Τεχνοκριτικό κείμενο για την έκθεση σύγχρονης τέχνης “Domus Ego” του Δημήτρη Αστερίου, 11-20 Οκτωβρίου 2024, Μπάγκειον, Αθήνα, διοργάνωση “HUMANLINKS”
Ο Δημήτρης Αστερίου για άλλη μια
φορά ακολουθεί τα ερμηνευτικά πρότυπα του μετα-μετα-μοντερνισμού,
αποδεικνύοντας ότι η ελληνική καλλιτεχνική σκηνή οφείλει να προσεγγίζει την
πολιτισμική μνήμη μέσα από κριτικές και ρηξικέλευθες ματιές. Υπερβολικά εξωραϊστικές
αναφορές με αμφίσημες οπτικές αλλά και νοηματικές προεκτάσεις σκοπίμως δεν
υπάρχουν, παρά το εμφανώς εξπρεσιονιστικό αποτύπωμα των μορφών και της όλης αντίστοιχης
δυναμικής που διέπει τα έργα στις υφές. Ο Αστερίου αξιοποιεί τον
μετα-μοντερνικό άξονα για επιστροφή στο οικείο, ακολουθώντας, αφενός, τη
μετάβαση που περιγράφει ο Michael Bell (2011), και αφετέρου, τη ριζοσπαστική
υπέρβαση προς την «τρανσ-ουτοπία» του μετα-μετα-μοντερνισμού, όπως αυτή άρχισε να
ανθίζει ήδη από τη δεκαετία του 1990 σε σπουδαία πολιτισμικά κέντρα των ΗΠΑ
(λ.χ. Νέα Υόρκη), μέσω των αξιοσημείωτων συμβολών του Tom Turner (1995) και των
Mikhail Epstein, Alexander Genis, & Slobodanka Vladiv-Glover (1999), αφού
επαναφέρει στο προσκήνιο με έναν ευφυέστατο πολυεπίπεδο τρόπο το ζήτημα του
άστεγου ανθρώπου, του απάτριδος-πρόσφυγα.
Ειδικότερα, από τη μια πλευρά, ο
Michael Bell υποστηρίζει ότι η σχέση μοντερνισμού και μετα-μοντερνισμού
αποτελεί μια σχέση μετάβασης, η οποία θέτει επί τάπητος τις ίδιες οντολογικές
αναζητήσεις, τους ίδιους κοινωνικούς προβληματισμούς, αλλά η ερμηνεία αυτών
γίνεται από άλλη οπτική γωνία, δεδομένων των νέων κοινωνικο-πολιτισμικών αξιών και
καταστάσεων· κατ’ επέκταση, φαίνεται ότι τα δύο θεωρητικά συστήματα μιλούν για
ουσιαστική ανατροπή του προϋπάρχοντος καθεστώτος, δεν φοβούνται το καινοτόμο,
θεωρούν τις σύγχρονες κοινωνίες «ημιτελείς», και πάνω από όλα δεν
υπερ-ταυτίζονται με καμία ιδέα ή επικρατέν ιδεολόγημα, δηλαδή δεν προσκολλώνται
μετά εμμονής επάνω σε ένα φάσμα αυστηρά οριοθετημένων πιστεύω, ακόμα και στην
περίπτωση του μετα-μοντερνισμού, ο οποίος θεωρεί ότι η επιστροφή στην παράδοση
μέσω της Τέχνης, γενικά, εξασφαλίζει τη διαρκή ανάκληση της συλλογικής
(εθνικο-πολιτισμικής) μνήμης, κυρίως σε ιστορικές φάσεις μεταιχμιακού επιπέδου,
όπως στην καμπή της δεκαετίας του 1990 (με την πτώση των σοβιετικών κοινωνιών).
Από την άλλη πλευρά, σήμερα, εν έτει 2024, ακόμα και στον ελληνικό χώρο,
δύναται να μιλάμε για αναζήτηση-αμφισβήτηση, καθώς και για μια εκ νέου προσέγγιση
επιφανειακά σταθερών κοινωνικών εννοιών, που συσπειρώνονται πέριξ καταστάσεων
διαπολιτισμικού ή επιπολιτισμικού συνθέτειν, με άλλα λόγια, οφείλουμε να
συνεχίσουμε τη συζήτηση για την ανάλυση των όρων «τρανσ-υποκειμενικότητα», και
«τρανσ-ουτοπισμός» (Ορφανίδης, 2022).
Σε μία τέτοια κοινωνία, η ανάγκη
για εύρεση των όποιων πολιτισμικών απαρχών είναι ίσως μεγαλύτερη από ποτέ,
όμως, αυτό δε σημαίνει ότι δεν πρέπει να αμφισβητούνται γεγονότα και αξιακά
σύνολα που μέχρι πρότινος έμοιαζαν από απαραίτητα έως και αποδεκτά στο πλαίσιο
μιας διαστρεβλωμένης κοινωνικής μακροθυμίας. Ο καλλιτέχνης δεν επιθυμεί την
επίδειξη γνώσεων, ούτε την προβολή εικαστικών προτύπων που λειτουργούν ως
κοινωνικά πυροτεχνήματα λόγω πρόκλησης εντυπωσιασμού ακροβατώντας συνήθως
μεταξύ κακέκτυπων από το κίνημα του φωβισμού ή της pop art. O καλλιτέχνης επιλέγει πολύ προσεκτικά,
τώρα, εκείνα τα πρότυπα-σύμβολα που θεωρεί ότι σήμερα μπορούν όχι να μας
διδάξουν διά του παρατεταμένου δακτύλου αλλά επί της ουσίας να μας
αντιπροτείνουν έναν τρόπο αντίδρασης, αφού πρώτα μας ανάψουν τη σπίθα της
ελπίδας. Άλλωστε, η ανάγνωση των μηνυμάτων μέσω του ασπρόμαυρου αν δεν το
σκεφτούμε δις μάλλον θα καταλήγαμε στο συμπέρασμα ότι δε βοηθάει τον
καλλιτέχνη. Το ασπρόμαυρο εκ προοιμίου για πολλούς συμβαδίζει με κάτι το
ιδιαίτερα συγκινησιακό, υποκρύπτοντας ταυτόχρονα την έννοια της νοσταλγίας για
το χαμένο ένδοξο (Riley,
1995). Βέβαια, η Ιστορία της Τέχνης έχει δείξει ουκ ολίγες φορές ότι αυτό δεν
είναι παρά μόνο μια άποψη, η οποία προήλθε κυρίως μέσα από επιλεγμένες επιμελητικές
πρακτικές που αφορούσαν τον κόσμο της φωτογραφίας, και ως εκ τούτου μάλλον θα
πρέπει να την αφήσουμε στο χρονοντούλαπο της ιστορίας (Philadelphia Museum of Art, Ware, et al., 2006), εστιάζοντας συνεπώς περισσότερο στο ότι το ασπρόμαυρο
στην περίπτωση του Αστερίου υποδηλώνει την έννοια της διαχρονικότητας.
Οι ήρωες του Αστερίου, λοιπόν,
είναι άστεγοι, άλλοτε από ανάγκη και άλλοτε από επιλογή. Μετουσιώνονται ακούσια
ή εκούσια σε ήρωες-ευρετές, αφού αναζητούν, και εντέλει βρίσκουν ένα νέο προσωπικό-ιερό
μικρο-οίκο για να ξεκινήσουν πάλι από το μηδέν, δημιουργώντας κάθε φορά ένα νέο
υπόστρωμα για όσους ακολουθήσουν, για όσους βρεθούν στην ίδια ανάγκη ή επιλογή.
Οι ήρωες του Αστερίου μεταμορφώνονται περιστασιακά σε μικρούς ιερούς ακολούθους
που με τελετουργικό τρόπο αναπλάθουν το κατεστημένο, μεταφέροντας,
κυριολεκτικά, επί της κεφαλής τους τον ίδιο τους τον οίκο. Αποδέχονται την
πρό(σ)κληση για μετοίκηση, δεν τους τρομάζει απαραιτήτως το αύριο, ζουν εν
ελευθερία γυμνοί απολαμβάνοντας τις πανάρχαιες δωρεές της Μητέρας Γης, και
τελικά ριζώνουν ως άνθρωποι-δένδρα εκεί που οι ίδιοι κρίνουν ως τον κατάλληλο
τρόπο για να συνεχίσουν ως μονάδες της κοινωνίας την ύφανση της συλλογικού ταυτοτικού
ιστού. Δημιουργούν τοπόσημα, καταργούν φυσικά και τεχνητά σύνολα, ακόμα και αν
τυχόν φοβούνται, όπως στην περίπτωση των προσφύγων. Ποικίλουν μεταξύ τους,
συνδηλώνοντας ότι η διαφοροποίηση δεν είναι ο εχθρός του σήμερα-αύριο αλλά μια
υγιής κοινωνική έκφραση εντός των δημοκρατιών. Για τους ήρωες του Αστερίου,
γενικά, όλα είναι πιθανά, καθώς αυτοί αδιαλείπτως μεταβάλλονται εξωτερικά,
εξελίσσονται σπειροειδώς διατηρώντας φαινομενικά ανομοιογενή στοιχεία-σύμβολα
όλα παρμένα κατ’ αντιστοιχία της σπειροειδούς κίνησης του χεγκελικού πολιτισμικού
χρόνου, κατά τον ρου του οποίου η ανθρωπότητα αναγκάζεται να ανακαλέσει
μνημονικές εγγραφές που δεν παγιδεύονται εύκολα σε κλειστές-κυκλικές συλλογιστικές
πορείες. Για αυτό, «ένας ήρωας-άγγελος μπορεί να παρουσιαστεί ως
προβληματισμένος νέος της γενιάς της ανεργίας, με τα φτερά του ειρωνικά
τοποθετημένα ημίκλειστα, μια συνήθης ανδρική μορφή δύναται να απεικονισθεί
φέροντας αντί για ανθρώπινο κεφάλι ένα κτίριο, ένα μνημείο-σύμβολο του τόπου
των Αθηνών ή της παλιάς πόλης των Χανίων, οδηγώντας τη σκέψη μας στην αξία που
κρύβει το παρελθόν, μια αξία που δεν είναι μόνο αισθητική, και αν τη θεωρούμε
μόνο αισθητική, τότε το σπίτι μας-η μνήμη μας γίνεται αγκάθι που σφηνώνεται στο
κέντρο ελέγχου του σώματός μας, στον εγκέφαλο, γίνεται άχθος που σύρουμε όπου
και αν πάμε, όσους τόπους και αν αλλάξουμε· γινόμαστε εμείς οι ίδιοι ένας άλλος
Σίσυφος, αφού το να θυμάται κανείς το παρελθόν του μόνον
επειδή τυχόν φέρει εκ φύσεως κάτι το ωραίο είναι μια μορφή καταδίκης για το
μέλλον μιας κοινωνίας» (Δρακάκη & Ορφανίδης, 2024, σελ. 10).
Πάντοτε, όλοι οι ήρωες του
Αστερίου γνωρίζουν ότι τα του οίκου τους ουσιαστικά είναι όλα όσα φέρουν μέσα
τους, όλα όσα γνωρίζουν σε θεωρητικό και πρακτικό επίπεδο, οι αντιλήψεις, οι
ιδέες τους, τα βιώματά τους. Αυτά θα γίνουν τα νέα θεμέλια του αρχιτεκτονήματος
που σαν άλλο σαραπικό κάλαθο (μόδιο) φέρουν προς όπου και αν πορεύονται. Οι
ήρωες αυτοί εξορίζονται και/ή αυτό-εξορίζονται, όπως διάφοροι θεοί ευεργέτες-ευρετές
από τις μυθολογίες του ανατολικού κοσμοειδώλου, αναζητώντας το βέλτιστο, αν και
δε γνωρίζουν πάντοτε τι ακριβώς περιλαμβάνει αυτό· πιστεύουν, όμως, στην αξία
του κοινού οφέλους. Είναι, όμως, πεπεισμένοι ότι το ταξίδι προς την εύρεση θα
τους απελευθερώσει, καθώς τους εγγυάται την ελπίδα για την ανακάλυψη ενός
ανανεωμένου-προσωπικού οικείου.
Πλέον, αναζητείται το οικείο,
εκείνο που υποτίθεται ότι γνωρίζουμε καλύτερα λόγω ατομικών και συλλογικών
βιωμάτων, πολιτισμικών δεικτών, που ως έναν βαθμό έχουν (προ)καθορίσει την
εξελικτική πορεία του προσωπικού μας δράττειν, ειδικά αν δεν ασκήσουμε ποτέ ως
κοινωνικές μονάδες την πρέπουσα κριτική σε αυτό που μας παρουσιάζεται ως
συμπαγές και ασφαλές εντός ενός συστήματος παραδοσιακών-ιστορικών αξιώσεων. Τα
σύνορα οριοθέτησης στον δρόμο εύρεσης και (ανα)δόμησης του πολιτισμικά οικείου
δεν είναι ασφαλώς μόνο γεωγραφικά και φυσικά. Γι’ αυτό η έννοια του οικείου
χρωματίζεται από πολλούς —στην ίδια κοινωνία— διαφορετικά και διαρκώς, έως και
απομυθοποιείται η όποια άλλοτε κραταιή συμβολική δύναμη του. «Περάσαμε τα
σύνορα και είμαστε ακόμα εδώ. Μα πόσα σύνορα πρέπει να περάσουμε, για να πάμε
σπίτι μας;», ακούμε να λέει ο Μαρτσέλο Μαστρογιάννι στην ταινία του Θόδωρου
Αγγελόπουλου Το μετέωρο βήμα του πελαργού (1991). Το οικείο, λοιπόν,
πολλάκις είναι μετέωρο, ακόμα και σε επίπεδο συλλογικής πρόσληψης, καθώς η
πολιτισμική μνήμη δεν περικλείεται από σύνορα, δε φαλκιδεύεται ες αεί σε
στερεότυπα, αντιθέτως ανατροφοδοτείται και σύμφωνα με τον
μετα-μετα-μοντερνισμό, όπως προαναφέραμε, επαναπροσδιορίζεται κάθε φορά που το
συγκείμενο μαρκάρεται ως πολιτισμικό παλίμψηστο.
Στην αναζήτηση του οικείου τελικά
δεν πρωταγωνιστεί ο προορισμός αλλά το ταξίδι. Ακούγεται, ίσως, υπερβολικό
αυτό, αφού ο άνθρωπος έχει ανάγκη από εκείνον τον τελικό προορισμό που θα
θεωρήσει ως οικεία γη. Μάλλον, όμως, όλο αυτό δεν είναι και τόσο extravagant, καθώς ο άνθρωπος
πολλές φορές ανακαλύπτει ότι τελικά το οικείο μπορεί να μην είναι εκεί που είχε
φανταστεί και/ή όπως ιδανικά θεωρούσε ότι είναι, με αποτέλεσμα σε όλη τη
διάρκεια του ταξιδιού του να ανακαλύπτει άλλες πτυχές του εαυτού του, του
φάσματος εκείνου που η ψυχοσύνθεσή του αποδέχεται ως γνωστό, οικείο. Αυτό,
αυτομάτως, μας επιτρέπει να αφουγκραστούμε την ερμηνευτική της καβαφικής Ιθάκης,
ή – για να ξεδιπλώσουμε και μια πιο άγνωστη βιβλιογραφικά πτυχή της ευρωπαϊκής
πνευματικής παραγωγής – και την προγενέστερη λεοπαρντιανή φιλοσοφία για την
εναλλαγή των στόχων με το πέρασμα των χρόνων, όπως αυτή εκφράστηκε ακόμα και
μέσα από την αντίστοιχη ποίηση (Brilli,
2000).
Δεν είναι, ωστόσο, μόνο τα
ζωγραφικά απότοκα σε αυτήν την έκθεση που ανατροφοδοτούν το λογιστικό και το
θυμικό μας με τις παρούσες σκέψεις. Από τη μια πλευρά, είναι επίσης οι
αντίστοιχες πλαστικές συνθέσεις που σαν άλλα πανάρχαια αφιερώματα-προπλάσματα
οίκων, φτιαγμένα από οντουλέ χαρτόνι, όλα μαζί, ακόμα και αν είναι αιρούμενα δημιουργούν
μια πολυσημειωτική και κυρίαρχη στον χώρο εγκατάσταση (installation), με σαφείς προεκτάσεις
στον καθημερινό αγώνα των εν άστει αστέγων για προφύλαξη από τις ακραίες
καιρικές συνθήκες. Από την άλλη, είναι και το δραματοποιημένο σύνολο (performance art) που εκτυλίσσεται,
ακριβώς κάτω από το «πλέγμα» των αιρούμενων οίκων, ενώπιον των θεατών τόσο
άμεσα, φυσικά αλλά και ταυτόχρονα αινιγματικά, αφού όλες αυτές οι
φυσικές-καθημερινές κινήσεις των ηθοποιών και εν γένει εθελοντών που
συμμετέχουν συγκροτούν ένα τελετουργικό πλαίσιο επανεγγραφής των μνημονικών σημείων
μας σχετικά με τους αστέγους, το οποίο επειδή δεν είμαστε σε θέση να
αποκωδικοποιήσουμε απευθείας, βαπτίζουμε ως αινιγματικό. Οι ηθοποιοί σαν άλλοι
άστεγοι, κάτοπτρα μιας κοινωνίας που τους οδήγησε να επαναδιαπραγματευθούν
σκληρά την επιβίωσή τους με την πραγματικότητα του ζειν αστέγως εν τω μέσω ενός
δυτικού κοινωνικού γίγνεσθαι μετουσιώνονται σε αυτόπτες και αυτήκοοι μάρτυρες
της αλληλεπίδρασής μας με τους βουβούς και άστεγους ασπρόμαυρα εικονιζόμενους ήρωες,
φυλλομετρώντας υπόκωφα τη διάθεσή μας να ενσκήψουμε ουσιαστικά στο φάσμα του
(μη) στεγάζεσθε. Φέρουν στο κεφάλι τους, όπως και οι ήρωες του Αστερίου, το
ίδιο τους το σπίτι, αυτό που έχασαν ή εκείνο που επιθυμούν να βρουν (πάλι). Εισέρχονται
από τη δική τους μεγαλοπρεπή ορατότητα, στη μελαγχολική αορατότητα των αστέγων,
ίσως και σε άλλα πεδία αορατότητας, όπου τα άτομα μπορεί να μην είναι άστεγα με
την κυριολεκτική έννοια του όρου, νοιώθουν όμως χωρίς στέγη, χωρίς καταφύγιο,
χωρίς στήριγμα λόγω παγιωμένων στερεοτύπων που βασανίζουν ακόμα την (ελληνική)
κοινωνία (πρβλ. το ισπανικό ντοκιμαντέρ “Tratado de Invisibilidad”, σε σκηνοθεσία
της Luciana Kaplan, παραγωγής του 2024, όπου θίγεται το ζήτημα της αορατότητας
με υπόβαθρο μια συγκεκριμένη εργασιακή ομάδα γυναικών στο Μεξικό).
Ο Αστερίου με την έκθεσή του “Domus ego” διευρύνει σημαντικά την
ευαισθητοποιημένη οπτική του για το μη ορατό, καθιστώντας την επιλογή για
ομφαλοσκόπηση επί του ορατού ως μέγιστη κοινωνική ανεπάρκεια, και ως ζήτημα
που, ακόμα και εκτός μετα-μετα-μοντερνισμού, οφείλει ο καλλιτεχνικός και πνευματικός
κόσμος να αναδείξει, όχι στο πλαίσιο ενός υποκριτικού και/ή θεωρητικού οίκτου,
αλλά στο βωμό μιας αδιάλειπτης προσπάθειας για άμεση θεραπεία.
Βιβλιογραφικές αναφορές
Bell, M. (2011). “The Metaphysics of
Modernism”. In: M. Levenson (ed.). The Cambridge Companion to Modernism (pp.
9-32). Cambridge University Press.
Brilli, A. (2000). In viaggio con Leopardi.
Il Mulino.
Δρακάκη, Μ. & Ορφανίδης, Γ.
(2024). «Μνήμη εστί…». Εικαστική έκθεση σύγχρονης τέχνης των Αντώνη
Αλιβρούβα & Δημήτρη Αστερίου στο Καθολικό της Μονής του Αγίου Φραγκίσκου,
στα Χανιά (19-28 Αυγούστου 2024). Εκδόσεις Περιφέρειας Κρήτης.
Epstein, M., Genis, A.,
& Vladiv-Glover, S. (1999). Russian Postmodernism. New Perspectives on
Post-Soviet Culture.
Berghahn Books.
Ορφανίδης, Γ. (2022). Σύμβολα και
όρια επί του Μετα-Μεταμοντερνισμού. Συζητώντας για δύο πολιτισμικά δρώμενα στον
άξονα Θεσσαλονίκη-Λευκωσία-του 2022. Symbol-e, 12, 31- 50 [=
Ορφανίδης, Γ. (2022) Επανέκδοση για το Ανάτυπο της Τεχνοκριτικής Μελέτης της
Διεθνούς Ομαδικής Έκθεσης Mail Art International Exhibition
– ‘Island City’,
που φιλοξενήθηκε στο Μουσείο της Βάσως Κατράκη στο Αιτωλικό της
Αιτωλοακαρνανίας, 23-25 Σεπτεμβρίου 2022, υπό την αιγίδα του Υπουργείου
Πολιτισμού και Αθλητισμού].
Philadelphia Museum of Art, Ware, K., &
Barberie, P. (2006). Dreaming in black and white: Photography at the Julien
Levy Gallery. Philadelphia Museum of Art, In Association with Yale
University Press.
Riley, C. A. (1995). Color codes: Modern theories of color in philosophy, painting and
architecture, literature, music and psychology. University Press of New
England.
Turner, T. (1995). City as Landscape: A Post
Post-modern View of Design and Planning. Taylor
& Francis.
Δρ. Γεώργιος
Ορφανίδης
Ιστορικός Τέχνης, Επιμελητής
Εικαστικών και Παραστατικών Τεχνών
0 Σχόλια