Ούτε ούτε! Ως νομικός περιορίστηκα στην
γενική δικηγορία για τέσσερα χρόνια (1977-1985, αλλά με διάλειμμα τεσσάρων ετών
για μεταπτυχιακές σπουδές στην Γερμανία), εν συνεχεία όμως και μέχρι το 2013
εργάστηκα στον
Διοικητικό Κλάδο του ΥΠΕΞ. Τουτέστιν, κατά πως
είθισται να λέγεται, εσιτίσθην στο Δημόσιο. Δημοσίως εκτίθεμαι και από
αμνημονεύτων χρόνων, διαπλασσόπουλο ων, πλην ως ποιητής δεν αρκεί να
συστήνεσαι, πρέπει να σε συστήσουν ο Δήμος και οι Σοφιστές.
Για ποιο λόγο αποφασίσατε να
ασχοληθείτε με την ποίηση; Ποιο υπήρξε το βασικό ερέθισμα που καθόρισε την
συγγραφική σας πορεία;
Το βασικό ένστιχτο της έκφρασης. Και η
έγκαιρη αυτοδιάγνωση της ανικανότητάς μου στην πεζογραφία. Έτσι εκείνη τουλάχιστον γλίτωσε από το
συχνό σύμπτωμα, που την πλήττει στην Ελλάδα, την «ποιητικότητα».
Υπάρχουν κάποιοι ποιητές που αποτέλεσαν
πρότυπο για εσάς μέχρι τώρα κι αν ναι,
μπορεί ο αναγνώστης να εντοπίσει στοιχεία τους στα δικά σας ποιήματα;
Καρυωτάκης. Λειβαδίτης. Δεν ξέρω τί μπορεί
να εντοπίσει ο αναγνώστης ως προς τα στοιχεία, αλλά φαντάζομαι, ό,τι κι εγώ.
Πολύ περισσότερο καρυωτακικά. Ίσως
επειδή έμεινα πολύ πίσω, ενώ γεννήθηκα μετά τον εμφύλιο και έχασα τον
«ποιητικό» πλούτο του τελευταίου, ανήκω στην γενιά της παλαιάς (μεσοπολεμικής)
ήττας. Αλλ’ επειδή
η ιστορία κύκλους κάνει, δεν νομίζω, ότι εκείνη η ήττα διαφέρει από την
σημερινή. Όπου
ήδη ο νέος μεσοπόλεμος έλαβε τελευταία τέλος.
Θεωρείτε πως στην Ελλάδα της σημερινής
εποχής υπάρχει αναγνωστικό κοινό που να στηρίζει τις προσπάθειες των υπηρετών
της ποίησης;
Φαινομενικά ναι. Και τούτο, αφού εν πολλοίς
αναγνωστικό κοινό και υπηρετικό της ποίησης προσωπικό ταυτίζονται. Κατά βάθος
όμως, και ακριβώς για τον ίδιο λόγο, αμφιβάλλω. Διότι λειτουργεί ο
ανταγωνισμός. Πρωτογενής (φυσιολογικός)
μεταξύ «των υπηρετών της ποίησης», αλλά και δευτερογενής μεταξύ των
πολυποίκιλων βραβευτικών φορέων, του σουηδικού κράτους μη εξαιρουμένου.
Πανάρχαιος βέβαια θεσμός η απονομή βραβείων στην λογοτεχνία, που δεν
εξασφαλίζει ωστόσο την αθανασία έργου τε και δημιουργού, όσο η δόξα μιας
αθλητικής πρωτιάς. Έστω
κι αν στην τελευταία συμβάλλει κατά κανόνα η ντόπα, ενώ στον καλό πνευματικό
αγώνα κατ’ εξαίρεσιν
η λογοκλοπή.
Από πού αντλείτε έμπνευση συνήθως για
να γράψετε ένα ποίημα;
Δεν θα έλεγα, ότι πρόκειται για έμπνευση,
αλλά για (μάταιη) διαμαρτυρία στης κουφής ανθρώπινης φύσης την πόρτα. Μια
πόρτα, που παραβιάζει πάντως κάθε τόσο και λιγάκι η άλλη, η μεγάλη Φύση, για να πάρει πίσω το θαύμα της
ζωής, που η ίδια χάρισε στους ανθρώπους και μια μέρα αυτοί, ανεξάρτητα από το
πόσο το απήλαυσαν, το εκμεταλλεύτηκαν
ή και το κακοποίησαν, ο ένας εναντίον του άλλου, πρέπει να το δώσουν πίσω με
τόκο: αρρώστια, δυστύχημα, ηλικία.
Λεπτομέρειες, για τις οποίες Εκείνη αδιαφορεί.
Έχετε διανύσει μια μεγάλη διαδρομή στο
χώρο των ελληνικών γραμμάτων. Είστε ικανοποιημένος από όλα όσα έχετε καταφέρει
μέχρι σήμερα;
Όχι.
Παρόλο που και όλα τα βιβλία σας
αποτελούν πνευματικά σας παιδιά, παίρνω το θάρρος να σας ρωτήσω αν τρέφετε
ιδιαίτερη αδυναμία σε κάποιο από αυτά και γιατί.
Δεν μπορώ να πω για βιβλία, αλλά για κάποια
κείμενα διάσπαρτα στα βιβλία, ναι. Τα περισσότερα από αυτά συμπεριλαμβάνονται
στα τρία τελευταία βιβλία «Τα τραίνα ταξιδεύουν ακόμα», «λείπει» και «λύπη». Οι
τίτλοι των συλλογών αυτών απαντούν και στο γιατί.
Εμφανιστήκατε στα γράμματα το 1988. Τι
θα λέγατε πως έχει αλλάξει στο χώρο του βιβλίου μέσα σε αυτές τις δεκαετίες που
πέρασαν από τότε;
Εξετέθην στα γράμματα πολύ πιο πριν. Ήδη από το 1967, αν δεν κάνω λάθος, στη
«Διάπλαση των Παίδων». Τώρα, για τον χώρο των παλιμπαίδων κάτι ίσως έχω ακόμα να πω, γι’ αυτό και εξακολουθώ να
εκτίθεμαι. Για τον χώρο του βιβλίου αρμόδιοι να μιλήσουν είναι ασφαλώς οι διαμαρτυρόμενοι
εκδότες. Στην ποίηση τα βιβλία χρηματοδοτούν κατά τον ορθόδοξο κανόνα, όπως και
παλαιότερα, οι ίδιοι οι ποιητές. Μού κάνει εντύπωση ο μεγάλος αριθμός των
εκδόσεων, αντιστρόφως, όπως λέγεται, ανάλογος προς εκείνον των αναγνωστών. Για
το διαδίκτυο, μάλλον πρόκειται για κόσκινο χωρίς πάτο.
Είναι χρέος του κάθε δημιουργού να
μοιράζεται το έργο του όταν το ολοκληρώσει; Τι πιστεύετε; Εσείς στη προκειμένη
περίπτωση, γιατί πήρατε την απόφαση να εκδώσετε το τελευταίο σας βιβλίο;
Δεν νομίζω, ότι οφείλει ο δημιουργός να
μοιράζεται το έργο του, παρότι το έργο ολοκληρώνεται, έστω και σχετικά
(εξατομικευμένα) με τον επαρκή και ευαίσθητο αναγνώστη. Στο αναγνωστικό πέλαγος
έριξα κι εγώ την σεφερική μποτίλια μου. Απόφαση καθαρής ματαιοδοξίας.
Ας αναφερθούμε λίγο περισσότερο σ’ αυτό. Πρόκειται, λοιπόν, για μία ακόμα ποιητική συλλογή, που φέρει τον τίτλο «λύπη» και κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Andy's Publishers. Δεδομένου ότι η προηγούμενη συλλογή σας έφερε τον παραπλήσιο τίτλο «λείπει», να υποθέσουμε ότι το παρόν βιβλίο σας αποτελεί θεματολογικά μία φυσική συνέχεια του προηγούμενου;
Ως έκδοση, ναι. Και ως αναφορά στην αμετάκλητη
απώλεια γενικά, επίσης. Οι συγκεκριμένες όμως απώλειες αγαπημένων προσώπων και
προηγούνται και έπονται της μεγάλης για μένα απώλειας εκείνης που «λείπει».
Πείτε μας δυο λόγια περισσότερο για το
περιεχόμενό του. Τι θα διαβάσει ο αναγνώστης πιάνοντας το βιβλίο αυτό στα χέρια
του;
Δεν θα διαβάσει μόνο, αλλά και θα δει. Εκτός
από τα ζωγραφικά σχέδια, φωτογραφίες προσώπων, που συνυπήρξαμε εν ζωή, συγγενών
και φίλων, αλλά και ανθρώπων, που δεν γνώρισα, δύο παππούδων και μιας γιαγιάς,
που πέθαναν πολύ πριν γεννηθώ, πολύ πιο νέοι από μένα σήμερα. Το βιβλίο
επανανθολογεί ποιήματα περασμένων συλλογών, που εδώ συγκροτούν δύο νοητές
ενότητες. Μία με τα γενικά (απρόσωπα) ποιήματα και μία με τα ποιήματα
προσωπικής αναφοράς. Στα τελευταία προσέθεσα πολλά νεότερα, αδημοσίευτα, μεταξύ
των οποίων και μια λίγο ξεχωριστή ενότητα με τετράστιχα, σαν εκείνα, που θα
θυμούνται οι παλαιότεροι, περιέχονταν στα ημερολόγια τοίχου. Κάθε ημερομηνία
και ένα τετράστιχο, έσκιζες τη σελίδα, την πέταγες, πέταγες δηλαδή μια μέρα απ’ τη ζωή σου, που
εξαφανιζόταν στα σκουπίδια μαζί με το φτωχό τετράστιχο. Ιδέα και βάση αυτού του
«ημερολογίου» υπήρξε μία φωτογραφία με δεκατρία πρόσωπα -με μόνο επιζώντα τον υποφαινόμενο- που γιόρταζαν την Πρωτοχρονιά του νέου
έτους 1960. Είναι αλήθεια, ότι το βιβλίο είναι σχεδιασμένο πρωτίστως για τους
συγγενείς και φίλους των κεκοιμημένων. Γι’ αυτό
και συνοδεύεται από πληροφοριακό υλικό σε δύο ξεχωριστά κεφάλαια, τίς
«Αφιερώσεις μνήμης» και τις «Σημειώσεις».
Και αυτή λοιπόν η συλλογή σας
κυμαίνεται ανάμεσα στην απώλεια και τον θάνατο. Εξυπηρετεί θεωρείτε μια
εσωτερική σας ανάγκη για συνομιλία με αγαπημένα σας πρόσωπα που πια δεν
υπάρχουν στη ζωή;
Στην πραγματικότητα πρόκειται για συνομιλίες
με τον εαυτό μου και μέσω αυτού με εκείνους, που, όπως λέγεται, ζουν όσο τους
θυμόμαστε.
Γιατί επιλέξατε τον συγκεκριμένο τίτλο
για να κοσμήσει το εξώφυλλό του βιβλίου σας; Είναι το συναίσθημα που
χαρακτηρίζει εσάς την παρούσα περίοδο;
Είναι το συναίσθημα, που δεν νομίζω να
υπάρχει άνθρωπος, ακόμη και ο πιο ψυχρός δολοφόνος, που δεν το ένιωσε, εκ της
απωλείας, όχι μόνον λόγω θανάτου, αλλά και
ερωτικής εγκατάλειψης, είτε είναι το θύμα είτε ο θύτης της.
Είναι εξ ολοκλήρου εξομολογητικά τα
ποιήματά σας;
Εξομολογητικά στον βαθμό, που κι όταν μπαίνω
στην ψυχολογία άλλων ανθρώπων, νιώθω, πως συμμερίζομαι απολύτως τα συναισθήματά
τους και τα εκφράζω, έστω και μέσω της δικής μου ιδιοπροσωπίας.
Το βιβλίο σας απευθύνεται αποκλειστικά
σε ενήλικες ή μπορεί να αποτελέσει ανάγνωσμα και για το εφηβικό κοινό;
Δεν νομίζω ότι τα βιβλία μου εν γένει
παρέχουν υλικό κατάλληλο για σχολικά εγχειρίδια οποιασδήποτε βαθμίδας. Αλλ’ έχω συναντήσει παιδιά, ας
πούμε από δεκαέξι χρονών και πάνω, που με εντυπωσίασαν με την ωριμότητά τους. Η
κοπέλα, που ζωγράφισε το εξώφυλλο προ έτους ήταν είκοσι χρονών και εξαιρετικής
ευφυίας και ευαισθησίας πολύ πιο πάνω από νεανίζουσες συνομήλικές μου.
Είναι το δέκατο τρίτο βιβλίο σας που
κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Andy's Publishers». Να υποθέσω ότι είστε απόλυτα
ευχαριστημένος από το εκδοτικό σας σπίτι;
Ναι, είμαι απόλυτα ευχαριστημένος από αυτή
την συνεργασία και απόλυτα δυσαρεστημένος, όχι τόσο από τις συμβουλές να
προσπαθήσω να βρω γνωστότερο εκδότη, αλλά από την νοοτροπία, που θέλει την
ανομολόγητη πρωτοκαθεδρία του περιτυλίγματος έναντι του περιεχομένου. Μού έχουν
επανειλημμένα επισημάνει πόσο η εκδοτική φίρμα επηρεάζει την απόφαση, αν όχι
και την κρίση επιφανών κριτικών, να ασχοληθούν με ένα βιβλίο. Πρόκειται για την
έσχατη ευτέλεια, που επιφυλάσσεται για τα λεγόμενα πνευματικά προϊόντα και τους
πνευματικούς ανθρώπους την στιγμή που ακόμα και στην κομματική πολιτική είναι
παρωχημένα πια τα μπλε, τα πράσινα και τα κόκκινα καφενεία.
Σχεδιάζετε κάποια παρουσίαση του
βιβλίου σας το προσεχές μέλλον;
Παρότι δεν είμαι fan των Παρουσιάσεων και δη
των ποιητικών σχεδίαζα πράγματι κάτι παρόμοιο για την πόλη καταγωγής μου, την
Λάρισα, αλλά με πρόλαβε ο Covid. Τώρα που το ξανασκέπτομαι ακούω, πως τα
κρούσματα ξαναπληθαίνουν. Βέβαια η πολυκοσμία δεν είναι ίδιον των ποιητικών
εκδηλώσεων. Δύο δικές μου προ αμνημονεύτων χρόνων κύλησαν μεταξύ συγγενών και
φίλων. Κάποιοι έφτασαν να συμμετέχουν και στο παρόν βιβλίο.
Επόμενα συγγραφικά βήματα κάνετε ή
είναι πολύ νωρίς ακόμα;
Υπάρχουν στα συρτάρια μου αρκετά υποδήματα
για τα βήματα αυτά. Να δούμε τί θα προλάβω, πριν την εποχή των καταγμάτων, το
ζήτημα είναι επίσης, αν ακόμη και την εποχή εκείνη είναι κι αυτά ακόμα σε κατάσταση
να με κυκλοφορήσουν. Για καινούργια είναι πράγματι πολύ νωρίς ακόμα (ή και πολύ αργά).
Πριν κλείσουμε τη συζήτηση θα ήθελα να
μας παραθέσετε ένα ποίημα από το βιβλίο σας.
Θα σάς διαβάσω τους εισαγωγικούς στο βιβλίο
στίχους υπό τον τίτλο «Η σαϊτιά».
Κύριε Ζαφειρίου, σας ευχαριστώ πολύ για την όμορφη συζήτηση και σας εύχομαι υγεία, ευημερία και έμπνευση.
Σας
ευχαριστώ κι εγώ για την ευκαιρία που μού δώσατε και με βοηθήσατε με τις
καίριες ερωτήσεις σας να πω πέντε πράγματα γύρω από τον ποιητικό περίγυρο.
Επίσης για τις ευχές σας σ’ έναν,
όπως ωραία το είχε πει ο Χορν την εποχή της χούντας, ορθόδοξο καθολικώς
διαμαρτυρόμενο (αγνωστικιστή).
0 Σχόλια