Γράφει και παράλληλα ζωγραφίζει. Πολλές φορές μάλιστα, όπως εξομολογείται κι η ίδια στη συνέντευξη που ακολουθεί, νιώθει πως γράφει όπως ακριβώς ζωγραφίζει. Λογοτεχνία και ζωγραφική είναι οι δυο μεγάλες της αγάπες που εκπληρώνουν την ίδια βαθιά εσωτερική της ανάγκη, την έκφραση. Μιλάμε για την πεζογράφο και ποιήτρια Γιάννα Σοφού που σήμερα έχουμε τη χαρά να φιλοξενούμε στις Τέχνες με αφορμή την πρόσφατη έκδοση του νέου της βιβλίου με τίτλο «Νοσταλγώ τις ζωντανές μέρες», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Μετρονόμος».
Συνέντευξη στη Στέλλα Πετρίδου
Κυρία Σοφού, είστε ζωγράφος, βραβευμένη πεζογράφος και πλέον μία πολύ αξιόλογη ποιήτρια, αφού καταφέρατε από την πρώτη κιόλας ποιητική σας συλλογή να σφραγίσετε το προσωπικό σας ύφος και να το καταστήσετε ξεχωριστό και μοναδικό. Πώς προέκυψε αυτή η συγγραφική μεταπήδηση στη ζωή σας και πού αποσκοπεί;
Η αλήθεια είναι ότι είναι η πρώτη μου ποιητική απόπειρα που αποφάσισα να μοιραστώ. Η ποίηση υπήρχε πάντα σαν υπόγεια ροή μέσα μου, σαν αναπνοή, ίσως γιατί κάποια συναισθήματα και βιώματα δεν χωρούν στις συμβάσεις της πρόζας ή στη σιωπή του καμβά. Οπότε τώρα ένιωσα πως είχε έρθει η στιγμή να μιλήσουν εκείνοι οι πιο εσώτεροι μου τόνοι.
Η τέχνη βοηθά τον άνθρωπο να ξεδιπλώσει τα συναισθήματα και τις ενδόμυχες σκέψεις του δημιουργώντας του ένα αίσθημα απόλυτης ελευθερίας. Έχετε κι εσείς αυτή την αίσθηση όταν δημιουργείτε, όταν πιάνετε στα χέρια σας το πινέλο ή την πένα σας;
Ναι, βέβαια. Μπορώ να σας πω με απόλυτη ειλικρίνεια πως, όταν παίρνω την πένα, μπαίνω σε έναν κόσμο απόλυτα δικό μου — ελεύθερο, απρόσιτο σε παρεμβολές και ανούσιες τυμπανοκρουσίες τρίτων. Εκεί, μέσα στη σιωπή, έρχομαι σε βαθιά επαφή με τον εσώτερο εαυτό μου, εκεί όπου κατοικεί η αλήθεια μου, η ουσία της ύπαρξής μου, η πραγματική μου ταυτότητα. Η δημιουργία είναι για μένα καταφύγιο και λύτρωση. Αγαπώ τη μοναξιά — όχι ως απομόνωση, αλλά ως έναν ιερό χώρο όπου μπορώ να αφουγκραστώ τον εαυτό μου χωρίς θόρυβο. Από μικρή συνήθιζα να αποσύρομαι και να παντρεύω τη σιωπή με τη δημιουργία. Είναι η μόνη στιγμή που ανασαίνω αληθινά, χωρίς μάσκες, χωρίς ρόλους, χωρίς περιορισμούς. Εκεί, νιώθω ελεύθερη — απόλυτα ελεύθερη.
Πώς συνυπάρχουν αρμονικά η τέχνη της ζωγραφικής με την τέχνη της συγγραφής στη ζωή σας; Επηρεάζει η μία την άλλη κι αν ναι, με ποιον τρόπο;
Αναμφίβολα! Ο τρόπος που αντιλαμβάνομαι τον κόσμο είναι πρωτίστως οπτικός· η γλώσσα έρχεται μετά. Πολύ συχνά νιώθω πως γράφω όπως ζωγραφίζω: ξεκινώ με μια εικόνα, μια χειρονομία — και στη συνέχεια “χρωματίζω” τις λέξεις, τους δίνω φως και σκιές, τις ζωντανεύω, για να μπορέσουν να αγγίξουν τις καρδιές των άλλων.Το ίδιο συμβαίνει και με τη ζωγραφική: παλεύω να βγάλω τους όγκους προς τα έξω, να τους δώσω κίνηση, βάθος, ψυχή. Να ερωτοτροπήσουν με τα βλέμματα, όπως και οι λέξεις ερωτοτροπούν με τις σκέψεις. Οι δύο τέχνες ενώνονται, δεν τις διαχωρίζω. Η μία εμπνέει, πυροδοτεί και μεταμορφώνει την άλλη. Είναι οι δύο όψεις της ίδιας εσωτερικής ανάγκης: να εκφράζω αυτό που με καίει και με γεννά ταυτόχρονα.
Τι μπορεί να προκαλέσει τη διάθεσή σας για δημιουργία συνήθως; Είναι η έμπνευση ο πιο σημαντικός παράγων σε όλη αυτή την προσπάθεια ή δεν κρίνεται πάντα απαραίτητη και σημαντική ως συνθήκη για να επέλθει το επιθυμητό αποτέλεσμα, είτε πρόκειται για έναν πίνακα ζωγραφικής είτε για ένα λογοτεχνικό έργο;
Εκ φύσεως είμαι αθεράπευτα ρομαντική, οπότε το κάθε τί με αγγίζει και μου δημιουργεί διαθέσεις για δημιουργία. Κι αυτό μπορεί να προκληθεί από το παραμικρό: μια συζήτηση, μια εσωτερική ανησυχία, μια σιωπή, μια βαθιά σκέψη. Δεν χρειάζομαι πάντα κάτι “μεγάλο” για να ξεκινήσει η σπίθα. Κάποιες φορές, η ίδια η ανάγκη να εκφραστώ λειτουργεί ως το έναυσμα, γιατί όταν περνούν μέρες και δεν εκφράζομαι νιώθω να πιέζομαι εσωτερικά και να προδίδω αυτό που με ταπεινότητα άρχισα να κάνω.
Η έμπνευση, λοιπόν, ναι, είναι σημαντική — αλλά δεν είναι απαραίτητη κάθε φορά. Δεν την περιμένω παθητικά, όπως κάποτε ίσως πίστευα. Κι αυτό το καταλαβαίνω όσο περνάει ο καιρός και εξελίσσομαι.
Έχω μάθει πως η δημιουργία απαιτεί και πειθαρχία, προσήλωση, παρουσία. Υπάρχουν μέρες που η έμπνευση απουσιάζει, αλλά η πράξη της γραφής ή της ζωγραφικής με οδηγεί εκεί που δεν περίμενα. Κι αυτό είναι, νομίζω, το πιο μαγικό κομμάτι: να δημιουργείς όχι μόνο όταν “νιώθεις”, αλλά κι όταν απλώς τολμάς να σταθείς απέναντι στο λευκό χαρτί ή τον καμβά και να αφεθείς.
Άλλωστε, πολλές φορές η έμπνευση γεννιέται μέσα στη διαδικασία, όχι πριν από αυτήν.
Η στροφή σας στην ποίηση φανερώνει την μεγάλη αγάπη που δείχνετε και γι’ αυτό το λογοτεχνικό είδος. Ποιο όμως σας συναρπάζει περισσότερο και γιατί; Δεδομένου ότι σας γνωρίσαμε αρχικά ως πεζογράφο και έπειτα ως ποιήτρια, υποδηλώνει μήπως την προτίμησή σας στην πεζογραφία ή δεν ισχύει κάτι τέτοιο;
Είμαι ένας άνθρωπος που αναζητά διαρκώς τον εσωτερικό του κόσμο, που του γεννιούνται συνεχώς απορίες — κι αυτό, πιστεύω, θα με συνοδεύει μέχρι το τέλος της ζωής μου. Η ποίηση, πράγματι, με συναρπάζει περισσότερο, γιατί μέσα της νιώθω μια αίσθηση ελευθερίας πολύ μεγαλύτερη απ’ ό,τι στην πεζογραφία, ανεξάρτητα από το γεγονός ότι με γνωρίσατε αρχικά ως πεζογράφο. Οι άνθρωποι που βρίσκονται κοντά μου γνωρίζουν καλά αυτή την προτίμησή μου, αφού γράφω ποίηση από πολύ μικρή ηλικία, έχοντας την τύχη να έχω εξαιρετικούς μέντορες στα σχολικά μου χρόνια.
Τι ρόλο διαδραματίζουν τα λογοτεχνικά βραβεία στη δημιουργική εξέλιξη ενός συγγραφέα; Τι ρόλο διαδραματίζουν και στη δική σας περίπτωση φυσικά, μια και είστε κι εσείς βραβευμένη στο παρελθόν για το έργο σας;
Καταρχάς, θεωρώ πως μέσα σε αυτό το μεγάλο και πολυεπίπεδο κεφάλαιο που λέγεται ποίηση ή πεζογραφία, ο κάθε δημιουργός προσπαθεί να δώσει τον καλύτερό του εαυτό και να εξελιχθεί συνεχώς — το ίδιο προσπαθώ κι εγώ.
Τα λογοτεχνικά βραβεία, χωρίς αμφιβολία, λειτουργούν ως μια μορφή επιβράβευσης, μια μικρή αναγνώριση των κόπων και της αφοσίωσης που απαιτεί η συγγραφή.
Ωστόσο, δεν είναι αυτοσκοπός. Όπως προείπα, η πραγματική δημιουργία απαιτεί πειθαρχία, προσήλωση, συνεχή παρουσία — μια καθημερινή μάχη με τον εαυτό σου και με τη γλώσσα. Γιατί όταν γράφεις εκτίθεσαι στο κοινό κι αυτό χρειάζεται ένα είδος τόλμη για να το καταφέρεις. Επομένως, όσο κι αν χαίρομαι για τη διάκριση που έχω λάβει στο παρελθόν, εκείνο που με καθοδηγεί είναι η ίδια η ανάγκη για έκφραση και η εσωτερική απαίτηση για αλήθεια στο γραπτό μου.
Η δημόσια έκθεση ενός δημιουργού προκαλεί αφορμή για πολλές κριτικές και σχόλια. Πόσο πολύ είναι σε θέση να επηρεάσουν οι κριτικές και τα σχόλια αυτά το έργο του αλλά και την ψυχολογία του είτε αρνητικά ή θετικά και πόση αξία τελικά χρειάζεται να δίνει κανείς σε όλα αυτά αν θέλει να γράφει πρώτα απ’ όλα για τον εαυτό του κι έπειτα για όλους τους άλλους;
Ναι, πράγματι. Η δημόσια έκθεση ενός δημιουργού αναπόφευκτα συνοδεύεται από κριτικές και σχόλια — άλλοτε θετικά, άλλοτε αρνητικά. Γι’ αυτό και θεωρώ απαραίτητο να διατηρεί κανείς την εσωτερική του ηρεμία και ισορροπία.
Για παράδειγμα είναι σημαντικό να είμαστε έτοιμοι να δεχτούμε με ευγένεια και εγκράτεια τα θετικά σχόλια, χωρίς να αιθεροβατούμε ή να παρασυρόμαστε από τον θαυμασμό.
Αντίστοιχα, πρέπει να αντιμετωπίζουμε τις αρνητικές κριτικές με ψυχραιμία, διαχωρίζοντας εκείνες που είναι καλοπροαίρετες και εποικοδομητικές από τις απλώς επιθετικές ή αβάσιμες. Αν κάποιος θέλει να γράφει πρώτα για τον εαυτό του και μετά για τους άλλους, χρειάζεται γερά θεμέλια, πίστη στο έργο του και, κυρίως, ειλικρίνεια απέναντι στη φωνή του.
Το νέο σας βιβλίο κυκλοφόρησε τον Αύγουστο του 2025 από τις εκδόσεις «Μετρονόμος». Φέρει τον τίτλο «Νοσταλγώ τις ζωντανές μέρες» και περιλαμβάνει, όπως διαβάζουμε στο δελτίο τύπου επτά εκτεταμένα ποιήματα που εστιάζουν στο ζήτημα του τραύματος, της χαμένης πατρίδας και της μνήμης του τόπου. Δώστε μας περισσότερες πληροφορίες γι’ αυτά.
Όπως έχω αναφέρει και στο παρελθόν, το τραύμα του νησιού μου είναι για μένα κάτι βαθιά εγγεγραμμένο — όχι μόνο ως ιστορική ή εθνική μνήμη, αλλά κυρίως ως υπαρξιακό ίχνος. Η ημερομηνία γέννησής μου, στις 25 Ιουλίου 1974, είναι τόσο κοντά στην ημέρα της εισβολής (20 Ιουλίου), που αισθάνομαι πως κουβαλώ μέσα μου αυτό το γεγονός σαν ένα δεύτερο, σιωπηλό σημάδι. Με αυτή τη σκέψη γεννήθηκε το «Νοσταλγώ τις ζωντανές μέρες», ένα βιβλίο με επτά εκτεταμένα ποιήματα, που δεν είναι απλώς λογοτεχνικές καταγραφές, αλλά εσωτερικές διαδρομές μνήμης, πένθους και απόδοσης τιμής. Αισθάνομαι, ως ένα είδος «παιδιού του πολέμου», πως έχω ένα ηθικό χρέος απέναντι στα χώματα που με ανάστησαν — να τα τιμήσω, όσο μπορώ, με τον δικό μου τρόπο: μέσα από την ποίηση.
Ποιες είναι οι ζωντανές μέρες τις οποίες και νοσταλγείτε και πώς δένει ο τίτλος σας με το περιεχόμενο των ποιημάτων που φιλοξενούνται στο βιβλίο σας;
Οι «ζωντανές μέρες» που νοσταλγώ δεν είναι απαραίτητα μέρες που έζησα η ίδια, αλλά μέρες που κουβαλά η συλλογική και προγονική μνήμη του τόπου μου. Είναι οι μέρες πριν από το τραύμα, πριν την απώλεια, πριν τη βίαιη αποκοπή από τη γη και την ταυτότητα. Μέρες όπου οι άνθρωποι ζούσαν με μια αθωότητα, με έναν καθημερινό ρυθμό, με ρίζες, με γείτονες, με γιορτές, με το βλέμμα στραμμένο στον ήλιο κι όχι στον φόβο.
Ο τίτλος «Νοσταλγώ τις ζωντανές μέρες» είναι μια βαθιά εσωτερική φράση, ένα κάλεσμα στη μνήμη, αλλά και μια μορφή αντίστασης στη λήθη. Τα ποιήματα της συλλογής επιχειρούν να ανασύρουν από το σκοτάδι εκείνες τις μέρες — όχι ως ιδανικά παρελθόντα, αλλά ως κομμάτια που λείπουν από το σήμερα, ως μάρτυρες μιας πληγής που δεν έχει ακόμη επουλωθεί. Ο τίτλος λειτουργεί σαν συνδετικός ιστός ανάμεσα στην προσωπική μου νοσταλγία και στη συλλογική εμπειρία της απώλειας και της προσφυγιάς.
Στα ποιήματά σας διακρίνεται έντονα ο πόνος της ψυχής που καταλήγει σε θρήνο, νοσταλγία, συναισθηματική κατάρρευση κι αγανάκτηση μαζί. Ωστόσο, διαφαίνεται επίσης η αίσθηση της ελπίδας και της επιμονής που πηγάζει από την ίδια τη δύναμη της αγάπης. Πόσο μπορεί να επηρεάσει τον άνθρωπο τελικά και τι μπορεί να καταφέρει αν είναι αληθινή;
Όπως πολύ σωστά επισημαίνετε, στα ποιήματά μου διακρίνεται ο πόνος της ψυχής που οδηγεί στον θρήνο, στη νοσταλγία, στη συναισθηματική κατάρρευση και στην αγανάκτηση. Αυτά τα συναισθήματα εκφράζονται έντονα, μέσα από εικόνες, μεταφορές και, συχνά, υπερβολή — όχι ως λογοτεχνικό τέχνασμα, αλλά ως γνήσια αντανάκλαση μιας βαθιάς εσωτερικής αλήθειας. Είναι η αλήθεια ενός λαού που έχει βιώσει το τραύμα, την απώλεια και την αδικία, αλλά που δεν έπαψε ποτέ να αγωνίζεται.
Ο κυπριακός λαός κουβαλά στις πλάτες του ιστορία δώδεκα χιλιάδων ετών και, παρά τις πληγές του, συνεχίζει να αναπνέει, να δημιουργεί, να ελπίζει. Αυτή η επιμονή πηγάζει από τη δύναμη της αγάπης — αγάπης για την πατρίδα, για τις ηθικές αξίες, για την αληθινή του ταυτότητα. Όταν η αγάπη αυτή είναι αυθεντική, μπορεί να γίνει πυξίδα και στήριγμα, να μας κρατήσει όρθιους στα πιο δύσκολα. Είναι αυτή η αγάπη που σώζει και μας ωθεί, έστω μέσα από τον θρήνο, να συνεχίζουμε.
Τα ποιήματά μου είναι εκτενή γιατί νιώθω πως κάποια βιώματα, κάποιες μνήμες και συναισθήματα, δεν μπορούν να χωρέσουν σε λίγους στίχους. Χρειάζονται χώρο για να αναπνεύσουν, να ξεδιπλωθούν, να ειπωθούν όπως τους αξίζει. Δεν με απασχολεί η "οικονομία του λόγου" όταν γράφω — με απασχολεί η αλήθεια του. Και πολλές φορές αυτή η αλήθεια είναι σύνθετη, πολυεπίπεδη, απαιτεί χρόνο και βάθος.
Όσο για την επιλογή της ελευθερόστιχης ποίησης, προέκυψε σχεδόν φυσικά. Ο ελεύθερος στίχος μού προσφέρει την ελευθερία που χρειάζομαι για να εκφράσω τον εσωτερικό μου κόσμο χωρίς περιορισμούς. Δεν με δεσμεύει η μορφή, αλλά η ουσία. Έτσι, μπορώ να αφήσω τη σκέψη να ρέει πιο αυθόρμητα και πιο αληθινά, ακολουθώντας τον ρυθμό του συναισθήματος, όχι του μέτρου.
Η ποίηση, για μένα, δεν είναι κατασκευή, είναι μαρτυρία. Κι όταν καταθέτεις μαρτυρία, την αφήνεις να ειπωθεί όπως πραγματικά είναι — χωρίς φίλτρα, χωρίς φόρμες που την περιορίζουν.
Σε ποιο κοινό απευθύνεστε κυρίως;
Δεν γράφω με σκοπό να απευθυνθώ σε ένα συγκεκριμένο, προκαθορισμένο κοινό. Ωστόσο, παρατηρώ πως τα ποιήματά μου βρίσκουν απήχηση κυρίως σε ανθρώπους που έχουν πληγεί με κάποιον τρόπο — είτε από την απώλεια, είτε από τον ξεριζωμό, είτε από την ίδια την πορεία της ζωής που δεν ήταν πάντα γενναιόδωρη. Απευθύνομαι, θα έλεγα, σε εκείνους που κουβαλούν μέσα τους μνήμη, σε εκείνους που δεν φοβούνται να βουτήξουν βαθιά στα συναισθήματά τους, που ψάχνουν ακόμη το «γιατί» πίσω από τον πόνο, αλλά και την ελπίδα.
Είναι οι άνθρωποι που δεν ικανοποιούνται με την επιφάνεια, που χρειάζονται τη γλώσσα σαν εργαλείο κατανόησης του εαυτού και του κόσμου. Μπορεί να είναι νέοι ή μεγαλύτεροι, δεν έχει σημασία. Αυτό που τους ενώνει είναι η ευαισθησία, η ανάγκη για ουσιαστική επικοινωνία και —τολμώ να πω— η πίστη πως η ποίηση μπορεί ακόμη να αγγίξει την καρδιά.
Είστε ευχαριστημένη από τη μέχρι τώρα συνεργασία σας με το νέο εκδοτικό σας σπίτι, τις εκδόσεις «Μετρονόμος»;
Είμαι βαθιά ευγνώμων για τη συνεργασία μου με τον εκδοτικό οίκο Μετρονόμος. Από την πρώτη στιγμή με αγκάλιασαν με ειλικρίνεια, επαγγελματισμό και πίστη στο έργο μου. Νιώθω ότι βρίσκομαι σε ένα δημιουργικό και ανθρώπινο περιβάλλον, που σπανίζει σήμερα. Θέλω να ευχαριστήσω από καρδιάς όλους τους ανθρώπους του εκδοτικού, και ιδιαίτερα την Ιωάννα, που από την αρχή πίστεψε σε μένα και στάθηκε δίπλα μου με σεβασμό και εμπιστοσύνη.
Έχετε επόμενα συγγραφικά σχέδια; Ποια είναι αυτά αν όντως υπάρχουν; Μπορείτε να μας τα ανακοινώσετε;
Ναι, βέβαια. Δε σταματώ ποτέ να γράφω, γιατί τότε θα πάψω να αναπνέω. Η γραφή είναι για μένα τρόπος ύπαρξης, ένας διάλογος με τον εαυτό μου και με τον κόσμο γύρω μου. Αυτή την περίοδο δουλεύω πάνω σε μια νέα ποιητική ενότητα, που κινείται και πάλι γύρω από τον άξονα της μνήμης, αλλά με μια πιο εσωτερική ματιά — πιο στοχαστική, ίσως και πιο συμφιλιωτική. Παράλληλα, υπάρχουν σκέψεις και για ένα πεζό έργο, που όμως βρίσκεται ακόμη σε πρώιμο στάδιο. Δεν βιάζομαι· κάθε έργο έχει τον δικό του ρυθμό, τον δικό του χρόνο ωρίμανσης.
Πείτε μας μια ευχή σας για το μέλλον που θα θέλατε να πραγματοποιηθεί.
Εύχομαι πάνω απ’ όλα να έχω υγεία — εγώ, η οικογένειά μου, όσοι αγαπώ κι ο κόσμος ολόκληρος. Όταν υπάρχει υγεία, όλα τα άλλα γίνονται ή παλεύονται. Κι όσο έχω φωνή, θα συνεχίσω να γράφω. Γιατί η γραφή για μένα δεν είναι μόνο δημιουργία. Είναι τρόπος να υπάρχω, να θυμάμαι, να κατανοώ, να ελπίζω. Μέσα από τη γραφή συνεχίζω και ζω.
Κυρία Σοφού, σας ευχαριστώ πολύ για την παραχώρηση αυτής της συνέντευξης. Σας συγχαίρω για το νέο σας βιβλίο και εύχομαι από καρδιάς να είναι καλοτάξιδο.
Αγαπητή κυρία Πετρίδου, εγώ σας ευχαριστώ από τα βάθη της καρδιάς μου για την ευκαιρία που μου δώσατε να παρουσιάσω το έργο μου μέσα από τη δική σας φωνή. Είμαι πραγματικά ευγνώμων για τη βιβλιοκριτική σας, για τη θερμότητα, την κατανόηση και τον σεβασμό με τον οποίο προσεγγίσατε τα ποιήματά μου.
Σας εύχομαι ολόψυχα να είστε πάντα υγιής και χαρούμενη, να χαίρεστε όσους αγαπάτε και να συνεχίσετε να γράφετε τόσο όμορφα, γιατί η γραφή σας εμπνέει και αγγίζει.
Η Γιάννα Σοφού γεννήθηκε και ζει στη Λεμεσό. Έχει παρουσιάσει τρεις ατομικές εκθέσεις ζωγραφικής (2002,2004, 2013), με ιδιαίτερη επιτυχία. Έχει εκδώσει τα βιβλία Τα μυστικά της ψυχής (2016) και Οι μικρές μεγάλες ιστορίες της καρδιάς (2018). Είναι μέλος του Παγκύπριου Συλλόγου Συγγραφέων και της Εταιρείας Λογοτεχνών «Βασίλης Μιχαηλίδης», όπου το 2022 απέσπασε το Α' βραβείο συγγραφής στον 2ο Πανελλήνιο Διαγωνισμό για τα 100 χρόνια από τη Μικρασιατική Καταστροφή. Το Νοσταλγώ τις ζωντανές μέρες είναι η πρώτη της ποιητική συλλογή.
Διαβάστε τη βιβλιοκριτική μας για το βιβλίο εδώ
0 Σχόλια