Συγγραφέας: Ray Bradbury
Επιμελητής: Σταύρος Πετσόπουλος
Εκδότης: Άγρα
Ημερομηνία έκδοσης: 26/07/2012
Σελίδες: 280
ISBN: 9789605050252
Γράφει η Μεταξούλα Μανικάρου
Ο συγγραφέας
Ο Ρέι Ντάγκλας Μπράντμπερι (Ray Douglas Bradbury, 22 Αυγούστου 1920-5 Ιουνίου 2012) υπήρξε μία από τις πιο εμβληματικές μορφές της αμερικανικής λογοτεχνίας του 20ού αιώνα. Με το πλούσιο και πολυσχιδές έργο του, που εκτείνεται σε μυθιστορήματα, διηγήματα, δοκίμια, ποιήματα, θεατρικά κείμενα και κινηματογραφικά σενάρια, ο Μπράντμπερι κατέκτησε τη φαντασία εκατομμυρίων αναγνωστών παγκοσμίως. Ιδιαίτερη φήμη απέκτησε για τις ιστορίες του τρόμου, του μυστηρίου και κυρίως της επιστημονικής φαντασίας, είδη που υπηρέτησε με μοναδική ποιητική γραφή, ανθρωπισμό και βαθιά φιλοσοφική σκέψη. Το έργο του δεν περιορίζεται σε φουτουριστικές αφηγήσεις. Λειτουργεί, συχνά, ως στοχασμός πάνω στην ανθρώπινη φύση, στον φόβο της λήθης, αλλά και στη δύναμη της φαντασίας, ενώ αντιμάχεται την απανθρωποποίηση.
Το μυθιστόρημά του Φαρενάιτ 451, καταπιάνεται με την καταστολή της ελευθερίας της σκέψης και την καταστροφή των βιβλίων. Αν και γράφτηκε το 1953, παραμένει κλασικό έργο, πυροδοτώντας ποικίλες διαχρονικές συζητήσεις για τον ρόλο της γνώσης και της δημιουργικότητας στις σύγχρονες κοινωνίες.
Σύμφωνα με την τελευταία του επιθυμία, ετάφη στο Λος Άντζελες και στον τάφο του χαράχτηκε η φράση: «Ρέι Μπράντμπερι, ο συγγραφέας του Φαρενάιτ 451». Αυτή η λιτή φράση συμπυκνώνει τη διαρκή παρουσία του στη συλλογική μνήμη ως ενός δημιουργού που ύψωσε το βιβλίο σε σύμβολο ελευθερίας και φαντασίας.
Το βιβλίο
Το Φαρενάιτ 451 του Ρέι Μπράντμπερι, που πρωτοεκδόθηκε το 1953, αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα, πιο αναγνωρισμένα και πιο πολυδιαβασμένα λογοτεχνικά έργα του 20ού αιώνα. Το βιβλίο, σύμβολο του αγώνα ενάντια στη λογοκρισία και την πνευματική καταπίεση, έχει γνωρίσει τεράστια απήχηση σε ολόκληρο τον κόσμο, με εκατομμύρια αντίτυπα να έχουν κυκλοφορήσει μέχρι σήμερα.
Στην Ελλάδα έχει εκδοθεί από διάφορους εκδοτικούς οίκους: «Γρηγόρη» (1968, μετάφραση Τζένη Βαγιάνου), «Παρά Πέντε» (2002, μετάφραση Μαρία Χρυσοχού) και «Άγρα» (2012, μετάφραση Βασίλης Δουβίτσας). Η τελευταία έκδοση ξεχωρίζει, καθώς περιλαμβάνει νέα εισαγωγή του ίδιου του συγγραφέα, γραμμένη το 2003 για τα πενήντα χρόνια του έργου, καθώς και τρία σύντομα, αλλά ουσιαστικά επιλογικά κείμενά του. Επίσης, παρουσιάζεται με το αυθεντικό εξώφυλλο της πρώτης αμερικανικής κυκλοφορίας, στοιχείο που προσδίδει ιστορική αξία.
Η διαχρονική δύναμη του μυθιστορήματος αποτυπώθηκε και σε άλλες μορφές τέχνης. Μετατράπηκε σε graphic novel από τον εικονογράφο Τιμ Χάμιλτον και εκδόθηκε στα ελληνικά από το «Μεταίχμιο» (2010 και 2024, μετάφραση Αλέξης Καλοφωλιάς). Εικαστικοί από διάφορες χώρες δημιούργησαν εντυπωσιακά εξώφυλλα, καθόσον το βιβλίο δεν αποτέλεσε μόνο κορυφαίο μυθιστόρημα αλλά και πηγή καλλιτεχνικής έμπνευσης.
Στον κινηματογράφο μεταφέρθηκε το 1966 από τον σπουδαίο Γάλλο σκηνοθέτη Φρανσουά Τριφό (François Truffaut). Ο ίδιος ο συγγραφέας ανέλαβε το 1979 να το διασκευάσει για τη θεατρική σκηνή. Το 2018, ένα νέο κινηματογραφικό εγχείρημα, παραγωγής Ηνωμένων Πολιτειών, ήρθε να επανασυστήσει την ιστορία σε ένα σύγχρονο κοινό.
Ο τίτλος
Ο τίτλος του βιβλίου αποπνέει μια μυστηριώδη ατμόσφαιρα, την οποία ο συγγραφέας σπεύδει να αποσαφηνίσει. Εξηγεί ότι σε μια κρίσιμη θερμοκρασία της κλίμακας Φαρενάιτ και συγκεκριμένα στους 451 βαθμούς, που αντιστοιχούν περίπου στους 233 βαθμούς Κελσίου, το χαρτί των βιβλίων αυταναφλέγεται και καταστρέφεται από τη φωτιά. Ο τίτλος υψώνεται σε ισχυρό συμβολικό σχήμα για τη βίαιη καταστολή της γνώσης.
Ακολουθεί ένα χαρακτηριστικό και εντυπωσιακό μότο του Ισπανού νομπελίστα Χουάν Ραμόν Χιμένεθ (Juan Ramón Jiménez): «Αν σου δώσουν ένα χαρτί με γραμμές, γράψε από την άλλη μεριά». Η απλή αλλά βαθιά αυτή ρήση είναι ένα μήνυμα αντίστασης σε κάθε μορφή καταπίεσης, επιβολής και παραβίασης της ελευθερίας μας.
Σύντομη απόδοση του περιεχομένου και
βασικοί χαρακτήρες
Η ιστορία του Φαρενάιτ 451 εκτυλίσσεται σε μια μελλοντική δυστοπική
εποχή, κατά την οποία η ανάγνωση των
βιβλίων είναι απαγορευμένη και η κατοχή τους τιμωρείται με την καύση τους.
Προς τον σκοπό αυτό έχει συγκροτηθεί
μια ειδική υπηρεσία πυροτεχνικής επέμβασης/πυρονομίας της Αμερικής, που
λειτουργεί με απόλυτη ετοιμότητα και ακολουθεί σαφείς, δεσμευτικές εντολές: «α)
Απαντάμε αστραπιαία στον συναγερμό. β) Βάζουμε αμέσως φωτιά. γ) Καίμε τα πάντα.
δ) Επιστρέφουμε αμέσως στο τμήμα και δίνουμε αναφορά. ε) Παραμένουμε σε
κατάσταση συναγερμού για άλλα περιστατικά». Έτσι οι «πυροσβέστες» εκτελούν έναν
παράδοξο και ανατρεπτικό ρόλο: αντί να σβήνουν φωτιές, τις ανάβουν και
καταστρέφουν όχι μόνο τα βιβλία -φορείς γνώσης, μνήμης και πνευματικής
κληρονομιάς- αλλά και τα ίδια τα σπίτια που τα στεγάζουν. Πρόκειται για έναν
μηχανισμό ελέγχου και συστηματικής εξάλειψης κάθε ίχνους ελεύθερης σκέψης,
καθώς και της προσωπικής πολιτισμικής ταυτότητας των ανθρώπων.
Στο επίκεντρο της αφήγησης βρίσκεται ο Γκάι Μόνταγκ ο οποίος ξεκινά ως υπηρέτης του συστήματος και υπάκουος τροχός του μηχανισμού. Βασική του αποστολή, μέσα στο πλαίσιο της υφιστάμενης κρατικής οργάνωσης, είναι να επεμβαίνει σε περιπτώσεις άμεσων κλήσεων, όταν εντοπίζονται πολίτες που διαπράττουν το ειδεχθές έγκλημα της κατοχής των βιβλίων και, με ένα φλογοβόλο, ειδικό αναφλεκτήρα χαρτιού, αισθανόμενος την άγρια χαρά να τα καταστρέφει με καύση.
Η Μίλντρεντ, σύζυγος του πρωταγωνιστή, παρουσιάζεται ως τυπική εκπρόσωπος της δυστοπικής κοινωνίας: απαθής και αδιάφορη, ζει βυθισμένη σε έναν εικονικό κόσμο. Περνά τον χρόνο της μπροστά σε γιγαντιαίες οθόνες, με τα «κοχύλια» στ’ αυτιά, συνομιλώντας με την «τηλεοπτική οικογένειά» της. Αποξενωμένη από τον άντρα της και τον ίδιο της τον εαυτό, άλλοτε καταφεύγει σε υπνωτικά χάπια, άλλοτε σε ξέφρενη οδήγηση. Η απόπειρα αυτοκτονίας της, που η ίδια αγνοεί, αποκαλύπτει το υπαρξιακό κενό πίσω από την ψευδαίσθηση ευτυχίας.
Επικεφαλής των πυρονόμων και αρχηγός του Μόνταγκ είναι ο Μπήτυ, μια αντιφατική μορφή: ενώ γνωρίζει τη λογοτεχνία και την αξία των βιβλίων, έχει επιλέξει να υπηρετεί το καθεστώς που τα καίει. Μέσα από τις συνομιλίες του με τον Μόνταγκ, ο συγγραφέας εκθέτει τις φιλοσοφικές του ιδέες για τον μεσαιωνικό αυτό μελλοντικό κόσμο. Ο Μπήτυ αναδεικνύει ότι η απαγόρευση των βιβλίων δεν επιβλήθηκε αυταρχικά από την εξουσία, αλλά προέκυψε σταδιακά από κοινωνικές και πολιτισμικές εξελίξεις: την επιβολή της πολιτικής ορθότητας, την επικράτηση της μαζικής κουλτούρας και του lifestyle, την τεχνολογική πρόοδο (φωτογραφία, ραδιόφωνο, κινηματογράφος, τηλεόραση), τη χειραγώγηση των μαζών, τον φανατισμό των μειονοτήτων που επέβαλαν λογοκρισία. Έτσι, ο Μπήτυ λειτουργεί ως φωνή του συστήματος και παράλληλα ως καθρέφτης της εσωτερικής πάλης του Μόνταγκ, με τη σύγκρουσή τους να καθορίζει την εξέλιξη της ιστορίας.
Ένας ακόμη χαρακτήρας είναι η
Κλαρίς, που αποτελεί το πρώτο ρήγμα στην κανονικότητα του Μόνταγκ. Η νεαρή
κοπέλα, που βλέπει τον κόσμο με την αθωότητα και την περιέργεια της ηλικίας
της, με τις διεισδυτικές ερωτήσεις της, ωθεί τον Μόνταγκ να δει τον κόσμο
διαφορετικά και να αμφισβητήσει την ψεύτικη ευτυχία του και το προσωπείο της
αυτάρκειάς του. Ο ξαφνικός της θάνατος γίνεται καταλύτης και, αν και η αθωότητά
της χάνεται, η ίδια αφήνει στον Μόνταγκ τη σπίθα για εσωτερική αναζήτηση και
αντίσταση. Η εξαφάνισή
της υπογραμμίζει πως η κοινωνία αποβάλλει τους «διαφορετικούς».
Το αποτέλεσμα, η μεταστροφή του Μόνταγκ με τα βιβλία είναι παθιασμένη. Τα κρατά κρυφά, τα αγγίζει και τα διαβάζει με λαχτάρα, σαν να γεύεται έναν απαγορευμένο κόσμο. Η ανάγνωση και ταυτόχρονα πράξη αντίστασης και προσωπικής αναζήτησης σηματοδοτούν την υπαρξιακή του αφύπνιση και την εξέγερσή του ενάντια σε έναν κόσμο που προτιμά την ησυχία του εφησυχασμού. Και από την εσωτερική επανάσταση, την αναμέτρησή του με την επανάπαυση, προβαίνει στην εξωτερική επανάσταση, όταν αποφασίζει να ανατρέψει το καθεστώς.
Ένας άλλος σημαντικός χαρακτήρας, ο καθηγητής Φάμπερ, πρώην δάσκαλος φιλολογίας και κρυφός λάτρης των βιβλίων, γίνεται μέντορας του Μόνταγκ. Του εμφυσά αμφιβολία για το καθεστώς, καλλιεργεί την περιέργεια και τον καθοδηγεί στον δρόμο της γνώσης και της πνευματικής αντίστασης.
Η πορεία της αφήγησης γίνεται ιδιαίτερα συναρπαστική, όμως η αποκάλυψη περισσότερων λεπτομερειών θα αποδυνάμωνε τη γοητεία του έργου και θα μείωνε την προσμονή και την απόλαυση της ανάγνωσης.
Σύμβολα και Κεντρικά Θέματα
Το Φαρενάιτ 451 είναι ένα έργο βαθιά φορτισμένο με συμβολισμούς και πολυεπίπεδα νοήματα, που ξεπερνούν τα όρια της λογοτεχνίας και, χωρίς να περιορίζονται σε μια συγκεκριμένη εποχή, διατηρούν διαχρονική αξία και αγγίζουν τον ίδιο τον πυρήνα της ανθρώπινης ύπαρξης.
Η διττή συμβολική φύση της φωτιάς: Στην αρχή, είναι όργανο βίας και καταστροφής των βιβλίων και μαζί κάθε ίχνους μνήμης, ιστορίας και ελεύθερης σκέψης, με σκοπό την πλήρη υποταγή της κοινωνίας. Στην πορεία μετασχηματίζεται σε εστία φωτός (πρβλ. τον μύθο του Προμηθέα και του Φοίνικα) γύρω από την οποία συγκεντρώνονται οι άνθρωποι και η αναγεννητική διάστασή της σηματοδοτεί ένα νέο ξεκίνημα. Ο διττός χαρακτήρας της αποτυπώνει την αιώνια πάλη ανάμεσα στην καταστροφή και τη δημιουργία.
Τα βιβλία δεν παρουσιάζονται ως άψυχα αντικείμενα από χαρτί και μελάνι, αλλά είναι «ζωντανοί» οργανισμοί. Ανυψώνονται σε κιβωτό μνήμης, σε σύμβολα ελευθερίας, σε φορείς της πολυπλοκότητας της ανθρώπινης εμπειρίας, σε πλάσματα που «μιλούν» στον αναγνώστη, προσκαλώντας τον να εισέλθει στον κόσμο της εσωτερικής αναζήτησης και του στοχασμού.
Οι οθόνες που προβάλλουν αδιάκοπες, θορυβώδεις και ανούσιες εικόνες μετατρέπονται σε πανίσχυρα σύμβολα κενού, ψευδαίσθησης, εικονικής πραγματικότητας, βυθίζοντας τον θεατή σε έναν παθητικό λήθαργο. Κατασκευάζουν μια κοινωνία αποξενωμένη, χωρίς εσωτερικότητα, αντιστάσεις και ελεύθερη βούληση, μια κοινωνία που είναι προσαρμοσμένη στη μαζική χειραγώγηση και στις επιταγές της εξουσίας.
Το Φαρενάιτ 451 δεν είναι απλώς ένα μυθιστόρημα επιστημονικής φαντασίας, αλλά, παρά το ότι γράφτηκε το 1953, εξακολουθεί να παραμένει εκρηκτικά επίκαιρο και προφητικό για τις μέρες μας.
Το βιβλίο θέτει στο κέντρο τη λογοκρισία και την καταστολή της σκέψης και της γνώσης. Και μάλιστα, είναι η ίδια η κοινωνία που προτιμά την άγνοια, καθώς η απονομιμοποίηση των βιβλίων δεν προήλθε από άνωθεν παρέμβαση μιας στυγνής εξουσίας ή από ένα σχετικό προεδρικό διάταγμα.
Η κοινωνία που περιγράφει ο συγγραφέας είναι μια κοινωνία της λήθης, της αποξένωσης, της ψευδαίσθησης. Στοιχεία επιβεβαιωτικά προς τούτο είναι: η διασκέδαση, ο εθισμός στις οθόνες-τοίχους, η έλλειψη ουσιαστικής επικοινωνίας, όταν οι «οικογένειες» της τηλεόρασης αντικαθιστούν τους δεσμούς αίματος, η θορυβώδης αποσπασματική ενημέρωση.
Η τεχνολογία στον κόσμο του Μπράντμπερι δεν παρουσιάζεται ως ουδέτερο εργαλείο προόδου. Οι άνθρωποι καταναλώνουν εικόνες και υπερπληροφόρηση, χωρίς να αφιερώνουν χρόνο για συζήτηση, για συντροφικότητα, για σκέψη. Μια πνευματική κόπωση και ένα εσωτερικό κενό, φαινόμενα που με θαυμαστή διορατικότητα περιέγραψε ο συγγραφέας και αναγνωρίζουμε σήμερα στα social media.
Η ατομική συνείδηση και επανάσταση. Ο πυροσβέστης Γκάι Μόνταγκ, αρχικά πιστός εκφραστής του συστήματος, στη συνέχεια, μέσα από την επίδραση των χαρακτήρων της Κλαρίς (της νεαρής γειτόνισσας) και του Φάμπερ (καθηγητή), που εκφράζουν το πνεύμα της περιέργειας και της ελευθερίας της σκέψης και λειτουργούν ως καθοδηγητικοί φάροι, βιώνει ένα υπαρξιακό ξύπνημα, μια σταδιακή μετάβαση από την υπακοή, τον κομφορμισμό και την άβουλη μάζα, στην αμφισβήτηση, στην εξέγερση και στη μεταμόρφωση. Το μήνυμα του Μπράντμπερι είναι διαχρονικό: η αλλαγή ξεκινά από το άτομο.
Ιστορικό και Κοινωνικό πλαίσιο της συγγραφής
Ο Μπράντμπερι για τη σύνθεση του έργου του, Φαρενάιτ 451, το 1953,
εμπνεύστηκε βαθιά από ιστορικά γεγονότα
και κοινωνικοπολιτικές αναταραχές που σημάδεψαν τον 20ό αιώνα. Οι πυρπολήσεις
«ανεπιθύμητων» και «βλαβερών» βιβλίων στη Ναζιστική Γερμανία, επειδή περιείχαν
επικίνδυνες ιδέες για την «καθαρότητα» του γερμανικού πολιτισμού και λαού, στις
10 Μαΐου 1933, αποτέλεσαν ένα ισχυρό προμήνυμα για μια εποχή κρατικού ελέγχου
και λογοκρισίας, για την καταστροφή της ελεύθερης σκέψης και γνώσης. Ακόμη, το
βιβλίο αποτελεί ένα άμεσο σχόλιο στην εποχή του: της «Δεύτερης Κόκκινης
Απειλής» και του μακαρθισμού στις ΗΠΑ, όταν ο αντικομμουνιστικός φόβος οδηγούσε
σε κοινωνικό στιγματισμό και διώξεις όσων απέκλιναν από την κυρίαρχη ιδεολογία.
Τέλος, η ιδεολογική καταπίεση στη Σοβιετική Ένωση, με τη σκληρή λογοκρισία και
τον περιορισμό της πληροφορίας, ενδυνάμωνε την αίσθηση του συγγραφέα πως η
ελευθερία του λόγου ήταν συνεχώς σε κίνδυνο.
Όλοι αυτοί οι παράγοντες οδήγησαν στη δημιουργία ενός έργου που, ενώ αρχικά τοποθετείται σε ένα φανταστικό μέλλον, εκφράζει διαχρονικές ανησυχίες για την ανθρώπινη ελευθερία και την αξία της γνώσης.
Η τριάδα της δυστοπίας και η επικαιρότητά της
Ο Τζορτζ Όργουελ, με το βιβλίο του 1984 (1949) φαντάστηκε έναν «Μεγάλο
Αδελφό», που παρακολουθεί τους πάντες και η «Νέα Ομιλία» σε έναν κόσμο
ολοκληρωτικού ελέγχου και σκλαβιάς είναι εργαλείο όχι μόνο περιορισμού της
συνομιλίας αλλά και της σκέψης.
Ο Άλντους Χάξλεϋ, με το βιβλίο του Θαυμαστός Καινούριος Κόσμος
(1932) φαντάστηκε μια πιο «γλυκιά» δυστοπία. Μια κοινωνία παραδομένη στην
τεχνητή γαλήνη, ευτυχία και υπερβολική ευχαρίστηση.
Ο Ρέι Μπράντμπερι, με το βιβλίο του Φαρενάιτ 451 (1953) δίνει τη
δική του εκδοχή της δυστοπίας. Είναι η απειλή της αποχαύνωσης, της ευκολίας,
της απαλλαγής από τη σκέψη, μέσα από την εικόνα και τη μαζική κουλτούρα.
Συνοψίζοντας, στον κόσμο του Όργουελ υπάρχουν ο φόβος, η τυραννία, η βία,
που είναι παρόντα σε κάθε μορφή κρατικής παρακολούθησης και περιορισμού της
ελευθερίας λόγου. Στον κόσμο του Χάξλεϋ υπάρχει η παραίτηση της ελευθερίας για
χάρη της ηδονής και της ασφάλειας, χαρακτηριστικά που αντηχούν στις κοινωνίες
της κατανάλωσης, του lifestyle και των ναρκωτικών (κυριολεκτικών και
μεταφορικών) που υπόσχονται την ευτυχία. Στον κόσμο του Μπράντμπερι υπάρχει η
εθελούσια επιλογή μια κοινωνίας που βαριέται να σκέφτεται, λόγω της ατέρμονης
ροής εικόνων στα social media και των γρήγορων ειδήσεων. Τρεις μορφές απώλειας
της ελευθερίας, που ερμηνεύουν διαφορετικά τον κίνδυνο: η πρώτη εξαιτίας της
βίας, η δεύτερη εξαιτίας της απόλαυσης και η τρίτη εξαιτίας της αδιαφορίας και
της λήθης.
Καταληκτικές σκέψεις
Το Φαρενάιτ 451 του Ρέι Μπράντμπερι (1953) είναι ένα από τα πιο
εμβληματικά δυστοπικά μυθιστορήματα. Δεν είναι μια προειδοποίηση, αλλά ένα
κάλεσμα να αναρωτηθούμε: Μήπως δεν χρειαζόμαστε πια πυροσβέστες για να καίνε
βιβλία; Μήπως αρκεί η δική μας αδιαφορία; Πόσο
χώρο αφήνουμε στη ζωή μας για πραγματική σκέψη και διάβασμα; Μήπως η αντίσταση
δεν είναι πάντα ένοπλη ή πολιτική, αλλά μια απλή πράξη να ανοίγουμε ένα βιβλίο
και να το κάνουμε κομμάτι της ψυχής μας.
Το Φαρενάιτ 451 είναι ένα βιβλίο που μας καίει, για να μη σβήσει
μέσα μας η φωτιά της ανθρωπιάς.
0 Σχόλια