Μένια Παπαδοπούλου: "Ανήκω στην συμπαθητική μειοψηφία που θεωρεί υπερτιμημένη την έμπνευση"


Η Μένια Παπαδοπούλου είναι ένας άνθρωπος φιλομαθής και αρκετά δραστήριος, παρότι μητέρα τριών παιδιών. Άλλωστε, όπως και η ίδια αυτοπαρουσιάζεται και αυτοσυστήνεται στο βιογραφικό της σημείωμα, συνήθως καταφέρνει να ζει όπως πραγματικά της αρέσει. Διαβάζει πολύ και σπουδάζει όλη της τη ζωή, διευρύνοντας διαρκώς τους πνευματικούς της ορίζοντες και πλουτίζοντας φυσικά τον εσωτερικό της κόσμο με πολύτιμες γνώσεις και ξεχωριστές εμπειρίες.. Αρκετά πρόσφατα και συγκεκριμένα τον Νοέμβριο του 2024, κυκλοφορώντας επίσημα πλέον το πρώτο της λογοτεχνικό βιβλίο από τις εκδόσεις «Βακχικόν», απέκτησε μία ακόμα νέα ιδιότητα, αυτή της συγγραφέα. Το πρώτο της πνευματικό έργο δεν είναι άλλο από το μυθιστόρημά της με τίτλο «Οι Μαζαράκηδες» για το οποίο θα μας μιλήσει λεπτομερέστερα σήμερα στις Τέχνες στη συνέντευξη που ακολουθεί.


Συνέντευξη στη Στέλλα Πετρίδου



Κυρία Παπαδοπούλου, τι ήταν αυτό που επέδρασε πάνω σας καταλυτικά και σας ώθησε να εκφραστείτε μέσω της συγγραφής;

Αυτή η ερώτηση δεν είναι απλή. Αυτό που με έκανε να γράφω είναι το, όχι και όσο αυτονόητο φαντάζεται κάποιος που ζει στη χώρα και στην εποχή μας, ότι γνωρίζω γραφή και ανάγνωση. Στο χωριό των Μαζαράκηδων, που περνούσα τα παιδικά μου καλοκαίρια, είχα θείες και γειτόνισσες της γιαγιάς μου που δεν γνώριζαν να γράφουν, υπόγραφαν με έναν σταυρό. Ο Μακρυγιάννης δεν ήξερε να διαβάζει και να γράφει. Έμαθε όμως για να μπορέσει να γράψει τα Απομνημονεύματα του. Τα έκρυψε μέσα σε έναν τενεκέ και τα έθαψε στο υπόγειο του σπιτιού του. Αργότερα έγραψε και ένα εκπληκτικό κείμενο τα Οράματα και Θάματα. Τα Απομνημονεύματα αποθεώθηκαν από το λογοτεχνικό κατεστημένο της Γενιάς του 30 και -στη συνέχεια- από όλους τους Έλληνες. Τα Οράματα και Θάματα εξαφανίστηκαν σχεδόν μέχρι τις μέρες μας για να μην μάθουν οι Έλληνες ότι ο Μακρυγιάννης τρελάθηκε. Αν δεν υπήρχε ο Γιώργος Χειμωνάς που τα χρησιμοποιούσε για να μάθουν οι εκπαιδευόμενοι ψυχίατροι του Αιγινήτειου τι εστί ψυχωσικό παραλήρημα, θα τα έτρωγε το σκότος. Ο Μακρυγιάννης έγραφε και η τύχη, που μπορείς να την πεις και λογοτεχνικό κατεστημένο, αποφάσιζε για το έργο του, εκατό χρόνια μετά.

Όπως υποψιάζεστε, δεν ξέρω να απαντήσω τι ήταν αυτό που με ώθησε να εκφραστώ μέσω της συγγραφής.

Πείτε μας δυο λόγια για εσάς και για τη μέχρι τώρα συγγραφική σας πορεία.

Δεν έχω κάποια «συγγραφική πορεία». Γράφω κυρίως για τον εαυτό μου στο γκαράζ του σπιτιού μου, όπως ο Στήβεν Κίνγκ και όπως πολλοί Έλληνες συγγραφείς. Αστειεύομαι για το «γκαράζ». Γράφω σε ένα δωμάτιο, δίπλα στο γκαράζ.

Πώς συνδυάζονται οι σπουδές σας με τη συγγραφή;

Εκείνο που αληθινά μπορεί να συνδεθεί με το γράψιμο είναι το διάβασμα. Διαβάζω πολύ. Όταν ήμουν παιδί και νεαρή κοπέλα θα έλεγα μάλιστα ότι ζούσα λιγότερο από όσο διάβαζα.

Το εξαιρετικά απαιτητικό μεταπτυχιακό της Δημιουργικής Γραφής που έκανα στο Ελληνικό Ανοιχτό Πανεπιστήμιο, σε μια ηλικία που θα έπρεπε να εργάζομαι και να φροντίζω τα παιδιά μου που σπούδαζαν, μπορεί να κράτησε κάπου τέσσερα χρόνια αλλά ήταν από τα ωραιότερα πράγματα που έχω κάνει για τον εαυτό μου. Οπότε μπορώ να πω ότι οι σπουδές που κάνουμε, ειδικά οι σπουδές σε ώριμες ηλικίες, είναι θαυμάσιο να συνδυάζονται με αυτό που αγαπάμε περισσότερο κι από την ησυχία μας.

Ποιο λογοτεχνικό είδος σας συναρπάζει περισσότερο και γιατί;

Η ποίηση. Γιατί είναι ο πιο κοντινός δρόμος για να δούμε την ψυχή μας.

Τι μπορεί να αποτελέσει έμπνευση για εσάς ώστε να σας ωθήσει είτε συνειδητά είτε αυθόρμητα στη συγγραφή;

Ανήκω στην συμπαθητική μειοψηφία που θεωρεί υπερτιμημένη την έμπνευση. Από την δική μου εμπειρία όλα τα βιβλία γράφονται με έναν τρόπο, αυτόν που πρότεινε η Βιρτζίνια Γουλφ πριν εκατό και παραπάνω χρόνια: με οικονομική ανεξαρτησία, αντισυμβατική κι ελεύθερη σκέψη και κλείνοντας την πόρτα του δικού σου δωματίου. Ακόμα καλύτερα κλειδώνοντας την πόρτα του δικού σου δωματίου. Το να είσαι συγγραφέας έχει να κάνει με την αυθεντικότητα του έργου σου ακόμα και αν, με στοιχειώδη αυτογνωσία, αναγνωρίζεις πως δεν παράγεις ένα αριστούργημα της παγκόσμιας λογοτεχνίας.

Ποια τα συναισθήματά σας όταν βλέπετε αποτυπωμένες τις σκέψεις σας;

Πολύ ευχάριστα θα έλεγα πως είναι τα αισθήματά μου όταν βλέπω τις σκέψεις μου να γράφονται από μένα σε ένα χαρτί και -κάποτε- να τυπώνονται κιόλας. Χαρούμενα και πολύχρωμα αισθήματα, μια που το αναφέρουμε, είναι το είδος πρώτης ανάγκης με την μεγαλύτερη έλλειψη στους κατοίκους αυτής της υπέροχης ανοιξιάτικης χώρας που δυσκολεύτηκε πολύ να περάσει στην άνοιξη από τον χειμώνα φέτος, το 2025.

Έχετε πρότυπα ως συγγραφέας;  Ποιος είναι ο αγαπημένος σας συγγραφέας αν όντως έχετε και ποιο είναι το αγαπημένο σας βιβλίο;


Έχω πρότυπα ως άνθρωπος. Τα μεγάλα λογοτεχνικά έργα που έφτασαν στο αναγνωστικό κοινό με την μορφή του Λογοτεχνικού Κανόνα είναι συνισταμένη επιλογή, των εκδοτών και του ακαδημαϊκού κατεστημένου. Αγαπώ κυρίως τους συγγραφείς. Μέσα από τα έργα τους φιλοδοξώ να διακρίνω τους ανθρώπους που τα έγραψαν. Λατρεύω την διαφορετικότητα, την μοναδικότητα του κάθε δημιουργού. Κάπως σαν εκείνο το μοναδικό πάρτι που φιλοδόξησε να κάνει ο Λουκιανός Κηλαηδόνης στα χρόνια της αθωότητας της δεκαετίας του 1980. Θα ήθελα να βρεθούν μαζί ο Στέφαν Τσβάιχ και Τσιφόρος, ο Δάντης και ο Καρυωτάκης, ο Γιαροσλάβ Χάσεκ που έγραψε τον «καλό στρατιώτη Σβέικ» και η Ρόουλινγκ με τον «ΧάρυΠότερ». Άλλωστε οι δύο τελευταίοι -λόγω απενταρίας- έγραψαν μέσα σε βρώμικές παμπ (τσέχικες μπυραρίες για τον Χάσεκ που ζούσε στα χρόνια του πρώτου παγκόσμιου πολέμου) χωρίς να χάσουν αυτό το ιδιαίτερο δώρο της συμπόνιας για κάθε ανθρώπινο πλάσμα.

Γιατί πήρατε την απόφαση να εκδώσετε το πρώτο σας βιβλίο;

Όλες μου τις αποφάσεις τις παίρνω παρορμητικά και παρορμητικά αποφάσισα να μοιραστώ τις ιστορίες των Μαζαράκηδων με τους αναγνώστες. Δεν έχω δοκιμάσει καν να απαντήσω στην ερώτηση «γιατί το έκανα;».


Ας μιλήσουμε συγκεκριμένα γι’ αυτό. Πρόκειται για ένα μυθιστόρημα που κυκλοφόρησε τον Νοέμβριο του 2024 από τις εκδόσεις «Βακχικόν». Τίτλος του, «Οι Μαζαράκηδες». Πείτε μας δυο λόγια για το περιεχόμενό του. Τι θα διαβάσει ο αναγνώστης πιάνοντας το βιβλίο σας στα χέρια του;

Στην δεκαετία του 1960 μια νεαρή κοπέλα ξεριζώνεται από τον τόπο της και υποχρεώνεται να παντρευτεί έναν άντρα που δεν γνωρίζει. Θα μπορούσε να είναι μια ιστορία γεμάτη από δραματική κακοποίηση όμως είναι μια ιστορία αγάπης, κυρίως για την πεθερά της που δεν είναι η Τασσώ Καβαδία. Στη δεκαετία του 1990 μια άλλη νεαρή γυναίκα, η ανιψιά της, παντρεύεται τον μελλοντικό πρωθυπουργό. Θα μπορούσε να είναι μια ιστορία με πολύ χάπι εντ αλλά μάλλον όχι, τα πράγματα δεν πηγαίνουν όπως στις ταινίες του Χόλυγουντ. Και, σαν να μην έφταναν αυτά, οντότητες από τα Ανώτερα Πεδία μας δίνουν οδηγίες χρήσης για την ζωή σε αυτόν τον υπέροχο και γεμάτο ανατροπές γαλάζιο πλανήτη, από τον οποίο μάλλον είμαστε περαστικοί.

Οι Μαζαράκηδες έχουν γραφτεί με τους ήρωες να διηγούνται σε πρώτο πρόσωπο ένα θραύσμα από την βιογραφία τους. Ο αναγνώστης ακούει αυτές τις ιστορίες που κάποιες φορές είναι η ίδια ιστορία ειπωμένη από την σκοπιά ενός άλλου πρωταγωνιστή της, ίδια και διαφορετική ταυτόχρονα. Φιλοδοξώ να υπάρξουν αναγνώστες που να καταφέρουν να ακούσουν αυτά που έχουν να πουν οι Μαζαράκηδες. Γιατί με κάποιον μαγικό τρόπο οι μυθιστορηματικοί, θεατρικοί, κινηματογραφικοί χαρακτήρες απαντούν σε δύσκολες ερωτήσεις που μας αφορούν απόλυτα.

Γιατί επιλέξατε να κάνετε το συγγραφικό σας ντεμπούτο με μία ιστορία του μεταφυσικού;

Τους Μαζαράκηδες, τους ξεκίνησα σαν άσκηση γραφής. Ήθελα να γράψω ένα μυθιστόρημα που οι ήρωες του να μιλούν όλοι με την δική τους φωνή, σε πρώτο πρόσωπο, να μην υπάρχει κεντρικός αφηγητής. Να δίνουν στον αναγνώστη τη δική τους οπτική, την δική τους ιστορία. Εύκολο ήταν αυτό! Στη συνέχεια ήθελα η ιστορία να είναι μια συγκινητική ιστορία, από αυτές που «πουλάνε» και εύκολα χαρακτηρίζονται από τους διανοούμενους αναγνώστες ως «γυναικεία λογοτεχνία», για νοικοκυρές δηλαδή. Να βάλω μια παρένθεση εδώ: εγώ στα δύσκολα της ζωής μου διαβάζω γυναικεία λογοτεχνία. Και κλαίω. Δεν διαβάζω Κάφκα από επιλογή, ούτε Γιώργο Χειμωνά. Δεν μου αρέσει το σκοτεινό, δυστοπικό τους σύμπαν, δεν θέλω να μπω στις ιστορίες τους.

Κατόπιν έβαλα μια ακόμα συνθήκη, για να γίνει ακόμα πιο γκουρμέ η συνταγή . Με απόλυτη συναίσθηση ότι για μεγάλη μερίδα των αναγνωστών η πνευματική αναζήτηση αγγίζει τα όρια του φαιδρού, και του γελοίου ακόμα, πρόσθεσα στο μυθιστόρημα την πνευματική αναζήτηση, μπαίνοντας στα χωράφια του «φανταστικού μυθιστορήματος». Διότι εγώ βρίσκομαι στο χώρο της πνευματικής αναζήτησης, ζητώντας πιθανές απαντήσεις που δεν μου έδωσε η φιλοσοφία. Έτσι γεννήθηκε η Ευγενία μου, μια αστρολόγος που δεν διαβάζει απλώς τα αστέρια αλλά μπορεί και βλέπει όσους και όσα δεν βλέπουμε εμείς: τους Οδηγούς της, τους νεκρούς της γενιάς της, το μέλλον.

Να σημειώσω κάτι σαν βιβλιοφάγος: υπάρχει μια τεράστια βιβλιογραφία πολλών αιώνων (και μια παράδοση πολλών πολιτισμών) για τους ονομαζόμενους Πνευματικούς Αναζητητές και μόνο από άγνοια καταφεύγουν οι περισσότεροι από αυτούς στα αμερικάνικα πονήματα του NewAge.

Το βιβλίο σας απευθύνεται αποκλειστικά σε ενήλικες ή μπορεί να αποτελέσει ανάγνωσμα και για το εφηβικό κοινό; Ποια είναι η προσωπική σας γνώμη ως δημιουργός αυτού του βιβλίου, επομένως η πλέον κατάλληλη για να μας απαντήσει στο ερώτημα αυτό;

Έχω διαβάσει μυθιστορήματα που κόβουν την ανάσα και απευθύνονται σε εφήβους. Τα τρία βιβλία του Πολυχρόνη Κουτσάκη για παράδειγμα, την τριλογία με ήρωα τον Γιώργο Δάντη που είναι 16 χρονών, την διάβασα απνευστί. Το δικό μου βιβλίο σαφώς μπορεί να διαβαστεί και από έφηβους μεγαλύτερης ηλικίας, εγώ αν ήμουν έφηβη θα το διάβαζα υποθέτω. Θα μου άρεσε όμως περισσότερο ο Γιώργος Δάντης του Πολυχρόνη, ειλικρινά.

Μιλήστε μας για το εκδοτικό σας σπίτι. Είστε ευχαριστημένη από τη μέχρι τώρα συνεργασία σας, αν και σύντομη βέβαια καθότι αρκετά πρόσφατη, με τις εκδόσεις «Βακχικόν»; Είναι αυτό που προσδοκούσατε εξαρχής ως νέα και άπειρη στον χώρο των γραμμάτων συγγραφέας;

Η συνεργασία μου με τον εκδοτικό οίκο Βακχικόν ήταν εξαιρετική. Έδειξαν ιδιαίτερη κατανόηση στο ό,τι λειτουργώ χωρίς καλή αίσθηση του χρόνου, η επιμελήτρια του βιβλίου ήταν πολύ καταρτισμένη και την ευχαριστώ για το αποτέλεσμα που οφείλεται κατά μεγάλο μέρος στη δική της δουλειά. Το ίδιο το βιβλίο δείχνει την αφοσίωση του εκδοτικού οίκου στους συγγραφείς που έχουν την τύχη να εκδοθούν από τις εκδόσεις Βακχικόν.

Επόμενα συγγραφικά σχέδια κάνετε ή είναι πολύ νωρίς ακόμα για νέες δημιουργίες; Αν όντως κάνετε, είναι κάτι που μπορείτε να μας αποκαλύψετε τη δεδομένη στιγμή;

Εδώ και καιρό έχω ολοκληρώσει δύο αστυνομικά μυθιστορήματα από μια τριλογία. Έχω γράψει το πρώτο, που λέγεται «Ιερή Συγκάλυψη», ένα ψηφιδωτό της -μάλλον καταπιεσμένης- κοινότητας των αστυνομικών. Έχω γράψει και το τρίτο βιβλίο, τους «Φαρισαίους» με τους ίδιους πρωταγωνιστές να ξεκινούν την καριέρα τους με φόντο την Τρίπολη της δεκαετίας του ’80 και το φόνο του Μητροπολίτη Μαντινείας. Θα εκδοθούν όταν καταφέρω να ανακαλύψω τον δολοφόνο του δεύτερου βιβλίου της τριλογίας, που δεν εννοεί να μου αποκαλυφθεί παρότι έχω φτάσει στη μέση της αφήγησης.

Επειδή η τριλογία αργεί να ολοκληρωθεί ίσως και να προηγηθεί ένα μυθιστόρημα που γράφω τώρα. Τι συμβαίνει όταν ένα ζευγάρι συνταξιούχων ξέρει -με ημερομηνίες- το τέλος του κόσμου, το οποίο πλησιάζει. Ο τίτλος, προς το παρόν, είναι «Ε! ρε κόσμε» και -φυσικά- γελάω πολύ γράφοντας το. Το ίδιο και ο άντρας μου που του το διαβάζω κάθε βράδυ.

Μια ευχή σας για το μέλλον, είτε το κοντινό είτε και το πιο μακρινό, που θα θέλατε να πραγματοποιηθεί ποια θα μπορούσε να είναι αυτή;

Υπάρχουν πολλές ιστορίες, πολλά βιβλία στην εποχή μας. Οι αναγνώστες όμως λιγοστεύουν, χανόμαστε σε μια πραγματικότητα που δεν μας ηρεμεί, σχεδόν δεν μας αποδέχεται. Οι αναγνώστες λιγοστεύουν γιατί έχουν χάσει τη δική τους φωνή και δεν την αναζητούν πια. Η όποια αναζήτηση της ταυτότητάς μας περιλαμβάνει βιβλία αλλά και φίλους και συντρόφους και συζητήσεις. Να συζητάμε μαζί τους και να νιώθουμε την εγγύτητα. Η Ελλάδα παράγει συγγραφείς και θα ήθελα να μπορούσαν να ακουστούν οι φωνές τους και να διαβαστούν τα βιβλία τους και να συζητηθούν πρώτα εδώ, στον τόπο που γράφουν και στη συνέχεια όπου αλλού.

Πριν κλείσουμε τη συζήτηση θα ήθελα να μας παραθέσετε ένα μικρό απόσπασμα από το βιβλίο σας «Οι Μαζαράκηδες».

ΕΥΓΕΝΙΑ

Για μια φορά ακόμα κρύφτηκα σε άγνωστους τόπους, ανακατεύτηκα με άγνωστους ανθρώπους, κοιμήθηκα κάτω από διαφορετικό ουρανό. Έγινα κόκκος άμμου στις θάλασσες της Κεντρικής Αμερικής. Περιπλανήθηκα στις έρημους της Σονόρα. Στις ζούγκλες του Γιουκάταν. Στις χιονισμένες Άνδεις. Η απόσταση από τους ανθρώπους και τις καταστάσεις που έζησα με θεράπευσε σαν μια ευεργετική γεροντική άνοια που απομακρύνει τον ασθενή της από κάθε πικρή ανάμνηση.

Σταμάτησα να αναζητάω απαντήσεις στα σύμβολα. Τώρα πια οι απαντήσεις υπήρχαν μέσα στη σκέψη μου. Δε δυσκολευόμουν να τις ανασύρω από εκεί κάθε φορά που τις αναζητούσα. Μόνο που δεν τις έψαχνα πλέον. Άφηνα τη ζωή να ξετυλίγεται. Και αυτή με το δικό της τρόπο με αντάμειβε βυθίζοντάς με στη λήθη.

Ο Τίμαιος και η Σοφή Γυναίκα με συνόδευαν σε αυτή μου την περιπλάνηση. Η φωνή τους ακουγόταν ξεκάθαρη κάθε φορά που τους απεύθυνα ένα ερώτημα, κάθε φορά που δυσκολευόμουν να αποφασίσω τι ήταν προτιμότερο. Με τη συνοδεία αυτών των ευγενικών φίλων δεν ήμουν ποτέ μόνη. Παρότι βρισκόμουν σε επικίνδυνα μέρη βάδιζα με τη σιγουριά εκείνου που δεν έχει και πολλά να χάσει. Σκεφτόμουν πως ελάχιστα του κόσμου τούτου με ενδιαφέρουν πια. Δεν είχα την ευσπλαχνία της Μαρίας για την εξαθλίωση στις χώρες του τρίτου κόσμου, δεν είχα την ηρωική στόφα της Μάτας, δεν είχα και δεν ήθελα να έχω τίποτα να νοιαστώ.

Η σκέψη της Μάτας και του παιδιού της με βασάνιζε κάποιες νύχτες. Στις 22 Ιούνιου, τη βραδιά του θερινού ηλιοστάσιου, που στην Ελλάδα ήταν τόσο μικρή που δεν άξιζε να κοιμηθεί κανείς, ξάπλωσα στο πρόχειρο κατάλυμα μου –μια αχυροκαλύβα- έκλεισα τα μάτια με την εικόνα των αστεριών του ουράνιου ποταμού, του Ηριδανού.

Και ονειρεύτηκα την Ελλάδα. Βουνά και ποτάμια της Λακωνίας, ακροθαλασσιές που έλαμπαν στον ήλιο, βαθιοί ίσκιοι από καρυδιές. Το πρωί μάζεψα τα ελάχιστα υπάρχοντά μου και πήρα το δρόμο της επιστροφής.

Άλλο ένα απόσπασμα από το βιβλίο μπορείτε να ακούσετε με τη φωνή της ίδιας της συγγραφέα πατώντας το λινκ που ακολουθεί:


Κυρία Παπαδοπούλου, σας ευχαριστώ πολύ για την όμορφη και πολύ ενδιαφέρουσα συζήτηση που είχαμε με αφορμή το πρώτο σας βιβλίο και σας εύχομαι να αποτελέσει μονάχα την αρχή για πολλά περισσότερα που θα έρθουν στη συνέχεια. Ας είναι καλοτάξιδο και καλοδιάβαστο! Να αγαπηθεί και να εμπνεύσει!


Βιογραφικό:

Η Μένια Παπαδοπούλου είναι πενήντα τεσσάρων χρονών, μητέρα τριών μεγάλων παιδιών. Συνήθως καταφέρνει να ζει όπως της αρέσει. Διαβάζει πολύ και σπουδάζει όλη της τη ζωή. Δεν βγάζει φωτογραφίες και μιλά για τον εαυτό της μέσα από τις ιστορίες της. Το μυθιστόρημα Οι Μαζαράκηδες είναι το πρώτο της βιβλίο.

Δημοσίευση σχολίου

0 Σχόλια