Σήμερα στις Τέχνες έχουμε τη χαρά να φιλοξενούμε την πολυγραφότατη Ελληνίδα συγγραφέα του φανταστικού που ζει μόνιμα με την οικογένειά της στο Μόναχο της Γερμανίας Anna Musewald (Άννα Μούζεβαλντ). Το νέο βιβλίο της στα ελληνικά φέρει τον τίτλο «Τα πράσινα & κίτρινα πιόνια» και κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Πηγή». Θα μας μιλήσει αναλυτικότερα γι' αυτό στη συνέντευξη που ακολουθεί.
Συνέντευξη στη Στέλλα Πετρίδου
Κυρία Musewald, είστε ένας άνθρωπος της θετικής επιστήμης. Παρόλ’ αυτά, στον ελεύθερό σας χρόνο ασχολείστε με τη λογοτεχνία, είτε ως απλή αναγνώστρια είτε ως συγγραφέας. Τι είναι αυτό που σας ωθεί κάθε φορά και προς αυτή την κατεύθυνση;
Παρότι η θετική επιστήμη με έχει διδάξει να βασίζομαι στη λογική, στους κανόνες και οπωσδήποτε στις αποδείξεις, στην λογοτεχνία ψάχνω συχνά το συναίσθημα, τη φαντασία και όλα εκείνα, που δεν μπορούν εύκολα να μετρηθούν. Μέσα από το γραφή ή την ανάγνωση βιβλίων μού αρέσει να εξερευνώ πτυχές της ανθρώπινης φύσης, που καμία εξίσωση δεν περιγράφει.
Πάντα προσπαθώ να ισορροπώ ανάμεσα στους δύο κόσμους: της λογικής και της ευαισθησίας. Και πιστεύω πως κάπου εκεί, ανάμεσα στα δύο, βρίσκω τον εαυτό μου.
Ποια ιδιότητά σας θεωρείτε ότι υπερέχει των άλλων;
Μπορώ να πω με βεβαιότητα, ότι δεν ανταγωνίζονται η μία την άλλη – αντίθετα, αλληλοσυμπληρώνονται. Η οικονομία με έμαθε να σκέφτομαι με ανάλυση, δομή και οργάνωση, να βλέπω τις λεπτομέρειες και τις αιτίες πίσω από κάθε κίνηση, ενώ η συγγραφή, από την άλλη, μου δίνει τη δυνατότητα να αφήνω τη λογική στην άκρη και να δίνω χώρο στη φαντασία, στο συναίσθημα και στο ανθρώπινο στοιχείο.
Αν έπρεπε όμως να διαλέξω ποια υπερέχει, θα έλεγα ότι εξαρτάται από τη στιγμή: άλλες φορές υπερισχύει η δημιουργική πλευρά που γράφει ιστορίες, άλλες η αναλυτική πλευρά που βλέπει τον κόσμο μέσα από αριθμούς και συστήματα. Και ίσως αυτό ακριβώς είναι που με καθορίζει – η ισορροπία ανάμεσα στα δύο.
Δεδομένου ότι ζείτε μόνιμα με την οικογένειά σας στο Μόναχο της Γερμανίας και στο εξώφυλλο των βιβλίων σας συστήνεστε με το όνομά σας γραμμένο με λατινικούς χαρακτήρες, δίνετε λανθασμένα την εντύπωση στους αναγνώστες σας ότι δεν είστε Ελληνίδα. Αυτό όμως δεν ισχύει στην πραγματικότητα. Με την ευκαιρία αυτής της συνέντευξης πείτε μας λίγα λόγια για τον εαυτό σας για να σας γνωρίσουμε καλύτερα.
Στη Γερμανία χρησιμοποιώ την πιο διεθνή εκδοχή του ονόματός μου, είτε λόγω της καθημερινότητας και της επαγγελματικής δραστηριότητάς μου είτε όταν εκδίδεται κάποιο από τα βιβλία μου στην Γερμανική γλώσσα. Παρ’ όλα αυτά, όταν γράφω – είτε στα ελληνικά, είτε σε άλλη γλώσσα – κουβαλώ πάντα την ελληνική μου ταυτότητα, τις αξίες, τον τρόπο σκέψης και τον πολιτισμό μας.
Ζώντας ανάμεσα σε δύο χώρες, προσπαθώ να συνδυάζω και τους δύο κόσμους: τον ελληνικό, με την ευαισθησία, τη ζεστασιά και την εσωτερικότητα, και τον γερμανικό, με τη δομή, τη συνέπεια και τον ορθολογισμό. Αυτή η διττότητα επηρεάζει και τα βιβλία μου, καθώς προσπαθώ να γεφυρώνω αυτά τα στοιχεία και να δίνω στους αναγνώστες μου μια ιστορία που έχει "καρδιά ελληνική", αλλά και ανοιχτό βλέμμα προς τον κόσμο.
Τώρα όσον αφορά την αναγραφή του ονόματός μου στα «Πράσινα και κίτρινα πιόνια» με λατινικούς χαρακτήρες, δεν πιστεύω ότι έγινε σκόπιμα, μάλλον είναι τυχαία. Θα πρέπει να πω ότι στα άλλα βιβλία μου, που έχουν εκδοθεί στην Ελλάδα, το όνομά μου είναι γραμμένο με ελληνικούς χαρακτήρες.
Το συγγραφικό σας ενδιαφέρον δε φαίνεται εκ πρώτης όψεως να σχετίζεται με το αντικείμενο της ενασχόλησής σας. Εσείς τι πιστεύετε; Υπάρχει μια κάποιου είδους αλληλεπίδραση της μιας ιδιότητάς σας με την άλλη;
Αν και εκ πρώτης όψεως φαίνεται, πως η ενασχόλησή μου με τη θετική επιστήμη και η αγάπη μου για τη λογοτεχνία είναι δύο εντελώς διαφορετικοί κόσμοι, στην πραγματικότητα πιστεύω ότι αλληλεπιδρούν μεταξύ τους πολύ περισσότερο απ’ όσο φαίνεται.
Από την επιστήμη διδάχτηκα να παρατηρώ, να αναζητώ τις λεπτομέρειες, να έχω υπομονή και να ψάχνω πάντα το «γιατί». Όλα αυτά τα στοιχεία κάποιες φορές τα μεταφέρω και στη γραφή μου. Από την άλλη, η λογοτεχνία δίνοντάς μου την ελευθερία να ξεφεύγω από τα αυστηρά πλαίσια, και να αφήνω χώρο στη φαντασία και στο συναίσθημα, με βοηθά και στη δουλειά μου, γιατί με κάνει πιο δημιουργική και ευέλικτη.
Για μένα, το ένα συμπληρώνει το άλλο – λογική και φαντασία συνυπάρχουν.
Τι μπορεί να αποτελέσει έμπνευση για εσάς ώστε να σας παρακινήσει στη συγγραφή;
Η έμπνευση μπορεί να προκύψει από οτιδήποτε – από μια εικόνα, μια φράση, ένα βλέμμα. Συχνά, μικρές καθημερινές στιγμές κρύβουν μέσα τους κάτι που με αγγίζει και πυροδοτεί τη σκέψη μου.
Για μένα όμως, η μεγαλύτερη έμπνευση έρχεται από τα ίδια τα συναισθήματα – εκείνα που δεν εκφράζονται εύκολα με λόγια και ζητούν να γίνουν ιστορία.
Η συγγραφή είναι τρόπος να δώσω φωνή σε όλα όσα νιώθω ή παρατηρώ και δεν θέλω να μείνουν ανείπωτα.
Γιατί επιλέγετε συγκεκριμένα να κινηθείτε στον κόσμο της λογοτεχνίας του φανταστικού; Τι είναι αυτό που σας συναρπάζει περισσότερο σ’ αυτόν, ώστε να αποτελείτε και επίσημα πλέον συγγραφέας του φανταστικού;
Ο κόσμος της λογοτεχνίας του φανταστικού με γοητεύει, γιατί μου δίνει την απόλυτη ελευθερία να δημιουργώ ιστορίες χωρίς όρια. Μέσα από το φανταστικό μπορώ να πλάσω κόσμους, νόμους, χαρακτήρες και καταστάσεις, που δεν περιορίζονται από τη λογική της καθημερινότητας. Αυτό που με συναρπάζει περισσότερο είναι πως, παρόλο που οι ιστορίες αυτές μοιάζουν «φανταστικές», κατά βάθος μιλούν για αληθινά ανθρώπινα συναισθήματα.
Για μένα, το φανταστικό δεν είναι απόδραση από την πραγματικότητα — αλλά είναι ένας διαφορετικός τρόπος να την κατανοήσουμε.
Το αναγνωστικό κοινό στην Ελλάδα στηρίζει τις προσπάθειες των Ελλήνων συγγραφέων; Τι πιστεύετε από τη μέχρι τώρα εμπειρία σας ως συγγραφέας που δεν ζείτε μόνιμα στην Ελλάδα, παρόλ’ αυτά όμως κυκλοφορείτε αρκετά βιβλία σας στη χώρα καταγωγής σας; Πόσο διαφορετικό είναι το αναγνωστικό κοινό στη Γερμανία και πόσο περισσότερο ή λιγότερο στηρίζει τους Γερμανούς συγγραφείς;
Αν και δεν έχω μεγάλη προσωπική εμπειρία, αφού συνήθως παρακολουθώ τα πράγματα από μακριά, εντούτοις μπορώ να δω, πως το ελληνικό αναγνωστικό κοινό έχει μια πολύ ιδιαίτερη σχέση με τους Έλληνες συγγραφείς. Υπάρχει μια συναισθηματική σύνδεση, μια διάθεση να στηρίξει κάποιος «τους δικούς του ανθρώπους», ειδικά όταν βλέπει αυθεντικότητα και ειλικρίνεια στο έργο.
Αν και η ελληνική αγορά είναι μικρότερη, θεωρώ, ότι είναι πιο απαιτητική, και οι αναγνώστες μοιάζουν παθιασμένοι και συχνά δείχνουν έμπρακτα την εκτίμησή τους, είτε μέσα από παρουσιάσεις, είτε μέσα από προσωπικά μηνύματα που αγγίζουν τον συγγραφέα. Αυτή η αμεσότητα είναι κάτι πολύ ελληνικό και ιδιαίτερα συγκινητικό για μένα, ειδικά ως κάποια που δεν ζει μόνιμα στην Ελλάδα αλλά νιώθει βαθιά δεμένη με τη χώρα.
Όσον αφορά το γερμανικό αναγνωστικό κοινό, είναι διαφορετικό κυρίως λόγω του μεγάλου αριθμού των εκδόσεων και της οργάνωσης της αγοράς. Υπάρχει μεγαλύτερη ποικιλία εκδόσεων, πιο αναπτυγμένη εκδοτική βιομηχανία και ίσως μια πιο επαγγελματική αλλά λιγότερο προσωπική προσέγγιση. Το κοινό στηρίζει τους Γερμανούς συγγραφείς, αλλά συχνά μέσα από πιο δομημένους θεσμούς, όπως λογοτεχνικές βραβεύσεις, μεγάλοι εκδοτικοί οίκοι και πάρα πολά βιβλιοφιλικά events. Η στήριξη είναι σταθερή, αλλά λιγότερο "άμεση" σε προσωπικό επίπεδο.
Για μένα, αυτή η σύγκριση έχει μόνο να προσφέρει: Στην Ελλάδα μου αρέσει η ζεστασιά και το πάθος του αναγνώστη, στη Γερμανία η οργάνωση και η σταθερότητα ενός ευρύτερου λογοτεχνικού χώρου.
Έχετε πρότυπα ως δημιουργός; Στα γραπτά σας θα διαπιστώσει ο αναγνώστης επιρροές από άλλους αγαπημένους σας ομότεχνους;
Φυσικά και έχω πρότυπα, όπως νομίζω και κάθε δημιουργός. Θαυμάζω συγγραφείς που καταφέρνουν να χτίσουν κόσμους με βάθος, και "κρύβουν" μέσα στις ιστορίες τους διαχρονικές αλήθειες. Ονόματα όπως ο Τόλκιν, ο Φρανς Κάφκα, ο Φίλιπ Πούλμαν, ο Ουμπέρτο Έκο, ο Μίχαελ Έντε ή ακόμα και κλασικοί Έλληνες λογοτέχνες με έχουν επηρεάσει με τον τρόπο που προσεγγίζουν τη γλώσσα και την αφήγηση.
Παρόλα αυτά, προσπαθώ να αφήνω τη δική μου φωνή να κυριαρχεί. Νομίζω πως ο κάθε συγγραφέας, ακόμα και όταν κουβαλά τις επιρροές του, τελικά φιλτράρει όσα τον έχουν σημαδέψει μέσα από τις δικές του εμπειρίες και τον δικό του τρόπο σκέψης. Άλλωστε, το ζητούμενο δεν είναι να αντιγράψουμε, αλλά με την βοήθεια όσων μάς ενέπνευσαν, να προχωρήσουμε ένα βήμα πιο πέρα.
Θεωρείτε ότι είναι χρέος του κάθε δημιουργού να μοιράζεται το έργο του όταν το ολοκληρώσει; Εσείς στην προκειμένη περίπτωση, γιατί πήρατε την απόφαση να εκδώσετε το νέο σας βιβλίο;
Πιστεύω πως κάθε δημιουργός έχει μέσα του την φυσική ανάγκη να μοιραστεί το έργο του. Όχι απαραίτητα ως "χρέος" με την αυστηρή έννοια, αλλά περισσότερο σαν μια εσωτερική ώθηση – γιατί κάθε ιστορία που γράφεται, κάθε σκέψη που αποτυπώνεται, αποκτά αληθινό νόημα, μόνο όταν καταφέρει να φτάσει σε κάποιον άλλον, όταν συναντά τον αναγνώστη και γίνεται δική του. Το γράψιμο είναι από τη φύση του πράξη επικοινωνίας.
Στην περίπτωση του νέου μου βιβλίου « Τα πράσινα και τα κίτρινα πιόνια», ένιωσα πως ήρθε η στιγμή αυτή η ιστορία, που για καιρό ήταν δική μου, να "ανοίξει φτερά" και να ταξιδέψει. Δεν ήθελα να μείνει στον υπολογιστή μου. Το κάθε βιβλίο, άλλωστε, ολοκληρώνεται πραγματικά μόνο όταν διαβαστεί, και κάποιος αναγνώστης βρει μέσα στις σελίδες του κάτι που τον αγγίζει. Αυτή η στιγμή της σύνδεσης με τον αναγνώστη είναι για μένα ο λόγος που αποφασίζω κάθε φορά να εκδώσω ένα έργο μου.
Ας αναφερθούμε περισσότερο σ’ αυτό. Πρόκειται για ένα μυθιστόρημα φαντασίας, 432 σελίδων, που φέρει τον τίτλο «Τα πράσινα & κίτρινα πιόνια» και κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Πηγή». Ποιο υπήρξε το βασικό ερέθισμά σας για να ξεκινήσετε τη συγγραφή του συγκεκριμένου έργου;
Από καιρό ήθελα να γράψω μια ιστορία με θέματα που περιστρέφονται γύρω από την αληθινή φιλία, την γενναιότητα και το κουράγιο μπροστά σε πραγματικά δύσκολες καταστάσεις.
Είχαν ήδη αρχίσει να σχηματίζονται στο μυαλό μου αρκετοί από τους ήρωες της ιστορίας, όταν είδα για πρώτη φορά το Ζατρίκιο της Κνωσού, ένα από τα αρχαιότερα παιχνίδια με πεσσούς στο κόσμο. Τότε κατάλαβα αμέσως ότι είχα μπροστά μου την κατάλληλη πίστα, για να δοκιμαστούν οι ήρωες της ιστορίας μου.
Πείτε μας δυο λόγια για το περιεχόμενό του. Τι θα διαβάσει ο αναγνώστης πιάνοντας το βιβλίο αυτό στα χέρια του;
Θα διαβάσει μία περιπετειώδη ιστορία μυστηρίου, στην οποία η φαντασία έχοντας εισχωρήσει απροειδοποίητα και σχεδόν μοιραία μέσα στα στενά όρια της σημερινής πραγματικότητας, προσπαθεί καθόλη την διάρκεια της ιστορίας να να γίνει ισχυρή και ζωντανή όσο και η πραγματικότητα.
Θα διαβάσει για την αγωνιώδη προσπάθεια των ηρώων να ισορροπίσουν ανάμεσα σε φανταστικά και πραγματικά ερεθίσματα.
Το φανταστικό στοιχείο στο βιβλίο είναι το όχημα να κινηθούν οι ηρωές μου, αλλά η ουσία των πραξεών τους παραμένει βαθιά ανθρώπινη.
Προσπάθησα μέσα στην ιστορία να θίξω θέματα όπως η φιλία, ο φόβος, η ελευθερία ακόμα και η αναζήτηση του εαυτού μας, μέσα από συμβολισμούς, αλληγορίες και εικόνες που θα ήθελα να αγγίξουν τον αναγνώστη με έναν πιο υπόγειο, σχεδόν μαγικό τρόπο.
«Τα πιόνια είναι η ψυχή του παιχνιδιού. Αυτά καθορίζουν τις προϋποθέσεις της επίθεσης και της άμυνας» γράφει ο Γάλλος σκακιστής και συνθέτης μουσικής Andre Danican Philidor. Γιατί όμως επιλέξατε συγκεκριμένα τον τίτλο αυτόν για να κοσμήσει το εξώφυλλό του βιβλίου σας; Προϊδεάζετε μήπως τον αναγνώστη γι’ αυτό που πρόκειται να ακολουθήσει στις εσωτερικές του σελίδες; Και τι είναι αυτό;
Δεν τον επέλεξα τυχαία. Με εντυπωσίασε αυτή η φράση του Philidor, γιατί πίσω από τη σκακιστική της σημασία κρύβεται μια βαθύτερη αλήθεια, όχι μόνο για το παιχνίδι αλλά και για τη ζωή. Στο βιβλίο μου, τα "πιόνια" συμβολίζουν εκείνους τους φαινομενικά μικρούς, ασήμαντους παίκτες – ανθρώπους, επιλογές, πράξεις – που όμως καθορίζουν τελικά την πορεία των γεγονότων.
Ίσως, ναι, να προϊδεάζω τον αναγνώστη ότι τίποτα δεν είναι ακριβώς όπως φαίνεται. Ότι τα μεγάλα "κομμάτια" της ζωής ( στην ιστορία μου οι σκοτεινοί αφέντες και οι ψυχαγωγοί Υάκινθοι) μπορεί να κρύβονται στη σκιά των πιο απλών, των πιο ταπεινών "πιονιών". Και ότι, εν τέλει, οι μικρές κινήσεις, οι ανεπαίσθητες αποφάσεις, είναι αυτές που ορίζουν την έκβαση του παιχνιδιού – είτε πρόκειται για μια μάχη εξωτερική είτε για μια εσωτερική αναμέτρηση.
Αυτό που ήθελα να αφήσω ως αίσθηση από το εξώφυλλο είναι μια υπενθύμιση ότι ο πιο σημαντικός αγώνας της ζωής κρύβεται συχνά εκεί που δεν τον περιμένεις.
Θα εντοπίσει ο αναγνώστης στον κεντρικό σας ήρωα Στέφαν στοιχεία της δικής σας προσωπικότητας;
Πιστεύω ότι ο πρωταγωνιστής μιας ιστορίας λειτουργεί συχνά σαν καθρέφτης για τον συγγραφέα: μέσα από τα μάτια του ήρωά του, ο δημιουργός του βλέπει ξανά τις δικές του αγωνίες, τα όνειρα και τα λάθη. Ίσως εκεί κρύβεται και η μαγεία της γραφής – ότι σε κάθε ήρωα, όσο διαφορετικός κι αν φαίνεται, πάντα κρύβεται ένα κομμάτι του δημιουργού του.
Για τον Στέφαν όμως συγκεκριμένα, επιτρέψτε μου να μην πω κάτι άλλο. Ο αναγνώστης του βιβλίου, είμαι σίγουρη ότι θα καταλάβει, γιατί δεν θέλω να αναφερθώ σ’ αυτόν.
Οι κεντρικοί σας ήρωες θα ανακαλύψουν την πραγματική σημασία του παιχνιδιού μόνο όταν φτάσουν στην όχθη του ποταμού που διασχίζει την πίστα του παιχνιδιού. Ποια είναι τελικά αυτή η ουσία και πώς την παρουσιάζετε στον αναγνώστη σας;
Το τι υπάρχει στις όχθες του ποταμού Λόιζαχ είναι ένα από τα μυστήρια που διατρέχουν την ιστορία και η αλήθεια αποκαλύπτεται μόνο στα τελευταία κεφάλαια του βιβλίου. Αυτό που μπορώ να σας εκμυστηρευτώ τώρα, είναι ότι για να εξηγήσω τι υπάρχει στις απέναντι όχθες και να μιλήσω για τον περαματάρη του ποταμού, έχω χρησιμοποιήσει μια αλληγορία.
Ποιο είναι το γενικό μήνυμα που θέλετε να περάσετε μέσα από το βιβλίο σας αυτό;
Πιστεύω, ότι οι ήρωες της ιστορίας μου κατάφεραν να αποδείξουν, ότι, αν πολεμήσουμε λυσσαλέα για να ξεπεράσουμε τα εμπόδια που μπαίνουν καθημερινά στον δρόμο μας, τότε έχουμε την ελπίδα να συναντηθούμε με την μοναδική εκείνη στιγμή στην ζωή μας, που συνειδητοποιούμε, ποιοί πραγματικά είμαστε.
Εύχομαι, λοιπόν το βιβλίο να συνεχίσει να προβληματίζει τον αναγνώστη του και μετά την τελευταία σελίδα.
Το βιβλίο σας απευθύνεται αποκλειστικά σε ενήλικες ή μπορεί να αποτελέσει ανάγνωσμα και για το εφηβικό κοινό;
Αν και κάποιοι από τους ήρωες της ιστορίας είναι έφηβοι, το βιβλίο απευθύνεται κατά κύριο λόγο σε ενήλικες, γιατί αγγίζει θέματα, σκέψεις και συναισθήματα με τα οποία ίσως ένας ώριμος αναγνώστης μπορεί να ταυτιστεί ή να τα δει από διαφορετικές οπτικές. Παρ' όλα αυτά, πιστεύω πως και ένα εφηβικό κοινό – ειδικά αναγνώστες που αγαπούν να προβληματίζονται και να ταξιδεύουν μέσα από τη φαντασία και τα ερωτήματα της ζωής – μπορούν να ανακαλύψουν αρκετά στοιχεία που θα τους αγγίξουν.
Άλλωστε, πολλά από τα ζητήματα που θίγονται, όπως η αναζήτηση ταυτότητας, ο αγώνας των τεσσάρων φίλων να βοηθήσουν τον πέμπτο της παρέας τους, ή ακόμα και το τι είναι σοφία, είναι διαχρονικά και αφορούν τόσο τον έφηβο όσο και τον ενήλικο αναγνώστη. Οπότε, θα έλεγα ότι το βιβλίο είναι ανοιχτό σε κάθε αναγνώστη που νιώθει την ανάγκη να εξερευνήσει αυτές τις πτυχές, ανεξαρτήτως ηλικίας.
Γιατί επιλέξατε τις εκδόσεις «Πηγή» ως εκδοτικό σας σπίτι; Είστε ευχαριστημένη με την μέχρι τώρα σας συνεργασία;
Όταν αποφάσισα να στείλω το βιβλίο μου στις εκδόσεις ΠΗΓΗ, γνώριζα ότι έχουν εκδόσει σπουδαία βιβλία από τον κόσμο του φανταστικού και έτσι δεν δίστασα καθόλου να απευθυνθώ εκεί.
‘Αλλωστε από την πρώτη μου επαφή με τους ανθρώπους των εκδόσεων η αντιμετώπισή τους προς το πρόσωπό μου ήταν άψογη και τους ευχαριστώ θερμά γι΄ αυτό.
Μια ευχή σας για το μέλλον που θα θέλατε να πραγματοποιηθεί;
Να μάθουμε να ζούμε με περισσότερη καλοσύνη, λιγότερο άγχος και να βρίσκουμε χαρά στα απλά, καθημερινά πράγματα. Να έχουμε το θάρρος να είμαστε ο εαυτός μας και να αγκαλιάζουμε και τη διαφορετικότητα των άλλων.
Πριν κλείσουμε τη συζήτηση θα ήθελα να μας παραθέσετε ένα μικρό απόσπασμα από το βιβλίο σας.
Ο Μεγάλος Υάκινθος σταμάτησε να μιλά και το σώμα του κινήθηκε ανεπαίσθητα μπρος-πίσω κάμποσες φορές. Άνοιξε τα χέρια του σαν φτερούγες, θαρρείς και σκόπευε να πετάξει. Στύλωσε τα μάτια του στον αντικρινό τοίχο.
«Δυστυχώς, το παιχνίδι μας δεν ήταν πάντα αποδεκτό απ’ όλους. Με την πάροδο των χρόνων, αποκτήσαμε εχθρούς. Μας συκοφάντησαν. Προσπάθησαν να μας σταματήσουν», είπε με μυστηριώδες ύφος. Χαμογέλασε μελαγχολικά και ανασήκωσε ελαφρά τους ώμους, σαν να μην του καιγόταν καρφί για τη γνώμη των επικριτών του παιχνιδιού. «Έτσι γίναμε διακριτικοί, γιατί ο σκοπός μας δεν είναι να προκαλούμε τους ανθρώπους. Αποφασίσαμε να αποτραβηχτούμε από την κοινή θέα. Κάναμε αυτό που έκαναν και οι αρχαίοι πολεμιστές πριν από τη μάχη. Κάναμε τους εαυτούς μας αόρατους. Κρατήσαμε τους εχθρούς έξω από τα συμβολικά τείχη που στήσαμε γύρω μας», είπε, σηκώνοντας με θεατρινίστικο τρόπο τα μάτια προς την οροφή του δωματίου, για να μη δουν τη μαύρη σκιά που πλανήθηκε στο πρόσωπό του.
Όταν γύρισε και τους κοίταξε πάλι, η σκιά είχε χαθεί. «Όταν οι εποχές του ηρωισμού πέρασαν, έπρεπε να διαφυλάξουμε το παιχνίδι για χάρη των λίγων που εξακολουθούσαν να πιστεύουν. Αναγκαστήκαμε όμως να προσαρμοστούμε στις συνθήκες των καιρών. Δυστυχώς, σε πολλές περιπτώσεις το χρηματικό έπαθλο αντικατέστησε τη δόξα. Καιρό τώρα, όλα εξαρτώνται από το χρήμα. Οι άνθρωποι ακολουθούν εύκολα την οσμή του. Όσοι επιθυμούν να λάβουν μέρος στο παιχνίδι, είτε για το χρηματικό έπαθλο είτε για την εμπειρία της απέναντι όχθης του ποταμού, ή επιθυμούν μόνο να παρακολουθήσουν τους αγώνες μας και να ποντάρουν στους αγωνιζόμενους, βρίσκουν πάντα τρόπο να φτάσουν κοντά μας, όπου κι αν στήσουμε την πίστα μας».
Κυρία Musewald, σας ευχαριστώ πολύ για την όμορφη συνέντευξη και σας εύχομαι να είστε πάντα δημιουργική. Καλοτάξιδο το βιβλίο σας και καλοδιάβαστο!
Κι εγώ σας ευχαριστώ θερμά κυρία Πετρίδου για τη φιλοξενία.
Η Anna Musewald (Άννα Μούζεβαλντ) γεννήθηκε στην Ελλάδα αλλά από το 1998 ζει μόνιμα με την οικογένειά της στο Μόναχο της Γερμανίας. Εργάζεται σαν οικονομικός και φορολογικός σύμβουλος, αλλά τον ελεύθερο χρόνο της τον αφιερώνει στο φανταστικό κόσμο των βιβλίων είτε διαβάζοντας τις ιστορίες που έχουν φανταστεί άλλοι, είτε γράφοντας η ίδια τις ιστορίες που θα της άρεσε να διαβάσουν οι άλλοι. Ξεκίνησε να γράφει ιστορίες για παιδιά. Στην Ελλάδα έχουν εκδοθεί: «Στην αναζήτηση της χαμένης ομορφιάς» (εκδ. Πατάκη, 2003) και «Ο φύλακας της Ερμίν» (εκδ. Κέδρος, 2008). Τα τελευταία χρόνια έχει γράψει αρκετές ιστορίες για ενήλικες, αλλά ποτέ δεν έφυγε από τον κόσμο του φανταστικού.
0 Σχόλια