Δημήτρης Μανιάτης: "Γράφω για να γίνω ένας άλλος για λίγο, έστω την ώρα που γράφω"


Ο Δημήτρης Μανιάτης είναι 
πολιτικός συντάκτης, χρονογράφος, ραδιοφωνικός παραγωγός, τηλεοπτικός παρουσιαστής και συγγραφέας. Με έντονες καλλιτεχνικές ανησυχίες και πλούσιο λογοτεχνικό έργο στο βιογραφικό του, έχει χαράξει ήδη μια αξιόλογη πορεία στα γράμματα και τον πολιτισμό μας. Σήμερα έχουμε τη χαρά να τον φιλοξενούμε στις Τέχνες σε μια άκρως ενδιαφέρουσα συνέντευξη που αφορά κυρίως τη συγγραφική του δραστηριότητα, με αφορμή το νέο του βιβλίο με τίτλο, «Η Καγκέλω» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Μετρονόμος».

Συνέντευξη στη Στέλλα Πετρίδου


Κύριε Μανιάτη, τι σας ωθεί κάθε φορά στη συγγραφή; Είναι μια εσωτερική ανάγκη φυγής σε έναν κόσμο διαφορετικό από τον συνηθισμένο, είναι απλά μια αναμενόμενη απόρροια της δημοσιογραφικής σας ιδιότητας, είναι ανεξήγητος εθισμός ή κάτι άλλο;

Πιθανώς είναι η κατασκευή ενός κόσμου στα δικά μου μέτρα και υπό την δική μου αυτοδιεύθυνση. Θα προσέθετα τον όρο «φυγή» αφού η Λογοτεχνία έχει το στοιχείο του ταξιδιού αλλά και την συγγραφή ως καταστάλαγμα των δικών μου ερεθισμάτων, ονείρων, ιδεών, υπερβολών, ροπών, δοκιμών και άρα και ως απότοκο της καθημερινής μου εργασίας. Εθισμός είναι σίγουρα αφού πάντα κάτι γεννιέται μέσα μου ως εικόνα, ιδέα, ιστορία που θέλω να το εξελίξω πιο δομικά και να λάβει τον χαρακτήρα πεζογραφήματος.

Πείτε μας δυο λόγια για εσάς. Πώς θα συστήνατε τον εαυτό σας στο αναγνωστικό κοινό που σας γνωρίζει για πρώτη φορά;

Μαχόμενος καθημερινός πολιτικός δημοσιογράφος σε καθημερινή κορυφαία εφημερίδα (Τα Νέα) και στο in.gr. Έχω συγγράψει και επτά βιβλία διαφορετικών ειδών- πλην τριών εξ αυτών που είναι συλλογές διηγημάτων- είμαι περιπατητής της Αθήνας, ταξιδευτής της Μυκόνου και της Ρώμης, φωτογραφίζω κάθε μέρα (και έχω μεγάλη συλλογή εικόνων), ξενυχτογράφος και απονύχτερος, λάτρης των αστικών μπαρ, με αγάπη στο διήγημα και την μικρή φόρμα (Βουτυράς, Τσέχωφ, Κάρβερ, Παπαδημητρακόπουλος, Καχτίτσης, Νόλλας, Γκυ ντε Μωπασάν, Ταχτσής κα), ρέκτης και διασώστης παράξενων ιστοριών που ανεξήγητα μου συμβαίνουν ή μου μοιράζονται φίλοι και μη φίλοι, λάτρης του λαϊκού τραγουδιού και του γαλλικού μπιλιάρδου, παναθηναϊκός.

Η έμπνευση είναι απαραίτητη στη ζωή σας ή ενίοτε επιδιώκετε τη συγγραφή και χωρίς την παρουσία αυτής;

Την κυνηγώ μα και την δημιουργώ μέσω της εργασίας, των πολλών σημειώσεων, των συνθέσεων, των σκέψεων μου. Στήνω ένα καθημερινό εργαστήρι παρατήρησης και σημειώσεων, ανάγνωσης και ακρόασης και καταλήγω, όχι πάντα, να εμπνέομαι από έναν σπινθήρα που σωρεύει όλα τα στοιχεία του εργαστηρίου και τα γονιμοποιεί προς μια ιδέα. Άρα γράφω σε δόσεις.

Ποια συναισθήματα σας κατακλύζουν κάθε φορά όταν το έργο σας παίρνει τον δρόμο της έκδοσης;

Πάντα υπάρχει μια γλυκιά προσμονή μα και μια μικρή πίκρα, ένα αίσθημα πως αδειάζεις από κάτι, σαν να μετέφερες μια βαριά βαλίτσα και πλέον να μην έχεις προορισμό.

Έχετε πρότυπα ως συγγραφέας; Στα γραπτά σας θα διαπιστώσει ο αναγνώστης επιρροές από άλλους αγαπημένους σας συγγραφείς;

Πρότυπα, ως πρότυπα όχι γιατί δεν μου αρέσει ο όρος. Αγαπημένους ναι, που ζηλεύω πολύ ναι. Κωστής Παπαγιώργης, Διονύσης Χαριτόπουλος, Ηλίας Πετρόπουλος, Δημοσθένης Βουτυράς, Ντοστογιέφσκι, Βασίλης Βασιλικός, Γιώργος Ιωάννου, Τσίρκας, Παπαδιαμάντης, Ζενέ, Ρίτσος, Σκαρίμπας, Κουμανταρέας, Κοροβίνης) και πολλοί πολλοί άλλοι. Ναι έχω επιρροές και χαίρομαι ακόμη κι αν είναι ακατέργαστες.


Ποιος είναι ο πιο αγαπημένος σας συγγραφέας και ποιο το πιο αγαπημένο σας βιβλίο;

Χα χα, δεν ταυτίζονται. Συγγραφέας ο Ντοστογιέφσκι. Βιβλίο: Η αυτοβιογραφία του Μάρκου Βαμβακάρη.

Υπάρχει συγκεκριμένη συνταγή για τη συγγραφή ενός καλού βιβλίου κατά τη γνώμη σας; Πότε χαρακτηρίζεται ένα βιβλίο καλό και ποιος είναι αυτός που το κρίνει και του βάζει ταμπέλες;

Συνταγή δεν ξέρω αν υπάρχει. Φαντάζομαι καλό βιβλίο είναι αυτό που επιστρέφουμε συνέχεια. Εγώ ας πούμε έχω διαβάσει τον Ξένο του Καμύ πάνω από πέντε φορές. Καλό είναι επίσης το βιβλίο που το ανακαλύπτουμε ξανά και ξανά σε διαφορετικές ηλικίες. Μακάρι να έχουμε πάντα καλούς κριτικούς, είμαι φανατικά υπέρ της κριτικής ως δημοκρατικής διαδικασίας, αλλά ο τελικός κριτής είναι ο αναγνώστης. Αυτός ο ένας.

Πιστεύετε ότι οι άνθρωποι κυρίως στην χώρα που ζούμε, με την ολοένα και αυξανόμενη χρήση του διαδικτύου, διαβάζουν βιβλία στις μέρες μας;

Όλο και λιγότεροι. Ο πολιτισμός που αναπτύχθηκε για αιώνες και είχε ως άξονα του το βιβλίο, μετατοπίζεται σε μια ρευστή αποσπασματική ανάγνωση αλγορίθμων. Σύντομα θα υπάρξουν γενιές που δεν θα μπορούν να διαβάσουν ένα πλήρες κείμενο λίγων σελίδων.

Είναι χρέος του δημιουργού να μοιράζεται το έργο του όταν το ολοκληρώσει; Εσείς στη προκειμένη περίπτωση, γιατί πήρατε την απόφαση να εκδώσετε το νέο σας βιβλίο;

Εκατομμύρια και μάλλον καλά έργα έμειναν στο συρτάρι. Δεν υπάρχει χρέος. Εγώ το πήρα απόφαση γιατί μου αρέσει η έκθεση και γιατί ήθελα το μοίρασμα μιας κατάθεσης, το να κοινωνηθεί έστω η μπούρδα μου.


Τον Ιούνιο του 2024, κυκλοφόρησε η συλλογή διηγημάτων σας με τίτλο «Η Καγκέλω» από τις εκδόσεις «Μετρονόμος». Μιλήστε μας για το περιεχόμενό της περιληπτικά. Τι θα διαβάσει ο αναγνώστης πιάνοντας το βιβλίο σας στα χέρια του;

Γλυκόπικρες παράξενες ιστορίες με άξονα την μοναξιά, το πένθος, την ματαίωση, το ημίφως, τις ημιζωές, ιστορίες από τον λαϊκό και μη κόσμο, τον Καζαντζίδη, τα μέντιουμ, από τις κυλιόμενες της Ομόνοιας, από την Μύκονο, την Τήνο, τα Γύφτικα της Πάτρας, την Ελευσίνα, κυρίως την Αθήνα. Ιστορίες από διαφορετικές εποχές που μοναχογραφούν, που έχουν ως σκηνικό τους και τα σκοτάδια και τα φώτα.

Γιατί επιλέξατε τον συγκεκριμένο τίτλο για το βιβλίο σας; Ποια είναι η μυστηριώδης Καγκέλω για την οποία κάνετε λόγο και στο διήγημά σας με τίτλο «Χαβάη»; Γιατί είναι τόσο σημαντική η παρουσία της ώστε πρωταγωνιστεί και στο εξώφυλλό σας;

Το βιβλίο ονοματίστηκε από το ομώνυμο διήγημα που αφιερώνω στον συγγραφέα και φίλο Θανάση Σκρουμπέλο. Η Καγκέλω είναι μια τρανς του ‘60, επινοημένη, σεξεργάτρια στην Χαβάη κάτω από το Περοκέ, ταλαιπωρημένο παιδί σε μια μπρουτάλ και άγρια εποχή με παρακράτος και ανέχεια. Μια φιγούρα απ’ το παρελθόν του μετεμφυλίου που συναντώ – φαντασιακά- μια καθημερινή μέρα σε ένα καφέ του Μεταξουργείου με τον συνάδελφο και φίλο Σπύρο Γκουτζάνη. Στο εξώφυλλό μου πρωταγωνιστεί το πιο σημαντικό λαϊκό στέκι της Ελλάδας: Ο Κόττας στην Πάτρα. Και η φωτό είναι δική μου από ένα υπέροχο βράδυ.

Τι σας ενέπνευσε περισσότερο για να προβείτε στη συγγραφή των δεκατριών σύντομων ιστοριών που αφηγείστε;

Κάθε ιστορία είχε διαφορετική εκκίνηση, ερέθισμα για να γραφτεί. Ένιωσα όμως μέσα μου πως άτυπα συνδέονταν όλες. Πώς κάποια στοιχεία τις ένωναν. Όπως η έννοια της φθοράς και της απώλειας.

Οι ιστορίες σας είναι προϊόντα μυθοπλασίας αποκλειστικά ή στηρίζονται και σε αληθινά γεγονότα και πρόσωπα;

Είναι και το έχω ξαναπεί ο τόπος όπου το αληθές με το φαντασιακό ρευστοποιούνται και άρα δεν έχουν μεταξύ τους σύνορα.

Περνάτε μηνύματα μέσα από τα διηγήματά σας ή το βιβλίο σας προορίζεται καθαρά και μόνο για την ψυχαγωγία του αναγνώστη;

Μα υπάρχει μεγαλύτερο μήνυμα από την ψυχαγωγία; Ούτε το ένα, ούτε το άλλο. Γράφω για να γίνω ένας άλλος για λίγο, έστω την ώρα που γράφω. Αν αρέσει έστω και σε έναν, μου αρκεί.


Σε ποιες ηλικίες απευθύνεται το βιβλίο σας; Μπορεί εκτός από τους ενήλικες να αποτελέσει ανάγνωσμα και για το εφηβικό κοινό;

Όχι. Μια χαρά εφηβικά αναγνώσματα υπάρχουν. Πού να μπλέξουν τα παιδιά τώρα;

Μιλήστε μας για τη μέχρι τώρα συνεργασία σας με το εκδοτικό σας σπίτι, τις εκδόσεις «Μετρονόμος». Θεωρείτε σημαντική και καθοριστικής σημασίας τη συμβολή του εκδοτικού σας οίκου για την καλύτερη και επιτυχέστερη προώθηση του βιβλίου σας;

Είπατε την λέξη κλειδί. «Σπίτι». Μα ο Μετρονόμος, ο Θανάσης Συλιβός, είναι σπίτι. Μετά είναι ο εκδοτικός μου οίκος. Είναι χειροτέχνης, μερακλής και οίκος φίλων πάνω από όλα. Συγκεντρώνει και λαμπρούς τίτλους πολλούς πια. Κάνει μέγα έργο. Και μουσικό. Η προώθηση δεν μου αρέσει ως λέξη. Μαζί τα σχεδιάζουμε όλα.

Επόμενα συγγραφικά σχέδια κάνετε; Αν ναι, είναι ανακοινώσιμα; Να περιμένουμε κάποιο νέο βιβλίο σας προσεχώς;

Κάνω πολλά μαζί. Άλλα τα αφήνω, άλλα τα εξελίσσω. Μάλλον σε δοκίμιο είμαι κοντά, όχι πεζογράφημα.

Μια ευχή σας για το μέλλον που θα θέλατε να πραγματοποιηθεί, είτε στο κοντινό είτε και στο πιο μακρινό μέλλον, ποια θα μπορούσε να είναι αυτή;

Να ζω με τον απόλυτο έλεγχο του χρόνου μου. Να ο πλούτος.

Πριν κλείσουμε τη συζήτηση θα ήθελα να μας παραθέσετε ένα μικρό απόσπασμα από το βιβλίο σας. 

«Ένα παράπονο με έπνιγε. Για την μοναξιά της άδειας σάλας. Για το ότι ο Άλκης μας κοίταγε με λύπηση. Για τον Θεό που ήταν πια ένα γεροντάκι που κορόιδευε με την φωνή του. Για τους μουσικούς που ένας Θεός ήξερε από πότε είχαν να πάρουν μεροκάματο. Ο Φώτης με χάιδεψε πάλι στο σβέρκο. Τα μάτια μου ποτάμι. Σήκωσα το κεφάλι μου από το τραπέζι με αργές κινήσεις και κοιτώντας προς το κέντρο της πίστας που ο Θεός συνέχιζε απτόητος να τραγουδάει. Κι όμως τώρα σιγά σιγά και ήμουν βέβαιος ο Θεός άρχιζε να απομακρύνεται απ’ το δάπεδο. Άρχισε να σηκώνεται προς τα πάνω ενώ είχε σταματήσει να τραγουδάει. Ήμουν βέβαιος πως πέταγε σιγά σιγά προς το ταβάνι. Οι μουσικοί συνέχιζαν να παίζουν σαν να μην έτρεχε τίποτε. Και ο Φώτης να πίνει επίσης απτόητος. Κι όμως ο παππούς αναλαμβανόταν στον ουρανό. Άρχισε να με πνίγει η αγωνία. Θα κουτουλούσε στο χαμηλό ταβάνι. Και θα χτύπαγε. Και θα σκοτωνόταν. Άρχισα να ουρλιάζω ενώ το σακί με το κοστούμι έφτανε ψηλά στο μαγαζί πετώντας κάθετα. «Μη! θα σκοτωθείς! Θα σπάσεις το κεφάλι σου!». Το ταβάνι άνοιξε και ο ουρανός κατακόκκινος υποδέχθηκε τον γέρο ενώ ο μπουζουξής έκανε ένα γρήγορο σόλο όρθιος».

Κύριε Μανιάτη, σας ευχαριστώ πολύ για την όμορφη και πολύ ενδιαφέρουσα συζήτησή μας και σας εύχομαι κάθε επιτυχία στην επαγγελματική και συγγραφική σας δραστηριότητα. Καλοτάξιδο το βιβλίο σας και καλοτάξιδο! Να αγαπηθεί και να εμπνεύσει!

Κάνατε εξαιρετικές ερωτήσεις, πράγμα όχι πάντα αυτονόητο. Ευχαριστώ θερμά για το βήμα που μου δώσατε να μιλήσω αλλά και για την ευκαιρία να ξανασκεφτώ πάνω στο γράψιμο.


Βιογραφικό:

Ο Δημήτρης Ν. Μανιάτης γεννήθηκε το 1978 στην Αθήνα και έλκει καταγωγή από την Μύκονο.

Έχει σπουδάσει Δημοσιογραφία, Πολιτικές Επιστήμες και Ιστορία. Εργάζεται ως πολιτικός συντάκτης και χρονογράφος στην εφημερίδα Τα Νέα από το 2005 και συνεργάζεται με την εφημερίδα Το Βήμα της Κυριακής στο ελεύθερο πολιτικό ρεπορτάζ. Έχει γράψει κείμενα για επιθεωρήσεις, θέατρο, μουσικές παραστάσεις και τηλεόραση. Έγραψε τον θεατρικό μονόλογο Ο Ληστής για το οποίο απέσπασε και βραβείο στο Φεστιβάλ Βαλκανικού Θεάτρου για την ερμηνεία του ο Πασχάλης Τσαρούχας. Έχει συνεργαστεί με πολλά έντυπα και Μέσα (Αθηνόραμα, Exodos, Vice, Unfollow, in.gr, Parapolitika, News247). Έχει υπάρξει ραδιοφωνικός παραγωγός (City, Βήμα, 247). Έργα του: Πάνος Γαβαλάς (2018, Α.Α. Λιβάνη), Τραμπ και Ζαμπέτας: Τα εναλλακτικά (2018, Εύμαρος), Εγώ είμαι ένας άλλος – διηγήματα (2014, Μετρονόμος), και άλλα. Διήγημά του έχει μεταφραστεί στα γαλλικά. Έχει επιμεληθεί κείμενα για μουσικές παραστάσεις, τον ετήσιο κατάλογο του Φεστιβάλ Αθηνών – Επιδαύρου, έχει εργαστεί ως σύμβουλος ιστορικών θεμάτων για παραστάσεις, κ.α. Τηλεοπτικός παρουσιαστής επίσης με το γνωστό πολιτικό talk show One Talk στο One Channel.

Δημοσίευση σχολίου

0 Σχόλια