Σπύρος Φλώρος: "Το διάβασμα είναι μέρος και συνδιαμορφωτής του είναι μας"


Ο φιλόλογος και συγγραφέας Σπύρος Φλώρος φιλοξενείται σήμερα στις Τέχνες με αφορμή το νέο του βιβλίο με τίτλο «Οὐδεὶς ἑκὼν κακός» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Ελκυστής».
Διαβάστε τη συνέντευξη που ακολουθεί.

Συνέντευξη στη Στέλλα Πετρίδου


Κύριε Φλώρο, ασχολείστε με τη συγγραφή εδώ και πολλά χρόνια. Γιατί; Τι ήταν αυτό που σας ώθησε να εκφραστείτε μέσω αυτής;

Ο Νίτσε λέει κάπου, πολύ εύστοχα, ότι κανένας καλλιτέχνης δεν ανέχεται το πραγματικό. Νομίζω κανείς δεν απέδωσε καλύτερα και πιο λιτά το «γιατί» της συγγραφής. Είναι η δημιουργία ενός κόσμου άλλου, διότι ποτέ η πραγματικότητα δεν μπορεί να καλύπτει κάθε ανάγκη του ανθρώπου. Ο καθένας λοιπόν ζητά αυτή την άλλη πραγματικότητα. Ο καλλιτέχνης μοχθεί να τη γεννήσει ο ίδιος.

Ποιος θεωρείτε ότι είναι ο σκοπός της λογοτεχνίας στις μέρες μας; Τι έχει να προσφέρει στον σύγχρονο άνθρωπο;

Ό,τι είχε να προσφέρει πάντα. Στοχασμό, ηδονή, γαλήνη, ταξίδι, πληρότητα. Μπορούμε να πούμε τόσα ακόμη. Αλλά μάλλον δεν χρειάζεται, διότι για αυτόν που διαβάζει, η απάντηση είναι αυτονόητη: το διάβασμα είναι κομμάτι της ζωής, ένα μάλιστα, από τα πιο ουσιώδη, είναι μέρος και συνδιαμορφωτής του είναι μας.

Έχετε καταπιαστεί με διάφορα είδη του λόγου. Ωστόσο, θα ήθελα να σας ρωτήσω αν τρέφετε ιδιαίτερη αδυναμία σε κάποιο από αυτά τα είδη και γιατί.

Όχι. Όταν κάτι ξεκινά και γράφεται, σημαίνει ότι εκείνη τη στιγμή αυτός είναι ο τρόπος που απαιτεί να εκφραστεί. Ο Τίτος Πατρίκιος λέει «σε βρίσκει η ποίηση». Πράγματι, άλλες στιγμές σε βρίσκει η ποίηση, άλλες ο μύθος, το θέατρο. Κάποια στιγμή, μια σκέψη, μια φράση, μια ιδέα έρχεται και γίνεται δοκίμιο… Έτσι γεννήθηκε το τελευταίο βιβλίο μου. Απλώς ήρθε. Και όταν γραφόταν, ήταν απόλυτο το δόσιμο σε αυτή τη γραφή.

Τι θα συμβουλεύατε έναν νέο άνθρωπο που επιθυμεί ν’ ασχοληθεί με την συγγραφή;

Αν και είμαι εναντίον συμβουλών, θα έδινα μόνο μία: να διαβάσει πολύ, πάρα πολύ.

Η κρίση αναμφίβολα έχει επηρεάσει σημαντικά την τέχνη και φυσικά τη λογοτεχνία. Μπορεί σήμερα ένας συγγραφέας να βιοποριστεί μόνο από τα έργα του;

Προφανώς, η συντριπτική πλειονότητα όχι. Ελάχιστοι συγγραφείς στην Ελλάδα μπορούν να βιοποριστούν από τα έργα τους.

Μπορεί να υπάρξει δημιουργία χωρίς έμπνευση; Εσείς ως δημιουργός, που έχετε διανύσει μια αξιόλογη πορεία στο χώρο των γραμμάτων, πιέσατε ποτέ τον εαυτό σας να δημιουργήσει κατά παραγγελία;

Δεν είχα την τύχη να μου παραγγείλουν, ώστε να ξέρω πώς είναι. Αστειεύομαι. Ωστόσο, αν μιλάμε για παραγγελία από τον ίδιο τον εαυτό μου, όχι. Μόνο όταν υπάρχει η στιγμή, η λάμψη, μόνο τότε μπορώ να γράψω.

Δέχεστε επιρροές από άλλους αγαπημένους συγγραφείς στα έργα σας ή δεν το θεωρείτε απαραίτητο;

Εννοείται. Δεν είναι ότι γίνεται συνειδητά. Δεν πιάνεις το χαρτί και το μολύβι και λες «τώρα θα γράψω σαν τον Ντοστογιέφσκι, τον Κούντερα ή τον Σοφοκλή. Μα, αν με αυτούς τρέφεσαι, ανασαίνεις ή μεθάς, τότε και στο δικό σου αίμα, ανεπαίσθητα, κάτι από το πνεύμα το δικό τους θα κυλά. Κι ας είναι χάος αυτό που μας χωρίζει, ποιοτικά, από αυτούς.

Τι μπορεί να αποτελέσει έμπνευση για εσάς;

Βιώματα σίγουρα. Λέξεις… λέξεις σκόρπιες, μια κουβέντα στον δρόμο, μια φράση σε ένα βιβλίο. Και κάτι που δεν μπορεί να προσδιοριστεί: κάποιες φωνές που έρχονται άγνωστο από πού και να ακουστούν ζητάνε.

Το αναγνωστικό κοινό στην Ελλάδα στηρίζει τις προσπάθειες των Ελλήνων συγγραφέων και πιο συγκεκριμένα των νέων; Τι πιστεύετε;

Νομίζω δεν έχουμε ένα ικανοποιητικό, σε αριθμό, αναγνωστικό κοινό. Η πλειονότητα των Ελλήνων δεν διαβάζει σχεδόν καθόλου. Όσο καλή διάθεση κι αν υπάρχει, πόσο να στηρίξει αυτό το περιορισμένο αναγνωστικό κοινό τα τόσα βιβλία που κυκλοφορούν;


Πρόσφατα κυκλοφόρησε το τελευταίο σας βιβλίο με τίτλο «Οὐδεὶς ἑκὼν κακός» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Ελκυστής». Μιλήστε μας γι’ αυτό.

Αν θα έπρεπε να το εντάξουμε σε κάποιο είδος, θα λέγαμε ότι είναι δοκίμιο. Με πρώτη ύλη τον λόγο, το πνεύμα, τη φιλοσοφία των μεγάλων στοχαστών και με βάση τα μεγάλα έργα της αρχαιότητας, διατυπώνονται σκέψεις πάνω σε ζητήματα όπως το καλό και το κακό, η ελευθερία της βούλησης, η αγάπη, όπως τη νοεί η Αντιγόνη, ο Ιησούς.

Πώς προέκυψε ο τίτλος του βιβλίου σας; Τι υποδηλώνει;

Η φράση αυτή που αποδίδεται στον Σωκράτη, αποτελεί ένα από τα βασικά θέματα του βιβλίου. Το κακό, όταν το πράττουμε, το κάνουμε συνειδητά; Είναι προϊόν ελεύθερης επιλογής; Μήπως ακόμη και το ειδεχθέστερο έγκλημα αποκτά νομιμοποίηση στη συνείδηση αυτού που του διαπράττει; Είναι σίγουρα ένοχη η Μήδεια; Μήπως ως θύματα πλάνης προβαίνουμε στην τέλεση του κακού, το οποίο στη συνείδησή μας είναι πράξη απόδοσης δικαιοσύνης;

Τελικά το βιβλίο σας αποτελεί ένα συμπόσιο του Σωκράτη, της Μήδειας, της Αντιγόνης, του Κρέοντα, του Ιησού και άλλων συμποτών ή μήπως όχι;

Συμπόσιο, υπό τη συμβατική έννοια του όρου, δεν υπάρχει. Όμως, ο λόγος της Αντιγόνης, του Κρέοντα, του Σωκράτη, του Ιησού, αναδυόμενοι από τα βάθη των αιώνων, έρχονται να κινήσουν εκ νέου τη σκέψη, να γεννήσουν ερωτήματα ξανά και ξανά, καθώς, άλλωστε, όπως λέει κι ο Σωκράτης, «ου βιωτός ο ανεξέταστος βίος», δεν είναι αξιοβίωτος ο αφιλοσόφητος βίος. Αυτό, λοιπόν, εμπράκτως είναι που γέννησε και το βιβλίο αυτό.

Τι στόχο έχει το βιβλίο σας; Να ψυχαγωγήσει απλά τον αναγνώστη, ή να του ξαναφρεσκάρει τα προαιώνια ερωτήματα που έθεσαν κάποτε οι συμπότες, ώστε να ασχοληθεί ξανά μαζί τους;

Στόχο και φιλοδοξία, κυρίως, να χαρίσει στον αναγνώστη την ηδονή της ανάγνωσης, της σκέψης, του προβληματισμού. Το διάβασαν άνθρωποι και μου είπαν πως τους γεννήθηκαν σκέψεις, πως πέρασαν κάποιες στιγμές, συζητώντας όσα διάβασαν. Αυτό είναι το επιθυμητό.

Τι περισσότερο προσφέρει στον αναγνώστη το βιβλίο σας σε σχέση με ένα βιβλίο φιλοσοφίας αναλόγου περιεχομένου;

Ίσως θα ήταν αλαζονεία να πω «περισσότερο» κ.λπ. Ας προσφέρει όσα είπαμε πιο πριν και αυτό θα αποτελεί ικανοποίηση. Ίσως, σε σχέση με ένα βιβλίο «καθαρής φιλοσοφίας», εδώ έχουμε να κάνουμε με ένα βιβλίο που μπορεί να διαβαστεί και από αναγνώστες χωρίς μια βαθιά γνώση φιλοσοφίας.

Μιλήστε μας για το εκδοτικό σπίτι. Είστε ευχαριστημένος από τη συνεργασία σας με τις εκδόσεις «Ελκυστής»;

Η συνεργασία με τον εκδοτικό οίκο «Ελκυστής», η οποία ήταν και η πρὠτη μας συνεργασία, υπήρξε, με μια απλή κουβέντα, όπως θα έπρεπε να είναι κάθε συνεργασία: με βάση της τον αμοιβαίο σεβασμό! Δεν χρειάζεται να ειπωθεί τίποτε άλλο. Διότι αυτό, που θα έπρεπε να είναι αυτονόητο, μόνο ως τἐτοιο δεν εμφανίζεται σε πλήθος συνεργασιών πάσης φύσεως.

Ετοιμάζετε κάτι νέο συγγραφικά αυτή την περίοδο ή είναι πολύ νωρίς ακόμα;

Ένας άνθρωπος που γράφει, ποτέ δεν σταματά να ετοιμάζει κάτι. Πέρασε και η περίοδος της πανδημίας, η οποία υπήρξε περίοδος ασταμάτητης δημιουργικότητας. Μέσα, λοιπόν, σε κάτι συρτάρια υπάρχουν γραφές, που κάποια στιγμή, πιθανώς, θα βρουν τον δρόμο τους…

Μια ευχή σας που θα θέλατε να πραγματοποιηθεί;

Πέραν των αυτονόητων που δεν χρειάζεται να αναφερθούν, να κερδίσω χρόνο ελεύθερο για όσα πραγματικά αγαπώ.


Πριν κλείσουμε τη συζήτηση θα ήθελα να μας παραθέσετε ένα μικρό απόσπασμα από το βιβλίο σας. 

1. Το συμπέρασμα προκύπτει μάλλον αβίαστα και αναμφισβήτητα: η Μήδεια -έστω και εν μέσω μιας τύφλωσης του νου, μιας παραφροσύνης, η οποία, εκπορευόμενη από τη ζήλια, το πάθος, την ταπείνωσή της στρεβλώνει έννοιες, αξίες, αρχές και κώδικες ηθικής– φέρει τη βεβαιότητα, την πεποίθηση ότι, ως εκφραστής ενός θείου νόμου, ως εντολοδόχος της τιμής και της τάξης που απαιτεί να εγκαθιδρυθεί, αναλαμβάνει το σκληρό αυτό έργο. Όταν επανειλημμένα προσάπτει στον Ιάσονα τον ψόγο της τέλεσης θεομίσητου έργου, άνομης, άδικης πράξης, τότε το έργο της προσλαμβάνει στη δική της νόηση και τον δικό της ηθικό κώδικα τα ποιοτικά χαρακτηριστικά μιας ρομφαίας, η οποία –έστω και αν σκληρή, αιμοδιψής, δαιμονικά πλήττουσα τον ιερότερο ανθρώπινο δεσμό– προσπίπτει για να αποδώσει το δίκαιο μερίδιο κατά τις πράξεις των ανθρώπων.

2. Στον διάλογο Κρέοντος- Αντιγόνης, σε αυτό το μνημειώδες κείμενο, σε έναν διάλογο που μοιάζει να εξελίσσεται σε έναν διάλογο κωφών, όπου τα δύο μέρη αδυνατούν στην πραγματικότητα να επικοινωνήσουν αφού αποτελούν δύο εκ διαμέτρου αντίθετους κόσμους, φορείς δύο αξιακών κωδίκων ολωσδιόλου ασύμβατων, όταν το αδιέξοδο φαντάζει αναπόφευκτο, η Αντιγόνη θα εκστομίσει τον μέγιστο των λόγων: «οὔτοι συνέχθειν, ἀλλὰ συμφιλεῖν ἔφυν», στίχος 523 . Δεν έχω γεννηθεί για να μοιράζομαι το μίσος με τους ανθρώπους, αλλά την αγάπη. Ο Σοφοκλής στο σημείο αυτό έρχεται να χαρίσει στην ανθρωπότητα έναν λόγο που υπερβαίνει κατά πολύ την εποχή του, τον ίδιο τον άνθρωπο, ίσως ολόκληρο το πλέγμα αξιών το οποίο έχει αναπτυχθεί και εμποτίσει την αρχαία ελληνική διανόηση από τους ομηρικούς χρόνους και εντεύθεν. Ο Σοφοκλής ίσως κάνει το πιο μεγάλο βήμα, ένα άλμα της ανθρώπινης νόησης, ηθικής και, εν τέλει, μία υπέρβαση της ίδιας της ανθρώπινης φύσης. Ωστόσο, όπως θα επιχειρήσουμε να δείξουμε, το άλμα αυτό θα αποτύχει να αποτελέσει το απόλυτο μιας καθολικά ανατρεπτικής, πρωτοπόρου διδασκαλίας. Ο Σοφοκλής θα απογειωθεί, θα αποκολληθεί από τη γη, θα πετάξει σε σφαίρες ανώτερες· ωστόσο, το ανώτερο, καθαρό, άσπιλο φως του Ήλιου δεν θα το αγγίξει. Θα μείνει μια απόσταση που πρέπει ακόμη να διανυθεί. Αυτό θα γίνει αργότερα. Τι εννοούμε; Τι μέγα έπραξε ο Σοφοκλής; Σε τι μεγαλειωδέστερο αστόχησε; Θα εξηγήσουμε αργότερα. Ξεκινώντας από το βασικό μας ζητούμενο, το οποίο αφορά τη Μήδεια και την αναζήτηση της δύναμης εκείνης, η οποία δύναται να δράσει ανασταλτικά απέναντι σε κάθε ορθή ή εσφαλμένη αίσθηση περί δικαίου, η οποία γεννά και την τάση της εκδίκησης, βρίσκουμε την απάντηση στη δύναμη της αγάπης. Μόνο όταν η αγάπη δρα ως ανώτερη αρχή, ως κινητήριος δύναμη των πάντων, έρχεται να θέσει στο περιθώριο κάθε αίσθημα προσωπικής ατίμωσης και αδικίας, αισθήματα τα οποία, εδραζόμενα πάνω στην κυριαρχική ισχύ του ανίκητου εγώ, θα δρομολογήσουν τις αντιδράσεις, τις πράξεις που θα πηγάσουν από την κοίτη εκείνη που γεννά εκδίκηση, έστω και μια τόσο «νομιμοποιημένη», καθαγιασμένη ή, έστω, απενεχοποιημένη εκδίκηση, η οποία αποδίδει δικαιοσύνη, επαναφέρει την τάξη και την ισορροπία και την κοντινή ή συμπαντική αρμονία. «Δεν γεννήθηκα για να μοιράζομαι το μίσος, αλλά την αγάπη» διακηρύσσει η Αντιγόνη. Ο Σοφοκλής κλείνει τη συζήτηση περί δικαίου, αδίκου, ηθικού, ανήθικου, θεϊκού ή ανθρωπίνου νόμου με την τελεσίδικη κρίση να ομνύει στο όνομα, στην ανώτερη αρχή της αγάπης. Χιλιάδες χρόνια μετά, ο Albert Camus θα γράψει: «Αν είχα να γράψω ένα βιβλίο περί ηθικής, θα είχε 100 σελίδες, οι 99 λευκές. Στην τελευταία θα έγραφα: Δεν γνωρίζω άλλο χρέος από την αγάπη». Η Μήδεια δεν γνωρίζει μία τέτοια ηθική. Η Μήδεια δεν κατέχει από ένα τέτοιο ιδεώδες, όπως το εκστομίζει η Αντιγόνη. Σίγουρα δεν είναι η μόνη. Η πρόταξη της αγάπης ως ανωτέρας των πάντων αρχής δεν αποτελεί σε καμιά περίπτωση κυρίαρχη τάση. Κάθε άλλο! Ας υποθέσουμε ότι η Μήδεια εμφορείται από μία βούληση που την ωθεί να δρα με μόνη κινητήριο δύναμή της την αγάπη. Την αγάπη νοούμενη μόνο υπό την προϋπόθεση ύπαρξης δύο αρχών, αν θέλει δικαίως να λογίζεται ως αγάπη και να φέρει το όνομα αυτό ως πράξη κύρωσης του περιεχομένου της και όχι ως ατίμωσή του: πρώτον, την εκμηδένιση ή έστω (ας γίνουμε λίγο διαλλακτικοί, ας δώσουμε χώρο στο ανθρώπινο της φύσης), την αποδυνάμωση, περιθωριοποίηση του εγώ και δεύτερον, την ενυπάρχουσα δύναμη της συγχώρεσης μέσα στην πράξη (όχι απλώς στο αίσθημα) που ορίζεται ως αγάπη. Μία Μήδεια φορέας μιας τέτοιας αρχής, υπερβαίνει το άδικο, παραβλέπει την ατίμωση, απαξιώνει την όποια διόγκωση ενός εγώ. Αν μέλημα και βούληση και όρος του ζῆν είναι για τη Μήδεια το βίωμα ή, κατά τον σοφόκλειο λόγο, το συν-βίωμα της αγάπης, τότε το μαχαίρι δεν έχει καμία θέση στο χέρι της μάγισσας. Ομοίως ο άνθρωπος που σήκωσε το χέρι του, που άρπαξε το δικό του το μαχαίρι, το όπλο, το όποιο, τέλος πάντων, φονικό μέσο βρήκε και σκότωσε τον άλλον άνθρωπο, την άπιστη ή ταπεινωτική γυναίκα, τον άπιστο ή βίαιο άνδρα, τον καταχραστή αδερφό, αν μέσα του έφερε ως νόμο απόλυτο, ως μόνη ηθική επιταγή εκείνη της αγάπης, τίποτε δεν θα έπραττε κατά αυτόν τον τρόπο. Το ατιμασμένο εγώ, το αίσθημα του δικαίου, το δικαιολογημένο ή όχι αίσθημα προσβολής ή ατίμωσης δεν ακυρώνονται, δεν σβήνονται, όμως ατροφούν, περιθωριοποιούνται, παύουν να κινούν τα νήματα των πράξεων, της ιστορίας της ίδιας. Όλο και μικραίνουν ως κινητήριες δυνάμεις, όλο και συρρικνώνονται, κουλουριάζονται ηττημένα και μοιάζουν πια με ένα απλό ενοχλητικό ερέθισμα, σαν μια απλή φαγούρα, λίγο ενοχλητική κάποτε, μα ακίνδυνη και περαστική.

Κύριε Φλώρο, σας ευχαριστώ πολύ για την όμορφη συζήτηση και σας εύχομαι καλή και δημιουργική συνέχεια στο συγγραφικό σας έργο.

Αγαπητή κυρία Πετρίδου, εγώ σας ευχαριστώ θερμά και εύχομαι να συνεχίσετε πάντα με τον ίδιο ζήλο να υπηρετείτε το βιβλίο και τον πολιτισμό, εν γένει.


Βιογραφικό:

Ο Σπύρος Φλώρος γεννήθηκε το 1974 στην Αθήνα και σπούδασε Κλασική Φιλολογία στο πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, και Φιλοσοφία στο Ε.Κ.Π.Αθηνών. Εργάζεται ως φιλόλογος.

Έργα του ιδίου:

▶ «…και λίγο φως»,
Ελληνοεκδοτική, 2015
(ποίηση)

▶ «Σύμβολο νέας πίστεως»,
Γαβριηλίδης, 2018
(ποίηση)

▶ «Μια φορά και διάφορους
καιρούς…»,
Ζαχαρόπουλος, 2020
(ποίηση)

▶ «…Και δικαιοσύνη για όλους»,
Κέδρος, 2021
(μυθιστόρημα)


Δημοσίευση σχολίου

0 Σχόλια