Βιβλιοκριτική: "Παληές ιστορίες που μοιάζουν σήμερα ανοησίες-Επιστολή ενός Έλληνα της Ανατολικής Ρωμυλίας" του Σταύρου Νικολή Στάγκου | Γράφει ο Κώστας Τραχανάς

 


ISBN:139789600519433
Εκδόσεις: ΕΣΤΙΑ
Χρονολογία: Έκδοσης Οκτώβριος 2024
Αριθμός σελίδων: 120



Το βιβλίο αυτό είναι ένα Βαλκανικό εθνολογικό σημείωμα.

Είναι ένα γράμμα - απάντηση σε κάποιες «κατηγορίες» για την καταγωγή της οικογένειας Στάγκου από τη Σωζόπολη της Ανατολικής Ρωμυλίας, που βρισκόταν στις νότιες ακτές της Μαύρης Θάλασσας.

Είναι ένα γράμμα του Σταύρου Νικολή  Στάγκου προς τον Γεώργιο Παπαηλιάκη, με το γενεολογικό δέντρο και την ιστορία της οικογενείας Στάγκου, την ιστορία του προπάππου του Νικολή.

Είναι η μυθιστορηματική ιστορία της οικογένειας και η καταγραφή ταραγμένων εποχών, αλλά και η ψυχή, η σκέψη, οι αγωνίες, η περηφάνια και η θλίψη του παππού Σταύρου Στάγκου. 

Ο συντάκτης της επιστολής Σταύρος Νικολή Στάγκος ,δάσκαλος και δημοσιογράφος στο επάγγελμα, κάτοικος Θεσσαλονίκης, γεννήθηκε στη Σωζόπολη της Βουλγαρίας γύρω στο 1890 .Ο πατέρας του (γεννήθηκε γύρω στο1835-1840) ήταν ναυτίλος ( τουρκιστί γεμιτζής) στο επάγγελμα, ο δε παππούς του ήτανε ψαράς, όπως οι περισσότεροι «βέροι Ζοπολίτες» (Σωζοπολίτες).Το 1865 ο πατέρας του συνέπηξε «συντροφία» (ναυτιλιακή μετοχική εταιρεία), η οποία ασχολείτο με την ακτοπλοϊκή συγκοινωνία και το ενδοτοπικό εμπόριο στον κόλπο του Πύργου (σημερινό Μπουργκάς) και ευρύτερα στα νοτιοδυτικά παράλια του Ευξείνου Πόντου, από τη νότια Ρωσία έως την Κωνσταντινούπολη. Ο πατέρας του, μαζί με άλλους δύο «συντρόφους» του ,είχαν ολόκληρο στολίσκο από μικρά ιστιοφόρα. Ήτανε δηλαδή «νταλιαντζής» (ιδιοκτήτης ιχθυοτροφείου) και «έμπορος καρβουνοξυλείας». Κι είχε γίνει άρχοντας, ξακουστός και με υψηλές κοινωνικές διασυνδέσεις στη Φιλιππούπολη, στην Πόλη και στην Αθήνα.

Η ιδιαίτερη πατρίδα του Στάγκου βρίσκεται νοτίως του Αίμου, στη σημερινή νότια Βουλγαρία, μια περιοχή η οποία τον προηγούμενο αιώνα αποτέλεσε μια αυτόνομη πολιτεία, φόρου υποτελή στον Σουλτάνο. Η πολιτεία αυτή διεθνώς ονομάζεται Ανατολική Ρωμυλία και γεωγραφικώς ταυτιζόταν με τη βόρεια Θράκη .Ο ιστορικός βίος της Ανατολικής Ρωμυλίας υπήρξε βραχύς: Ιδρύθηκε το 1879 και καταλύθηκε πραξικοπηματικά από τους Βουλγάρους εθνικιστές την 6η Σεπτεμβρίου του 1885.Η Ανατολική Ρωμυλία ενώθηκε τότε με τη Βουλγαρική Ηγεμονία. Η «ένωση» αυτή του 1885 στοίχισε ακριβά στους Έλληνες της Ανατολικής Ρωμυλίας, που μεταβλήθηκαν ξαφνικά σε Βούλγαρους υπηκόους και εθνική μειονότητα.

Ένα δεύτερο πλήγμα για της Έλληνες Ανατολικορωμυλιώτες υπήρξε ο εκπαιδευτικός νόμος του 1892, με τον οποίο καταργείτο η ελληνική πρωτοβάθμια εκπαίδευση σε όλη τη χώρα. Το τρίτο πλήγμα επήλθε με τον οργανωμένο ανθελληνικό διωγμό του 1906, οπότε όλα τα σχολεία, οι εκκλησίες και τα λοιπά κοινοτικά καταστήματα των Ελλήνων καταλήφθηκαν από το μαινόμενο βουλγαρικό πλήθος και οι ιδιωτικές περιουσίες των Ελλήνων λεηλατήθηκαν και καταστράφηκαν. Το 1906 οι Ελληνορθόδοξοι μητροπολίτες απομακρύνθηκαν από τη χώρα. Όταν ξέσπασε ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, οι ελληνικές κοινότητες έπαυσαν πρακτικώς να υφίστανται.

Ο ανθελληνικός διωγμός του 1906 προκάλεσε την φυγή 10.000 Ελλήνων από τη Βουλγαρία. Το μεταναστευτικό ρεύμα προς την Ελλάδα πύκνωσε μετά την υπογραφή της ελληνοβουλγαρικής Συνθήκης ειρήνης και ανταλλαγής πληθυσμών στο Νεϊγύ της Γαλλίας το 1919.

Το κύμα   της ελληνικής μετανάστευσης από τη Βουλγαρία δεν ξεκινά ωστόσο το 1919, αλλά πάνω από μια δεκαετία νωρίτερα. Οι περισσότεροι πρόσφυγες από την Ανατολική Ρωμυλία εγκαταστάθηκαν το 1907 στη Θεσσαλία σε γη που τους παραχώρησε το ελληνικό κράτος. Οι συνοικισμοί της Ευξεινούπολης, της Νέας Αγχιάλου και της Νέας Φιλιππούπολης αποτελούν σιωπηρούς μάρτυρες αυτού του πρώτου ρεύματος προσφυγιάς των Ανατολικορωμυλιωτών προς την Ελλάδα .Ο οριστικός επίλογος της ιστορίας των Ελλήνων της Ανατολικής Ρωμυλίας επήλθε το 1930, όταν το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης προχώρησε στην εκκαθάριση των περιουσιών τους και επικύρωσε τη διάλυση των ελληνικών κοινοτήτων της Βουλγαρίας.

Ο χρόνος εγκατάστασης των μελών της οικογένειας Στάγκου στην Ελλάδα ποικίλλει. Όπως μας πληροφορεί η επιστολή, τα περισσότερα μέλη της είχαν φύγει οριστικά από τη Βουλγαρία πριν από τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο (1913) κι είχαν μεταναστεύσει στην Πόλη, την Ελλάδα, την Ευρώπη και την Αμερική. Σε κάθε περίπτωση οι Σταγκαίοι δεν ακολούθησαν την πορεία των υπολοίπων συμπατριωτών τους, που επωφελούμενοι της συνθήκης ανταλλαγής του Νεϊγύ συνοικίστηκαν στη (Νέα) Σωζόπολη της Χαλκιδικής. Άλλωστε, η αστική ιδιότητα και καταγωγή της οικογένειας Στάγκου τους έδειξε τη φυσική οδό προς τη Θεσσαλονίκη. Σύμφωνα μάλιστα με τη μαρτυρία του εγγονού του, ο Σταύρος Ν.Στάγκος τη δεκαετία του 1930 μετοίκησε στην Αθήνα.

Ο Σταύρος Στάγκος μεγάλωσε μέσα σε «ρωμέικη, πέρα ως πέρα, ατμόσφαιρα». Παρότι διατήρησαν τη «ρωμέικη» παράδοση μέσα σε ένα εχθρικό περιβάλλον, στην Ελλάδα ωστόσο « ο μπαμπάς και η μάνννα» του Σταύρου Στάγκου λογίζονταν ως «Βούλγαροι», επειδή «μιλούσανε βουλγάρικα». Αυτός ο «ψίθυρος», αυτή η «κατηγορία», αυτές οι «προστυχιές», η «πομπή», η «συκοφαντία», ότι τάχα οι γονείς του και ο ίδιος είναι «Βούλγαρος», έκανε τον Σταύρο Στάγκο να συγγράψει την επιστολή του. Αυτή η «κατηγορία» κυκλοφόρησε κυρίως (ως φήμη) ανώνυμη. Ο επιστολογράφος αποδίδει αυτήν την συκοφαντία σε πρώην συντοπίτες του (Σωζοπολίτες), σε «κάτι ηθικούς παρακεντέδες και μυξοκάπηλους», παλιούς τσορμπατζήδες, οι οποίοι φθονούσαν τον πατέρα του, όπως φθονούσαν όλους τους «νέους προεστούς», που είχαν βρει θέση ανάμεσά τους στα μέσα του 19ου αιώνα. Η βαθύτερη αιτία για αυτόν τον ψόγο ήταν ότι ο πατέρας του δεν είχε «καμμία αριστοκρατική παράδοση». «Είχε γίνει πλούσιος, αλλά η καταγωγή του ήταν ταπεινή». Ο πατέρας του Νικολή Ευσταθιάδη (δηλ. ο παππούς του Σταύρου) «ήτανε ένας αγράμματος ψαράς», «καθάρια πλέμπα». Μην έχοντας άλλον τρόπο να εκφράσουν τον φθόνο τους, οι «ακραιφνείς» αυτοί Έλληνες, που  κατάγονταν «ντρήτα από το υπέρλαμπρο περίκλειο σέλας» στάθηκαν στη «βουλγαρική κατάληξη» (-ωφ) του πατρικού επωνύμου του. Έπαιξε επίσης ρόλο το γεγονός ότι ο ίδιος (όπως ομολογεί ο επιστολογράφος) ήταν «βενιζελικός». Η ρατσιστική στάση των αυτόχθονων Ελλήνων απέναντι στους ομογενείς πρόσφυγες αποτέλεσε ένα εφαλτήριο εθνικής αυτογνωσίας για τον ίδιο.

Οι πρόσφυγες ερχόμενοι στην Ελλάδα τη δεκαετία του 1920, αντιμετώπισαν ένα τραυματικό πολιτισμικό σοκ. Αυτοί οι άνθρωποι αντιμετωπίστηκαν σαν ξένοι, με αισθήματα φόβου,  αηδίας, μίσους και απέχθειας. Γλωσσικές ιδιομορφίες, όπως τα τουρκικά ιδιώματα και η ποντιακή διάλεκτος, η διαφορετική κουλτούρα και τα επώνυμα, που συχνά έληγαν σε -ογλου και-ωφ, ξεχώριζαν τον πρόσφυγα από τον γηγενή και «ακραιφνή» Έλληνα, ενίσχυαν την εικόνα της ιδιαιτερότητας του πρώτου και επέτειναν την αποξένωσή του από τους αυτόχθονες Έλληνες και το κράτος «τους». Δηλαδή οι γηγενείς αμφισβητούσαν ή ακόμη και αρνούνταν την ελληνικότητα των προσφύγων, και τους αντιμετώπιζαν σαν μια ξεχωριστή εθνοτική ομάδα. Οι πρόσφυγες στην Ελλάδα ήτανε Δυο φορές ξένοι 

Αυτό το αίσθημα αποξένωσης φαίνεται ότι πλήγωσε βαθύτατα τον Σταύρο Στάγκο και τον παρακίνησε να συνθέσει το παρόν εκτενές κείμενο, προκειμένου να δώσει απάντηση σε αυτό το βασανιστικό ταυτοτικό ερώτημα. Απευθύνοντας αυτήν την ερώτηση στον εαυτό του και στον Γεώργιο Παπαηλιάκη, ο επιστολογράφος αναρωτιέται λοιπόν «ποιος είναι πιο ρωμιός» στη «μεταπροσφυγική Ελλάδα» του Μεσοπολέμου. Ο ίδιος, που αμφότεροι οι γονείς του ήταν «βούλγαροι» ή ο Τότσιος, ένας κοινός φίλος τους,  που ο πατέρας του ήτανε «αρβανίτης»;

Η επιστολή του Σταύρου Στάγκου είναι επομένως ένα υπαρξιακό και ιστορικο-ανθρωπολογικό δοκίμιο γύρω από το αγωνιώδες ερώτημα τίς εστί Έλλην. Το τελικό βεβαίως ερώτημα είναι αν ο πατέρας τους ήταν «σλαυοβούλγαρος ή ρωμιός».

Ο επιστολογράφος καταλήγει ότι η «γενιά» του «είναι βγαλμένη από διασταύρωση με σλαβοβουλγαρικά αίματα», η «εθνική συνείδησή» του είναι «ρωμέικη» .Ο ίδιος είναι ένας «ακέραιος ρωμιός». Τονίζει με έμφαση ότι αμφότεροι οι γονείς του «είχανε τα ρωμέικα μητρική τους γλώσσα» σε μια περιοχή (των παραλίων της Μαύρης Θάλασσας) όπου η ενδοχώρα  της ήταν σλαβόφωνη. Γύρω στα 1895 ο πατέρας του έλαβε την απόφαση κι έγινε Βούλγαρος υπήκοος, «όπως το 95% των άλλων συμπατριωτών». Κι έπειτα άλλαξε κι επίθετο, έγινε Σταγκώφ. Ο πατέρας του άλλαξε το όνομά του από συμφεροντολογία... Μέσα στο χωνευτήρι της Βαλκανικής Χερσονήσου , το όνομα και το επώνυμο των χριστιανών ορθοδόξων κατοίκων της Σωζόπολης ( ή της Φιλιππούπολης και άλλων πόλεων της Ανατολικής Ρωμυλίας) δεν αποτελούν ασφαλή ένδειξη για την εθνική ταυτότητα του κατόχου τους. Το σημαντικότερο όμως όλων πειστήριο είναι ότι τα παιδιά του Νικολή «πηγαίνανε στο ελληνικό σχολείο». Κανένα δεν πολέμησε στους πολέμους (1912-1918) «στο πλευρό του βουλγάρικου στρατού». Αντιθέτως ο ίδιος και άλλοι οκτώ από το «άμεσο συγγενολόγι» του υπηρετήσανε τη στρατιωτική θητεία τους στην Ελλάδα, και οι περισσότεροι γνώρισαν πολεμική δράση το 1897 ή το 1912-1922. Επιπροσθέτως, καμία από τις αδελφές του Σταύρου «δεν πήρε βούλγαρο άντρα». Το συμπέρασμα είναι ότι η οικογένειά του δεν «βουλγάρεψε», αλλά διατήρησε την ελληνική «ουσία» της «ανέπαφη».

Στο υστερόγραφο της επιστολής του, ο Σταύρος Στάγκος θέλησε πολύ απλά να ανασκευάσει την κατηγορία περί «ανελληνικότητάς» του και να αποδείξει «το αναλλοίωτο ρωμέικο χρώμα της ζωής του γέρου» του.

Η επιστολή του είναι, πάνω από όλα, μια εξομολόγηση ψυχής. Με την επιστολή του, ο Σταύρο Στάγκος, «γερασμένος» πια, μας έμπασε «στην ατμόσφαιρα της Εθνικής πραγματικότητας» των Σταγκαίων. Θέλει να εκφράσει προς τα έξω τον άδολο πατριωτισμό και ιδεαλισμό της πατρικής οικογένειάς του. Οι Σταγκαίοι την Ελλάδα την είχαν κάνει «ιδέα», «ιδανικό», «καημό», «πόνο», «δαπάνη ψυχής, πλούτου και λαχτάρας», «χωρίς καμμιά αμοιβή κανενός είδους». Ο ίδιος δηλώνει «νεοεθνικιστής Ρωμιός». Σε κάθε περίπτωση, το κείμενο του Σταύρου Στάγκου περισσότερο θέτει ερωτήματα παρά δίνει οριστικές απαντήσεις. Το επόμενο μείζον ερώτημα που μένει να απαντηθεί είναι τι ήτανε «Ρωμιός» τότε ;Αλλά και τι εστί Έλλην σήμερα;  

Φτάνοντας πια στο σήμερα, σε μια εποχή όπου οι άνθρωποι ψάχνουν πάλι τον αυτοπροσδιορισμό τους κι όπου τα θέματα εθνικής ταυτότητας είναι ξανά στο προσκήνιο, ένιωσε ο Σταύρος Αστέρη Στάγκος ότι το γράμμα αυτό, καταγράφοντας έναν όχι πολύ γνωστό Ελληνισμό -αυτόν της Ανατολικής Ρωμυλίας- και απαντώντας στις αιτιάσεις για εθνική καθαρότητα μ' ένα πνεύμα ελεύθερο, γενναίο και ανήσυχο, μπορεί να προσφέρει ένα μικρό λιθαράκι για σκέψη. Να ξεπεράσει τη δική τους «μικρή» οικογενειακή ιστορία κι έτσι ίσως να βρει τους σύγχρονους παραλήπτες του.

Συναρπαστικό ανάγνωσμα.

Εξαιρετικό. Καθηλωτικό.

Διαβάστε το.


Ο Σταύρος Νικολή Στάγκος δάσκαλος και δημοσιογράφος, γεννήθηκε στη Σωζόπολη της Βουλγαρίας γύρω στα 1890. Ο πατέρας του ήταν ναυτίλος και ο παππούς του ψαράς. Από τη Θεσσαλονίκη, όπου η οικογένειά του εγκαταστάθηκε προ του 1913, ο Στάγκος μετοίκησε τη δεκαετία του 1930 στην Αθήνα. Ενώ ζώντας στη Βουλγαρία η οικογένεια είχε διατηρήσει τη «ρωμέικη» παράδοση, στο ελλαδικό κράτος ο Στάγκος κατηγορήθηκε για την εθνική του ταυτότητα και αντέδρασε με την παρούσα επιστολή.

Δημοσίευση σχολίου

0 Σχόλια