Η Μαίρη Μαργαρίτη με το πρώτο της βιβλίο της «Η φωλιά του
Γλάρου» μας συστήνεται, επισήμως πια, ως συγγραφέας αστυνομικού μυθιστορήματος.
Το αστυνομικό μυθιστόρημα έχει μια ιδιαιτερότητα σε σχέση με
τα άλλα λογοτεχνικά είδη. Ο πρωταρχικός του στόχος είναι η εξιχνίαση ενός
μυστηρίου, ενός δηλαδή γρίφου, που έχει να κάνει με την παραβίαση, αλλά και με την
εφαρμογή των νόμων, με την έρευνα και με την επίλυση αυτού. Παρόλο που στην
Ελλάδα υπήρξε για πολλές δεκαετίες ένα αρκετά παρεξηγημένο λογοτεχνικό είδος
και περνούσε κρίση συγγραφική και εκδοτική (ταυτιζόταν με την κακογραφία, τον
φτηνό εντυπωσιασμό, ακόμα και με την πορνογραφία), σήμερα πια αυτές οι
αντιλήψεις έχουν υποχωρήσει και με χαρά παρατηρούμε την ολοένα και μεγαλύτερη
άνθισή του, καθώς κερδίζει, και όχι αδίκως, το ενδιαφέρον του αναγνωστικού
κοινού.
Η υπόθεση του βιβλίου της Μαίρης Μαργαρίτη διαδραματίζεται
στο πολύ πρόσφατο παρελθόν. Συγκεκριμένα, βρισκόμαστε στο 2017 και, γεωγραφικά,
στη γενέτειρά της συγγραφέως, το νησί της Λέσβου. Σύγχρονη, λοιπόν, η ιστορία
της και, λόγω της υπόθεσής της, αρκετά στενάχωρη, καθώς ερχόμαστε σε επαφή με
μία γνώριμη μάστιγα, το μεταναστευτικό, που, όπως και να το κάνουμε, μας
πονάει, μας πλήττει, μας εξαγριώνει, μας αγανακτεί. Η εξέλιξη της υπόθεσης
κυλάει αρκετά γρήγορα, αφού, η ενδιαφέρουσα πλοκή της διαβάζεται απνευστί,
διατηρώντας αμείωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη ως την τελευταία σελίδα του
βιβλίου.
Η αγωνία αγγίζει το κόκκινο όταν η υπόθεση περιπλέκεται ακόμα
περισσότερο και διπλασιάζει το γρίφο του μυστηρίου. Από τον ένα φόνο πάμε στους
δύο. Ο Αστυνόμος Μπεργάκης, η παλιά του γνώριμη, Αστυνόμος Όλγα Κουρτέλη, και
οι συνεργάτες τους, καλούνται να λύσουν τα σκοτεινά σημεία των υποθέσεων
αυτών που, όπως αποδεικνύονται στη ροή
του βιβλίου, γίνονται όλο και πολυπλοκότερα, επικίνδυνα και παραπλανητικά.
Συγκεκριμένα, στο βιβλίο αυτό δεν έχουμε να κάνουμε μόνο με τους
δύο φόνους που αναφέραμε, αλλά και με μία εξαφάνιση, μια υπόθεση ναρκωτικών,
μια οικογενειακή τραγωδία, γεγονότα που, ενώ δεν εμφανίζουν κανένα κοινό σημείο
στην αρχή, καθώς ξετυλίγεται το κουβάρι των πληροφοριών και των μαρτυρικών καταθέσεων, αποκτούν κοινά σημεία και η κατάσταση δείχνει να περιπλέκεται ακόμα περισσότερο, οδηγώντας φαινομενικά
τους ήρωες του βιβλίου σε ένα ερευνητικό αδιέξοδο. Αυτό, φυσικά, κάνει και την ιστορία
μας ακόμα πιο συναρπαστική και την αξία της εξιχνίασής της ακόμα πιο μεγάλη,
καθώς επιτυγχάνεται ο αιφνιδιασμός του αναγνώστη, κάτι το οποίο προσδοκεί και η
συγγραφέας.
Η έξυπνη πλοκή της Μαίρης Μαργαρίτη οδηγεί στη σταδιακή λύση
των γρίφων και στο απρόβλεπτο φινάλε τους, που, αναμφισβήτητα, ξαφνιάζει τον
αναγνώστη. Η αφήγηση σε τρίτο πρόσωπο βοηθά, ώστε να διατηρηθεί η αντικειμενική
του κρίση και να επιτευχτεί η εστίαση του ενδιαφέροντός του σε όλους τους
χαρακτήρες των ηρώων, καθώς οφείλει να τους μελετήσει όλους, να τους θεωρήσει
ύποπτους όλους, μέχρι να διαλευκανθεί το τοπίο της έρευνας.
Η πλοκή, επίσης, είναι ανατρεπτική και κόβει την ανάσα σε
αρκετά σημεία. Το έντονο μυστήριο έρχεται να ανακατευτεί με μια καλά κρυμμένη
ιστορία αγάπης, που τελικά κι αυτή αφήνει πίσω της αρκετά ερωτηματικά και μια
μεγάλη δόση μελαγχολίας.
Διαφορετικοί κόσμοι οι κόσμοι του βιβλίου. Άνθρωποι Έλληνες,
Σύριοι, Άγγλοι, Γερμανοί, Αμερικάνοι, καλούνται να συμβιώσουν από ανάγκη,
παρόλες τις δυσκολίες και τα προβλήματα που προκύπτουν απ’ αυτήν. Όμως, αυτές
οι καταστάσεις δεν είναι προϊόν μυθοπλασίας, αλλά η παρούσα πραγματικότητα που
πλήττει το νησί της Λέσβου, λόγω του μεταναστευτικού προβλήματος και όχι μόνον
αυτό. Μιλάμε για ένα φαινόμενο πολυδιάστατο και πολυεπίπεδο, καθώς αφορά
πολλούς τομείς, όπως αυτόν της πολιτικής, της οικονομίας, του πολιτισμού, της
κοινωνιολογίας και της ψυχολογίας, όπως θα αισθανθεί κι ο αναγνώστης
διαβάζοντας τις λεπτομερείς αναφορές της συγγραφέως.
Η γλώσσα που χρησιμοποιεί η Μαίρη Μαργαρίτη είναι κοφτή κι
αυτό κάνει την ιστορία περισσότερο αληθινή. Η κινηματογραφική ταχύτητα των
διαλόγων εξυπηρετεί την ύπαρξη μιας υγιούς ισορροπίας ανάμεσα στη μυθοπλασία
και την πραγματικότητα.
Συμπερασματικά, θα λέγαμε πως πρόκειται για ένα μυθιστόρημα
που αξίζει να διαβαστεί από τους αναγνώστες που αγαπούν την αγωνία και το
μυστήριο, αφού αυτά τα δυο πρωταγωνιστούν σ’ αυτό, όπως ακριβώς οφείλει να
κάνει ένα καλό αστυνομικό μυθιστόρημα.
Η περίληψη του βιβλίου
Το καλοκαίρι του 2017 η δολοφονία μιας νέας γυναίκας στη δημοτική πλάζ της Μυτιλήνης έρχεται να ταράξει την καλοκαιρινή ηρεμία του νησιού αλλά λίγο μετά ένας ακόμη φόνος δημιουργεί αλυσιδωτές αντιδράσεις και τεράστιο πονοκέφαλο στον αστυνομικό Μπεργάκη που είναι ο υπεύθυνος της έρευνας. Η υπόθεση ξεπερνά τα όρια του νησιού και οι ενισχύσεις που έρχονται από την πρωτεύουσα κρύβουν μια έκπληξη για τον αστυνόμο που αναγκάζεται να θυμηθεί έπειτα από χρόνια ότι εκτός από το καθήκον υπάρχει και ο έρωτας…
Με φόντο τη ζωή στο νησί της Μυτιλήνης που σκιαγραφείται άψογα από τη συγγραφέα που έχει γεννηθεί και μεγαλώσει εκεί, οι δύο φόνοι αποτελούν μια πρώτης τάξεως αφορμή για να αφηγηθεί μια ιστορία μυστηρίου που ξετυλίγεται ταυτόχρονα με την εικονογράφηση του συναισθηματικού κόσμου των πρωταγωνιστών μιας συναρπαστικής ιστορίας.
Λίγα λόγια για τη συγγραφέα, Μαίρη Μαργαρίτη:
Η Μαίρη Μαργαρίτη γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Μυτιλήνη. Αποφοίτησε από το Τμήμα Φιλολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου και στη συνέχεια απέκτησε μεταπτυχιακό δίπλωμα στην Ανθρωπογεωγραφία του Πανεπιστημίου Αιγαίου όπου εκπονεί διδακτορική έρευνα. Κείμενά της έχουν δημοσιευτεί κατά καιρούς σε έντυπα συλλογικά έργα και διαδικτυακούς ιστότοπους. Έχει διακριθεί σε διάφορους λογοτεχνικούς διαγωνισμούς και έλαβε το πρώτο βραβείο στο διαγωνισμό αστυνομικής λογοτεχνίας που διοργάνωσαν το 2017 οι εκδόσεις Άπαρσις και η Ελληνική Λέσχη Συγγραφέων Αστυνομικής Λογοτεχνίας (ΕΛΣΑΛ).