισιόδοξος σχετικά με αυτό.
Πριν κλείσουμε τη συζήτηση θα ήθελα να μας παραθέσετε ένα ποίημα από το βιβλίο σας.
ΛΙΣΤΑ ΑΓΟΡΩΝ
Οι νοικοκυρές αγοράζουν ψευδαισθήσεις
από τα ράφια των σουπερμάρκετ.
Αναζητούν λίγη τρυφερότητα, λίγη ασφάλεια
και λίγη ειλικρίνεια
πίσω από τα ψυγεία με τα γαλακτοκομικά.
Σφιχταγκαλιάζουν τα προϊόντα
λαχταρώντας το χάδι που τους έλειψε
και ανταλλάσσουν βλέμματα
με τους καλοντυμένους εργένηδες
που κρατούν μικρά καλάθια στα χέρια.
Θρηνούν για τα χρόνια που πέρασαν
και για τα χρόνια που έρχονται.
Κι ύστερα χαϊδεύουν το κεφαλάκι
του μωρού μέσα στο καρότσι
και συνεχίζουν σιωπηλές προς το ταμείο
για να πληρώσουν τα ψώνια
και να εξαργυρώσουν τη θλίψη τους
με πόντους πιστωτικών καρτών.
Κύριε Λυκομήτρο, σας ευχαριστώ πολύ για την όμορφη συζήτηση και σας εύχομαι υγεία, ευημερία και μπόλικη έμπνευση.
Κι εγώ σας ευχαριστώ θερμά για την πολύ ουσιαστική συζήτηση που είχαμε και σας εύχομαι να είστε υγιής, ευτυχισμένη και δημιουργική!
Βιογραφικό:
Ο Ν.Γ. Λυκομήτρος γεννήθηκε το 1977 στην Αθήνα. Σπούδασε Αγγλική Γλώσσα και Φιλολογία κι έκανε μεταπτυχιακό στη Μετάφραση - Μεταφρασεολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.
Το 2010 εξέδωσε την ποιητική συλλογή Ιχνηλάτες του τέλους (εκδόσεις Γαβριηλίδης), η οποία την επόμενη χρονιά κυκλοφόρησε σε δίγλωσση έκδοση (ισπανικά-ελληνικά) υπό τον τίτλο Rastreadores del Fin (Ediciones Idea), σε μετάφραση κι επιμέλεια του ποιητή Mario Domínguez Parra. Τον Μάιο του 2011 δημοσίευσε τον κύκλο ποιημάτων με τίτλο «Θροΐσματα Θανάτου», στο πλαίσιο της μηνιαίας ψηφιακής έκδοσης Λογοτεχνικά Σημειώματα (τεύχος 9), που επιμελείτο ο ποιητής Θοδωρής Βοριάς. Το 2012 εξέδωσε το θεατρικό έργο Dead End: Μητροπολιτικό ψυχόδραμα σε τρεις πράξεις (εκδόσεις Βακχικόν).
Διατηρούσε τη στήλη «Ποιήματα και Χίμαιρες» στο Fanzine Chimeres (τεύχη 22-28, έτη 2012-2014), ενώ είναι ο διαχειριστής του ιστολογίου «Ο ήχος της απώλειας» (https://the-sound-of-loss.blogspot.com/). Το βιβλίο Ο ήχος της απώλειας είναι η δεύτερη ποιητική του συλλογή.
0 Σχόλια