Ήσουν ωραία όταν γελούσες: Ένα διήγημα της Γεωργίας Κοκκινογένη

 


«Ήσουν ωραία όταν γελούσες, μοσχοβολούσες σαν πασχαλιά…».

Τα άκουγε στο ραδιόφωνο ανάμεσα στις ειδήσεις, τα σχόλια, τα ρεπορτάζ  της πρωινής εκπομπής.

Επίσης και το άλλο: «…σα λεμονιά τα στήθη του μυρίζουνε κι όλα τα μπλε στα μάτια του γυαλίζουνε…»

Το κορμί της ίσιωνε εκεί  που καθάριζε τις πολλές πατάτες για τις βραδινές μερίδες.

Δεν είχε σημασία τι σπούδασε. Τα έξοδα ήταν πολλά για να υποστηρίξει τους δύο εφήβους που μεγάλωνε.

Το καλοκαίρι η πατάτα έφερνε κέρδος. Το τουριστικό χρήμα εύκολο και γρήγορο.

Κι έτσι δεν έπαιρνε και  πολύ στα σοβαρά τον επιχειρηματία που της γκρίνιαζε μια για το ένα μια για το άλλο.

Εκείνη είχε μέσα στ' αυτιά της εκείνα τα τραγούδια της παιδικής της νιότης. Στα μάτια της μπροστά τα δικά της βλαστάρια και το λεμόνι της καλοψημένης  σαρδέλας  που απολάμβανε τις Κυριακές  με  το σύζυγο.

Ο άλλος  ήθελε τα λεφτά του, τα πολλά, τα δικά του, τα πιο πολλά, τα περισσότερα. Καλά, στο λύκειο δεν ήταν άριστη  στ' αρχαία για να θυμάται: «τοδ΄  εκ διδάσκει  και  παραλάσσει  φρένας»   του Κρέοντα.

«καβάλα στο δελφίνι τον κόσμο γύρισα»

- μήπως χασάπικο;

Θα προλάβανε το βράδυ αργά να κάνει ένα χορευτικό πέρασμα. Να διώξει το κακό με το καλό. Να ξορκίσει τη γκρίνια και τη μιζέρια με το δικό της κεφάλαιο: το μεράκι που διδάχτηκε από παιδί.

Το απομεσήμερο έπιανε για λίγο το κέντημα, πάντα τοις μετρητοίς ή ήθελε να βγει στις γλάστρες της, να περιποιηθεί το χρωματιστό κήπο,  να  καταβρέξει το γάτο με το καλλιτεχνικό όνομα και να μοιραστεί με το σύντροφό της το μυρωδάτο καφέ. Είχε ήδη πλέξει τα μαλλιά της σε κοτσίδα για να μην ζεσταίνεται και ούτως ώστε αύριο να είναι έτοιμες οι σκάλες όταν θα τα άφηνε λυτά.

Η βεράντα της, σελίδα από maison decoration.

Θα μπορούσες να τη ζηλέψεις. Δεν χρειαζόταν πολλά πράγματα για να είναι χαρούμενη. Στα δύσκολα έπιανε το τραγούδι  «….το θαλασσινό τριφύλλι ποιος θα βρει να μου το στείλει…» Πάει και στη χορωδία όποτε προλαβαίνει. Η φωνή της βρίσκει μια  κάποια καλλιτεχνική χρήση.

Ανέμελη και υπεύθυνη μαζί, πρακτική και ρομαντική συνάμα, όμορφη και  εργατική, φτωχή σχεδόν, σε χρήμα, ζωντανή και αισιόδοξη. Υπό το άγρυπνο βλέμμα του κάθε φορά εργοδότη δεν χάνει η φωνή της τη μουσική επένδυση:

 «τρέξε πέτα χελιδόνι /φερ΄της  Βενετιάς  βελόνι/ να κεντήσει στο μαντήλι/ τη χαρά της να μου στείλει».


Φωτογραφία: Lesly Juarez

Δημοσίευση σχολίου

0 Σχόλια