Γράφει η Στέλλα Πετρίδου
«…και ο ήλιος
λαμπρό οδόσημο διαφυγής
από την αποτεφρωμένη γη» (Σελίδα 7)
Με τρεις σύντομους, αλλά περιεκτικούς σε νόημα στίχους, που μέσα τους κρύβουν όλη τη σκληρή αλήθεια και την αναπόφευκτη κατάντια της σύγχρονης πραγματικότητας, ο Δημήτρης Μπαλτάς μας συστήνει την έκτη κατά σειρά έκδοσης ποιητική του συλλογή, με τίτλο «Υπό καθεστώς ομηρίας». Κυκλοφόρησε τον Φεβρουάριο του 2025 από τις εκδόσεις «Μετρονόμος».
Αφήνοντας συνειδητά στην άκρη την ευαίσθητη και ρομαντική πλευρά του εαυτού του, αυτήν που γνωρίσαμε σε προηγούμενο βιβλίο του και συγκεκριμένα στην ποιητική του συλλογή με τίτλο «Το όνομα του έρωτα» (εκδόσεις «Αποστακτήριο»), ο ποιητής αλλάζει υφολογία στα ποιήματά του, για να υπηρετήσει μια πιο σύγχρονη και ρεαλιστική ποίηση (ίσως και υπερεαλιστική πολλές φορές), πιο ωμή και πιο υπαινικτική ταυτόχρονα, πιο λιτή και πιο καθημερινή, και, όπως θα αντιληφθεί ο αναγνώστης διαβάζοντάς την στο σύνολό της, πιο ριζοσπαστική και ανατρεπτική από ποτέ, εν ολίγοις πιο αντιποιητική.
Βιώνοντας μια περισσότερο ώριμη περίοδο της ηλικίας του ο Δημήτρης Μπαλτάς επιχειρεί να καταδείξει το σκληρό, σχεδόν νεκρικό πρόσωπο της κοινωνίας του σήμερα, που δεν είναι όμορφο αισθητικά, δε χαρακτηρίζεται από ζωντάνια και αισιοδοξία, δεν ενθαρρύνει τον έρωτα και το μοίρασμα σε καμία περίπτωση. Μηδαμινές οι εικόνες που ξυπνούν φευγαλέα τα όνειρα στις σελίδες του βιβλίου του. Μια διαρκής λεπτομερής περιγραφή της αλήθειας του τώρα πρωταγωνιστεί στο σύνολο του έργου του για να δικάσει εις θάνατον τη σαπίλα που συντρίβει τα πάντα στο πέρασμά της και πρώτα απ’ όλα τον άμεσα εμπλεκόμενο, ως εξιλαστήριο θύμα αυτής, τον άνθρωπο. Ορμώμενος από τις πληγές που επιδρούν αρχικά στον ίδιο του τον εαυτό, ψυχικά και σωματικά, ο ποιητής κινείται έπειτα στις πληγές που μαστίζουν τον άνθρωπο γενικότερα.
«Υπό καθεστώς ομηρίας» είναι ο τίτλος της ποιητικής του συλλογής και δεν είναι τυχαία η επιλογή του αυτή. Όμηρος στέκεται ο άνθρωπος που αποξενώνεται χωρίς να το επιδιώκει και που δε βρίσκει τελικά κατάλληλο τρόπο ούτε και πρόσφορο μέσο για να κερδίσει τη σωτηρία του και να ευτυχίσει.
«Είναι πικρό να βλέπεις τον εξαπατημένο εαυτό σου,
το ρήμαγμα της αξιοπρέπειάς σου,
το κούρσεμα της ψυχής σου.
Είναι πικρό το αναπότρεπτο» (Σελίδα 13)
Ξύλινη θα μπορούσε να χαρακτηριστεί η γλώσσα που χρησιμοποιεί ο ποιητής σε αυτήν εδώ την ποιητική του συλλογή, ωμή και παγερή, χωρίς ίχνος ρομαντισμού και ευαισθησίας. Είναι μια γλώσσα ανέκφραστη. Περιγράφει, καταγράφει, μα δεν αισθάνεται, δε νιώθει. Ίσως, γιατί τα αισθήματα στην προκειμένη περίπτωση αποτελούν θραύσματα του παρελθόντος που πλέον εξαλείφθηκαν, καθώς τα παρέσυρε μακριά ο αέρας της λήθης. Μοναξιά η κατάληξη και η συνθήκη. Σκοτάδι παντού και μια απόλυτη κενότητα.
«Το βλέμμα περιορίζεται στο ορατό,
όσο ο νους κουρσεύει όρια» (Σελίδα 17)
Στοχάζεται ο ποιητής, κατά το δοκούν, αναλύει εις βάθος τα νέα δεδομένα, καταγράφει σκέψεις, γνώμες και συμπεράσματα, απογοητεύεται πολλές φορές, μα δε λυγίζει. Μια παγερή αντανάκλαση του τίποτα κυριεύει τη ματιά του καθώς πλανιέται εις βάθος σ’ έναν αποξενωμένο κι ανέκφραστο κόσμο που έχει χάσει πια τον προσανατολισμό του και θρηνεί, έχει χάσει το σκοπό της ύπαρξής του και μαζί μ’ αυτόν την ψυχική του γαλήνη κι ηρεμία.
Το παρελθόν στέκει απόμακρο στο προσκήνιο της νέας του ζωής. Γλυκιά η ανάμνησή του, ερωτική, νοσταλγική, μα πλέον ασύλληπτη. Έτσι περιγράφεται στο προσωπικό ποιητικό ημερολόγιο του Δημήτρη Μπαλτά, όπως θα μπορούσε να χαρακτηριστεί διαφορετικά η νέα του ποιητική συλλογή.
Κι ενώ σε όλο το περιεχόμενό της ο ποιητής θέτει στο περιθώριο το συναίσθημα, στο τέλος δίνει την αίσθηση στον αναγνώστη ότι τίποτα δεν είναι εφικτό στη ζωή αν δεν αφεθεί ελεύθερη η ψυχή για να ικανοποιήσει τα βαθύτερα και πιο ουσιαστικά της θέλω. Πόνος, θλίψη, νοσταλγία, κυριεύουν τη σκέψη του ανθρώπου για μια ευτυχία που κάποτε άνθισε έστω και λίγο γύρω του και που πλέον παρέλυσε παρά τη θέλησή του.
Καταγγέλλει ο ποιητής, εξαγριώνεται, θυμώνει, απομονώνεται, ίσως παρασυρμένος από την πηγαία ανάγκη του να προστατέψει έστω και αργά τον καταπονημένο του εαυτό. Αποστασιοποιείται τελικά από το ανθρώπινο, το αναγκαίο αγαθό, το δώρο της ζωής. Υπάρχει πια; Αναρωτιέται.
«Ψυχή μου, πώς αντέχεις να περιδινείσαι
στη λαίλαπα της κενοδοξίας και της μωρίας
αυτού του κόσμου;» (Σελίδα 27)
Μοναξιά η κατάληξη και η συνθήκη ξανά και ξανά. Απαρηγόρητη, μα πλέον δικαιολογημένη η νέα πραγματικότητα για όλους τους φιλοξενούμενους της γης, για τους φιλόδοξους, τους απογοητευμένους, τους αδικημένους, τους μεταλλαγμένους. Υπάρχει διαφυγή, παραδέχεται ο ποιητής μετά από λίγο. Οι λύσεις δίνονται με έμμεσο τρόπο από τον ίδιο. Στροφή στο παρελθόν και στην ανάμνηση, προτρέπει, στροφή στο συναίσθημα που πάγωσε στο πέρασμα του χρόνου φέρνοντας ξηρασία στην ψυχή, στροφή στον πόθο και στο όνειρο. Στροφή στα πραγματικά θέλω του ανθρώπου και απαλλαγή από τον φόβο της κατάκρισης. Ίσως τότε, η δυστυχία που δυναστεύει τα πάντα γύρω της ξεθωριάσει. Ίσως επιτρέψει ξανά στην φθαρτότητα της ύπαρξης να χαμογελάσει έστω και για λίγο.
«Το ποίημα έχει ήδη αρχίσει να ξυπνά
απ' τον λήθαργό του» (Σελίδα 38)
Ποίηση σε μορφή πρόζας, δοσμένη σε πεζό και ελεύθερο στίχο, απόλυτα ρεαλιστική και ταυτόχρονα εξομολογητική, υπαρξιακού περιεχομένου καθαρά. Ποίηση που καθρεφτίζει το ξεθωριασμένο τώρα και το τίποτα, που στοχοποιεί την απραξία και καταγγέλλει την ανθρώπινη αβουλία ως το κυρίαρχο αίτιο της συναισθηματικής κατάρρευσης. Ποίηση που προτρέπει σε γρήγορες και άμεσες λύσεις άμυνας και σωτηρίας για την εκ νέου διεκδίκηση της ευτυχίας του μοιράσματος στον κόσμο του σήμερα.
Πολλά συγχαρητήρια στον ποιητή Δημήτρη Μπαλτά που κατάφερε για ακόμα μια φορά να συμπαρασύρει τον αναγνώστη στον μεστό από νοήματα και περιεχόμενο ποιητικό του κόσμο.
Καλοτάξιδη η ποιητική του συλλογή και καλοδιάβαστη!
0 Σχόλια