Δημήτρης Ψαθόπουλος: "Η έκθεση του συγγραφέα και των ιδεών του είναι αναπόσπαστο κομμάτι της λογοτεχνικής δημιουργίας"


Ο συγγραφέας Δημήτρης Ψαθόπουλος δε γράφει απλά για να γράφει. Γράφει για να ξεφορτωθεί σκέψεις και για να βάλει τάξη σε χαοτικά πράγματα. Έτσι ακριβώς αντιλαμβάνεται τη σχέση του με τη συγγραφή κι αυτό μας εξομολογείται σήμερα ως φιλοξενούμενος των Τεχνών. Αφορμή φυσικά για τη συνέντευξη που ακολουθεί αποτελεί η έκδοση του νέου του μυθιστορήματος με
 τίτλο «Άγνωστες λέξεις» που κυκλοφορεί εδώ και λίγους μήνες από τις εκδόσεις «Κέδρος».

Συνέντευξη στη Στέλλα Πετρίδου


Κύριε Ψαθόπουλε, πώς προκύπτει η αγάπη σας για τη συγγραφή; Τι είναι αυτό που σας ωθεί προς αυτή την κατεύθυνση και ποια η φιλοδοξία σας;

Η αγάπη για τη συγγραφή προκύπτει όπως όλες οι μεγάλες αγάπες: τυχαία, άτσαλα, και εκτός προγράμματος. Δεν ξύπνησα ένα πρωί με την επιθυμία να γράψω· ξύπνησα πολλά πρωινά με την ανάγκη να ξεφορτωθώ σκέψεις, να βάλω τάξη σε χαοτικά πράγματα. Και κάπως έτσι, χωρίς να το πολυκαταλάβω, ξεκίνησε η περιπέτεια.

Πείτε μας δυο λόγια για εσάς και τη συγγραφική σας δραστηριότητα.

Είμαι φαρμακοποιός και ζω στη Θεσσαλονίκη. Επίσης έχω κάνει μεταπτυχιακές σπουδές στη δημιουργική γραφή. Οι Άγνωστες λέξεις είναι το δεύτερο μου μυθιστόρημα, μετά το Ένα βιολί στο χρώμα του πάγου. Έχω επίσης γράψει διηγήματα και θεατρικά έργα. Η συγγραφή προέκυψε από μια ανάγκη να καταλάβω τι σκέφτομαι. Δεν ήταν ένας προγραμματισμένος δρόμος· απλώς κάποια στιγμή κατάλαβα ότι ο μόνος τρόπος να διαχειριστώ αυτό που με απασχολούσε ήταν να το γράψω.

Είναι η έμπνευση ο κινητήριος μοχλός για τη δημιουργία ή δεν είναι πάντα απαραίτητη και αναγκαία η παρουσία της; Μπορεί δηλαδή κάποιος να γράψει και χωρίς αυτήν έχοντας ως βοηθητικό εργαλείο του μονάχα τη γνώση και τη σωστή οργάνωση του χρόνου και των πληροφοριών που έχει στη διάθεσή του;

Φυσικά και μπορεί κανείς να γράψει χωρίς έμπνευση — αρκεί να έχει καλή οργάνωση, υπομονή και επαρκή πειθαρχία. Αλλά αυτό, για μένα, δεν είναι συγγραφή· μοιάζει περισσότερο με γραμματειακή υποστήριξη. Δουλειά γραφείου, οχτάωρο, αργίες κλπ. Αν θέλουμε να το πούμε πιο γενναιόδωρα, είναι κάτι σαν μια διδακτορική εργασία: ένα σύστημα, μια μέθοδος, μια λογική επεξεργασία υλικού.
Η έμπνευση δεν είναι φλόγα, ούτε φτερωτός θεός που έρχεται όταν τον φωνάξεις. Είναι μάλλον η στιγμή που το άναρχο χάος μέσα σου σου δίνει λίγο χώρο να κοιτάξεις από πίσω. Αν δεν υπάρξει κάτι τέτοιο —κάτι που να σε υπερβαίνει ή να σε ξαφνιάζει— τότε, ναι, μπορείς μεν να γράψεις, αλλά ίσως απλώς να κρατάς σημειώσεις για έναν συγγραφέα που δεν ήρθες ακόμα σε επαφή μαζί του.

Ποια συναισθήματα σας κατακλύζουν κάθε φορά που βλέπετε ένα έργο σας να ολοκληρώνεται;

Η ολοκλήρωση ενός έργου συνοδεύεται πάντα από μια μεθυστική ικανοποίηση. Μια χαρά ήσυχη, χωρίς εξάρσεις και τυμπανοκρουσίες. Είναι σαν να βάζεις μια τελεία εκεί όπου δεν ήσουν βέβαιος καν ότι υπήρχε πρόταση.
Αμέσως μετά, όμως, αρχίζει ένα κεφάλαιο διαφορετικό: η διαδικασία της έκθεσης. Τώρα πρέπει να το βγάλεις στο φως, να το υπερασπιστείς, να το διαπραγματευτείς με εκδότες, να αντιμετωπίσεις την πραγματικότητα της αγοράς, το μάρκετινγκ, τις συνεντεύξεις, τα νούμερα, τα εξώφυλλα. Από τη σιωπή της γραφής περνάς στον θόρυβο της κυκλοφορίας. Και είναι τελείως άλλοι κόσμοι.
Και κάπου εκεί, στο ενδιάμεσο, υπάρχει πάντα κι ένα κενό: αυτό που ρωτάει «ωραία, τελείωσε αυτό — τώρα τι κάνεις;». Ίσως εκεί γεννιέται το επόμενο βιβλίο. Από αυτή την αμηχανία. Από την ανάγκη να μείνεις ζωντανός μέσα σε κάτι νέο.

Έχετε πρότυπα ως συγγραφέας; Στα γραπτά σας θα διαπιστώσει ο αναγνώστης επιρροές από άλλους αγαπημένους σας συγγραφείς;

Κανείς δεν γράφει από το μηδέν. Όλοι κουβαλάμε αναγνώσεις, φωνές, ρυθμούς, βλέμματα. Το στοίχημα —και η δυσκολία— είναι αυτές οι επιρροές να αφομοιωθούν τόσο καλά, ώστε να μην είναι πια ορατές. Να μη διακρίνει ο αναγνώστης την πηγή, αλλά μόνο το αποτέλεσμα. Τότε μόνο είναι πραγματικά δικό σου.
Δεν είναι μόνιμες οι επιρροές μου, αλλάζουν με τον καιρό. Στα πρώτα μου βήματα ζήλευα τον Καζαντζάκη, αργότερα τον Μάρκες· ήθελα να γράψω όπως αυτοί, να έχω τη δύναμη της πένας τους, το στυλ τους. Σήμερα κάτι τέτοιο θα μου φαινόταν εντελώς εκτός εποχής — όχι γιατί εκείνοι έπαψαν πια να με γοητεύουν, κάθε άλλο- αλλά γιατί άλλαξα εγώ.
Υπάρχουν ακόμη συγγραφείς που αγαπώ βαθιά, αλλά όχι πια με την προσμονή να τους μοιάσω. Τώρα με ενδιαφέρει περισσότερο να τους καταλάβω. Και να προσδιορίσω πού ακριβώς διαφέρω.

Από την προσωπική σας εμπειρία θεωρείτε ότι υπάρχει συγκεκριμένη συνταγή για τη συγγραφή ενός καλού βιβλίου; Ποιο βιβλίο χαρακτηρίζεται ποιοτικά καλό και τι είναι αυτό που συμβάλει κυρίως στην επιτυχία του;

Πρώτα απ’ όλα —και πέρα απ’ όλα— πρέπει να έχεις να αφηγηθείς μια καλή ιστορία. Αν αυτό λείπει, κανένας κανόνας, καμία τεχνική, καμία «συνταγή» δεν πρόκειται να σε σώσει. Ένα καλό βιβλίο για μένα είναι εκείνο που έχει μέσα του αλήθεια —όχι απαραίτητα πραγματολογική, αλλά υπαρξιακή και συναισθηματική. Εκείνο που καταφέρνει να αγγίξει κάτι που ο αναγνώστης δεν είχε ακόμα βρει τις λέξεις να το πει. Από εκεί και πέρα, η επιτυχία ενός βιβλίου —με όρους πωλήσεων, προβολής, buzz— είναι μια άλλη ιστορία. Συχνά εξαρτάται περισσότερο από τους σωστούς ανθρώπους, στις σωστές θέσεις, τη σωστή στιγμή. Υπάρχουν μηχανισμοί, όπως υπάρχουν και λίστες, τάσεις, μόδες, hashtag. Δεν λέω πως όλα είναι τυχαία ή στημένα — αλλά ας μη γελιόμαστε: δεν φτάνει να έχεις γράψει κάτι ενδιαφέρον. Πρέπει και να το κουβαλήσεις έξω από το σπίτι σου. Και καμιά φορά, να φωνάξεις λίγο παραπάνω απ’ όσο θα ήθελες. Και αν αυτό που έχεις να προτείνεις είναι ένα πραγματικά καλό βιβλίο, μάλλον σου κακοφαίνεται αυτή η απαίτηση.

Θεωρείτε ότι το αναγνωστικό κοινό στη χώρα μας είναι μεγάλο σε αναλογία με την ολοένα και αυξανόμενη εκδοτική παραγωγή του τόπου μας;

Η εκδοτική παραγωγή στην Ελλάδα μοιάζει να τρέχει μαραθώνιο χωρίς τερματισμό — βγαίνουν βιβλία για όλα και για τίποτα, με ταχύτητα που θα ζήλευε και το πιο φλύαρο πληκτρολόγιο. Το αναγνωστικό κοινό μάλλον δεν έχει πάρει το μήνυμα ή έχει κουραστεί να ψάχνει τη δροσερή σταγόνα στον ωκεανό των βιβλίων. Κάποιες φορές, τα βιβλία γράφονται περισσότερο για να γεμίσουν ράφια και προφίλ παρά για να διαβαστούν. Κάτι σαν το να βγάλεις selfie με ένα βιβλίο, χωρίς να το ανοίξεις ποτέ. Οπότε η μεγάλη μάχη δεν είναι να γράψεις ή να εκδόσεις, αλλά να καταφέρεις να γίνεις ορατός, να σε διαβάσουν και να μην χαθείς μέσα στον θόρυβο. Και για να το πετύχεις αυτό, χρειάζεσαι κάτι παραπάνω από καλή πένα — χρειάζεσαι στρατηγική, υπομονή και μια ικανή δόση τύχης.

Μετά τη δημιουργία προκύπτει οπωσδήποτε η έκδοση ή δεν είναι πάντοτε αυτό η επιδίωξη του συγγραφέα ή η βαθύτερη ανάγκη του να μοιραστεί το έργο του με το κοινό όταν το ολοκληρώσει ; Στη δική σας περίπτωση για παράδειγμα, πώς πήρατε την απόφαση να εκδώσετε το νέο σας βιβλίο;

Η δημιουργία ενός έργου, για μένα, δεν είναι ολοκληρωμένη αν δεν βρει τον δρόμο της προς το κοινό. Η έκθεση του συγγραφέα και των ιδεών του δεν είναι απλώς μια επιλογή — είναι αναπόσπαστο κομμάτι της λογοτεχνικής δημιουργίας. Το να μοιραστείς το έργο σου σημαίνει να ανοίξεις μια γέφυρα επικοινωνίας, να θέσεις τις σκέψεις και τα συναισθήματά σου σε διάλογο με άλλους ανθρώπους. Στην προσωπική μου περίπτωση, η απόφαση να εκδώσω το νέο βιβλίο ήταν φυσική εξέλιξη, όχι μια βαριά υποχρέωση. Ήταν μια επιθυμία να φτάσει αυτή η ιστορία σε όσους μπορεί να την βρουν ενδιαφέρουσα ή χρήσιμη — να μοιραστώ αυτό που έγραψα, γιατί κάθε βιβλίο είναι, με κάποιο τρόπο, μια μικρή συνομιλία με τον αναγνώστη.


Ας αναφερθούμε συγκεκριμένα στο νέο σας βιβλίο. Είναι μυθιστόρημα, φέρει τον τίτλο «Άγνωστες λέξεις» και κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Κέδρος». Πρόκειται για ένα βιβλίο αστυνομικού περιεχομένου, αρκετά μυστηριώδες, καθηλωτικό, ανατρεπτικό και γρήγορο σε ροή, όπως πρέπει να είναι τα μυθιστορήματα ανάλογου περιεχομένου. Μιλήστε μας συγκεκριμένα γι’ αυτό.

Το μυθιστόρημα βασίζεται σε ένα πραγματικό περιστατικό που συνέβη στη Θεσσαλονίκη κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου Πολέμου. Η κεντρική ιστορία ακολουθεί έναν Αμερικανό δημοσιογράφο που ανεβαίνει στην πόλη με σκοπό να φτάσει στο αρχηγείο των ανταρτών στο βουνό και να πάρει συνέντευξη από τον στρατηγό Μάρκο. Όταν το πτώμα του ανασύρεται από τα νερά του Θερμαϊκού, ο διοικητής της ασφάλειας Νίκος Μουσχουντής αντιλαμβάνεται πως πολλοί επιθυμούσαν να τον βγάλουν από τη μέση. Ωστόσο, εκείνος πρέπει να ακολουθήσει μια γραμμή που εξυπηρετεί τα κανάλια της εξουσίας και τους συμμάχους — κυρίως τους Αμερικανούς. Συλλαμβάνει λοιπόν τον Στακτόπουλο, έναν αριστερό δημοσιογράφο, ο οποίος μοιάζει ιδανικός για να του φορτώσουν το έγκλημα. Ο Στακτόπουλος αρχικά αρνείται να συνεργαστεί, υπομένει για εβδομάδες τις πιέσεις και τα βασανιστήρια. Ταυτόχρονα ο Μουσχουντής συνεχίζει τις έρευνες, αλλά αυτό που θα ανακαλύψει μπορεί να μην του αρέσει.

Τι άλλο θα διαβάσει ο αναγνώστης στο βιβλίο σας πιάνοντάς το στα χέρια του;

Αν κάποιος περιμένει ένα καθαρόαιμο αστυνομικό μυθιστόρημα, ίσως ξαφνιαστεί. Η αφήγηση κινείται γύρω από ένα υπαρκτό ιστορικό γεγονός — μια πολιτική δολοφονία που στιγμάτισε την εποχή. Αλλά το βιβλίο δεν στήνει το σκηνικό του με όρους ρεπορτάζ. Δεν με ενδιέφερε να καταγράψω «τι έγινε», αλλά να αφουγκραστώ ποιοι ήταν αυτοί που βρέθηκαν μπλεγμένοι στην ιστορία — και τι κουβαλούσαν μέσα τους. Ο φόβος, η επιθυμία, η ενοχή, οι αντιφάσεις, τα μικρά μυστικά που επιβιώνουν πεισματικά ακόμη και στα μεγάλα γεγονότα — αυτά είναι το κέντρο βάρους της αφήγησης. Με ενδιαφέρει η στιγμή που η Ιστορία συναντά τον άνθρωπο, με τις επιλογές και τα σκοτάδια του. Το ύφος είναι λιτό, εστιασμένο, χωρίς μεγάλα ρητορικά τόξα. Δεν επιδιώκει να εξηγήσει, αλλά να φανερώσει — υπαινικτικά, συχνά μέσα από κλειδαρότρυπες. Οι Άγνωστες λέξεις είναι ίσως πιο κοντά σε ένα ψυχολογικό μυθιστόρημα με νουάρ αποχρώσεις, παρά σε ένα πολιτικό θρίλερ. Το έγκλημα είναι η αφορμή· αυτό που με απασχόλησε ήταν το ανθρώπινο τίμημα.

Γιατί δώσατε αυτόν τον τίτλο στο βιβλίο σας; Ποιες είναι οι άγνωστες λέξεις με τις οποίες θα έρθει σε επαφή ο αναγνώστης;

Άγνωστες λέξεις είναι οι αλήθειες που κρατάμε καταχωνιασμένες σε μια σκιερή γωνιά, για να μπορούμε να συνεχίζουμε να υπηρετούμε τον ρόλο που μας έτυχε — ή που διαλέξαμε. Είναι οι λέξεις που, αν τύχει και βρεθούν μπροστά μας, απειλούν να σαρώσουν τις βεβαιότητές μας. Να αμφισβητήσουν όλες τις επιλογές μας. Να αποδομήσουν την ίδια μας την ύπαρξη. Κι έτσι, η ζωή να γίνει ανυπόφορη.
Σε περιόδους διχασμού, φανατισμού ή κακουχίας, οι άγνωστες λέξεις δεν είναι εξαίρεση· είναι δομικό συστατικό της εποχής. Είναι μέρος της συλλογικής κουλτούρας — αυτό που κρατάει ζωντανό το οικοδόμημα της ανισότητας, της τύφλωσης, του μίσους.
Κι όμως, μέσα από αυτές τις ρωγμές — τις λέξεις που δεν ειπώθηκαν — μπορούμε στιγμιαία να φωτίσουμε την αντίπερα όχθη. Να δούμε. Και στ’ αλήθεια, αυτό είναι που τρέμουμε περισσότερο.

Το βιβλίο σας, γράφετε στο οπισθόφυλλό του, είναι βασισμένο στην υπόθεση Πολκ, όμως δεν έχει την πρόθεση να θέσει ξανά τα ίδια ερωτήματα και - πολύ περισσότερο - να βρει τις απαντήσεις που κανείς μέχρι σήμερα δεν αποτόλμησε να δώσει. Εξετάζει ένα ενδεχόμενο∙ μια σταγόνα στον ωκεανό των πιθανοτήτων. Ποιο ενδεχόμενο είναι αυτό; Μπορείτε να μας αποκαλύψετε;

Η αλήθεια για την υπόθεση Πολκ είναι θαμμένη κάτω από τόνους πολιτικής χρήσης και εθνικών αφηγημάτων. Δεν χρειάζεται άλλο ένα βιβλίο να κάνει τον ανακριτή.

Αυτό που κάνω εγώ είναι κάτι άλλο: στρέφω το βλέμμα αλλού. Σε έναν πιθανό ένοχο — όχι γιατί τον υποψιάζομαι, αλλά γιατί με απασχολεί γιατί κάποιος σαν αυτόν θα μπορούσε να βρεθεί στο κέντρο μιας τέτοιας δίνης. Το ενδεχόμενο είναι απλό: κι αν δεν ήταν μόνο οι «μεγάλοι παίκτες»; Κι αν μια ανθρώπινη αδυναμία — όχι μια θεωρία συνωμοσίας — έγειρε την πλάστιγγα της Ιστορίας; Το βρίσκω πολύ πιο τρομακτικό απ’ τα συνήθη σενάρια.

Πόσο καιρό χρειαστήκατε για να ολοκληρώσετε τη συγγραφή του βιβλίου σας;

Ένα χρόνο περίπου μου πήρε να το ολοκληρώσω. Βέβαια, δεν ξεκινούσα από το μηδέν. Προϋπήρχε το θεατρικό μου έργο που διακρίθηκε στον διαγωνισμό του ΚΘΒΕ, με όλη την έρευνα και τη στοχαστική δουλειά που είχε γίνει για να στηθεί. Αυτό ήταν η πρώτη ματιά — μια πιο συμπυκνωμένη, σκηνική εκδοχή της υπόθεσης. Το μυθιστόρημα όμως ήθελε άλλα πράγματα: βάθος, αναπνοές, διακλαδώσεις. Ήθελε να πάρω τους ίδιους κόμπους και να τους λύσω αλλιώς. Στην πρόζα δεν χωράνε οι συντομεύσεις της σκηνής — όλα πρέπει να ανασάνουν. Έπρεπε να ξαναδώ το υλικό απ’ την αρχή. Οπότε ναι, ένας χρόνος γραφής, αλλά με πολλές αποσκευές στο σακίδιο. Και αρκετές φορές με την αίσθηση πως το κείμενο μ’ έσερνε εκείνο — κι όχι το αντίστροφο.

Υπάρχουν σαφή μηνύματα που επιδιώκετε να περάσετε στον αναγνώστη σας; Ποια είναι αυτά αν όντως υπάρχουν;

Δεν πιστεύω στα «μηνύματα» με την τηλεγραφική έννοια του όρου. Δεν γράφω για να περάσω συνθήματα. Αν όμως υπάρχει κάτι που επιδιώκω, είναι να δημιουργήσω ρωγμές. Να τραντάξω λίγο τη βεβαιότητα με την οποία στεκόμαστε απέναντι στην Ιστορία — και στους άλλους, αλλά και στον εαυτό μας. Το βιβλίο ακουμπά την εποχή του Πολκ, αλλά το ερώτημα είναι διαχρονικό: πόσα από αυτά που πιστεύουμε είναι δικά μας — και πόσα μας τα έχουν φορέσει; Ποια αλήθεια αντέχουμε; Πόσο εύκολα γινόμαστε συμμέτοχοι σε κάτι που κανονικά θα έπρεπε να μας βρίσκει απέναντι; Αν αυτά τα ερωτήματα μείνουν λίγο στον αναγνώστη, τότε κάτι έχει γίνει.

Σε ποιο κοινό απευθύνεστε κυρίως;

Το βιβλίο απευθύνεται σε αναγνώστες που δεν ικανοποιούνται από τις εύκολες απαντήσεις. Σε όσους θέλουν να μπουν πίσω από τα παρασκήνια της Ιστορίας και της ανθρώπινης ψυχολογίας. Είναι για όσους αγαπούν τα αστυνομικά μυθιστορήματα, αλλά δεν τους αρκεί μόνο η λύση του μυστηρίου — θέλουν να καταλάβουν το γιατί. Είναι για όσους δεν φοβούνται να αντιμετωπίσουν τις «άγνωστες λέξεις» — τις αλήθειες που συχνά αποκρύπτουμε, για να μη διαταραχθεί η εικόνα που έχουμε για τον κόσμο και για τον εαυτό μας.

Είστε ευχαριστημένος από τη μέχρι τώρα συνεργασία σας με τις εκδόσεις «Κέδρος»;

Η συνεργασία μου με τις εκδόσεις Κέδρος μέχρι στιγμής είναι επαγγελματική και ουσιαστική. Εκτιμώ την υποστήριξη που μου έχουν προσφέρει, ειδικά σε μια δύσκολη και απαιτητική διαδικασία όπως η έκδοση ενός βιβλίου. Φυσικά, όπως σε κάθε συνεργασία, υπάρχουν προκλήσεις και στιγμές που θέλεις περισσότερη επικοινωνία ή μεγαλύτερη ευελιξία. Αλλά συνολικά, νιώθω ότι υπάρχει σεβασμός και καλή διάθεση να προχωρήσουμε μαζί.

Ποιοι είναι οι επόμενοί σας στόχοι; Προγραμματίζετε κάτι για το μέλλον;

Οι στόχοι μου δεν είναι πάντα σαφείς ούτε πάντα γραμμικοί. Προτιμώ να αφήνω τη δημιουργία να με οδηγεί, σαν ένα ταξίδι χωρίς συγκεκριμένο προορισμό αλλά με πολλούς σταθμούς που αξίζει να σταθείς. Θέλω να εξερευνώ τις πτυχές της ανθρώπινης φύσης, να αμφισβητώ τις βεβαιότητες και να φωτίζω τις σκιές — όχι μόνο μέσα από τα κείμενα, αλλά και μέσα μου. Όσο για το μέλλον, αυτό είναι μια ανοιχτή σελίδα. Υπάρχει πάντα κάτι που περιμένει να βγει στην επιφάνεια, μια λέξη, μια ιδέα, μια ιστορία που ζητά να ειπωθεί.

Μια ευχή σας που θα θέλατε να πραγματοποιηθεί;

Εύχομαι να μάθουμε να ζούμε με την αβεβαιότητα, να συμφιλιωθούμε με τον εαυτό μας και να βρίσκουμε ομορφιά και σοφία στα λάθη μας

Πριν κλείσουμε τη συζήτηση θα ήθελα να μας παραθέσετε ένα μικρό απόσπασμα από το βιβλίο σας.


Κύριε Ψαθόπουλε, σας ευχαριστώ πολύ για την όμορφη συζήτηση και σας εύχομαι κάθε επιτυχία στο πολύ αξιόλογο έργο σας.Καλοτάξιδο το βιβλίο σας και καλοδιάβαστο!


Βιογραφικό
Ο Δημήτρης Ψαθόπουλος γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη. Σπούδασε Φαρμακευτική στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο και Δημιουργική Γραφή στο Πανεπιστήμιο Δυτικής Μακεδονίας. Έχει γράψει διηγήματα και θεατρικά. Από τις εκδόσεις Κέδρος κυκλοφορούν τα μυθιστορήματά του «Ένα βιολί στο χρώμα του πάγου» (2020) και «Άγνωστες λέξεις» (2025).

Δημοσίευση σχολίου

0 Σχόλια