Ισαβέλλα Πρίτσα: "Όσο πιο σύντομη η ιστορία τόσο πιο ευχάριστα διαβάζεται"


Η συγγραφέας Ισαβέλλα Πρίτσα έχει φιλοξενηθεί αρκετές φορές στις Τέχνες καθώς κάθε φορά μας παρουσιάζει και κάποιο νέο της βιβλίο. Αυτή τη φορά φέρνει μαζί της τη νουβέλα της 
με τίτλο «Μη φοβάσαι απόψε» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Γλαρόλυκοι».

Συνέντευξη στη Στέλλα Πετρίδου


Κυρία Πρίτσα, καλώς ήρθατε στις Τέχνες και πάλι. Με νέο βιβλίο ξανά κι αυτή τη φορά αρκετά πρόσφατο. Σωστά;

Το συγκεκριμένο βιβλίο μου βγήκε αρκετά πρόσφατα, ωστόσο το είχα γράψει πριν από περίπου 14 μήνες.

Η συγγραφική σας παραγωγή είναι αρκετά εντυπωσιακή, δεδομένου ότι μετράτε ελάχιστα χρόνια επίσημα στο χώρο της λογοτεχνίας. Πού οφείλεται αυτό;

Πάντοτε έγραφα ιστορίες και 2-3 από αυτές που έχουν εκδοθεί τα τελευταία χρόνια είναι παλαιότερες ιστορίες που είχα γράψει. Ωστόσο, από τη στιγμή που εκδόθηκε το πρώτο μου βιβλίο, η «Ανατομία ενός καλλιτέχνη», και μετά στέλνω κάθε χρόνο σε λογοτεχνικούς διαγωνισμούς και συγγραφικά καλέσματα κι έτσι είχα την ευκαιρία να βραβευτώ αλλά και να εκδοθούν κι άλλες ιστορίες μου. Επιπρόσθετα, ιστορίες που είχα γράψει για φίλους μου, όπως το «Μη φοβάσαι απόψε», που είχα γράψει για να διαβάσει ο καλός μου φίλος Γρηγόρης στο κανάλι του με ηχητικές ιστορίες στο youtube και στο spotify, είδαν το φως της δημοσιότητας έπειτα από την εμπιστοσύνη που μου έδειξε ο εκδότης μου, τόσο συγγραφικά όσο και εικαστικά.

Επιλέγετε συνήθως τη νουβέλα ως το λογοτεχνικό είδος που σας εκφράζει περισσότερο. Θεωρείτε ότι οι σύντομες ιστορίες είναι πιο δημοφιλείς στο κοινό από την άποψη ότι διαβάζονται γρήγορα, χωρίς να κουράζουν τον αναγνώστη με περιττές λεπτομέρειες;

Η αλήθεια είναι πως όσο πιο σύντομη η ιστορία τόσο πιο ευχάριστα διαβάζεται. Ωστόσο, δεν επέλεξα τις νουβέλες επειδή τις προτιμώ περισσότερο από τα μυθιστορήματα. Ο λόγος είναι καθαρά τυχαίος καθώς στα περισσότερα συγγραφικά καλέσματα υπάρχει όριο λέξεων, καθώς και στις βραβεύσεις διαγωνισμών. Κι επειδή από τα δεκατρία βιβλία μου τα εννιά είναι αποτέλεσμα λογοτεχνικής βράβευσης ή επιλογής από συγγραφικό κάλεσμα, έχουν συγκεκριμένη έκταση και θεματολογία.

Έχετε φανατικούς αναγνώστες που σας ακολουθούν σε κάθε σας συγγραφικό ταξίδι; Πόσο όμορφο είναι αυτό για έναν συγγραφέα και πόσο ενθαρρυντικό;

Η αλήθεια είναι πως υπάρχουν κάποιοι αναγνώστες που έχουν διαβάσει αρκετά βιβλία μου και έχουν άλλες προτιμήσεις και απόψεις. Είναι πολύ όμορφο να διαβάζει κανείς τις ιστορίες σου και να σου στέλνει ενθαρρυντικά λόγια. Σε κάνει να θες να συνεχίσεις να γράφεις και να προσφέρεις, όσο μπορείς.

Σας ενδιαφέρει η κριτική των κριτικών λογοτεχνίας; Τη λαμβάνετε υπόψη; Κι αν ναι, σας βοηθά αυτό ώστε να γίνεστε ολοένα και καλύτερη συγγραφέας;

Η κάθε κριτική έχει το ενδιαφέρον της απ’ όπου κι αν προέρχεται. Δεν διαχωρίζω τις κριτικές αξιολογικά με βάση την προέλευσή τους, αλλά εξετάζω το περιεχόμενό τους και τις προθέσεις που κρύβονται πίσω τους και προσπαθώ να βελτιωθώ και να διορθώσω λάθη που αναγνωρίζω και να εκτιμήσω καλά λόγια που ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα.

Η κριτική των ειδικών πολλές φορές διαφέρει από την κριτική των αναγνωστών; Εσάς ποια σας απασχολεί περισσότερο και γιατί;

Όπως προείπα κάθε κριτική έχει το ενδιαφέρον της. Ωστόσο, θεωρώ πως είτε η κριτική προέρχεται από έναν κριτικό είτε από έναν αναγνώστη, σημασία έχει και η δική μας αντίληψη επί των γεγονότων. Καλό είναι να εξετάζουμε το περιεχόμενο των κριτικών και να μη μας επηρεάζει ούτε προς το ένα άκρο, ούτε προς το άλλο, αλλά να αποτελεί κίνητρο για αυτοβελτίωση.


Το Μάιο του 2024 κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις «Γλαρόλυκοι», η νουβέλα σας με τίτλο «Μη φοβάσαι απόψε». Πείτε μας δυο λόγια για το περιεχόμενο της ιστορίας σας.

Ουσιαστικά πρόκειται για την ιστορία της Λίλας, όπου την επισκέπτεται το φάντασμα του πρώην φίλου της, του Παύλου. Είναι μια ιστορία φαντασμάτων, χωρισμού, συμφιλίωσης και αγάπης.

Πώς προέκυψε ο τίτλος του βιβλίου σας;

Ο τίτλος έχει να κάνει με την επίσκεψη του φαντάσματος στην ηρωίδα της ιστορίας και στην προετοιμασία του αναγνώστη για μια ιστορία που δεν θα τον τρομάξει, ούτε θα τον φοβίσει.

Τι ήταν αυτό που σας ενέπνευσε, ώστε να γράψετε την ιστορία του βιβλίου σας αυτού;

Νομίζω πως, για να είμαι απόλυτα ειλικρινής, τη συγκεκριμένη ιστορία την εμπνεύστηκα από τον πρώην μου, όταν ένα χιονισμένο Σαββατοκύριακο ήμουν αποκλεισμένη στο μικρό μου σπίτι, όταν ήμουν αναπληρώτρια σε ένα χωριό του νομού Φλώρινας.

Το βιβλίο σας απευθύνεται αποκλειστικά σε ενήλικες ή μπορεί να αποτελέσει ανάγνωσμα και για το εφηβικό κοινό;

Θεωρώ πως απευθύνεται σε ενήλικες αλλά μπορεί να διαβαστεί ευχάριστα και από εφήβους, όπως και οι περισσότερες από τις ιστορίες μου.

Πόσο διαρκεί το «για πάντα»; Υπάρχει απάντηση σ’ αυτό το ερώτημα ή θα μείνει αναπάντητο τελικά στο τέλος της αφήγησης;

Νομίζω πως το «για πάντα» διαρκεί για πάντα. Κάτι που θα απαντηθεί και στην ιστορία φυσικά.

Υπάρχουν συγκεκριμένα μηνύματα που θέλετε να περάσετε στους αναγνώστες σας και ποια είναι αυτά;

Θεωρώ πως ένα μήνυμα που θα ήθελα να περάσω είναι πως οι άνθρωποι δεν είναι κακοί ή καλοί. Μπορεί καλοί άνθρωποι να κάνουν κακές πράξεις και το αντίθετο. Οι πράξεις μας, ωστόσο, μπορούν να καθορίσουν από μια στιγμή ως ολόκληρη την αιωνιότητα.

Επίσης, στο συγκεκριμένο βιβλίο αναφέρομαι αρκετά στον θάνατο και κυρίως στον φόβο του θανάτου. Είναι μια ιστορία που προσπαθεί να ξορκίσει αυτόν τον φόβο και ελπίζω να το πετυχαίνει.

Το βιβλίο σας φιλοξενεί και έγχρωμη εικονογράφηση και μάλιστα δική σας. Πώς προέκυψε αυτή η παρεμβολή στο βιβλίο σας; Τη θεωρείτε απαραίτητη και γιατί;

Μια εικόνα ισούται με χίλιες λέξεις, όπως λέει και το ρητό. Οπότε σίγουρα η εικονογράφηση προσφέρει αρκετά σε μια ιστορία. Παράλληλα, είμαι απόφοιτος του Εικαστικού Τμήματος της Ανωτάτης Σχολής Καλών Τεχνών και έχω εικονογραφήσει και άλλες ιστορίες, δικές μου ή άλλων, στο παρελθόν.

Θεωρώ πως το να γράφει και να εικονογραφεί κανείς μια ιστορία του τον κάνει να δεθεί ακόμα περισσότερο με αυτήν και να την αγαπήσει. Άλλωστε, από παιδάκι ήταν όνειρό μου να καταφέρω να γράφω ιστορίες και να τις εικονογραφώ.


Άλλη μια συνεργασία σας με τις εκδόσεις «Γλαρόλυκοι». Είστε ευχαριστημένη με τον εκδοτικό σας οίκο;

Εξαιρετικά ευχαριστημένη. Ο Χρήστος, ο εκδότης, και η Κανελλία είναι εξαιρετικοί επαγγελματίες και άνθρωποι, όπως βέβαια και οι υπόλοιποι εκδότες που έχω συνεργαστεί. Ωστόσο, στον συγκεκριμένο εκδοτικό παρατηρώ αρκετές αρετές, αγάπη για τα βιβλία και ένα κλίμα οικογενειακό και φιλικό, κάτι που με κάνει ιδιαίτερα χαρούμενη.

Ποια τα επόμενα συγγραφικά σας βήματα;

Αυτό δεν το γνωρίζω ακόμα καθώς πολύ πρόσφατα εκδόθηκε και το βιβλίο μου «Το κοτόπουλο και η φράουλα» από τις «Εκδόσεις Συμπαντικές Διαδρομές», που αποτελούσε ένα από τα δυσκολότερα βιβλία που έγραψα, καθώς ήταν αρκετά αυτοβιογραφικό και αποκαλυπτικό για θέματα όχι και τόσο φαντασιακά, οπότε θεωρώ πως για λίγους μήνες (ή παραπάνω) θα απέχω από τη συγγραφή. Θα ήθελα, ωστόσο, να εξερευνήσω ένα άλλο μέσο αφήγησης. Αυτό τον καιρό κάνω ένα πόντκαστ με τίτλο «Γιαπωνέζικη ομελέτα», όπου εγώ κι ένας φίλος μου, ο Σάββας Τσαμπίκος Αργύρης, μιλάμε για βιβλία, ταινίες και άλλα καλτ θέματα, όπως το μεταπτυχιακό «Κοινωνικής Νευροεπιστήμης, Κοινωνικής Παιδαγωγικής και Εκπαίδευσης» που παρακολουθούμε.

Θα είχε ενδιαφέρον αν μοιραστώ ιστορίες μου μέσα από το πόντκαστ, όταν θα τις αφηγούμαστε εγώ κι ο Σάββας ή κάποιο animation ή κόμικς. Γενικότερα, από ένα μέσο που να έχει ακουστικό ή και οπτικό ερέθισμα. Γιατί όχι να μας δείτε να κάνουμε και βίντεο με ιστορίες στο μέλλον.

Φυσικά ακόμα όλα αυτά είναι σχέδια αλλά πάντα τα καλλιτεχνικά και δημιουργικά πρότζεκτς έχουν ενδιαφέρον και με κάνουν να χαμογελώ. Ίσως και πριν την υλοποίησή τους, ίσως κι όταν είναι απλά σκέψεις μες στο μυαλό μου.

Μια ευχή σας που θα θέλατε να πραγματοποιηθεί;

Νομίζω η πιο δύσκολη απ’ όλες: Να είναι ευτυχισμένη η φίλη μου η Γιώτα και να πάνε όλα καλά (ξέρει αυτή με τι).

Συνήθως όταν σκέφτομαι τι θα ήθελα να ευχηθώ, σε γενέθλια και πριν ρίξω κέρματα σε συντριβάνια, συλλογίζομαι κάποιο αγόρι που θα ήθελα να με θέλει ή κάποιο ταξίδι μακρινό που να μην έχω πάει.

Θα μπορούσα να ευχηθώ για εκείνο το αγόρι να με έβλεπε αλλιώς και να με έπαιρνε από το χέρι να ζήσουμε μια μαγική περιπέτεια ή για ένα εισιτήριο για το Τόκιο ή ίσως για ένα σετ με πολύχρωμα gouache, αλλά όλα αυτά ίσως συμβούν κι από μόνα τους κάποια στιγμή. Ή αν δεν συμβούν, δεν θα είναι γραφτό. Εκεί όμως που χρειάζεται μια έξτρα δόση μαγείας των ευχών είναι η ευτυχία. Οπότε αυτό θα έλεγα πως εύχομαι αυτήν τη στιγμή.

Πριν κλείσουμε τη συζήτηση θα ήθελα να μας παραθέσετε ένα μικρό απόσπασμα από το βιβλίο σας.


Κεφάλαιο 1ο

Καφές με άρωμα τσουρέκι

[Λίλα]

Μερικές φορές μιλάω με τα λούτρινα κουκλάκια που έχω στο δωμάτιό μου. Ναι, το ξέρω πως είναι παρανοϊκό, αλλά έχει μια βάση. Πιστέψτε με, έχει. Κρύβει μια εκκεντρική φιλοσοφία που πρέπει να είσαι πολύ μοναχικός ή καλλιτεχνικός τύπος, για να κατανοήσεις πλήρως. Ωστόσο, παρότι ακροβατεί ανάμεσα σε τρέλα και απελπισία, βγάζει νόημα.

Κάποιοι άνθρωποι είχαν την τύχη­ ή ίσως και ατυχία­ να περάσουν τα φοιτητικά τους χρόνια στο πατρικό τους σπίτι. Να μη δουν μουχλιασμένες γκαρσονιέρες και παγωμένες σοφίτες, να μην αλλάξουν πόλη, να μην αναγκαστούν να ενηλικιωθούν τόσο απότομα. Πέρασαν τα χρόνια των σπουδών έχοντας χιλιάδες μυστικά από τους γονείς τους, που έλεγαν πως πηγαίνουν στις σχολές τους για να βγουν με φίλους ή περίεργους άπλυτους φασαίους, αλλά στην τελική γυρνούσαν το βραδάκι στο καθαρό τους κρεβάτι, έχοντας ένα νόστιμο σπιτικό φαγητό να τους περιμένει στην κουζίνα. Αρακάς και ανεξαρτησία κάπως δεν συνδέονται τελικά.

Κι ήταν πολύ αργότερα, όταν αναγκάστηκαν να μείνουν μόνοι και να συνειδητοποιήσουν πως τα πιάτα δεν πλένονται μαγικά, τα λαδερά φαγητά που τόσο μισούσαν τελικά τους λείπουν και πως το σπίτι ­όταν είναι τόσο άδειοείναι μίζερο. Κι ύστερα, κάπου ανάμεσα σε κονσέρβα γίγαντες και χριστουγεννιάτικες διακοσμήσεις που μένουν ως τον Μάρτιο, σε ένα σπίτι που πληρώνεις υπερβολικά πολύ για το τι παρέχει, αρχίζεις να μιλάς με μια λούτρινη Μίνι, γιατί δεν έχεις κανέναν. Ούτε τους γονείς σου, τα αδέρφια σου ή τα χρήματα, για να πάρεις γάτα. Κι έτσι η Μίνι είναι η μόνη σου εναλλακτική. Οπότε ναι, υπάρχει μια λογική βάση στο γιατί μιλάω στα λούτρινα κουκλάκια πού και πού. Συνοπτικά θα μπορούσε κανείς να την αποκαλέσει και «ακραία μοναξιά», αλλά προτιμώ να τη λέω «καλλιτεχνική φύση».

Περνούσα τους τελευταίους μήνες στην άκρη του κόσμου, όπως ήθελα να την αποκαλώ, σε ένα χωριό γεμάτο ομίχλη, καταχνιά και βαρεμάρα. Το ότι είχα την «τύχη» να βρω εργασία εδώ ήταν μια απόφαση ολίγον τι απερίσκεπτη. Τη δεδομένη στιγμή είχα σκεφτεί πως έτσι θα είμαι κοντά στον αγαπημένο μου και θα ήταν ρομαντικό­ ή και ελαφρώς εμμονικό­, μέχρι να με αφήσει για μία κοπέλα που της ρίχναμε αμφότεροι δέκα έτη, φυσικά. Κι έτσι κάπως απότομα και ξαφνικά βρέθηκα από ερωτική μετανάστρια να γίνομαι η τρελή του χωριού που βλέπει σειρές δίπλα σε ένα λούτρινο, που κουβαλάει σε όλα τα δωμάτια του σπιτιού και του λέει «καλημέρα».

Αλλά δεν είμαι ακόμα τρελή. Θα γίνω υποθέτω, όταν το λούτρινο μου απαντήσει. Ως τότε, όμως, θεωρώ τον εαυτό μου απολύτως φυσιολογικό, πέρα από μερικές ­ας τις πούμε­ εικαστικές παρεμβάσεις. Ίσως να έβαψα τα μαλλιά μου ένα ελαφρύ και διακριτικό μωβ μετά τον χωρισμό, ίσως να έκανα και μερικά piercing παραπάνω, βρε αδερφέ, αλλά στην τελική ακόμη όλα αυτά δεν είναι αρκετά ψυχωτικά.

Μπορεί τα πρωινά να πίνω καφέ φίλτρου με άρωμα τσουρέκι και γάλα φιστικιού, να τρώω λουκούμια λες και είμαι οχτακοσίων χρονών, ενώ τα βράδια να κλαίω δίπλα στα καυτερά μου νουντλς και στη Μίνι, όμως και πάλι μετά από τόσα, με λες και φυσιολογική. Ποιος δεν θα γινόταν λιγάκι περίεργος μετά από έναν τέτοιο χωρισμό, ύστερα από πέντε χρόνια σχέσης ­της πρώτης του σχέσης ομολογώ να πω­ καi καταδικασμένος να ζει στην εξορία, σχεδόν…

Οπότε για αυτά τα δεδομένα και πάλι καλά ήμουν. Μέχρι να μην είμαι φυσικά. Γιατί πάντοτε μπορείς να πέσεις και χαμηλότερα, κάτι που ανακάλυψα μια Τρίτη απόγευμα που έξω χιόνιζε κι εγώ αναρωτιόμουν αν φέτος είναι η χρονιά, για να πάθω χιονίστρες. Έπινα κρασί την προηγούμενη βραδιά απ’ το μπουκάλι, γιατί πλέον έμενα μόνη και κανείς δεν θα το ανακάλυπτε. Ίσως και να είχα μεθύσει λιγάκι. Προσπαθούσα, όμως, πολύ να νιώσω μέσα στη ζάλη ευτυχισμένη για λίγο.

Το πρωί ξύπνησα, μετά από μια βραδιά που δεν θυμόμουν καλά, με μάγουλα πρησμένα και γεμάτα ξεραμένα δάκρυα. Με είχε πάρει ο ύπνος κάποια στιγμή στον καναπέ. Τραγικό. Ούτε μέχρι το κρεβάτι δεν είχα φτάσει; Ή γερνούσα και δεν άντεχα το ποτό πλέον ή είχα πιει όντως πέρα από κάθε όριο. Για τον Παύλο. Πάλι τον σκεφτόμουν κι έκλαιγα. Ήμουν σίγουρη πως είχα πιει ό,τι είχα και δεν είχα στο σπίτι και μετά έπεσα ξερή. Ευτυχώς το δωμάτιο δεν μύριζε εμετούς. Αν είχα να καθαρίσω και ξερατά από το σαλόνι, θα πάθαινα υστερία.

Είχα πιει ό,τι υπήρχε και δεν υπήρχε. Γι’ αυτό δεν θυμόμουν και πολλά. Το κεφάλι μου πονούσε τόσο, λες και με είχαν κοπανήσει με σφυρί. Δεν είχα τις ίδιες αντοχές.

Όταν τα έπινα στα είκοσι, δεν ένιωθα τίποτα την άλλη μέρα. Τώρα παραπατούσα σαν γερόντισσα που ψάχνει το χάπι της πίεσης. Κρασί ποτέ ξανά, μπύρες ποτέ ξανά. Μόνο τσάι. Κι αυτό πράσινο, χωρίς καφεΐνη.

Είχα πονοκέφαλο όλη μέρα, αλλά ήταν μικρό το τίμημα για την απερισκεψία μου. Ποιος πίνει, όταν την άλλη μέρα έχει μάθημα; Άλλο κάποτε, πριν δέκα χρόνια. Είχαν περάσει κιόλας δέκα; Τρομερό το πόσο γρήγορα γερνούσα. Είχα γίνει μπούμερ και δεν το καταλάβαινα. Δούλευα σε σχολείο τώρα, με μικρούς μαθητές που ούρλιαζαν χωρίς λόγο. Όχι, σήμερα δεν θα το άντεχα αυτό. Ήθελα ηρεμία, για να περάσει η ημικρανία. Ησυχία. Σκοτάδι. Ναι, σίγουρα είχα γίνει γριά. Στην ψυχή από χρόνια, αλλά τώρα και σωματικά.

Ίσως γι’ αυτό να με λυπήθηκε κι ο καιρός και τα σχολεία να ήταν κλειστά. Να με άφησε να περάσω τη μέρα μου ήρεμα, ενώ χάζευα το χιόνι. Να πιω καφέ και να ξαπλώσω στον καναπέ, ήρεμα και χουχουλιάρικα.

Έβλεπα τη νιοστή επανάληψη της πιο καλτ σειράς όλων των εποχών, αγκαλιά με μια μαλακή κουβερτούλα που μου είχε πάρει η γιαγιά μου, όταν οι ειδοποιήσεις του κινητού άρχισαν να παθαίνουν φρενίτιδα. Όλα τα socialmedia με ειδοποιούσαν για κάτι το οποίο δεν ήμουν και έτοιμη να αντικρίσω.

Σκέφτηκα πως ίσως να έχουμε πόλεμο ή κάποια φυσική καταστροφή. Δεν ένιωσα να κουνιέμαι, άρα μάλλον όχι σεισμός. Δεν μύριζε καμένο, άρα όχι πυρκαγιά. Τυφώνας; Δεν το νομίζω. Ενστικτωδώς πετάχτηκα όρθια κι άνοιξα τα παντζούρια. Δεν έβλεπα τίποτα πέρα από τους άδειους δρόμους του χωριού. Τίποτα περισσότερο και τίποτα λιγότερο. Όπως πάντα. Άρα όχι πανικόβλητοι άνθρωποι, όχι πόλεμοι, όχι λοιμοί και καταποντισμοί.

Κάτι άλλο θα έφταιγε. Ίσως πάλι να ήταν αυτή η εποχή του χρόνου που με κάνουν tag για κάτι ηλίθιο, αλλά όχι. Δεν ήθελε κανείς να μάθει πόσα βιβλία διάβασα πέρσι, με πόσους πήγα ή πώς πέρασα την Πρωτοχρονιά. Η αλήθεια ήταν πολύ πιο ζοφερή απ’ ό,τι μπορούσα να πιστέψω ή ήμουν έτοιμη να δεχτώ. Πολλοί θα μπορούσαν να πουν πως εκείνη η στιγμή ήταν η καθοριστικότερη όλων, διότι πέραν τούτης, δεν μπορώ να πω και με μεγάλη βεβαιότητα πως ό,τι ακολούθησε συνέβη αληθινά. Γιατί για να θεωρήσουμε πως τα περιστατικά που θα περιγράψω δεν ήταν αποκύημα της αρρωστημένης φαντασίας μου, θα πρέπει να δεχτούμε ως δεδομένο πως υπάρχουν φαντάσματα. Κάτι που ίσως ο μέσος άνθρωπος να έχει ένα θεματάκι να δεχτεί.

Διότι όλες οι ειδοποιήσεις μιλούσαν για εκείνον, τον μυθικό πλέον πρώην μου, ο οποίος με είχε παρατήσει πριν πέντε μήνες. Κι αν όλα σταματούσαν εκεί κι εγώ απλά κοιτούσα τα μηνύματα που ερχόντουσαν βροχή, θα μιλούσαμε για μια πολύ διαφορετική και εξαιρετικά δραματική ιστορία, αλλά τα πράγματα δεν ήταν τόσο απλά. Δυστυχώς.

Έτσι όταν πήρα το κινητό και είδα τις ενημερώσεις και οι λέξεις «ατύχημα», «πέθανε», «ξαφνικά» και «Παύλος» συνδεόντουσαν, πριν καταρρεύσω κλαίγοντας για εκείνον, είδα και κάτι άλλο, πολύ πιο ζοφερό από τον θάνατο του πρώην μου. Απέναντί μου, στην κατακίτρινη πολυθρόνα μου δίπλα στη Μίνι, καθόταν εκείνος, ο Παύλος.

Ναι, αυτός που όλα τα μηνύματα έλεγαν πως είχε πέσει σ’ ένα δέντρο με τη μηχανή.

Δεν ήξερα τι έπρεπε να κάνω. Πώς αντιμετωπίζει κανείς ένα νεκρό που του χαμογελάει άλλωστε; Πήρα την κούπα με τον καφέ μου και την ήπια μονορούφι. Δεν ξέρω αν το άρωμα τσουρέκι θα βοηθούσε, αλλά σίγουρα η επίγευση του γάλακτος φιστικιού όλο και κάτι έκανε, πριν να αρχίσω να ουρλιάζω φυσικά.

«Λίλα, ηρεμία» είπε το φάντασμα του Παύλου, καθώς ούρλιαζα κι ήμουν έτοιμη να φύγω τρέχοντας από το σπίτι. Είχα οπτικοακουστικές παραισθήσεις; Τι σήμαινε αυτό; Δεν ήμουν λιγάκι μεγάλη για σχιζοφρένεια; Μήπως ο χωρισμός με είχε αποτρελάνει;

Η ξαφνική είδηση του θανάτου του πρώην μου με είχε σοκάρει. Αυτό ήταν. Ο Παύλος δεν ήταν εδώ κι εγώ φανταζόμουν πως ήταν. Έπρεπε να κοιμηθώ, να ηρεμήσω και να κάνω πως δεν υπάρχει. Ίσως και να έφευγε. Ίσως χρειαζόταν να πάω και σε ψυχίατρο, αν και είχα τις υποψίες μου πως αν του έλεγα ότι βλέπω φαντάσματα, θα μου φορούσε αυτή την ωραία λευκή ρομπούλα που δένει προς τα πίσω και θα μου έκανε εισαγωγή στο ψυχιατρείο. Οπότε ίσως για την ώρα να προσπαθούσα να τον διώξω με κάποιο τρόπο;

Ήμουν έτοιμη να φωνάξω «Ξου, ξου», όταν ο Παύλος ξαναμίλησε.

«Ξέρω πως είναι ξαφνικό, πίστεψέ με, ούτε εγώ θέλω να είμαι εδώ. Αλλά είμαι» είπε.

«Ναι, αλλά γιατί;» Είπα κάνοντας ένα μικρό διάλειμμα από τα ουρλιαχτά μου. Μιλούσα στην παραίσθηση. Δεν ήταν καλό αυτό. Έπρεπε να το

σταματήσω. Τώρα. Τύπου τώρα. Αλλά ήθελα να ακούσω και τι θα μου πει.

«Δεν έχω την παραμικρή ιδέα, όμως» μουρμούρισε ο Παύλος κι εγώ κάπως βραχνιασμένη, κουρασμένη και απελπισμένη αποφάσισα να δεχτώ πως μπήκα στη σφαίρα του παραφυσικού ή της απόλυτης τρέλας και να δω πού θα με πάει όλο αυτό. Όχι πολύ μακριά ήλπιζα, αλλά κι εδώ κατάφερα να κάνω ένα τεράστιο λάθος.

Κυρία Πρίτσα, σας ευχαριστώ για ακόμα μια φορά για την όμορφη συζήτηση που είχαμε και σας εύχομαι κάθε καλό από καρδιάς.

Κι εγώ σας ευχαριστώ πολύ κι εύχομαι να σας αρέσει η ιστορία μου (αλλά και οι εικόνες μου) κι εύχομαι να τα ξαναπούμε στο επόμενο βιβλίο ή και κάπου, κάποτε σε κάποιο μέρος μαγικό κι ηλιόλουστο.


Βιογραφικό:

Η Ισαβέλλα Πρίτσα είναι πτυχιούχος του τμήματος ΦΠΨ - με ειδίκευση Ψυχολογίας- του ΕΚΠΑ, του Εικαστικού Τμήματος της ΑΣΚΤ και ΔΠΜΣ Δημιουργικής Γραφής του Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας, σε συνεργασία με το ΑΠΘ. Έχει πτυχίο πιάνου, ειδικού αρμονίας και αντίστιξης. Φοιτά στο ΔΠΜΣ Κοινωνικής Νευροεπιστήμης, Κοινωνικής Παιδαγωγικής και Εκπαίδευσης του ΕΚΠΑ.
Έχει εκδοθεί το βιβλίο της «Η ανατομία ενός καλλιτέχνη» από τις εκδόσεις Ελκυστής το 2020, καθώς και το διήγημά της «Γαλάζιο Φως» στην ανθολογία «Αναζητώντας μίαν άλλη Γη» από τις Εκδόσεις Πηγή το 2021. Την ίδια χρονιά έχουν κυκλοφορήσει τα βιβλία της «Το χρυσό κρεμμύδι είναι καλύτερο» και «Η μικρή Άρκτος» από τις Εκδόσεις Συμπαντικές Διαδρομές, αλλά και το παραμύθι της «Carpe Noctem» από τις Εκδόσεις Γλαρόλυκοι. Διηγήματά της υπάρχουν στις ανθολογίες «Epic, θρύλοι της φαντασίας, Ανθολογία ηρωικής φαντασίας», «Lockdown, Ανθολογία με ιστορίες τρόμου και φαντασίας» και «Η πτώση των Θεών ΙΙ, Ανθολογία διηγημάτων εμπνευσμένων από το έργο του Λαβκραφτ», καθώς και στην Ανθολογία «Larry Niven 2020» που κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Συμπαντικές Διαδρομές. Το 2022 είχαν κυκλοφορήσει τα βιβλία της «Δύο μικρά νομίσματα» από τις εκδόσεις Συμπαντικές Διαδρομές και «Αποσπερίτης» από τις Εκδόσεις Ελκυστής, αλλά συμμετείχε και με 3 διηγήματα και μία νουβέλα στην Ανθολογία «Θρύλοι του Σύμπαντος Χ» από τις Εκδόσεις Συμπαντικές Διαδρομές. Το 2023 έχουν εκδοθεί τα βιβλία της «Sarabande», «Κατσαρίδα της άμμου» και «Εβένινα ζάρια» από τις Εκδόσεις Συμπαντικές Διαδρομές. Το 2024 εκδόθηκαν τα βιβλία της «Νυχτερινό» και «Ανεπίσημο Εγχειρίδιο Επιβίωσης Των Ζωντανών Νεκρών» από τις Εκδόσεις Συμπαντικές Διαδρομές. Τέλος, διηγήματά της υπάρχουν στις ανθολογίες: «Larry Niven 2022», «Στοιχειωμένος ΙΙ», «το Ξύπνημα ΙΙΙ» και «ο Σαίξπηρ στο διάστημα» από τις Εκδόσεις Συμπαντικές Διαδρομές.
Έχει εικονογραφήσει την ποιητική συλλογή «Άνθρωπος Εδώ» της Στέφης Θεοδότου, που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Λιβάνη και την Ανθολογία «Η Επόμενη Μέρα» από τις Εκδόσεις Rising Star. Έργα της υπάρχουν στη μόνιμη συλλογή του νοσοκομείου Ιασώ και φωτογραφίες της έχουν εκτεθεί στα πλαίσια του Athens Photo Festival 2022, στην έκθεση «Lockdown», στο Μουσείο Μπενάκη.

Δημοσίευση σχολίου

0 Σχόλια