Η Νένα Βενετσάνου δεν είναι μόνο μια σπουδαία ερμηνεύτρια, αλλά και μια εξαιρετική συνθέτις. Για πρώτη φορά και για δέκα μόνο παραστάσεις επιβιβάζεται στο Θεατρικό Βαγόνι της Αμαξοστοιχίας-Θεάτρου το Τρένο στο Ρουφ για να μας παρουσιάσει τα νέα της τραγούδια με γενικό τίτλο «Σκληρές βιολέτες». Σήμερα και πριν την πρώτη της επίσημη παράσταση φιλοξενείται στις Τέχνες και μας μιλά γι' αυτήν στη συνέντευξη που ακολουθεί.
Συνέντευξη στη Στέλλα Πετρίδου
Κα. Βενετσάνου, πώς νιώθετε που για πρώτη φορά επιβιβάζεστε στην Αμαξοστοιχία-Θέατρο το Τρένο στο Ρουφ, σε ένα τόσο ιδιαίτερο θεατρικό βαγόνι;
Ταξιδεύω….. Μου θυμίζει τα παιδικά και τα φοιτητικά μου χρόνια, τοπία, γνωριμίες, έχω διασχίσει όλη την Ευρώπη με το τρένο, ξεκινούσα από Αθήνα με κεφτέδες και ντολμαδάκια κονσέρβα και ξόδευα όλα τα λεφτά μου στα βαγόνια - ρεστοράν, στις περίφημες «Κουσέτες», αναδιπλωμένα κρεββάτια που τα άνοιγαν για την νύχτα. Είχα και την κιθάρα μου. Τότε αν ήθελες να κατέβεις σε έναν σταθμό δεν υπήρχε πρόβλημα, έμενες δυο μέρες και ανέβαινες πάλι.
Μιλήστε μας για τις «Σκληρές Βιολέτες». Για τι πράγμα μιλούν τα νέα σας τραγούδια;
Α… οι Σκληρές Βιολέτες είναι ένα ταξίδι στην Γυναικεία Ευρωπαϊκή ποίηση της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς, όπου ανασυντάσσονται οι επιζώντες, μετά το τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου πολέμου το 1945. Όλη η Ευρώπη την περίοδο της Ειρήνης συμμετείχε στην μεταφορά στρατευμάτων και αιχμαλώτων. Έχουν πολύ σκοτάδι αυτά τα χρόνια και πολύ πόνο. Αρχές του 21αιώνα ξεκίνησαν δειλά να γίνονται συζητήσεις για «Τα Τρένα της μνήμης». Το θέμα δεν έχει κλείσει. Όπως δεν έχει κλείσει και το θέμα των 12 εκατομμυρίων εκτοπισμένων επιζώντων αμάχων, που μετά την συμφωνία της Γιάλτας, μεταφέρθηκαν σε άγνωστους τόπους, με τα ίδια ιδεολογήματα φυλετικής καθαρότητας που λειτούργησαν και κατά την περίοδο του πολέμου. Ένα κύμα Ανέστιων ανθρώπων που διοχετεύτηκαν σε διάφορες χώρες χαρακτηρισμένοι ως εκτοπισμένοι και όχι ως πρόσφυγες, ένα δράμα που σκοτείνιασε κι΄ άλλο την τραγωδία του πολέμου. Οι ποιήτριες που διάλεξα είναι αυτής της σκοτεινής περιόδου, έζησαν ως απάτριδες, φτωχές, άρρωστες, απεγνωσμένες, ψυχικά τραυματισμένες από τις κακουχίες του Πολέμου, όμως με πνευματική διαύγεια. Έγραψαν ποίηση αξιώσεων και με κάνουν να πιστεύω ότι καμία σκοτεινή δύναμη δεν μπορεί να σβήσει το φως στο ταλέντο που κρύβεται στην ανθρώπινη ψυχή, ούτε καν η τρέλα.
Πράγματι, μετά από ένα πλούσιο καλλιτεχνικό έργο για τη διάδοση της ελληνικής γυναικείας ποίησης, επανέρχεστε και πάλι στο προσκήνιο μελοποιώντας ποιήματα γερμανόφωνων ποιητριών. Πώς έγινε η επιλογή τόσο των συγκεκριμένων ποιητριών όσο και των συγκεκριμένων ποιημάτων τους;
Να σας πω. Μεταπολεμικά οι ποιήτριες είχαν βίωμα που έπρεπε να διαχειριστούν, όχι για να εξηγήσουν τον Πόλεμο, την Ιστορία, την κοινωνία κλπ, αλλά τον εαυτό τους. Ο έξω κόσμος ήταν κατεστραμμένος, δεν έδινε τίποτα στη ζωή. Ειδικά γιατί η Ειρήνη δεν ήταν Ειρήνη αλλά ένας νέος ψυχικός πόνος με τον οποίον έπρεπε να συζούν. Ήταν γυναίκες εγγράμματες και πρωτοπόρες, που έκαναν πατρίδα τους την ποίηση.
Η ποίηση είναι αυτό με το οποίο επιβιώνει ο άνθρωπος μέσα στην καταστροφή και το χάος. Αυτό σημειώνεται στο δελτίο τύπου της παράστασής σας κι εγώ, ως άνθρωπος που υπηρετώ την ποίηση, θα συμφωνήσω απόλυτα. Είναι όμως αυτή μια καθολική αποδοχή για την ποίηση πιστεύετε; Δεδομένου του αποπροσανατολισμού που υφίσταται η σύγχρονη πραγματικότητα, μπορεί κανείς να δείξει εμπιστοσύνη στο θαύμα της ποίησης για να αντιμετωπίσει τα προβλήματά του;
Θα σας απαντήσω έμμεσα, μιλούσα με τον Νίκο Μαμαγκάκη για την καλλιτεχνική φύση και μου είπε, κάτι που το έβαλα βαθιά στην ψυχή μου: «Δεν πρέπει να δίνεις κανένα διέξοδο στον εαυτό σου, αν θες να ζεις από την Τέχνη σου.» και εννοούσε πνευματικά να σε τρέφει η Τέχνη σου. Με άλλα λόγια να μην βάζεις προϋποθέσεις στην συνύπαρξή σου με το ταλέντο σου. Ήταν απόλυτος. Έτσι και οι Σκληρές Βιολέτες μου δεν εντάσσονται σε κινήματα κλπ είναι καθαρή ποίηση που δημιουργήθηκε για να υπάρξει.
Ποια η θέση των γυναικών παλαιότερα αλλά και τώρα σε σχέση με την τέχνη;
Μεγάλη κουβέντα ανοίγουμε. Ως φοιτήτρια παλιά το 1975, σταμάτησα στο Μιλάνο και πέφτω πάνω σε μια σούπερ έκθεση με τίτλο: το άλλο μισό της πρωτοπορίας. Στην αρχή νόμισα ότι θα έβλεπα ελάσσονες ζωγράφους που υπήρχαν κάτω από τη σκιά των μεγάλων ονομάτων. Λάθος, ήταν μια έκθεση με αποκλειστικά έργα γυναικών. Εκεί κατάλαβα ότι δεν μπορούμε να πούμε τίποτα για την γυναικεία τέχνη εάν δεν την δούμε, δεν την γνωρίσουμε, δεν την ερευνήσουμε. Χωρίς αυτή τη διαδικασία δεν μπορούμε να καταλάβουμε ούτε τη σχέση των γυναικών με την Τέχνη, ούτε το πως αντιμετωπίζει η κοινωνία μας την Γυναικεία καλλιτεχνικότητα. Εγώ θα άρχιζα από την εποχή μας και σιγά σιγά θα πήγαινα προς τα πίσω, γιατί σήμερα οι Γυναίκες καλλιτέχνιδες είναι πιο συγκροτημένες. Μια καλή συμβουλή είναι να μάθουμε να κρατούμε αρχείο, αυτό βοηθάει πολύ. Χωρίς αυτή την έρευνα και την καταγραφή των έργων, ανεξάρτητα από το είδος της Τέχνης, δεν μπορούμε να καταλάβουμε και πολλά. Το κουμάντο θα το κάνει η Αγορά και όχι ο εξπέρ.
Γιατί η μουσική έχει την ανυπέρβλητη δύναμη να εξυψώσει την ποίηση και να την αναδείξει;
Η ποίηση είναι σιωπηλή, αντίθετα από τη μουσική. Το τραγούδι όμως είναι το είδος της μουσικής που αναδεικνύει καλύτερα το ποίημα.
Η μετάφραση των ποιημάτων των συγκεκριμένων τραγουδιών που απαρτίζουν τις «Σκληρές Βιολέτες» αποτελεί μια πιστή αποτύπωση του πρωτότυπου περιεχομένου τους ή προσαρμόστηκε κατάλληλα προκειμένου να συμβαδίζει αρμονικά με τον ρυθμό και τη μελωδία σας;
Όταν μελοποιείς ξένη ποίηση στη γλώσσα σου διαλέγεις μεταφραστή. Περνάς δηλαδή και μέσα από την δικιά του αίσθηση της γλώσσας. Δεν γίνεται αλλιώς. Εγώ γνώρισα την Ιωάννα Αβραμίδου, ταιριάξαμε και διάλεξα από τις δικές της μεταφράσεις τα ποιήματα που μ’ ενδιέφεραν. Οι ποιήτριες που έχω διαλέξει είναι πολλές και διαφορετικές, με την μετάφραση όμως από μία μεταφράστρια αποκτούν συνοχή. Έχω όμως διαλέξει και Ελληνίδες ποιήτριες την Βικτωρία Θεοδώρου, την Ρίτα Μπούμη -Παπά, την Νίνα Ναχμία, την Γιοβάννα Καλπαξή και την μαρτυρία για την εποχή αυτή της Μαρίας Τσισκάκη. Όλες οι Ελληνίδες είναι σαν να υποδέχονται αυτές τις ξένες και απάτριδες γυναίκες σε νέα πατρίδα, τα Ελληνικά. Μην ξεχνάμε επίσης το ότι η Γερμανική γλώσσα κακοποιήθηκε από τους Ναζί. Έπρεπε κάτι να γίνει γι’ αυτό και οι ποιητές το πέτυχαν. Έβγαλαν την λυρική ποίηση μέσα από σκονισμένα σεντούκια.
Τρέφετε ιδιαίτερη αδυναμία σε κάποιο από τα νέα σας τραγούδια; Αν ναι, σε ποιο και γιατί;
Όχι, τα υπερασπίζομαι όλα, το κοινό θα μου πει, είναι νωρίς ακόμα, δεν έχουν δισκογραφηθεί και ένας από τους λόγους που κάνω αυτές τις παραστάσεις είναι για να τα δοκιμάσω σε κοινό.
Μιλήστε μας για τους μουσικούς με τους οποίους συνεργάζεστε.
Ο χώρος του τρένου έχει ατμόσφαιρα μπουάτ, μας ταιριάζει πολύ αυτό και βοηθάει και την επαφή με το κοινό. Όλοι έχουμε μία ιδιαίτερη προτίμηση στον κλασικό ήχο με μικρή ενίσχυση, περνάμε καλύτερα και το κοινό επίσης, λοιπόν με συνοδεύουν δύο κιθαριστές ο Γιώργος Τοσικιάν στην κλασική, ο Δημήτρης Παπαλάμπρου στην ηλεκτρική και ο Σόλης Μπαρκής στα κρουστά. Στη φάση αυτή είναι τέλειος ο συνδυασμός.
Δέκα παραστάσεις δεν είναι λίγες, όμως δεν είναι και αρκετές για το κοινό που θα επιδιώξει να σας παρακολουθήσει στο Θεατρικό Βαγόνι. Υπάρχει το ενδεχόμενο να παραταθούν οι παραστάσεις αυτές αν υπάρξει επιθυμία του κοινού;
Για να δούμε τι θα δούμε. Είμαι αισιόδοξη. Αν συμβεί αυτό θα ανταποκριθούμε.
Ας κλείσουμε αυτή τη σύντομη συνέντευξη με μια ευχή σας που θα θέλατε να πραγματοποιηθεί.
Να μην φοβούνται την μελοποιημένη Ποίηση, να την θεωρούν μέρος της πραγματικής ζωής και να αναγνωρίσουν στο έντεχνο τραγούδι την βαθιά λαϊκότητά του.
0 Σχόλια