Φραντζέσκα Γιαννακού: "Η έκδοση ενός βιβλίου είναι συγχρόνως μία έκθεση του συγγραφέα"


Σήμερα οι Τέχνες φιλοξενούν την πολυγραφότατη συγγραφέα Φραντζέσκα Γιαννακού με αφορμή το νέο της βιβλίο με τίτλο «Μπορντώ στην Κυψέλη» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Αρμός». 

Συνέντευξη στη Στέλλα Πετρίδου


Κυρία Γιαννακού, διαβάζοντας κανείς το βιογραφικό σας θα αντιληφθεί πρωτίστως ότι είστε πολυγραφότατη. Παρόλο που άλλο υπήρξε το αντικείμενο των σπουδών σας και της επαγγελματικής σας ενασχόλησης, η αγάπη σας πλέον για τη συγγραφή φαίνεται ολοκάθαρα να οδηγεί τα βήματά σας εδώ και πολλά χρόνια. Πώς προέκυψε τόσο έντονα στη ζωή σας αυτή η μεγάλη αγάπη;

Η ερώτησή σας, κυρία Πετρίδου, με έκανε να συνειδητοποιήσω ότι αυτή η μεγάλη αγάπη, όπως την χαρακτηρίζετε, αποτελεί την καλύτερη επιρροή που άσκησε η μητέρα μου επάνω μου. «Άλλοι ξοδεύουν τα λεφτά τους σε λούσα, εμείς αγοράζουμε βιβλία» μου είχε πει μέσα σε ένα ταξί, καθώς επιστρέφαμε από το βιβλιοπωλείο της Εστίας, αγκαλιά με δύο σακούλες βιβλία. Εγώ θα ήμουν τότε επτά - οκτώ χρονών. Και παρόλον ότι η μητέρα μου ξόδευε και σε «λούσα», αυτή η φράση μού έμεινε. Δηλαδή, με τον τρόπο της, η μητέρα μου με έκανε να θεωρήσω την ανάγνωση σαν κάτι το αυτονόητο και μου έδειξε έναν δρόμο, προσφέροντάς μου συγχρόνως ένα αποκούμπι στη δύσκολη καθημερινότητα που βιώναμε ως οικογένεια. Πιστεύω, λοιπόν, ότι η συγγραφή αποτελεί απόρροια αυτής της μεγάλης αγάπης και κάτι σαν αντίδωρο σε αυτό που προσέφεραν σ’ εμένα διάφοροι συγγραφείς κατά την πολύ δύσκολη παιδική και νεανική περίοδο της ζωής μου.

Οι προσωπικές σας εμπειρίες και τα βιώματά σας έχουν επηρεάσει, θεωρείτε, τον τρόπο σκέψης και γραφής σας;

Σίγουρα. Το γεγονός ότι η μητέρα μου αρρώστησε με βαριά διπολική διαταραχή, όταν ήμουν τρεισήμισι ετών, με έστρεψε από πολύ νωρίς σε ενδοσκόπηση, με έκανε πιο ευαίσθητη στις ανάγκες των άλλων και με ώθησε, μέσα από την παρατήρηση των ανθρώπων του στενού οικογενειακού περιβάλλοντος και με τη βοήθεια διαφόρων βιβλίων ψυχολογίας, να αναπτύξω, κατά το δυνατόν, τη δεξιότητα της ενσυναίσθησης. Από την άλλη πλευρά, στη νομική σχολή διδάχθηκα τον δικανικό συλλογισμό και διαμόρφωσα τον αναλυτικό και δομημένο τρόπο σκέψης με τον οποίο προσεγγίζω και ερευνώ τα θέματά μου (αν και, στη συνέχεια, στο στάδιο της συγγραφής προσπαθώ να εκφραστώ πιο ελεύθερα).

Έχετε καταπιαστεί με πολλά και διαφορετικά είδη του λόγου έως σήμερα. Προς τα πού κλίνετε περισσότερο και γιατί;

Πράγματι, ξεκίνησα με την ποιητική συλλογή «Δοκιμάζοντας την αλήθεια του συμπυκνωμένου χρόνου», συνέχισα με την «Τρούφα», η οποία ήταν ένας συνδυασμός αφήγησης, θεατρικής γραφής και ποίησης, ενώ στο τελευταίο μου βιβλίο, «Μπορντώ στην Κυψέλη», προσπάθησα να εξελίξω αυτόν τον τρόπο γραφής, δίνοντας μεγαλύτερη έμφαση στη μυθιστορηματική αφήγηση. Η προσπάθεια δημιουργίας ενός μυθιστορήματος με ενιαία ροή στο οποίο εμπεριέχονται διαφορετικά είδη λόγου παρουσιάζει, για εμένα, περισσότερες προκλήσεις κι ελπίζω ότι κάνει την ανάγνωση του βιβλίου πιο ενδιαφέρουσα.

Ποιοι είναι οι πιο απαιτητικοί αναγνώστες; Τα παιδιά, οι έφηβοι ή οι ενήλικες;

Επιχειρώντας να δώσω μία απάντηση (εσείς, βέβαια, είστε πιο αρμόδια, δεδομένου ότι έχετε ασχοληθεί και με το έμμετρο παραμύθι, αν δεν κάνω λάθος), θα έλεγα ότι οι πιο απαιτητικοί αναγνώστες είναι, σε κάθε ηλικία, οι διαβασμένοι αναγνώστες.

Από τη μέχρι τώρα εμπειρία σας στο χώρο των γραμμάτων, θεωρείτε ότι υπάρχει συγκεκριμένη συνταγή για τη συγγραφή ενός καλού βιβλίου;

Κυρία Πετρίδου, κατά τη γνώμη μου, εάν ένας συγγραφέας αντιληφθεί ότι καταφεύγει σε «συνταγές», καλύτερα να σταματήσει και να περιμένει, ώστε να «καθαρίσει» από το προηγούμενο βιβλίο του. Όσον αφορά στη δική μου εμπειρία, ένα βιβλίο ξεκινάει με μία ερώτηση αναφορικά με μία κατάσταση, την οποία προσπαθεί όχι να απαντήσει, αλλά να επεξεργασθεί, καθώς και με μία αρχική ιδέα ως προς την ιστορία. Στη συνέχεια, απαιτείται όχι μόνον πολλή δουλειά, αλλά και αρκετός χρόνος, ώστε το βιβλίο να «ωριμάσει», τόσο ως προς περιεχόμενο όσο και ως προς τη δομή. Και, φυσικά, όπως είναι πλέον κοινός τόπος, «κόψε, κόψε, κόψε!».

Έχετε πρότυπα ως συγγραφέας; Στα γραπτά σας θα διαπιστώσει ο αναγνώστης επιρροές από άλλους αγαπημένους σας συγγραφείς;

Η αλήθεια είναι ότι ανέκαθεν αναζητούσα στα βιβλία που διάβαζα εξηγήσεις για το παράλογο που με περιέβαλλε και, για τον λόγο αυτόν, διάβαζα μόνον ό,τι με συγκινούσε και με απασχολούσε κατά τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο, χωρίς να επιδιώκω μία συστηματική λογοτεχνική εκπαίδευση και χωρίς να έχω ένα συγκεκριμένο πρότυπο ως συγγραφέας. Σίγουρα, λογοτέχνες όπως ο Έρμαν Έσσε και ο Φραντς Κάφκα με έχουν όχι μόνον σημαδέψει, αλλά και ευεργετήσει, όμως αυτό είναι κάτι διαφορετικό από αυτό που ρωτάτε. Τα τελευταία χρόνια ασχολούμαι περισσότερο με ποιητές και θεατρικούς συγγραφείς, όπως ο Τσαρλς Μπουκόφσκι, ο Χάρολντ Πίντερ, ο Έντουαρντ Άλμπι και πολλοί άλλοι.

Ανεξάρτητα, όμως, από όλα τα ανωτέρω, κατά το στάδιο της συγγραφής διαβάζω ό,τι θεωρώ ότι θα μπορούσε να εμπλουτίσει τις γνώσεις μου γύρω από τη συγκεκριμένη κατάσταση, η οποία με απασχολεί, και να βαθύνει τον προβληματισμό μου. Και τούτο, διότι το φιλοσοφικό, λογοτεχνικό και εικαστικό περιβάλλον, στο οποίο εντάσσεται ένα μυθιστόρημα, είναι καθοριστικό τόσο για τον τρόπο αφήγησης, όσο και για τον τρόπο με τον οποίον αντιλαμβάνονται τον κόσμο τους οι ήρωες. Γι’ αυτόν τον λόγο, οι αναφορές που γίνονται στα βιβλία μου σε εικαστικά έργα, σε ποιήματα ή σε επιστημονική βιβλιογραφία αποτελούν δομικό στοιχείο των βιβλίων.

Τρέφετε ιδιαίτερη αδυναμία σε κάποιο από τα μέχρι τώρα εκδοθέντα βιβλία σας; Αν ναι, γιατί;

Όπως είναι αναμενόμενο, το τελευταίο μου βιβλίο, το «Μπορντώ στην Κυψέλη» από τις εκδόσεις Αρμός, έχει συγκεντρώσει εδώ και πολλά χρόνια την προσοχή και την αγάπη μου, δεδομένου ότι αποτελεί ένα βιβλίο που ξεκινάει από την πραγματική ιστορία της οικογένειάς μου.

Όμως, επειδή χρησιμοποιήσατε τον όρο «αδυναμία», θα έλεγα ότι έχω μία αδυναμία στην «Τρούφα» που εκδόθηκε από τον εκδοτικό οίκο Γαβριηλίδης. Και τούτο, διότι ενώ το βιβλίο αυτό ξεκίνησε δυναμικά και, μάλιστα, ανέβηκε σε θεατρικό αναλόγιο στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά, σε σκηνοθεσία Γεωργίας Μαυραγάνη, στα πλαίσια του Φεστιβάλ «Η Δυναμική του Ελληνικού Λόγου στο Θέατρο», που επιμελήθηκε η θεατρολόγος Λουίζα Αρκουμανέα. μετά τον θάνατο του εκδότη Σάμη Γαβριηλίδη, η «Τρούφα», όπως και όλα τα βιβλία του εκδοτικού οίκου, πολτοποιήθηκε από τις τράπεζες - πιστωτές.

Γιατί επιλέξατε λογοτεχνικό ψευδώνυμο σε παλιότερο βιβλίο σας;

Η έκδοση ενός βιβλίου είναι, συγχρόνως, μία έκθεση του συγγραφέα. Όταν κυκλοφόρησε το «Δοκιμάζοντας την αλήθεια του συμπυκνωμένου χρόνου» από την πολιτιστική εταιρεία Φωτογραφίζοντας, δεν ήμουν, λόγω και κάποιων σοβαρών προβλημάτων υγείας, έτοιμη να αντιμετωπίσω αυτή την έκθεση.


Κρατώ στα χέρια μου το τελευταίο σας βιβλίο, που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις «Αρμός» και φέρει τον τίτλο «Μπορντώ στην Κυψέλη». Μιλήστε μας γι’ αυτό.

Στο «Μπορντώ στην Κυψέλη» αποτυπώνεται ο επί σαράντα πέντε χρόνια (από το 1970) αγώνας μίας οικογένειας να αντιμετωπίσει τη διπολική διαταραχή της μητέρας (της Άλκηστης). Ο πατέρας (Απόστολος/Άλφα) και η θεία (Θεία/Θήτα) – πεθαμένοι από καιρό- έχουν επιστρέψει, προκειμένου να στηρίξουν την κόρη (Μαρκέλλα) σε μία κρίσιμη στιγμή. Δεδομένου ότι ο χρόνος είναι λιγοστός, μιλούν όλοι με αμεσότητα, χωρίς υπεκφυγές, για «τις ψευδαισθήσεις που έπεφταν σιγά σιγά, τις μικρές, ανηλεείς εκπτώσεις, τις παραμορφώσεις, τη δική μας τόσο ασήμαντη αλήθεια».

Τι σας ενέπνευσε για να γράψετε τη συγκεκριμένη ιστορία;

Το βιβλίο ξεκίνησε από την ανάγκη μου να καταγράψω τα συναισθήματα και τα ερωτήματα που με κατέκλυζαν μετά τον θάνατο του πατέρα μου, όταν ήμουν πλέον μόνον εγώ υπεύθυνη για τη φροντίδα της μητέρας μου. Τούτο στάθηκε η αφορμή να θυμηθώ οικογενειακές διηγήσεις και να επαναλάβω διαδρομές, από την Κυψέλη των παιδικών και εφηβικών μου χρόνων μέχρι τις Μπιενάλε της Βενετίας και τα ποικίλα διαβάσματά μου, διότι αυτές ακριβώς οι διαδρομές με στήριξαν κατά τη διάρκεια της μακρόχρονης οικογενειακής περιπέτειας.

Στην πορεία μού φάνηκε ενδιαφέρον το ότι οι τρεις διαδοχικοί φροντιστές της Άλκηστης, δηλαδή ο Απόστολος, η θεία και η Μαρκέλλα, ανήκουν όχι μόνον σε τρεις διαφορετικές γενιές, αντανακλώντας το αξιακό σύστημα στην Ελλάδα κατά τον καιρό της Κατοχής, του Μεσοπολέμου και της Μεταπολίτευσης, αντιστοίχως, αλλά και σε διαφορετικούς κόσμους· ο Απόστολος στον κόσμο των ναυτικών της Άνδρου και των υπερατλαντικών ταξιδιών, η θεία στον κόσμο των ωδείων της Αθήνας και της μουσικής του Satie και η Μαρκέλλα στην αναλυτική επιστημονική σκέψη και στον μικρόκοσμο της Κυψέλης.

Θα εντοπίσει ο αναγνώστης στους ήρωες σας στοιχεία της δικής σας προσωπικότητας;

Ασφαλώς, αφού, όπως σας είπα, το βιβλίο ξεκινάει από την ιστορία της οικογένειάς μου. Μάλιστα, κάποιοι φίλοι με προέτρεψαν να «αμβλύνω τις γωνίες» και να αποσιωπήσω ορισμένες «λεπτομέρειες»· επέλεξα, όμως, να μην τους ακούσω, διότι ήθελα το Μπορντώ να αποτελέσει ένα αποκούμπι για τους ανθρώπους που περνούν καταστάσεις παρόμοιες με αυτές που περιγράφονται και ο σκοπός αυτός δεν θα μπορούσε να επιτευχθεί με ωραιοποιήσεις της ιστορίας.

Γιατί γράφετε σε πρώτο πρόσωπο; Μήπως για να γίνετε περισσότερο αληθινή και άμεση στον αναγνώστη;

Από την αρχή, ο συνδυασμός της αφήγησης σε πρώτο πρόσωπο και των διαλόγων μού φάνηκε μονόδρομος, προεχόντως διότι το βιβλίο βασίζεται στις εμπειρίες μου και στις διηγήσεις των ανθρώπων του στενού οικογενειακού περιβάλλοντός μου. Τούτο έγινε ακόμη πιο επιτακτικό όταν (κατά τη διάρκεια μίας μετακόμισης στην Κυψέλη και ενώ νόμιζα ότι το Μπορντώ είχε ήδη ολοκληρωθεί) ανακάλυψα μία κούτα στην οποία περιέχονταν τα γράμματα τα οποία αντάλλασσαν οι γονείς μου πριν παντρευτούν, όσο ο πατέρας μου ταξίδευε ως ναυτικός. Ήταν σαν και οι ίδιοι οι ήρωες να ήθελαν να γράψουν σε πρώτο πρόσωπο την αλήθεια τους. Άλλωστε, «ο καθένας είχε τη δική του».

Γιατί επιλέξατε τον συγκεκριμένο τίτλο για να κοσμήσει το εξώφυλλό του βιβλίου σας; Ποιο είναι το Μπορντώ στο οποίο αναφέρεστε;

Α, αυτό είναι ένα παιχνίδι του τίτλου και την απάντηση θα την δώσει ο ίδιος ο αναγνώστης. Πάντως, και οι δύο λέξεις του τίτλου, και το «Μπορντώ» και η «Κυψέλη», διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στην ιστορία.

Ποια είναι τα μηνύματα που θέλετε να περάσετε μέσα από την ιστορία σας αυτή;

Μέσα από την ιστορία του «Μπορντώ στην Κυψέλη» επιχείρησα να μιλήσω για τη σχέση μεταξύ του αρρώστου με διπολική διαταραχή και των ανθρώπων που τον φροντίζουν («φροντιστών»). Δεν νομίζω ότι ήθελα να περάσω ένα μήνυμα (βέβαια, η ιστορία εκτυλίσσεται σε έναν συγκεκριμένο χωροχρόνο). Μου αρκεί το ότι οι ήρωες του βιβλίου μπόρεσαν να μιλήσουν ελεύθερα, θέτοντας μία σειρά από, ενδεχομένως προκλητικές, ερωτήσεις, όπως: «Ο χαρακτήρας αλλάζει με την αρρώστια;», «Πότε, λοιπόν, χτίστηκαν οι τοίχοι; Πότε σταμάτησαν να προσπαθούν να μιλούν με την Άλκηστη και πότε μεταξύ τους; Πότε άρχισε ν’ αδιαφορεί η Άλκηστη και πότε εμείς; Και πότε, επιτέλους, αυτό θα τελειώσει;».

Σε ποιες ηλικίες απευθύνεται το βιβλίο σας;

Το βιβλίο απευθύνεται σε ενήλικες, αλλά και σε εφήβους, οι οποίοι ενδεχομένως θα ταυτισθούν περισσότερο με τη Μαρκέλλα, με τα συναισθήματά της και την προσπάθειά της να μεγαλώσει και να εξελιχθεί «φυσιολογικά», ξεπερνώντας (κατά το δυνατόν) τα τραύματα που της προκάλεσε η οικογενειακή περιπέτεια.

Είστε ευχαριστημένη από τη συνεργασία σας με τις εκδόσεις «Αρμός»;

Έχω τις καλύτερες εντυπώσεις. Ο Γιώργος και ο Βασίλης Χατζηιακώβου αγκάλιασαν με εμπιστοσύνη το «Μπορντώ στην Κυψέλη» και επηρέασαν σημαντικά την τελική του μορφή. Κατά τη διάρκεια της συνεργασίας διαπίστωσα ότι οι εκδόσεις Αρμός αποτελούν έναν καλοκουρδισμένο εκδοτικό οίκο, στον οποίον όλοι εργάζονται με επαγγελματισμό και με ιδιαίτερο ενδιαφέρον για το τελικό αποτέλεσμα και γι’ αυτό θα ήθελα να τους ευχαριστήσω πολύ για τη βοήθειά τους.

Ετοιμάζετε κάτι νέο συγγραφικά αυτή την περίοδο ή είναι πολύ νωρίς ακόμα;

Έχω κάποιες ιδέες, αλλά δεν έχω καταλήξει· δεν αισθάνομαι ακόμη έτοιμη να δεσμευθώ. Νομίζω ότι, επί του παρόντος, θα ασχοληθώ περισσότερο με την ανάγνωση συγγραφέων όπως ο Χουάν Ρούλφο, ο Χούλιο Κορτασάρ και ο Τζέιμς Τζόυς.

Μια ευχή σας που θα θέλατε να πραγματοποιηθεί;

Θα ευχόμουν το «Μπορντώ στην Κυψέλη» να αποτελέσει μία αφορμή για να μελετηθούν περισσότερο τα πρακτικά προβλήματα και η ψυχική και σωματική επιβάρυνση των ανθρώπων που φροντίζουν ασθενείς στο οικογενειακό τους περιβάλλον, προκειμένου να αναγνωρισθεί και να στηριχθεί ο, ενίοτε, σισύφειος αγώνας τους.

Πριν κλείσουμε τη συζήτηση θα ήθελα να μας παραθέσετε ένα μικρό απόσπασμα από το βιβλίο σας.


Κυρία Γιαννακού, σας ευχαριστώ πολύ για την όμορφη συζήτηση και σας εύχομαι καλή και δημιουργική συνέχεια στο συγγραφικό σας έργο.

Εγώ σας ευχαριστώ πολύ, κυρία Πετρίδου, για την πρόσκληση σε αυτή τη γόνιμη συνάντηση και εύχομαι κάθε επιτυχία στις ποιητικές σας διαδρομές.


Βιογραφικό:

Η Φραντζέσκα Γιαννακού γεννήθηκε στην Αθήνα το 1967. Από το 1995 υπηρετεί ως δικαστής στο Συμβούλιο της Επικρατείας και από το 2019 έχει τον βαθμό του Συμβούλου Επικρατείας.

Σπούδασε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και έλαβε μεταπτυχιακό τίτλο στο Δημόσιο Δίκαιο από την ίδια Σχολή. Επί ένα ακαδημαϊκό έτος παρακολούθησε μαθήματα Δημοσίου και Ευρωπαϊκού Δικαίου στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, ως ακαδημαϊκή επισκέπτης.

Εκτός από τις επιστημονικές δημοσιεύσεις της, έχει εκδώσει, με το ψευδώνυμο Γεωργία Α. Ιωάννου, την ποιητική συλλογή Δοκιμάζοντας την αλήθεια του συμπυκνωμένου χρόνου (εκδόσεις Φωτογραφίζοντας, 2014). Ποιήματά της έχουν δημοσιευθεί στο Δεύτερο Ανθολόγιο του Κύκλου Ελλήνων Λογοτεχνών Δικαστών (Κ.Ε.Λ.Δ.) Εν αμφιβολία ποιητές (εκδόσεις Ελκυστής, 2020) και σε λογοτεχνικά περιοδικά. Το βιβλίο της Τρούφα (εκδόσεις Γαβριηλίδης, 2018) παρουσιάσθηκε σε θεατρικό αναλόγιο στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά, στα πλαίσια του Φεστιβάλ «Η Δυναμική του Ελληνικού Λόγου στο Θέατρο» (2018).

Δημοσίευση σχολίου

0 Σχόλια