Σήμερα οι Τέχνες έχουν τη χαρά και την τιμή να φιλοξενούν έναν πολυγραφότατο δημιουργό από τη γειτονική μας Ιταλία. Αναφερόμαστε στον συνδιευθυντή του ηλεκτρονικού περιοδικού για το θέατρο, το σινεμά και τη μουσική Close-up της Ρώμης, τον δραματουργό, συγγραφέα έργων μυθοπλασίας και δοκιμιογράφο Alessandro Izzi. Αφορμή της συνέντευξης που ακολουθεί αποτελεί το πρόσφατα μεταφρασμένο βιβλίο του στα ελληνικά με τίτλο «Η βαλίτσα των διασταυρούμενων πεπρωμένων». Πιο συγκεκριμένα, πρόκειται για το θεατρικό του έργο που κυκλοφόρησε τον Μάιο του 2025 από τις εκδόσεις «Μετρονόμος», σε μετάφραση και σχολιασμό του Διονύση Αλεβίζου, και το οποίο απέσπασε πολύ θετικές κριτικές από μικρούς και μεγάλους ήδη από την πρώτη μέρα της κυκλοφορίας του. Ας δούμε λοιπόν τι έχει να μας πει ο ίδιος ο συγγραφέας για το βιβλίο του αλλά και για το συγγραφικό του έργο γενικότερα.
Κύριε Izzi, διαβάζοντας κανείς το
εκτενές βιογραφικό σας σημείωμα θα αισθανθεί αμέσως τη μεγάλη αγάπη που τρέφετε
για τις τέχνες και τα γράμματα. Η συγγραφική σας δραστηριότητα πιο συγκεκριμένα
είναι αρκετά έντονη και ταυτόχρονα πολυποίκιλη. Πού οφείλεται αυτή η μεγάλη
αγάπη και πώς τρέπεται κάθε φορά σε πάθος για έκφραση και δημιουργία;
Δύσκολη ερώτηση. Στην πραγματικότητα, μου λένε πως όταν ήμουν παιδί δεν αγαπούσα ούτε το διάβασμα ούτε το γράψιμο. Όταν μου ζητούσαν να γράψω μικρά κείμενα για να ελέγξουν το επίπεδο της γραμματικής μου, δεν πήγαινα παραπέρα από υποκείμενο, ρήμα και αντικείμενο. Η μετάβαση από αυτή την ανέμελη παιδική κατάσταση, χωρίς καμία ιδιαίτερη κλίση προς τα βιβλία, στη συγγραφή, είναι τυλιγμένη σε ένα πέπλο μυστηρίου, αλλά έχει μεγάλη σχέση με τη σταδιακή ανακάλυψη του πώς οι αξίες της πρώτης μου καθολικής ανατροφής καταπατούνταν στην πράξη από τη συντριπτική πλειοψηφία των ανθρώπων που γνώριζα. Αυτή η σύγκρουση ανάμεσα στον Λόγο και την πράξη είναι η πληγή που κουβαλάω μέσα μου σε όλη μου τη ζωή και λειτούργησε μέσα μου όπως οι πληγές στο ζωντανό σώμα ενός στρειδιού: δημιουργώντας ένα μαργαριτάρι. Γι’ αυτό και το γράψιμο, για μένα, είναι πάντα μια πράξη πόνου, μια πράξη που γεννιέται από τη συνεχή προσπάθεια να λειάνω τις ξεσκισμένες άκρες μιας ανεπούλωτης πληγής που προκλήθηκε από τη σύγκρουση του Πραγματικού με το Ιδανικό. Έτσι, πρέπει να γράφω, γιατί η γλώσσα επιστρέφει πάντα εκεί όπου πονάει το δόντι, αλλά για μένα η γραφή έχει ελάχιστο από το στοιχείο της κάθαρσης ή της λύσης· αντίθετα, συχνά με αφήνει με περισσότερες αμφιβολίες και αβεβαιότητες απ’ όσες είχα πριν ξεκινήσω. Το αν το αποτέλεσμα αυτής της διαδικασίας μπορεί να θεωρηθεί πολύτιμο ή όχι, δεν είναι κάτι που μπορώ εγώ να πω. Εξάλλου, αμφιβάλλω αν ένα στρείδι αναρωτιέται ποτέ για κάτι τέτοιο.
Τι σημαίνει για εσάς συγγραφή; Μπορείτε να προσδιορίσετε τη σημαντικότητά της στη ζωή σας δεδομένου ότι φαίνεται να επηρεάζει γενικότερα την ύπαρξή σας, να την καθοδηγεί σε συγκεκριμένα μονοπάτια και επιλογές και να την χαρακτηρίζει κατά κάποιον τρόπο με τις λέξεις και τα χρώματα που δίνετε κι εσείς ο ίδιος στον εαυτό σας μέσα από τα έργα σας;
Η συγγραφή, όπως έλεγα, είναι για μένα μια αναγκαία πράξη. Συχνά ακούω, από συναδέλφους ή φίλους, ότι για εκείνους η συγγραφή είναι θεραπευτική. Όχι για μένα. Από τη δική μου οπτική, η συγγραφή δεν εμπεριέχει καμία ιδέα ίασης. Ωστόσο, δεν μπορώ να αρνηθώ ότι το γράψιμο είναι, με κάποιον τρόπο, ένα βάλσαμο. Είναι σαν ένα μασάζ πάνω στον πόνο: δεν θεραπεύει, αλλά καταπραΰνει και βοηθά να εκφραστεί ό,τι, αν παρέμενε μέσα μας, θα μεγάλωνε μέχρι να μας πνίξει.
Πέρα από συγγραφέας έργων
μυθοπλασίας είστε και δραματουργός αλλά και δοκιμιογράφος. Ποιο είδος του λόγου
σας ελκύει περισσότερο όμως και γιατί; Είναι το ίδιο που επιλέγετε ως
αναγνώστης και το ίδιο ως συγγραφέας;
Η αλήθεια είναι ότι άρχισα να γράφω αρκετά αργά. Βέβαια, είχα γράψει μερικά ποιήματα (από όσο θυμάμαι φριχτά) και κάποιες μικρές ιστορίες προς το τέλος της εφηβείας μου, αλλά η πραγματική συγγραφή ξεκίνησε μετά το πανεπιστήμιο και αρχικά ασκήθηκε κυρίως στον τομέα της κινηματογραφικής κριτικής. Επρόκειτο για μια διαρκή εργασία σκέψης που ωρίμασε πάντως μέσα από τη μελέτη των διάφορων Nouvelle Vagues, κάτι που με έκανε να αντιλαμβάνομαι την κριτική ως μια βαθιά αυτοβιογραφική άσκηση, με γραφή πολύ πιο λογοτεχνική παρά ακαδημαϊκή. Για τον λόγο αυτό, η μετάβαση σε άλλες μορφές έκφρασης ήταν, με κάποιο τρόπο, ήδη προδιαγεγραμμένη. Κι όμως, παρ’ όλα αυτά, μου πήρε τουλάχιστον μια δεκαετία για να στραφώ προς την πεζογραφία και το θέατρο. Και χρειάστηκε αντίστοιχος χρόνος για να φτάσω τελικά και στην ποίηση.
Ακόμη και σήμερα ασχολούμαι με τα διάφορα είδη γραφής με ελευθερία και χωρίς προκαταλήψεις (αν και ασχολούμαι λιγότερο πια με την κριτική), γνωρίζοντας ωστόσο καλά ότι το καθένα έχει τους δικούς του κανόνες και τις δικές του απαιτήσεις. Το θέατρο, για παράδειγμα, απαιτεί μια πολύ μακρά προετοιμασία, ενώ η ποίηση χρειάζεται μια επίπονη, σχεδόν εμμονική επεξεργασία μετά το καθαυτό στάδιο της έμπνευσης. Κι όμως, παρά τις διαφορές, αναζητώ τον εαυτό μου σε κάθε μία από αυτές τις γλώσσες. Θα μπορούσα να πω, όπως ο Τόμας Μαν, ότι βρίσκομαι ανάμεσα σε όλες και σε καμία δεν νιώθω πραγματικά στο σπίτι μου.
Αρκετά έργα σας παραστάθηκαν στη σκηνή. Ήταν όλα τους εξαρχής θεατρικά έργα με έτοιμους διαλόγους ή κάποια από αυτά διασκευάστηκαν για να γίνουν πιο θεατρικά και επομένως κατάλληλα να ανέβουν στη σκηνή;
Ναι. Σχεδόν όλα τα θεατρικά μου έργα γεννήθηκαν από συγκεκριμένες αναθέσεις θεατρικών ομάδων και, επομένως, σχεδιάστηκαν από τις πρώτες κιόλας φάσεις για να ανέβουν στη σκηνή. Αυτό ισχύει, για παράδειγμα, και για το Η βαλίτσα των διασταυρωμένων πεπρωμένων, που δημιουργήθηκε κατόπιν ανάθεσης του Θεάτρου Bertolt Brecht της Φόρμια, το οποίο έθεσε πολλές από τις προϋποθέσεις που αποτέλεσαν τη βάση για τη συγγραφή του έργου – ξεκινώντας από το κοινό στο οποίο έπρεπε να απευθυνθεί το έργο, μέχρι τον αριθμό των ηθοποιών που θα συμμετείχαν. Σε ορισμένα από αυτά τα έργα, βέβαια, οι παραγωγικές συγκυρίες δεν συνέπεσαν με τον κατάλληλο τρόπο και έτσι δεν πραγματοποιήθηκαν οι παραστάσεις. Άλλα, όπως τα Μόνο περαστικοί ή Μια στολή, γράφτηκαν για συγκεκριμένες ομάδες και τελικά ανέβηκαν από άλλες. Ο κόσμος του Θεάτρου είναι ιδιότροπος και συχνά, κατά μήκος του ποταμού των θεατρικών σεζόν, αφήνει πολλά κείμενα που δεν καταφέρνουν να βρουν τον δρόμο προς τη σκηνή.
Κανονικά, πάντως, γράφω ένα έργο με συγκεκριμένο προορισμό και αυτός παραμένει ως το τέλος. Είναι αλήθεια ότι Η βαλίτσα των διασταυρωμένων πεπρωμένων, χάρη στον πλούτο των σκηνικών οδηγιών, προσφέρεται και για ατομική ανάγνωση, σαν βιβλίο, αλλά γεννήθηκε για το Θέατρο και εκεί ανήκει. Μόνο από το Zingari Lager (παράσταση που δημιουργήθηκε κατόπιν παραγγελίας με σκοπό να αφηγηθεί το ολοκαύτωμα των Τσιγγάνων) κατέστη εύκολο να προκύψει ένα εκτενές διήγημα, το οποίο εκδόθηκε αυτόνομα με τίτλο Η ιστορία του Manush – όπως την αφηγήθηκε κάποιος που δεν ήταν εκεί.
Τελευταία, πάντως, μου αρέσει να παίζω με τα όρια. Στο επόμενο βιβλίο μου, Κατακάθια του καφέ, ένα από τα διηγήματα της ανθολογίας είναι γραμμένο σε θεατρική μορφή και δεν θα μπορούσε να είναι αλλιώς, αφού ένας από τους χαρακτήρες είναι ο ίδιος ο Εντουάρντο ντε Φιλίππο. Από την άλλη, αναμένεται να κυκλοφορήσει και το Σαν τη Μέδουσα, ένα θεατρικό έργο που γεννήθηκε χωρίς συγκεκριμένη ανάθεση και αποτελείται από δύο μονόπρακτα - καθρέφτες μεταξύ τους: ένα είδος παράστασης με τη δυναμική και την εξέλιξη ενός πειραματικού μυθιστορήματος.
Πώς νιώθετε όταν ως συγγραφέας δέχεστε το χειροκρότημα των θεατών μετά από μία παράσταση θεάτρου; Είναι ίδιο με το αθέατο χειροκρότημα των αναγνωστών μετά το τέλος ενός μυθοπλαστικού ταξιδιού ή καμία σχέση δεν έχει το ένα με το άλλο;
Το χειροκρότημα του κοινού είναι πάντα υπέροχο, αλλά – όπως είναι δίκαιο – απευθύνεται πρώτα απ’ όλα στους ηθοποιούς πάνω στη σκηνή. Συνήθως, όταν βρίσκομαι στην αίθουσα, η ομάδα με καλεί να ανέβω στη σκηνή και να μοιραστώ αυτή την ευλογία, αλλά αυτό είναι μια πράξη γενναιοδωρίας της σκηνής προς τον συγγραφέα. Βέβαια, χωρίς κείμενο δεν υπάρχει παράσταση, όμως το κοινό τείνει να θυμάται πρώτα αυτό που βλέπει και μετά αυτό που ακούει – τη δράση πριν από τα λόγια. Στη σκηνή υπάρχει η παράσταση, όχι το κείμενο. Ή καλύτερα: από το κείμενο γίνεται αισθητή μόνο μια ηχώ. Αυτό, όμως, δεν σημαίνει ότι δεν είναι σημαντικό. Αντίθετα: όπως και στη μουσική, το κείμενο αποτελεί τη βάση της αρμονίας, μπορεί να καθορίσει και ορισμένα ρυθμικά μοτίβα, αλλά δεν είναι ποτέ η μελωδία – αυτή γεννιέται και πεθαίνει στη σκηνή μέσα από την παρέμβαση των ηθοποιών, στη θεατρική πράξη.
Γι’ αυτό και δεν βλέπω μεγάλη διαφορά ανάμεσα στη σκηνή και τη γραπτή σελίδα, αφού και στις δύο περιπτώσεις η σχέση μου με το κοινό είναι πρωτίστως νοητική, εμπειρία διαλόγου και μοιράσματος. Περισσότερο κι από το χειροκρότημα, με αγγίζουν οι στιγμές σιωπής, εκείνοι οι χώροι όπου η προσοχή του κοινού γίνεται χειροπιαστή. Μέσα σ’ αυτό το κενό νιώθω να ενεργοποιείται ο διάλογος ανάμεσα σε αυτό που έγραψα και στον θεατή στην αίθουσα.
Η Βαλίτσα των διασταυρωμένων πεπρωμένων, από αυτή την άποψη, είναι μια πολύ ριψοκίνδυνη παράσταση. Ξεκινά με τη σκηνή εντελώς άδεια· μετά μπαίνει ένας ηθοποιός που κάνει περίεργα πράγματα ενώ σφυρίζει άγνωστους σκοπούς: μοιάζει σχεδόν σαν κάλεσμα – προς ένα κοινό που (ας θυμηθούμε) αποτελείται από μαθητές – να αποσπαστεί και να πιάσει κουβέντα. Αντίθετα, μετά από λίγα δευτερόλεπτα, η αίθουσα αιχμαλωτίζεται, η σιωπή επιβάλλεται από μόνη της. Μια μαγεία!
Είστε επίσης και συνδιευθυντής του ηλεκτρονικού περιοδικού για το θέατρο,
το σινεμά και τη μουσική Close-up της Ρώμης. Τελικά, με πόσες δραστηριότητες
καταπιάνεστε, πότε και πώς τα προλαβαίνετε όλα αυτά;
Με το πέρασμα των χρόνων, όλο και
λιγότερες. Και πρέπει πια να διαλέγω τι είναι πραγματικά σημαντικό για μένα,
και πού θέλω να αφιερώσω τις δυνάμεις και τον χρόνο μου, που φαίνεται να είναι
πάντα πολύ λίγος. Η συγγραφή δημοσιογραφικών κειμένων, που είχε γεμίσει τα
πρώτα χρόνια της δραστηριότητάς μου, για παράδειγμα, δεν μου προσφέρει πια όσα
μου προσέφερε παλαιότερα.
Παρόλο που εξακολουθεί να αποτελεί εξαιρετική άσκηση για το μυαλό, είναι ένας χώρος στοχασμού που τείνει να είναι αυτοαναφορικός και να εξαντλείται στο ασφαλές, περιορισμένο πεδίο της επικαιρότητας. Αν έπρεπε σήμερα να ασχοληθώ με κινηματογραφική κριτική, θα προτιμούσα να το κάνω στο πλαίσιο και στους ρυθμούς ενός βιβλίου και όχι μέσα από ένα μικρό, ευκαιριακό άρθρο.
Πώς προκύπτει η έμπνευση στη δική σας περίπτωση; Παίζει πρωταγωνιστικό ρόλο σε σχέση με τη μελέτη και την έρευνα που απαιτεί κάθε φορά η θεματολογία του έργου με το οποίο καταπιάνεστε ή εξαρτάται με το είδος και το κοινό στο οποίο απευθύνεται;
Εξαρτάται από όλα αυτά μαζί. Συνήθως αρχίζω να γράφω όταν έχω θέσει στον εαυτό μου κάποια όρια και κανόνες. Αν μου ζητήσετε να γράψω ένα κείμενο για το Ολοκαύτωμα, θα μείνω να κοιτάζω το λευκό χαρτί, ανίκανος να ξεκινήσω. Αντίθετα, αρχίζω να γράφω όταν ξέρω ότι έχω στη διάθεσή μου τρεις ηθοποιούς, ότι δεν μπορώ να χρησιμοποιήσω σκηνικά, και ότι είμαι υποχρεωμένος να ενσωματώσω ένα κομμάτι του Σούμπερτ που θα παίζεται επί σκηνής από ένα πικάπ. Όταν έχω απόλυτη ελευθερία έκφρασης, μπερδεύομαι, κοιτώντας όλες τις δυνατότητες να ξεγλιστρούν. Όταν υπάρχουν περιορισμοί, τότε αρχίζω να σκέφτομαι πώς να τους παρακάμψω – και εκεί είναι που ξεκινάει το καλπάζον έργο της φαντασίας.
Ποια συναισθήματα σας κατακλύζουν
όταν το έργο σας γίνεται γνωστό σε πολλές χώρες του κόσμου;
Το κυρίαρχο συναίσθημα είναι η αμηχανία και η αίσθηση ευθύνης. Όταν, για παράδειγμα, επικοινώνησε μαζί μου το Θέατρο Potlach επειδή χρειαζόταν μια λογοτεχνική επιμέλεια για το έργο Angyalok a város fölött (Άγγελοι πάνω από την πόλη), που ανέβηκε στη Βουδαπέστη το 2016, βίωσα μια μακρά στιγμή πανικού, ακόμα κι αν στην πραγματικότητα δεν μου ζητήθηκε να γράψω δικά μου κείμενα, αλλά να επιλέξω κάποια κατάλληλα για τις συγκεκριμένες τοποθεσίες του έργου. Το να φτάνεις πέρα από τα σύνορα της Ιταλίας είναι πάντα μια εμπειρία που προκαλεί δέος.
Κι όμως, ούτε η συνεργασία μου ως δραματουργός για την παράσταση Édith Piaf, που ανέβηκε στις Ηνωμένες Πολιτείες το 2020, δεν μου προκάλεσε τόση συγκίνηση όση το να κρατώ στα χέρια μου την ελληνική μετάφραση της Βαλίτσας των διασταυρωμένων πεπρωμένων. Ίσως και γιατί δεν γνωρίζω την ελληνική γλώσσα, και το γεγονός ότι ένα έργο μου μπορεί να πάει εκεί που εγώ ο ίδιος δεν θα μπορούσα, με γεμίζει υπερηφάνεια και μεγάλη χαρά.
Ποιο είναι το πιο αγαπημένο βιβλίο
ή έργο σας από αυτά που έχετε γράψει μέχρι σήμερα;
Αυτή τη στιγμή, το βιβλίο που με
αφορά περισσότερο είναι το Σαν σπόρος στις ριπές του χειμώνα, μια
συλλογή διηγημάτων που διαδραματίζεται σε ένα ιταλικό χωριό κατά τη διάρκεια
της γερμανικής κατοχής στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Το βιβλίο βασίζεται σε
αφηγήσεις των γονιών μου, ιδιαίτερα του πατέρα μου, ο οποίος ήταν έφηβος εκείνη
την εποχή και μπόρεσε να μαρτυρήσει τα γεγονότα από μια προνομιακή θέση: αυτή
την ηλικία όπου έχεις ακόμη το ένα πόδι στην παιδικότητα αλλά, με το άλλο,
αρχίζεις να πατάς στο έδαφος του ενήλικου κόσμου.
Ο πατέρας μου πέθανε τον περασμένο
Φεβρουάριο, ακριβώς όταν ολοκληρωνόταν η έκδοση της ελληνικής μετάφρασης της
Βαλίτσας των διασταυρωμένων πεπρωμένων και, μάλιστα, ο μεταφραστής Διονύσης Γ.
Αλεβίζος, γνωρίζοντας το γεγονός, θέλησε – ως εξαιρετικός φίλος και ευαίσθητος
άνθρωπος – να αφιερώσει το νέο βιβλίο στη μνήμη του.
Τον Μάιο του 2025 κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις «Μετρονόμος» στα ελληνικά σε μετάφραση του Διονύση Αλεβίζου το θεατρικό σας έργο με τίτλο «Η βαλίτσα των διασταυρούμενων πεπρωμένων». Το συγκεκριμένο έργο σας κυκλοφόρησε για πρώτη φορά στην Ιταλία το 2012. Μιλήστε μας γι’ αυτό. Τι θα διαβάσει ο αναγνώστης πιάνοντας το βιβλίο σας στα χέρια του;
Θα βρει έναν σιδηροδρομικό σταθμό
την εποχή του φασισμού. Θα βρει λίγους χαρακτήρες που συζητούν διαρκώς για το
νόημα των λέξεων και για εκείνο το εξαιρετικά επικίνδυνο όριο που χωρίζει το
«λέω» από το «πράττω». Κυρίως, θα βρει έναν στοχασμό πάνω στη σύγχυση των
γλωσσών, στη δυσκολία να γίνεσαι κατανοητός στη δική σου γλώσσα – πόσο μάλλον
στη γλώσσα του άλλου.
Και έπειτα θα βρει μια απελπισμένη
ανάγκη για Μνήμη, που είναι οδυνηρά επίκαιρη αν σκεφτεί κανείς πόσο ξανά ηχεί
στ’ αυτιά μας – μουδιασμένα από την ψευδαίσθηση μιας ευημερίας – το κλάμα των
παιδιών που υποφέρουν από τη φρίκη του Πολέμου. Γιατί αυτή η ψευδαίσθηση – ναι,
αυτή! – κρύβει μέσα της τα αληθινά Τέρατα της εποχής μας, που δυστυχώς έχουν
επιστρέψει. Και πάλι, σε σκοτεινούς καιρούς.
Κύριε Izzi, σας ευχαριστώ πολύ για την όμορφη και πολύ ενδιαφέρουσα συζήτησή μας και σας εύχομαι καλή και δημιουργική συνέχεια σε ό,τι κι αν κάνετε! Καλοτάξιδα όλα τα βιβλία σας με την ευχή να διαβαστούν, να αγαπηθούν και να εμπνεύσουν.
*Η δική μου κριτική προσέγγιση για το πολύ αξιόλογο και μεστό περιεχομένου και διδαχών βιβλίο του Alessandro Izzi «Η βαλίτσα των διασταυρούμενων πεπρωμένων» εδώ
Βιογραφικό:
O Alessandro Izzi είναι συνδιευθυντής του ηλεκτρονικού περιοδικού, για το θέατρο, το σινεμά και τη μουσική, Close-up της Ρώμης. Είναι δραματουργός, συγγραφέας έργων μυθοπλασίας και δοκιμιογράφος, αρκετά από τα έργα του οποίου παραστάθηκαν στη σκηνή: La valigia dei destini incrociati (2012), Zingari Lager (2017), Una divisa (2020), Solo di passaggio (2020) και Cantata dei giorni infami (2022). Υπήρξε επίσης λογοτεχνικός σύμβουλος στην παραγωγή Angyalok a varos folott (Άγγελοι πάνω από την πόλη - Βουδαπέστη 2016) και συνεργάτης-δραματουργός στην παράσταση "Edith Piaf: Hymn to Love", (Πενσυλβάνια - ΗΠΑ, 2020). Έχει δημοσιεύσει μεταξύ άλλων: Il respiro delleonde (2015), Come seme sotto raffiche d'inverno (2016), Le strategie dell' oblio (2017), Lattesa della notte (2018), Trittico del dilemma (2019), Requiem dal buio e dal frastuono (2020), Nel silenzio della legge (2021), Haxan (2024) και Gli occhi della notte (2024). Το θεατρικό έργο "La valigia dei destini incrociati" / Η βαλίτσα των διασταυρούμενων πεπρωμένων στην Ιταλία κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις deComporre (2012).
0 Σχόλια