Ειρήνη Κουρουνιώτη: "Μέσω της ρεαλιστικής, κοινωνικής λογοτεχνίας μπορούν να δοθούν απαντήσεις σε ποικίλα ερωτήματα και ευκαιρίες για εποικοδομητικές συζητήσεις"


Σήμερα στις Τέχνες φιλοξενούμε τη συγγραφέα Ειρήνη Κουρουνιώτη με αφορμή την πρώτη της ολοκληρωμένη συγγραφική προσπάθεια, το μυθιστόρημά της με τίτλο 
«Κόκκινο Είδωλο» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Πηγή». 
Πάμε να την γνωρίσουμε καλύτερα...

Συνέντευξη στη Στέλλα Πετρίδου


Κυρία Κουρουνιώτη, για ποιο λόγο αποφασίσατε να ασχοληθείτε με τη συγγραφή;

Η αλήθεια είναι ότι δεν το αποφάσισα, προέκυψε! Κατά τη διάρκεια της πρώτης καραντίνας, άφησα τον εαυτό μου ελεύθερο να αποτυπώσει κάποιες σκέψεις στο χαρτί. Η ιστορία που άρχισε να ξεδιπλώνεται ήταν, για τα δεδομένα μου, πολύ ελκυστική ώστε να την αγνοήσω, έτσι αποφάσισα να προχωρήσω στην ολοκληρωμένη συγγραφή της. Το συναίσθημα που αποκόμισα στο τέλος ήταν η απόλυτη ικανοποίηση και η αίσθηση ότι έφερα εις πέρας κάτι μοναδικό. Από τότε, γράφω ασταμάτητα.

Ποιο υπήρξε το βασικό ερέθισμα που καθόρισε την λογοτεχνική σας πορεία;

Ορμώμενη από γεγονότα και καταστάσεις που λαμβάνουν χώρα γύρω μου, μετέτρεψα το γράψιμο σ’ ένα μέσο ενημέρωσης των αναγνωστών για ποικίλα θέματα που προβληματίζουν πρώτα εμένα και ενδεχομένως έχουν προβληματίσει και τους ίδιους σε κάποια φάση της ζωής τους. Νομίζω πως, μέσω της ρεαλιστικής, κοινωνικής λογοτεχνίας, μπορούν να δοθούν απαντήσεις σε ποικίλα ερωτήματα, όπως επίσης και ευκαιρίες για εποικοδομητικές συζητήσεις.

Είστε μεταφράστρια και διερμηνέας στο επάγγελμα. Θεωρείτε ότι οι σπουδές σας και η επαγγελματική σας ενασχόληση επηρέασαν σε κάποιο βαθμό τον τρόπο γραφής σας;

Θεωρώ ότι οι μεταφράσεις – επειδή δεν ασκώ το επάγγελμα της διερμηνέως – μ’ έχουν βοηθήσει πάρα πολύ στον τρόπο που αντιλαμβάνομαι και χειρίζομαι τα κείμενα, τον γραπτό λόγο γενικότερα. Επίσης έχω μια άνεση σε ό,τι αφορά την επιμέλεια ενός κειμένου, ορθογραφική, συντακτική… Ίσως στο μέλλον να καταφέρω να προχωρήσω και στη μετάφραση των δικών μου βιβλίων, ώστε να τα προωθήσω στο εξωτερικό.

Γιατί στραφήκατε συγκεκριμένα στη συγγραφή μυθιστορήματος και μάλιστα αισθηματικού;

Στράφηκα στο μυθιστόρημα, ώστε να νιώσω πιο άνετα σε ό,τι αφορά τον όγκο του κειμένου. Η ιστορία μου είναι μοιρασμένη σε κεφάλαια και δομημένη με αρχή-μέση-τέλος, επειδή όμως οι χαρακτήρες είναι αρκετοί, όπως επίσης και οι πληροφορίες για τις συνθήκες ζωής τους και διάφορες σκέψεις που αποτυπώνονται σε κάθε κεφάλαιο, αυτόματα ο όγκος των σελίδων αυξάνεται, με αποτέλεσμα να μην επιτρέπεται να χαρακτηριστεί το βιβλίο ως διήγημα ή νουβέλα, για παράδειγμα. Σε ό,τι αφορά το αισθηματικό στοιχείο, νομίζω ότι έχει την τιμητική του μέσα στο βιβλίο, εφόσον δίνεται μεγάλη έμφαση στα είδη των διαπροσωπικών σχέσεων και στα αισθήματα που μας κατακλύζουν.


Ως αναγνώστρια, προτιμάτε να διαβάζετε κι εσείς βιβλία ανάλογου περιεχομένου; Ποιο είναι το αγαπημένο σας και γιατί;

Διαβάζω όλα τα είδη λογοτεχνίας. Επειδή τα τελευταία χρόνια υπάρχουν τόσες δυσκολίες στις διαπροσωπικές σχέσεις, είναι παρήγορο να στρέφεται ο κόσμος σε βιβλία που ασχολούνται με τον συναισθηματικό κόσμο των ηρώων, γιατί πάντα υπάρχει από πίσω μια ολόκληρη απόρροια άλλων πραγμάτων που δίνουν πολλές απαντήσεις για την ανθρώπινη συμπεριφορά. Εάν έπρεπε να ξεχωρίσω ένα λογοτεχνικό είδος ως αγαπημένο, θα διάλεγα το αστυνομικό και το ψυχολογικό θρίλερ, επειδή με ιντριγκάρει πάντα η υπόθεση που, μετά από μια περιπετειώδη διαδρομή, θα καταλήξει σε μια αποκάλυψη και κορύφωση.

Από πού αντλείτε έμπνευση συνήθως για να πλάσετε τις ιστορίες σας;

Κυριολεκτικά, από παντού! Μου έχει τύχει ν’ ακούσω ένα τραγούδι και να οραματιστώ αμέσως μια σκηνή που θα ήθελα να συμπεριλάβω σ’ ένα κεφάλαιο, μια συζήτηση με φίλους που να καταλήξει σε λίγο πιο… φιλοσοφικά μονοπάτια (γέλια), η επιθυμία να θίξω ένα κοινωνικό θέμα που με απασχολεί και βλέπω ότι απασχολεί και τους άλλους… Ειλικρινά, θέλω ν’ αφήνω τον εαυτό μου ελεύθερο να εμπνέεται από οπουδήποτε.

Από τη σύντομη πορεία σας στο χώρο του βιβλίου, θεωρείτε πως υπάρχει συνταγή για τη συγγραφή μιας καλής ιστορίας; Κι αν ναι, τι είναι αυτό που τη χαρακτηρίζει ως καλή;

Θεωρώ πως μια καλή ιστορία πρέπει να έχει ρέοντα ρυθμό και να πραγματεύεται ένα πιασάρικο θέμα. Έτσι, η συνταγή θα πρέπει να περιλαμβάνει υλικά όπως την οργάνωση, την έρευνα, τη γνώση ότι ξέρουμε για ποιο πράγμα μιλάμε και μετά μια ανατροπή που θα συμμετέχει ενεργά στην υστεροφημία του βιβλίου, εφόσον θα έχει αφήσει άναυδο τον αναγνώστη.

Ποιο βιβλίο κατά τη γνώμη σας, πρέπει οπωσδήποτε να διαβάσουν όλοι;

Τώρα μου βάζετε δύσκολα (γέλια)! Θα πω όμως το πρώτο βιβλίο που μου ήρθε στο μυαλό και δεν είναι άλλο από τον Κώδικα Ντα Βίντσι. Θεωρώ πως τα έχει όλα: είναι καλογραμμένο, έχει μια υπόθεση που σε ιντριγκάρει από την πρώτη κιόλας σελίδα και, το κυριότερο, θίγει ένα θέμα/μυστήριο που έχει ρεαλιστικές βάσεις και δεν μπορεί κανείς να αμφισβητήσει, παρόλο που ξετυλίγεται μέσα από τη μυθοπλασία.

Δέχεστε επιρροές από άλλους Έλληνες και ξένους συγγραφείς στα έργα σας ή δεν το θεωρείτε απαραίτητο;

Εάν αναφέρεστε σε επιρροές σχετικά με τη θεματολογία, όχι, δε δέχομαι. Θεωρώ όμως πως το στιλ της γραφής μου, ο τρόπος που αφήνω τους ήρωές μου να εκφράζονται, παραπέμπει περισσότερο στην αμεσότητα και στον τρόπο ομιλίας των ξένων συγγραφέων, γεγονός με το οποίο κάπως διαφωνεί το εγχώριο αναγνωστικό κοινό. Κυριαρχεί μια άποψη ότι η έλλειψη εξευγενισμού του προφορικού λόγου είναι λάθος να εντάσσεται στη λογοτεχνία, κάτι που με βρίσκει εντελώς αντίθετη.


Το βιβλίο που κρατώ στα χέρια μου φέρει τον τίτλο «Κόκκινο Είδωλο» και κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Πηγή». Θα σταθώ αρχικά στο εξώφυλλό του. Αρκετά φλογισμένο θα το χαρακτήριζα και πολύ ελκυστικό. Σε συνδυασμό με το χαρακτηρισμό του μυθιστορήματος ως αισθηματικό δίνεται κατευθείαν το στίγμα στον αναγνώστη για το ύφος του περιεχομένου της ιστορίας που περιέχεται σ’ αυτό. Θεωρείτε πως η πρώτη ματιά, η εξωτερική εμφάνιση δηλαδή, είναι σημαντική για ένα βιβλίο, καθώς είναι το πρώτο πράγμα που ελκύει το ενδιαφέρον του αναγνωστικού κοινού;

Φυσικά! Ειδικά οι πρωτοεμφανιζόμενοι συγγραφείς έχουμε λιγότερα όπλα στη φαρέτρα για να μας μάθει ο κόσμος και να κάνουμε πωλήσεις, οπότε σίγουρα εξάπτει το ενδιαφέρον ένα δυνατό και ελκυστικό εξώφυλλο. Το μάτι δε φυλακίζεται και πάρα πολλές πωλήσεις έγιναν ακριβώς επειδή ο αναγνώστης επηρεάστηκε από το εξώφυλλο, ακόμη κι αν η μετέπειτα ιστορία τον απογοήτευσε.

Πώς προέκυψε ο τίτλος του βιβλίου;

Είναι μια αυτολεξεί φράση μέσα από το κείμενο και αναφέρεται στο φαινόμενο όταν καταλήγεις να χάσεις εντελώς τον εαυτό σου και φτάνει η στιγμή που δεν αναγνωρίζεις ούτε το είδωλό σου στον καθρέφτη. Το κόκκινο χρώμα έχει εξίσου μια αλληγορική σημασία μέσα στο βιβλίο αλλά επίσης ταυτίζεται με τις καταστροφικές συνέπειες που μπορεί να γεννήσει το φαινόμενο αυτό.

Πείτε μας λίγα λόγια για το περιεχόμενο της ιστορίας σας.

Η υπόθεση διαδραματίζεται στο σύγχρονο Λονδίνο με πρωταγωνίστρια μια νεαρή συγγραφέα βιογραφιών, τη Σύλβια Γουόκερ. Ενώ δείχνει να έχει βάλει όλα τα πράγματα της καθημερινότητάς της σε τάξη, αντιμετωπίζει προβλήματα στην προσωπική της ζωή, γεγονός που κορυφώνεται όταν αρχίζουν να αποστέλλονται στο σπίτι της απειλητικά γράμματα από έναν άγνωστο αποστολέα που παίζει μαζί της σαν τη γάτα με το ποντίκι. Από την αρχή μέχρι το τέλος, οι αναγνώστες θα παρακολουθήσουν τα βιώματα και τις προσπάθειες της Σύλβιας να ανταπεξέλθει στις προκλήσεις, που θα επηρεάσουν ενεργά τις δράσεις και των υπόλοιπων χαρακτήρων της ιστορίας, με οδυνηρές συνέπειες.

Γιατί δίνετε τόσο μεγάλη έμφαση στη ψυχοσύνθεση των ηρώων σας και περισσότερο στο αισθηματικό κομμάτι του εαυτού τους;

Γιατί οι πράξεις τους καθορίζονται από τον ψυχολογικό/αισθηματικό τους κόσμο και είναι σημαντικό να δοθούν όλα τα στοιχεία πριν τους κατακρίνουμε, τους καταδικάσουμε ή τους αντιπαθήσουμε. Πρέπει να έχουν την ευκαιρία να δικαιολογηθούν, να αφήσουν την πραγματικότητά τους να μιλήσει και πιστεύω ότι οι αναγνώστες θα εκτιμήσουν αφάνταστα την ειλικρίνειά τους.

Πώς προέκυψε η συγγραφή της ιστορίας σας; Τι σας ενέπνευσε;

Το φαινόμενο που ανέφερα παραπάνω, το φαινόμενο του ετεροφωτισμού. Ο όρος προκύπτει από τα συνθετικά «έτερο» και «φως», και σηματοδοτεί τη συνθήκη όπου κάποιος δεν είναι «αυτόφωτος», δεν ακτινοβολεί από μόνος του, αλλά «φωτίζεται» από το φως κάποιου άλλου, δηλαδή, μεταφορικά, δεν έχει δική του διαμορφωμένη άποψη ή κρίση, αλλά δέχεται επιδράσεις από άλλους. Εάν το παρατηρήσετε, αυτό το φαινόμενο συναντάται παντού: στα σχολεία με τα «δημοφιλή» παιδιά και τις κλίκες, στα επαγγελματικά περιβάλλοντα με τα πρόσωπα εξουσίας, στους καλλιτεχνικούς χώρους με τους θαυμαστές και τώρα, πιο πρόσφατα, στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Αξίζει τον προβληματισμό μας, αφού υπάρχει πολλή δυστυχία γύρω μας εξαιτίας της προσωπικότητας ή της ζωής που θα θεωρούσαν ιδανική οι άλλοι για εμάς και εμείς προσπαθούμε να ακολουθήσουμε τον τρόπο σκέψης τους ή να τους μοιάσουμε.

Υπάρχει κάποιο από τα πρόσωπα του βιβλίου στο οποίο καθρεφτίζονται στοιχεία του εαυτού σας;

Ίσως λίγο με τη Σύλβια στο κομμάτι του χαρακτήρα, επειδή είναι κι εκείνη έντονη και δυναμική με τον καταδικό της τρόπο. Δε φοβάται να ερωτευτεί δυνατά, ρισκάρει και κάνει ανοίγματα στα επαγγελματικά της, διεκδικεί την ισότητα και το σεβασμό στη σχέση της, είναι δυναμική και ευαίσθητη ταυτόχρονα.

Το βιβλίο σας μπορεί να αποτελέσει ανάγνωσμα και για το εφηβικό κοινό; Τι πιστεύετε;

Δυστυχώς, όχι. Η γλώσσα που χρησιμοποιείται είναι αρκετά σκληρή και ορισμένες περιγραφές ιδιαίτερα ωμές. Νομίζω πως η ιδανική ηλικία για να το διαβάσει κανείς θα ήταν από δεκαοχτώ χρονών και πάνω.

Εκ του αποτελέσματος και πιάνοντας το βιβλίο στα χέρια σας, ποια ανάμεικτα συναισθήματα σας δημιούργησε; Άξιζε τον κόπο η συγγραφή του; Είστε έτοιμη να τολμήσετε και το επόμενο βήμα σας μετά από αυτό;

Ήταν μια πολύ συγκινητική στιγμή. Σαν να σβήστηκαν όλες οι άσχημες μνήμες, όπως οι απανωτές αρνήσεις μέχρι να βρεθεί εκδοτικός, οι οικονομικές πιέσεις, κλπ. και έμεινε μόνο η δικαίωση ότι αυτή η ιστορία βρήκε τελικά τον δρόμο της. Είμαι πανέτοιμη να τολμήσω το επόμενο βήμα, αφού θα επανέλθω με μια εντελώς διαφορετική ιστορία από την προηγούμενη και πλέον έχω ανοιχτεί και σε άλλα συγγραφικά μονοπάτια, όπως στο σενάριο, την ποίηση και το παιδικό παραμύθι.

Μιλήστε μας για το εκδοτικό σπίτι. Είστε ευχαριστημένη από τη συνεργασία σας με τις εκδόσεις «Πηγή»;

Είναι ο πρώτος εκδοτικός οίκος που θεώρησε ότι το «Κόκκινο Είδωλο» έπρεπε να προχωρήσει σε έκδοση. Η συνεργασία μας κατάφερε να κάνει ένα όνειρό μου πραγματικότητα, οπότε και τους ευχαριστώ ιδιαιτέρως.

Μια ευχή σας για το μέλλον;

Υγεία, δημιουργία και όμορφοι άνθρωποι.

Πριν κλείσουμε τη συζήτηση θα ήθελα να μας παραθέσετε ένα απόσπασμα από το βιβλίο σας. 


Το λεωφορείο κατευθύνθηκε προς την πλατεία Τραφάλγκαρ και την Εθνική Πινακοθήκη. Χάζεψα το επιβλητικό της κτήριο, μπροστά από τον όμορφο κίονα του ναυάρχου Νέλσονα. Είχα ξανάρθει κι άλλες φορές, καθώς δεν μου έφταναν ποτέ δύο και τρεις ώρες για να γυρίσω όλες τις πτέρυγες. Τα έργα ήταν ποικίλα, από όλα τα ρεύματα και τις χρονικές περιόδους.

Αποφάσισα να ξεκινήσω από το τμήμα της γαλλικής ζωγραφικής, μιας και εκεί μου άρεσαν περισσότερο οι καλλιτέχνες. Περιπλανήθηκα για ώρα ανάμεσα σε προσωπογραφίες του Σαμπέν και νεκρές φύσεις του Μονέ. Το πιο αγαπημένο μου πράγμα σε σχέση με την τέχνη είναι ότι είναι παντελώς αλογόκριτη. Δεν κυριαρχούν όροι όπως το σωστό και το λάθος, γιατί κανείς δεν είναι σε θέση να αμφισβητήσει τα όρια της φαντασίας σου. Ένιωθα σαν παιδί, ενώ προσπαθούσα να μαντέψω τι άραγε να είχε φανταστεί εκείνος ο ζωγράφος, σε ποιον να ανήκε εκείνο το ρυτιδιασμένο πρόσωπο με τα μελαγχολικά μάτια… Κοίτα τον Λορραίν, που ζωγράφιζε σαν να έβλεπε μέσα από τηλεσκόπιο! Δες τον Ντεγκά, που αρνιόταν να ζωγραφίσει πρόσωπα, μα τα σώματά του λένε τη δική τους ξεχωριστή ιστορία! Πρέπει να είχα μαγευτεί τόσο πολύ, που μάλλον χαμογελούσα.

Μια βαθιά φωνή με έβγαλε από τις ονειροπολήσεις μου.

«Πόσο χαίρομαι όταν βλέπω ότι υπάρχουν ακόμη άνθρωποι που εκτιμούν την τέχνη!»

Γύρισα ξαφνιασμένη. Λίγο μακριά μου στεκόταν ένας άντρας, ντυμένος με παλτό και δερμάτινα μποτάκια. Κρατούσε στο χέρι έναν χάρτη με τις πτέρυγες της Πινακοθήκης και χάζευε τις «Ομπρέλλες» του Ρενουάρ. Κοίταξα ολόγυρα και υπέθεσα πως είχε μιλήσει σε μένα, μιας και ήμασταν εντελώς μόνοι.

«Πώς το καταλάβατε ότι την εκτιμώ;» είπα ευγενικά, μα με χαμόγελο στη φωνή.

«Όταν μια νέα και όμορφη κοπέλα αποφασίζει να περάσει τη μέρα της ανάμεσα σε πίνακες και ζωγράφους με σύνθετη σκέψη, φαντάζομαι ότι συμβαίνει επειδή το θέλει και όχι επειδή δεν έχει τίποτα καλύτερο να κάνει».

«Αγαπώ τη ζωγραφική, κύριε. Με κάνει να σκέφτομαι χωρίς να εξαντλούμαι».

«Νομίζω πως αυτό ακριβώς οδηγεί τους καλλιτέχνες στο να θεωρούν τους εαυτούς τους μη κομφορμιστές και ανεξάρτητους. Ο καλλιτεχνικός τύπος προσωπικότητας συνήθως είναι ναρκισσιστής, μα και ευαίσθητος. Πολύπλοκος, μα και συντηρητικός. Συναισθηματικός, μα και κυνικός».

[…]

«Ενώ εσύ είσαι καλλιτέχνης και είσαι άτακτος, μα και ιδεολόγος;» τον κέντρισα. Είχαμε περάσει στον ενικό χωρίς να το αντιληφθούμε.

«Εγώ, ναι, είμαι όντως καλλιτέχνης. Ζωγράφος, συγκεκριμένα».

«Α, μάλιστα. Και δεν μου λες, αντί να ζωγραφίζεις, περνάς την ώρα σου στις πινακοθήκες και βρίσκεις έμπνευση σε θυελλώδεις διαφωνίες σαν τις δικές μας;» Δεν ήθελα να τον ειρωνευτώ, όμως ένιωσα ότι χλεύασε άθελά του τη δουλειά μου και, κατά κάποιον τρόπο, θέλησα να τον τσιγκλήσω για να νιώσω υπεράνω.

«Η αλήθεια είναι ότι το μυαλό μου έχει κολλήσει, δεν μπορώ να σκεφτώ θέμα για τον επόμενό μου πίνακα. Μου αρέσουν όμως οι πινακοθήκες γενικά. Χαλαρώνω εδώ μέσα. Και σίγουρα μια όμορφη παρουσία σαν εσένα μετουσιώνει αυτόματα μια συνηθισμένη μέρα σε άκρως ενδιαφέρουσα».

«Αληθεια ζωγραφίζεις;» ρώτησα έκπληκτη.

«Αλήθεια. Γιατί; Νόμιζες ότι σου έκανα πλάκα;»

«Ναι! Νόμιζα ότι ήθελες να με κοροϊδέψεις, επειδή, αν και βιογράφος, θαυμάζω την τέχνη».

«Δεν σε πρόσβαλα, γλυκιά μου!» αναφώνησε. «Ούτε τη δουλειά σου, προς Θεού! Είμαι όσο πρέπει ναρκισσιστής για καλλιτέχνης, μα όχι και να προσβάλλω στα καλά καθούμενα τον κόσμο!»

«Πάω στοίχημα ότι είσαι από αυτούς που δεν διαβάζουν στον ελεύθερο χρόνο τους» συνέχισα να τον τσιγκλάω.

«Εδώ κάνετε λάθος, δεσποινίς μου!»

«Δεν με πείθεις!»

«Δεν μου αρέσει να αποδεικνύω την αθωότητά μου, ιδίως όταν δεν είμαι ένοχος, όμως τι λες για αυτό; Μου θυμίζεις την πρώτη κοπέλα που σκότωσε ο Ζαν Μπατίστ Γκρενούιγ, ο ήρωας από το Άρωμα του Πάτρικ Ζίσκιντ. Εκείνο το κοκκινομάλλικο κορίτσι στην οδό Μαρέ, που ο Γκρενούιγ σκότωσε για να κλέψει τη μυρωδιά του, ώστε να δημιουργήσει το ίδιο το άρωμα της ανθρώπινης ύπαρξης…»

Πετάρισα έκπληκτη τα βλέφαρα. Τη θυμόμουν εκείνη την περιγραφή του Ζίσκιντ. Ένα κοκκινομάλλικο κορίτσι, που το στήθος του έχει μόλις αρχίσει να φουσκώνει, με κατάλευκη επιδερμίδα και πράσινα μάτια, φακίδες στο πρόσωπο, στον λαιμό και στη μύτη. Ο Γκρενούιγ είχε σκεφτεί πως, όταν ωρίμαζε η μυρωδιά της και έφτανε στην πλήρη άνθησή της, θα σκορπούσε τριγύρω ένα άρωμα που ο κόσμος δεν είχε γνωρίσει όμοιό του…

«Διαβάζεις τελικά…» παραδέχτηκα σχεδόν ξέπνοα. Είχα αληθινά και μοναδικά σοκαριστεί.

«Κι εσύ, τελικά, δεν έπρεπε να πας στοίχημα τόσο γρήγορα. Θα μπορούσε να αποβεί μοιραίο…»

Κυρία Κουρουνιώτη, σας ευχαριστώ πολύ για την αρκετά ενδιαφέρουσα συζήτησή μας. Να είστε καλά και πάντα δημιουργική.

Εγώ σας ευχαριστώ θερμά για την υπέροχη συνέντευξη!


Βιογραφικό:

Η Ειρήνη Κουρουνιώτη γεννήθηκε στην Αθήνα το 1995. Είναι πτυχιούχος του Τμήματος Ξένων Γλωσσών, Μετάφρασης και Διερμηνείας του Ιονίου Πανεπιστημίου Κέρκυρας. Έχει συμμετάσχει σε σεμινάρια για το μάρκετινγκ, τη διοίκηση ανθρώπινου δυναμικού και την ειδική αγωγή σε παιδιά και σε νέους. Μιλάει τρεις γλώσσες -αγγλικά, γαλλικά και ισπανικά-, αγαπάει τα ζώα και τον ακροβατικό χορό.

Το Κόκκινο Είδωλο είναι η πρώτη της επαφή με το αναγνωστικό κοινό.

Δημοσίευση σχολίου

0 Σχόλια