Τη γνωρίσαμε και τη διαβάσαμε ως πρωτοεμφανιζόμενη συγγραφέα κάποια χρόνια πριν. Από τότε μεσολάβησαν πολλά. Πλέον έχουμε τη χαρά να τη φιλοξενούμε ξανά στις Τέχνες και ο λόγος είναι προφανής. Η Ευαγγελία Τσακίρογλου κυκλοφόρησε αρκετά πρόσφατα το νέο της μυθιστόρημα, το τέταρτο κατά σειρά έκδοσης βιβλίο της, για το οποίο και θα μας μιλήσει στη συνέντευξη που ακολουθεί. Φέρει τον τίτλο «Όταν θυμήθηκα να με αγαπώ σε χώρισα…» και κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Ελκυστής».
Κυρία Τσακίρογλου, καλώς ήρθατε στις Τέχνες για δεύτερη φορά. Είναι ευχάριστο το γεγονός ότι μαζί σας φέρνετε και το νέο σας βιβλίο, το τέταρτο κατά σειρά έκδοσης και μυθιστόρημα. Πώς αισθάνεστε πλέον ως συγγραφέας με πλούσιο αλλά και ποιοτικό σε περιεχόμενο έργο;
Το ότι χαρακτηρίζετε το περιεχόμενο του έργου μου ποιοτικό με τιμά, με συγκινεί και σας ευχαριστώ ειλικρινά γι΄αυτό, όπως επίσης σας ευχαριστώ, για ακόμα μια φορά, για τη φιλοξενία. Μέσα σε αυτήν την τετραετία που βρίσκομαι στο χώρο από την πλευρά του δημιουργού έχω νιώσει απίστευτη χαρά. Έχω γνωρίσει ανθρώπους που μπήκαν στη ζωή μου πλουτίζοντάς την και δεν μπορώ παρά να είμαι ευγνώμων.
Η συγγραφή φαίνεται πως τα τελευταία χρόνια πρωταγωνιστεί στη ζωή σας. Άλλωστε, αυτό μαρτυρεί και η τακτική συγγραφική σας παραγωγή. Τι είναι αυτό που σας ωθεί στη δημιουργία συνήθως και γιατί; Εσωτερική ανάγκη, ελευθερία ή λύτρωση;
Όταν εκδόθηκε το πρώτο μου βιβλίο «Τα άυλα θηρία της ψυχής» δεν πίστευα ποτέ πως θα φτάσω μέχρι εδώ. Όχι ότι δεν το ήθελα. Όπως έχω πει άλλωστε και στο παρελθόν, η συγγραφή ήταν ένα όνειρο που είχα από παιδί. Απλά ένιωθα ότι είχα εξαντλήσει σε εκείνο το μυθιστόρημα όλη τη φαντασία μου, όλα τα εκφραστικά μέσα που διέθετα. Επίσης, λόγω διάφορων συνθηκών, η ολοκλήρωσή του κράτησε αρκετό καιρό και αυτό με έκανε να αγαπήσω τόσο τους ήρωές μου, να νιώθω μια αλλόκοτη οικειότητα μαζί τους, που φάνταζε πραγματικά δύσκολο το να δημιουργήσω κάτι άλλο. Λίγο αργότερα, έτσι ξαφνικά, γεννήθηκε η «Άδεια κούνια», ένα βιβλίο που γράφτηκε εξ ολοκλήρου κατά τη διάρκεια των συνεδριών της αιμοκάθαρσης, μετά η ποιητική συλλογή που προέκυψε από παιχνίδια με τις λέξεις σε στιγμές πνευματικής (και όχι μόνο) κόπωσης και τέλος το πιο πρόσφατο «Όταν θυμήθηκα να με αγαπώ σε χώρισα…» το οποίο είναι και η αφορμή αυτής μας της συνάντησης. Η συγγραφή είναι μια διαδικασία που αν και με καταπονεί αρκετές φορές, στο τέλος πάντα με λυτρώνει. Την αγαπώ, είναι ο φάρος μου στις δύσκολες στιγμές μου, είναι το καταφύγιο μου. Είναι το μεράκι μου, η φωνή μου, μια ιδιότητα που μεγαλώνει μαζί μου και μου δίνει ασφάλεια.
Υπάρχουν όρια στη φαντασία πιστεύετε; Ή μήπως η πραγματικότητα πολλές φορές ξεπερνά τα όρια αυτά, υπερνικά τη φαντασία δηλαδή και παρασύρει την πένα του συγγραφέα να γράψει αλήθειες σκληρές, κωμικοτραγικές ή κι απίστευτες καμιά φορά στα μάτια του αναγνώστη;
Όρια στη φαντασία δεν υπάρχουν, όχι. Πώς μπορείς να την περιορίσεις; Καλπάζει. Δεν χαλιναγωγείται. Συμβαίνει εξάλλου συχνά η πραγματικότητα να είναι τόσο πεζή που η χρήση της φαντασίας είναι απαραίτητη για να την εμπλουτίσει. Από την άλλη υπάρχουν φορές που όντως η πραγματικότητα την ξεπερνάει, τόσο που αδυνατείς να πιστέψεις αν τα όσα διαδραματίζονται ή βιώνεις ισχύουν. Και τότε πρέπει να επιλέξεις. Αν θα καταγράψεις τα γεγονότα, γιατί, πως και με πιο σκοπό, ή θα τα αφήσεις να πάρουν το δρόμο τους προς τη λήθη. Βέβαια, όσο πιο έντονα είναι τα βιώματα τόσο πιο ισχυρή η αλήθεια και δύσκολα ξεχνάς.
Οι συγγραφικές παύσεις πολλές φορές κρίνονται απαραίτητες στη ζωή ενός συγγραφέα όταν αισθάνεται ότι δεν έχει κάτι άλλο να δώσει ή να πει προς στιγμήν. Ποια η δική σας γνώμη στο θέμα αυτό; Σταματά ποτέ η ανάγκη δημιουργίας ή μήπως οι παύσεις αυτές αφορούν καθαρά και μόνο το εκδοτικό κομμάτι και όχι το δημιουργικό;
Προσωπικά, κάθε φορά, μετά από κάθε ΤΕΛΟΣ που κλείνει μια ιστορία, ακολουθούν πάρα πολλές ώρες προσωπικής επιμέλειας πριν το πόνημά μου καταλήξει στα χέρια του εκδότη και από εκεί στον επαγγελματία επιμελητή. Αρχίζω να κόβω, να ράβω, να αλλάζω, να σουλουπώνω, ξανά και ξανά, για μέρες, σίγουρα εβδομάδες, μπορεί και μήνες. Όταν πια φεύγει από τα χέρια μου και ξεκινήσει η συνεργασία με τον εκδότη, η μέρα της κυκλοφορίας με βρίσκει σε μια κατάσταση να μην θέλω ούτε να το δω! Τρόπος του λέγειν δηλαδή, γιατί τότε ουσιαστικά είναι το πιο όμορφο κομμάτι. Εκεί συνειδητοποιώ πως χρειάζομαι μια μεγάλη ανάπαυλα. Και είναι η στιγμή που απολαμβάνω τον κόπο μου και ξεκουράζομαι. Το διάστημα αυτό δεν σκέφτομαι τίποτε άλλο. Τα πάντα είναι σε καταστολή. Σαν να κατεβάζω ρολά. Δεν βιάζομαι να δημιουργήσω κάτι καινούριο. Παίρνω όσο χρόνο χρειάζεται. Το πόσο θα διαρκέσει δεν μπορώ να το οριοθετήσω. Δεν βιάζομαι. Ποτέ δεν βιάζομαι. Ό,τι είναι να έρθει, θα έρθει μόνο του τη στιγμή που δεν θα το περιμένω.
Συστηθήκατε στον χώρο του βιβλίου ως πεζογράφος. Μετά από δύο μυθιστορήματά σας στρέψατε το ενδιαφέρον σας προς στην ποίηση κυκλοφορώντας την πρώτη σας ποιητική συλλογή και πλέον επανέρχεστε με την ιδιότητα του συγγραφέα με ένα πολύ συγκλονιστικό και καθηλωτικό μυθιστόρημα για το οποίο θα κάνουμε λόγο στη συνέχεια. Τελικά, εσείς πώς θα συστήνατε τον εαυτό σας ως δημιουργό; Ποιητή ή πεζογράφο ή απλά συγγραφέα που αποζητά την εξωτερίκευση των βαθύτερων σκέψεων και επιθυμιών του με τον έναν ή τον άλλον τρόπο;
Την ποίηση την αγαπώ από τα μαθητικά μου χρόνια. Είναι ένα λογοτεχνικό είδος που δημιουργεί έντονα συναισθήματα μέσα από ένα συμπυκνωμένο κείμενο. Κάθε φορά που νιώθω πιεσμένη σκαρώνω κι ένα ποίημα χρησιμοποιώντας την ως μέσον για μια πιο γρήγορη αποφόρτιση. Αυτό δε σημαίνει ότι είμαι ποιήτρια! Και όπως έχω ήδη αναφέρει η ποιητική μου συλλογή προέκυψε σε στιγμές πνευματική κόπωσης στα πλαίσια παιχνιδιού με τις λέξεις. Το μυθιστόρημα από την άλλη με κρατάει απασχολημένη περισσότερο καιρό, με βγάζει από τον μικρόκοσμό μου, με ξεκουράζει ή και με κουράζει, ζω μια κατάσταση τόσο αντιφατική που στο τέλος όμως πάντα μου δίνει μια πρωτόγνωρη χαρά. Δεν μπορώ ή μάλλον δεν θέλω να βάλω μία ταμπέλα που να χαρακτηρίσει ή οριοθετήσει αυτό που κάνω. Γιατί πάνω απ’ όλα είναι μεράκι, είναι αγάπη, είναι ανάγκη. Η γραφή είναι γαλήνη, είναι ασφάλεια, είναι μαγεία!
Γνωρίζετε αν έχετε κατακτήσει το αναγνωστικό σας κοινό, αν έχετε δηλαδή κερδίσει τους αναγνώστες ώστε να σας ακολουθούν σε κάθε σας συγγραφικό ταξίδι; Πόσο όμορφο είναι αυτό για έναν συγγραφέα και πόσο ενθαρρυντικό όταν συμβαίνει και όταν το αντιλαμβάνεται από τις κριτικές και τα σχόλια που δέχεται;
Πιστεύω ότι το πιο πιστό αναγνωστικό κοινό όλων μας είναι ο περίγυρός μας. Οικογένεια, φίλοι κλπ. Ωστόσο έχω την τύχη να έχω αποκτήσει αναγνώστες που δεν ανήκουν στον κύκλο μου, που γνώρισαν τα βιβλία μου μέσα από τα social media και όλο αυτό είναι πραγματικά πολύ όμορφο και νιώθω ευγνώμων!
Η κριτική των ειδικών πόσο πολύ μπορεί να επηρεάσει την ψυχολογία ενός συγγραφέα είτε αρνητικά είτε θετικά; Στη δική σας περίπτωση ποιο ρόλο διαδραματίζει;
Η κριτική είναι καλοδεχούμενη όταν γίνεται πολιτισμένα με ευγένεια, από κάποιον που όντως έχει διαβάσει τα βιβλία μου. Δεν μπορούμε να αρέσουμε σε όλους και αυτό είναι σεβαστό. Είναι άλλο πράγμα όμως μία αρνητική κριτική και άλλο μια κριτική που γίνεται με εμπάθεια και έχει ως στόχο να προσβάλλει το συγγραφέα. Τελευταία έχουν παρατηρηθεί αρκετές τέτοιες συμπεριφορές από άτομα που χωρίς να έχουν διαβάσει το έργο επιτίθονται κακόβουλα στον δημιουργό. Και αυτό είναι πραγματικά θλιβερό και εννοείται κατακριτέο.
Εστιάζοντας στο νέο σας βιβλίο ερχόμαστε αντιμέτωποι καταρχάς με ένα πολύ όμορφο και εντυπωσιακό εξώφυλλο. Μιλήστε μας γι’ αυτό και για το πώς επιλέχτηκε το συγκεκριμένο για να κοσμήσει τη βιτρίνα του.
Η αλήθεια είναι πως το θέμα αυτού του μυθιστορήματος με παίδεψε αρκετά ως προς την επιλογή του εξωφύλλου. Πώς μπορείς να απεικονίσεις μια τοξική και χειριστική συμπεριφορά; Αρχικά σκέφτηκα κάτι που να εμπεριέχει μια μαριονέτα, ένα χέρι ενδεχομένως που να κινεί τα νήματα. Το αποτέλεσμα αυτής της ιδέας που μου παρουσιάστηκε όμως δεν ήταν τελικά το ζητούμενο και έτσι άρχισα να ψάχνω μέσα σε χιλιάδες φωτογραφίες κάτι που θα μου έκανε το λεγόμενο «κλικ». Η αλήθεια είναι πως βρήκα εικόνες που ταίριαζαν και στο πρώτο μου πλάνο, αλλά η συγκεκριμένη, λόγω του ότι ήταν εντελώς διαφορετική, με γοήτευσε περισσότερο. Οφείλω, ωστόσο, να ομολογήσω πως στην επιλογή μου η βοήθεια του φίλου και ομότεχνου Βασίλη Λαχανιώτη ήταν καθοριστική. Άρεσε και στον εκδότη και έτσι, ομόφωνα, προέκυψε αυτό το ομολογουμένως καλαίσθητο εξώφυλλο.
Το βιβλίο σας συγκεκριμένα κυκλοφόρησε πριν λίγους μήνες από τις εκδόσεις «Ελκυστής», είναι, όπως ήδη αναφέρθηκε, μυθιστόρημα και φέρει τον τίτλο «Όταν θυμήθηκα να με αγαπώ σε χώρισα…». Πώς προέκυψε αυτός ο τίτλος;
Ο τίτλος δεν είναι τίποτα περισσότερο από μια απλή συνειδητοποίηση! Είναι εκείνη η λεπτή αόρατη σχεδόν γραμμή που διαχωρίζει μέσα μας τα «πρέπει» και τα «θέλω». Πολλές φορές στη ζωή μας, για χίλιους δύο λόγους, νοιαζόμαστε και τρέχουμε για όλους και τα πάντα και σταματούμε να αφουγκραζόμαστε τον εαυτό μας. Είτε γιατί δεν μένει χρόνος, είτε γιατί νομίζουμε ότι όλα είναι καλά, γιατί έτσι τα βρήκαμε ή γιατί έτσι μας τα μετέδωσαν. Κάποια στιγμή, αυτή η παραμέληση του εαυτού, αρχίζει να πονάει. Υποσυνείδητα μα και συνειδητά. Και ξεκινάει μια άτυπη αντίστροφη μέτρηση που δεν την καταλαβαίνεις και ας είναι μπροστά σου. Μέχρι που τα «θέλω» αρχίζουν να καταρρίπτουν τα «πρέπει» και η εντολή αρχίζει να μεταφράζεται όπως ακριβώς δόθηκε: «Αγάπα τον πλησίον σου ως σεαυτόν». Υπάρχει, αλήθεια, ισχυρότερο μήνυμα αυτοφροντίδας από αυτό;
Πείτε μας δυο λόγια και για το περιεχόμενο της ιστορίας που φιλοξενείτε στο βιβλίο σας. Τι θα διαβάσει ο αναγνώστης που θα το επιλέξει ως ανάγνωσμα;
Πρόκειται για την ιστορία της Βάλιας. Μιας γυναίκας που μεγάλωσε σε μια επαρχιακή πόλη, σε μια πατριαρχική οικογένεια με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Ρομαντική από τα… γεννοφάσκια της ψάχνει να βρει το άλλο της μισό. Η τυχαία γνωριμία της με τον Δάνη θα την κάνει να πιστέψει πως βρήκε τελικά τον πρίγκιπα του παραμυθιού, αφού εκείνος αρχικά έτσι συμπεριφέρεται. Όταν θα καταλάβει πως τίποτα δεν ήταν όπως έδειχνε είναι πλέον αργά. Και εφόσον δεν υπάρχει καμία σανίδα σωτηρίας υπομένει σιωπηλά ότι της ξημερώνει. Μέχρι τη στιγμή που μια σοβαρή ασθένεια κάνει την εμφάνισή της και τη βοηθά να δει τα πράγματα, από μια άλλη ματιά, πιο ξεκάθαρα.
Πώς ξεκινήσατε να γράφετε τη συγκεκριμένη ιστορία; Τι ήταν αυτό που σας παρακίνησε και γιατί;
Ξεκίνησα με πολύ πόνο, τρομερές δυσκολίες, αλλά η ανάγκη μου να μιλήσω και να αναδείξω τις μικρότερες και ασήμαντες, σχεδόν απαρατήρητες, χειριστικές συμπεριφορές ήταν μεγαλύτερη.
Το βιβλίο σας αποτελεί μια σιδερένια γροθιά στο στομάχι. Παράλληλα καθρεφτίζει και μια κοινωνία τρομερά αρρωστημένη και απάνθρωπη στην οποία το κακό βρίσκει πάντα τον τρόπο και επιβάλλεται εις βάρος του καλού και του δίκαιου. Γιατί γράφηκε όμως και ποια μηνύματα επιδιώκει να περάσει στον αναγνώστη του; Υπάρχει η προοπτική του καλού στη ζωή και με ποιον τρόπο; Στο βιβλίο σας υποστηρίζετε ότι υπάρχει, όμως πώς ακριβώς επιδιώκεται;
Αυτό που έλεγα κατά τη διάρκεια της συγγραφής του και με βοήθησε να φτάσω στην ολοκλήρωση του, γιατί δεν σας κρύβω ότι ήταν αρκετές οι φορές που ήθελα να το παρατήσω, ήταν για να αφυπνίσει συνειδήσεις. Σίγουρα υπάρχουν γυναίκες που ζουν μέσα σε τοξικές και χειριστικές σχέσεις και δεν το αντιλαμβάνονται. Αν μέσα από αυτό το αφήγημα μπορέσουν να καταλάβουν και να δουν την αλήθεια, βρουν τη δύναμη και φύγουν, τότε θα έχει επιτευχθεί ο σκοπός μου. Αν πάλι περάσει αδιάφορο, θα ξέρω τουλάχιστον, ότι προσπάθησα.
Το βιβλίο σας απευθύνεται αποκλειστικά σε ενήλικες ή μπορεί να αποτελέσει ανάγνωσμα και για το εφηβικό κοινό, δεδομένου ότι το περιεχόμενό του είναι αρκετά σκληρό και δυσάρεστο;
Γράφω κυρίως απευθυνόμενη σε ενήλικο κοινό. Βέβαια στην εποχή μας, που οι πλειοψηφία των εφήβων κρατά στα χέρια της το εργαλείο του διαδικτύου, ίσως να μπορούσε να καταλάβει το νόημα και το σκοπό του. Δεδομένου ότι η γλώσσα είναι απλή και το περιεχόμενο, θεωρώ, προσεγμένο.
Οι εκδόσεις «Ελκυστής» δεν είναι απλώς ένας ακόμα εκδοτικός. Είναι πρωτίστως οι άνθρωποι μέσα και πίσω από αυτόν. Είναι η ευγένεια και η απλότητα που τους χαρακτηρίζει και η οικειότητα που σε αφήνουν να αναπτύξεις. Κάθε συνεργασία μας με αφήνει απόλυτα ικανοποιημένη και χαρούμενη.
Ποια τα επόμενα συγγραφικά σας βήματα;
Δεν τα γνωρίζω! Δεν σχεδιάζω τίποτα. Μπορεί να έχω αποθηκευμένα κάποια ποιήματα (σχεδόν δεύτερη συλλογή), μα αυτή τη στιγμή θέλω και έχω ανάγκη από ένα πολύ μεγάλο διάλειμμα! Εξάλλου το τελευταίο μου βιβλίο τώρα κυκλοφόρησε. Έχει δρόμο μπροστά του. Ίσως όμως να σκεφτώ σοβαρά το ενδεχόμενο της παρουσίασης.
Πείτε μας μια ευχή σας που θα θέλατε να πραγματοποιηθεί.
Ως μητέρα θέλω την ευτυχία και την ευημερία των παιδιών μου. Ως Ευαγγελία «η ζωή μου χρωστάει μια άνοιξη που έμαθα να την περιμένω, απολαμβάνοντας τις τελευταίες αλκυονίδες μέρες του χειμώνα…». Αυτήν την άνοιξη, λοιπόν, αναμένω, αυτήν εύχομαι!
Πριν κλείσουμε τη συζήτηση θα ήθελα να μας παραθέσετε ένα μικρό απόσπασμα από το βιβλίο σας.
Είχε έναν δύσκολο δρόμο μπροστά της, που ούτως ή άλλως, εκούσια και ακούσια, τον διάβαινε μόνη. Το είχε καταλάβει εδώ και αρκετό καιρό. Τον κοίταξε για πολλοστή φορά απογοητευμένη. Πόσα ακόμα ραγίσματα μπορεί να αντέξει, άραγε, μια ήδη καταρημαγμένη καρδιά; αναρωτήθηκε, γνωρίζοντας ωστόσο πως η σωστή απάντηση ήταν κανένα. Μάζεψε τα πραγματάκια της και, χωρίς να πει άλλη κουβέντα, πήγε να τα τακτοποιήσει στο ντουλάπι του μπάνιου. Κι εκεί, μέσα στην ησυχία, καθώς έκανε χώρο, ένα παλιό τραγούδι –προμήνυμα θαρρείς– γαργάλισε τη μνήμη της, φωτίζοντας με ένα χαμόγελο το πρόσωπό της. … Είμαι φωτιά, κεραυνός κι αστραπή, η καταιγίδα που φέρνει βροχή, είμαι ένας ήχος που ζει στη σιωπή άκου… έχω φωνή!
Κυρία Τσακίρογλου, σας ευχαριστώ που για ακόμα μια φορά ανταποκριθήκατε στο κάλεσμά μας. Καλοτάξιδο το νέο σας βιβλίο και καλοδιάβαστο! Καλή και δημιουργική συνέχεια και με το καλό να τα πούμε ξανά με ένα νέο σας βιβλίο.
Κα Πετρίδου, σας ευχαριστώ και εγώ θερμά!
Η Ευαγγελία Τσακίρογλου γεννήθηκε το 1974 στην όμορφη Θεσσαλονίκη, ένα μαγιάτικο πρωινό που ο μήνας είχε… εννιά! Από μικρή τής άρεσε να σκαρφίζεται ιστορίες. Κάποιες τις συγκέντρωσε σ’ ένα ντοσιέ, είκοσι τέσσερις και άγουρες για την ακρίβεια, κι ένας αγαπημένος και αρκετά ενθουσιώδης ξάδερφος, τις εκτύπωσε σε ένα βιβλιαράκι με τον ευφάνταστο τίτλο 24 Γράμματα, 24 Ονόματα, 24 Ιστορίες. Στο Λύκειο συμμετείχε στη λογοτεχνική ομάδα του σχολείου. Αποφοίτησε από το τμήμα Επιμελητών Πρόνοιας του Ε.Π.Λ. Κατερίνης, και το 1993 έλαβε μέρος με την ιδιότητα της συνοδού παιδιών αθλητών ΑΜΕΑ στα SPECIAL OLYMPICS στην Αθήνα. Από το 1997, ζει στο Μοσχάτο. Είναι διαζευγμένη, μαμά της Ελένης, του Ανέστη και της Παρασκευής, και από μια μικρή αναποδιά –ίσως και τύχη– είναι αιμοκαθαιρόμενη από τον Ιούνιο του 2020. Τα τελευταία χρόνια εργάζεται περιστασιακά, όσο της επιτρέπει η υγεία της, στη νούμερο ένα Εταιρεία Ευρέσεως Φροντιστών – Γηροκόμων GRANDMAMA. Το Όταν θυμήθηκα να με αγαπώ σε χώρισα, είναι το τρίτο της μυθιστόρημα. Από τις εκδόσεις ΕΛΚΥΣΤΗΣ κυκλοφορούν επίσης, η ποιητική συλλογή Εν αρχή ήν ο έρως, καθώς και τα βιβλία Άδεια κούνια και Τα άυλα θηρία της ψυχής.
Διαβάστε τη βιβλιοκριτική μας για το βιβλίο εδώ





0 Σχόλια