Βλάσης Τρεχλής: "Η λογοτεχνία με συνόδευσε σε όλες τις φάσεις της ζωής μου"


Τον γοητεύει η γλώσσα και η λογοτεχνία, γι' αυτό και ασχολείται και με τα δύο από αγάπη. Μετρά πέντε βιβλία έως τώρα στη συγγραφική του πορεία, με τελευταίο το μυθιστόρημά του 
«Εγώ, η Ευρώπη», που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις «Αρμός». Είναι ο συγγραφέας Βλάσης Τρεχλής και σήμερα φιλοξενείται στις Τέχνες, για να μας μιλήσει για τον ίδιο, αλλά και για το νέο του βιβλίο στη συνέντευξη που ακολουθεί.

Συνέντευξη στη Στέλλα Πετρίδου


Κύριε Τρεχλή, πείτε μας δυο λόγια για τη συγγραφική σας δραστηριότητα.

Πέντε βιβλία συνολικά από το 2006 μέχρι σήμερα. Μια θαλασσινή περιπέτεια το Ταξίδι στη Λευκή Θάλασσα (εκδόσεις Αρμός). Μια στοχαστική μελέτη πάνω στο έργο και στην προσφορά του Μάνου Χατζιδάκι στο ελληνικό τραγούδι και στη μεταπολεμική ελληνική κοινωνία Το αρχαϊκό χαμόγελο του Μάνου Χατζιδάκι (εκδόσεις Οδός Πανός). Μια μυθιστορηματική βιογραφία του μεγάλου μας ποιητή το τρίτο μου βιβλίο με τίτλο: Ανδρέας Κάλβος. Το χαμένο πορτραίτο (εκδόσεις Κέδρος). Ένα ταξίδι μετανάστευσης και ένα ταξίδι στα μεγάλα γεγονότα και στα σπουδαία καλλιτεχνικά κινήματα της Ευρώπης πριν από τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο το Hotel New York (εκδόσεις Κέδρος). Και τώρα το Εγώ, η Ευρώπη (εκδόσεις Αρμός).

Για ποιο λόγο αποφασίσατε να στρέψετε το ενδιαφέρον σας στη λογοτεχνία; Ποιο υπήρξε το βασικό ερέθισμα που σας ώθησε προς αυτή την κατεύθυνση;

Είναι παράξενο, αλλά το πρώτο βιβλίο που διάβασα ως πιτσιρίκι δεν ήταν λογοτεχνικό. Η οικογένειά μου, όπως οι περισσότερες οικογένειες εκείνη την εποχή, νοιάζονταν για την τροφή του σώματος και παραμελούσαν την πνευματική τροφή. Τότε, λοιπόν, στον σταφιδικό συνεταιρισμό, που ήταν δίπλα στο σπίτι μου, αποφάσισαν να κάψουν διάφορα άχρηστα πράγματα. Ανάμεσά τους ένα βιβλίο με τίτλο: «Η εργάτρια μέλισσα και ο αγρότης», που πρόλαβα να το σώσω και στη συνέχεια το διάβασα και το ξαναδιάβασα πολλές φορές. Στην ουσία, αυτό το βιβλίο με εξοικείωσε με το διάβασμα. Ακολούθησε η ανάγνωση έργων της κλασικής λογοτεχνίας που κατάφερνα να τα προμηθεύομαι με διάφορους ευφάνταστους τρόπους μέχρι να μπορώ να τα αγοράζω ο ίδιος. Η λογοτεχνία με συνόδευσε σε όλες τις φάσεις της ζωής μου. Κι έπειτα, σαν κάτι να ωρίμασε μέσα μου, ξεκίνησα να γράφω. Και έκτοτε δεν έχω σταματήσει.

Τι μπορεί να αποτελέσει έμπνευση για εσάς;

Καθετί. Ένα πρόσωπο, ένα χαμόγελο, μια ρυτίδα, μια εικόνα, μια σκέψη, μια λέξη, ένα όνειρο.

Υπήρξε κάποιο γεγονός στη ζωή σας που νιώσατε την ανάγκη να το μεταφέρετε στο χαρτί;

Οι άνθρωποι που με ξέρουν καλά μου λένε πως με συναντούν συχνά μέσα στα βιβλία μου. Κάτι που κάνει ένας μου ήρωας, κάτι που λέει ένας άλλος, κάτι που σκέφτεται ένας τρίτος, φαίνεται ότι ξεπατικώνουν πράξεις, λόγια και σκέψεις δικές μου. Αν όμως με ρωτάτε για κάποιο συγκεκριμένο γεγονός που σχετίζεται με τη ζωή μου και το έκλεισα σε ένα βιβλίο, τότε ναι, στο τρίτο μου βιβλίο με τίτλο Hotel New York, αφηγούμαι την ιστορία του παππού μου που έφυγε από ένα χωριό της Αχαΐας για την Αμερική.

Έγιναν τα πράγματα έτσι όπως τα περιγράφω στο βιβλίο μου; Μια συμβουλή θα σας δώσω: ποτέ μην πιστεύετε όσα γράφουν οι συγγραφείς, είναι μεγάλοι παραμυθάδες.

Ποιος θεωρείτε ότι είναι ο σκοπός της λογοτεχνίας; Τι έχει να προσφέρει στον άνθρωπο;

Τίποτα που να μετριέται με όρους αριθμητικούς. Η λογοτεχνία είναι κάτι περιττό, που όμως χωρίς αυτήν δεν μπορούμε να ζήσουμε ή, καλύτερα, δεν μπορούμε να αθανατιστούμε. Ο Αχιλλέας, ο Ορέστης, ο Δον Κιχώτης, ο Φάουστ, η Άννα Καρένινα, ο Γιάννης Αγιάννης και ο Ιαβέρης, η Έμμα Μποβαρύ, ο κόμης Μοντεκρίστο, ο Οδυσσέας Μπλουμ, ο πλοίαρχος Άχαμπ, όλοι αυτοί υπάρχουν επειδή κάποιος τους αφηγήθηκε. Είμαστε όντα αφηγηματικά. Αφηγούμαστε (και μας αφηγούνται), άρα υπάρχουμε.

Οι άνθρωποι με την ολοένα και αυξανόμενη χρήση του διαδικτύου διαβάζουν βιβλία στις μέρες μας;

Κανένας λάτρης του βιβλίου δεν θα το υποκαταστήσει με το διαδίκτυο.

Έχετε πρότυπα ως συγγραφέας; Στα γραπτά σας θα διαπιστώσει ο αναγνώστης επιρροές από άλλους αγαπημένους σας συγγραφείς;

Ένας μεγάλος αριθμός συγγραφέων που τους διάβασα και τους αγάπησα αφήνουν το ίχνος τους στο έργο μου. Ένα ίχνος που τα περιγράμματά του άλλοτε σβήνουν κι άλλοτε είναι πιο εμφανή. Δεν είμαι πάντοτε εγώ που ξεδιαλέγω και αποφασίζω ποιες φωνές θα ακουστούν μαζί με τη δική μου. Καμιά φορά, όσα με τα χρόνια έχουν συσσωρευτεί –στον νου μου; στην ψυχή μου; δεν ξέρω ακριβώς- ξεπηδούν ορμητικά χωρίς να ζητήσουν την έγκρισή μου. Πολλές φορές, όταν ξαναδιαβάζω τα βιβλία μου, πέφτω έκπληκτος πάνω σε κάποια κομμάτια που είναι το αποτέλεσμα μιας τέτοιας δημιουργικής απειθαρχίας.

Είναι η φαντασία καθοριστικός παράγων για την έμπνευση και τη δημιουργία;

Φυσικά. Μαζί με την πολλή δουλειά, την υπομονή και τη συνέπεια. Και την εντιμότητα.

Θεωρείτε χρέος του κάθε δημιουργού να μοιράζεται το έργο του όταν το ολοκληρώσει; Εσείς, στην προκειμένη περίπτωση, γιατί πήρατε την απόφαση να εκδώσετε το νέο σας βιβλίο;

Και βέβαια πιστεύω ότι κάθε συγγραφέας πρέπει να μοιράζεται το έργο του. Εξάλλου, αυτή είναι η χαρά του. Να ξέρει ότι κάπου –άγνωστο πού- κάποιοι άνθρωποι, κρατώντας στα χέρια τους το βιβλίο του, στήνουν κουβεντολόι μαζί του.


Τον Φεβρουάριο του 2024 κυκλοφόρησε το νέο σας μυθιστόρημα με τίτλο «Εγώ, η Ευρώπη» από τις εκδόσεις «Αρμός». Ποια συναισθήματα σας κατέκλυσαν όταν το πιάσατε στα χέρια σας για πρώτη φορά;

Ένιωσα ευτυχισμένος. Δεν είναι υπερβολή. Βρίσκομαι σε μια πολύ ιδιαίτερη στιγμή της ζωής μου και η έκδοση του νέου μου βιβλίου ήταν πραγματικό δώρο για μένα. Οπότε, χρωστάω ένα τεράστιο ευχαριστώ στις εκδόσεις Αρμός και στον Γιώργο Χατζηιακώβου.

Πείτε μας δυο λόγια για το περιεχόμενο της ιστορίας σας.

Το Εγώ, η Ευρώπη είναι ένα βιβλίο που μπορεί να δεχτεί δύο αναγνώσεις. Μπορεί πρώτα-πρώτα διαβαστεί με άξονα την πλοκή του: η πορεία ενηλικίωσης της Ευρώπης Αρμιάνη, μιας νεαρής Ελληνίδας από τα Αμπελάκια της Θεσσαλίας η οποία εγκαθίσταται στη Βιέννη. Εκεί, μέσα από τη γνωριμία της με ανθρώπους καθημερινούς, αλλά και με ανθρώπους του πνεύματος, μέσα από τη φιλία, αλλά και μέσα από την απειλή και τον θάνατο, μαθαίνει τον εαυτό της, την ιστορία της και τον κόσμο. Μπορεί, όμως, να δει κανείς, πέρα από την ατομική περίπτωση, ένα συλλογικό πεπρωμένο, με τις μεγαλειώδεις νίκες και τις συνταρακτικές ήττες του. Ένα πεπρωμένο που έχει σημαδευτεί από αίμα, αλλά έχει επίσης γνωρίσει στιγμές υπέρτατης δόξας. Έχει γεννήσει δημιουργούς, έχει φιλοτεχνήσει αριστουργήματα και έχει προσφέρει υψηλές αξίες και ιδανικά.

Γιατί επιλέξατε τον συγκεκριμένο τίτλο για το εξώφυλλό σας;

Με προβλημάτισε πολύ αυτό το ζήτημα. Ο τίτλος είναι η βιτρίνα του βιβλίου. Πρέπει να λέει πολλά και να υπονοεί ακόμα περισσότερα. Στην αρχή μού πέρασε η ιδέα να βάλω για τίτλο το όνομα της ηρωίδας μου, όπως συνήθιζαν να κάνουν σε πολλά έργα τους οι κλασικοί συγγραφείς. Έπειτα σκέφτηκα το Γλυκιά μου Ευρώπη, αφού έτσι την προσφωνούν οι περισσότεροι άνθρωποι που τη γνωρίζουν. Κατέληξα στο Εγώ, η Ευρώπη. Μου άρεσε η αυτοαναφορικότητα αυτού του τίτλου. Η Ευρώπη ενηλικιώνεται, δυναμώνει. Τολμάει να ξεστομίσει το «εγώ» με περηφάνια για όσα την έκαναν αυτό που έγινε, αλλά δίχως έπαρση. Είναι ένα «εγώ» που συγκεφαλαιώνει και αποδίδει τιμή στους γεννήτορες, βιολογικούς και πολιτισμικούς.

Ποια είναι τα μηνύματα που θέλετε να περάσετε μέσα από την ιστορία σας αυτή;

Παρακολουθώντας τον κόσμο γύρω μου, διαπίστωσα πως ο σύγχρονος άνθρωπος σκοτώνει κάθε μέρα τον Θεό, αποκαθηλώνει τους ήρωες και τους μύθους, λησμονεί τη φιλοσοφία και αγνοεί την ποίηση. Έτσι, χωρίς να το καταλάβει, μένει ολομόναχος, σε μια έκπτωση και μια μοναξιά που δεν την περίμενε. Ήθελα, λοιπόν, να στρέψω και πάλι την προσοχή σε όσα οι άνθρωποι σήμερα επιλέγουν να αγνοούν ή να περιφρονούν, χωρίς να καταλαβαίνουν ότι αυτά είναι η ουσία της ταυτότητάς μας.


Στο τέλος του βιβλίου σας φιλοξενείτε το Γλωσσάρι, το οποίο στην ουσία επεξηγεί αρκετά σημεία του βιβλίου που ενδεχομένως δυσκολεύουν τον αναγνώστη στην κατανόηση του κειμένου. Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο προβήκατε σε αυτή την προσθετική;

Πράγματι, το γλωσσάρι μπορεί να διευκολύνει την ανάγνωση. Όμως, ο κυριότερος λόγος που το προσέθεσα είναι επειδή ήθελα να ξανακάνω, παρέα με τον αναγνώστη αυτήν τη φορά, το ταξίδι που έκανα όταν έγραφα. Να του δείξω τα βιβλία που διάβασα, τους πίνακες που για ώρες παρατηρούσα, τη μουσική που έπαιζε διαρκώς στ’ αυτιά μου. Να του δείξω όσα με συγκίνησαν και όσα με συνάρπασαν. Ελπίζοντας ότι θα τον κάνω συνένοχο στην απόλαυση.

Δεδομένου ότι το βιβλίο σας είναι αρκετά ογκώδες, 766 σελίδες για την ακρίβεια, για ποιο λόγο δεν το χωρίσατε σε Α και Β μέρος;

Καταλαβαίνω τι εννοείτε. Οι άνθρωποι έχουν ξεσυνηθίσει να διαβάζουν πολυσέλιδα βιβλία. Και οι συγγραφείς έχουν ξεσυνηθίσει να γράφουν τέτοια πια. Κι εγώ δεν ήθελα εξ αρχής να γράψω ένα ογκώδες βιβλίο, αλλά μου το επέβαλε το θέμα μου και αποφάσισα να μην αντισταθώ. Επομένως, και όποιος το διαβάσει πρέπει να πάρει κι αυτός την απόφαση ότι θα διαθέσει τον χρόνο του και θα περιπλανηθεί μέσα σ’ αυτό. Από την πλευρά μου, ελπίζω ότι αυτός ο χρόνος δεν θα είναι χαμένος, αλλά κερδισμένος.

Το βιβλίο σας απευθύνεται αποκλειστικά σε ενήλικες ή μπορεί να αποτελέσει ανάγνωσμα και για το εφηβικό κοινό;

Μπορεί να το διαβάσει καθένας που οι αναζητήσεις του ταιριάζουν με όσα αφηγείται το βιβλίο. Στα έντεκά μου διάβασα τους Άθλιους του Ουγκώ μεταφρασμένο από τον Σκυλίτση σε απλή καθαρεύουσα. Ήταν το βιβλίο κατάλληλο για ένα εντεκάχρονο παιδί; Ποιος θα το αποφασίσει; Πάντως, εγώ το απόλαυσα. Μέχρι σήμερα δεν έχω αγοράσει νεότερη έκδοσή του. Έχω την ίδια παλιά, φθαρμένη έκδοση που, κάθε φορά που τη βλέπω, μου θυμίζει αυτήν την πρώιμη λογοτεχνική εμπειρία και, επιπλέον, με κάνει να καμαρώνω για το κατόρθωμά μου.


Επόμενα συγγραφικά βήματα κάνετε ή είναι πολύ νωρίς ακόμα;

Υπάρχουν πολλές ιδέες, κάμποσα προσχέδια και ορισμένα κείμενα που έχουν ολοκληρωθεί και περιμένουν να έρθει η ώρα τους.

Μια ευχή σας για το μέλλον;

Δεν πιστεύω στη δύναμη μιας ευχής. Πιστεύω στη βούληση του ανθρώπου.

Πριν κλείσουμε τη συζήτηση θα ήθελα να μας παραθέσετε ένα μικρό απόσπασμα από το βιβλίο σας.

«Με λένε Ευρώπη Αρμιάνη και γεννήθηκα απέναντι από το πιο ένδοξο βουνό του κόσμου, τον Όλυμπο. Εκεί που περιπλανιούνται ακόμη και σήμερα οι θεοί των Ελλήνων. Δεν ξέρετε τι σας λέω, ούτε με πιστεύετε, αλλά δεν έχει σημασία. Πολλοί λένε πως αυτοί οι θεοί πέθαναν πριν από πολλούς αιώνες και πως άλλους θεούς λατρεύουν τώρα οι άνθρωποι. Έτσι θα ήταν, αν οι θεοί ήταν σαν όλους εμάς εδώ. Μα δεν είναι. Όπως και νάχει, τώρα μείναν οι αγέρηδες να περιτριγυρίζουν το θεϊκό βουνό και να φτιάχνουν καινούριες ιστορίες. Έτσι μεγάλωσα εγώ, με θεούς, ήρωες, νερά τρεχούμενα και φως».

Κύριε Τρεχλή, σας ευχαριστώ πολύ για την όμορφη συζήτηση και σας εύχομαι κάθε επιτυχία προσωπική, επαγγελματική και συγγραφική.


Βιογραφικό:

Ο Βλάσσης Τρεχλής γεννήθηκε στο Αίγιο, όπου και ζει μέχρι σήμερα, από πατέρα πρόσφυγα. Σπούδασε κίνηση και μουσική και ευτύχησε να έχει καλούς δασκάλους: την Πολυξένη Ματτέυ και τη Μαρία Κυνηγού – Φλάμπουρα. Στο πέρασμα των χρόνων, ανακάλυψε πως τον γοήτευε η γλώσσα και η λογοτεχνία και ασχολήθηκε και με τα δύο από αγάπη. Στο χώρο της λογοτεχνίας είχε δάσκαλο τον Τάκη Σινόπουλο. Ζει σε μια επαρχιακή πόλη, κλείνοντας τα μάτια στα κακά της για χάρη όλων των καλών που του προσφέρει: μπορεί ακόμα να ακούει τα αηδόνια μέσα στη νύχτα, να βάζει μέρα μεσημέρι δυνατά στο πικάπ του τραγούδια του αγαπημένου του Μάνου Χατζιδάκι, να διαβάζει στίχους του Ανδρέα Κάλβου στη σκιά της κληματαριάς και να ταξιδεύει με τη σκέψη του στους τόπους όπου έζησε και περπάτησε εκείνος. Κυκλοφορούν τα βιβλία του: 1. Ταξίδι στη Λευκή Θάλασσα (Εκδόσεις Αρμός, 2006) 2. Το αρχαϊκό χαμόγελο του Μάνου Χατζιδάκι (Εκδόσεις Οδός Πανός, 2011) 3. Ανδρέας Κάλβος. Το χαμένο πορτραίτο (Εκδόσεις Κέδρος, 2014) 4. Hotel New York (Εκδόσεις Κέδρος, 2015)

Δημοσίευση σχολίου

0 Σχόλια